Αυτοί που φορούσαν το ροζ τρίγωνο...
Χριστίνα Σανούδου (kathimerini.gr, 21/5/2017)
Σκηνές από το θεατρικό έργο «Bent», που έγραψε ο Μάρτιν
Σέρμαν, αντλώντας έμπνευση από τις αφηγήσεις του Γιόζεφ Κ.
«Δεν μπορείς να φυλακίσεις ή να ασκήσεις διώξεις σε
ανθρώπους που απλώς δεν υπάρχουν». Αυτή ήταν η πρόσφατη απάντηση του εκπροσώπου
της τσετσενικής κυβέρνησης στις κατηγορίες ακτιβιστών ότι η αστυνομία έχει
αρχίσει να συλλαμβάνει ομοφυλόφιλους και να τους οδηγεί σε μυστικά κέντρα
κράτησης, όπου βασανίζονται με ηλεκτροσόκ και σε ορισμένες περιπτώσεις
ξυλοκοπούνται μέχρι θανάτου. «Αν υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι στην Τσετσενία, οι
αρχές επιβολής της τάξης δεν θα χρειαζόταν να κάνουν τίποτα, γιατί οι συγγενείς
τους θα τους έστελναν κάπου από όπου δεν θα επέστρεφαν ποτέ», πρόσθεσε.
Τον Απρίλιο, η ρωσική εφημερίδα Novoya Gazeta δημοσίευσε
πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες πάνω από 100 ομοφυλόφιλοι άνδρες είχαν
εξαφανιστεί τις προηγούμενες εβδομάδες. Αν και η Διεθνής Αμνηστία έσπευσε να
προειδοποιήσει πως ο όρος «στρατόπεδα συγκέντρωσης» δεν πρέπει να
χρησιμοποιείται άκριτα, οι μαρτυρίες όσων κατάφεραν να αποδράσουν ή αφέθηκαν
ελεύθεροι, συχνά αφού είχαν ορκιστεί ότι θα εγκατέλειπαν τη χώρα, αναπόφευκτα
φέρνουν στον νου τις διώξεις των ομοφυλοφίλων στη ναζιστική Γερμανία.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Τσετσενία είναι προφανώς
λιγότερο οργανωμένο από τη μαζική εξόντωση ανθρώπων στα στρατόπεδα του Γ΄ Ράιχ.
Φαίνεται, όμως, ότι η ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας χαίρει ευρείας κοινωνικής
αποδοχής στη σύγχρονη Τσετσενία (και ώς ένα βαθμό στη Ρωσία, στην οποία
υπάγεται), ακριβώς όπως συνέβαινε στη χιτλερική Γερμανία. Οι «φόνοι τιμής»,
όπως ονομάζονται οι δολοφονίες ομοφυλοφίλων από τους συγγενείς τους, συνήθως
παραμένουν ατιμώρητοι και εμμέσως ενθαρρύνονται από το καθεστώς.
Μετά το επίμαχο δημοσίευμα, οι ανταποκριτές της Novoya
Gazeta άρχισαν να δέχονται απειλές και χαρακτηρίστηκαν «εχθροί της πίστης και
της πατρίδας» από συμβούλους του Τσετσένου προέδρου και μουσουλμάνους κληρικούς.
Στο βιβλίο «Οι άντρες με το ροζ τρίγωνο», ο Γιόζεφ
Κοχούτ, ή απλώς Γιόζεφ Κ., αφηγείται μια ελαφρώς «πειραγμένη» εκδοχή της
προσωπικής του ιστορίας μέσω του συγγραφέα Χάιντς Χέγκερ (ψευδώνυμο του Χανς
Νόιμαν). Την άνοιξη του 1939 ο Γιόζεφ, τότε φοιτητής σε πανεπιστήμιο της
Βιέννης, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή με μόνη κατηγορία ότι
διατηρούσε ερωτική σχέση με έναν άλλο άνδρα. Λίγα χρόνια νωρίτερα, η παράγραφος
175 της γερμανικής νομοθεσίας είχε τροποποιηθεί έτσι ώστε για την καταδίκη ενός
κατηγορούμενου για «σοδομισμό» να αρκεί ακόμα και η πρόθεση σωματικής επαφής,
χωρίς βέβαια να προσδιορίζεται το τι συνιστά «πρόθεση». Το 1936 είχε συσταθεί
με πρωτοβουλία του Χίμλερ η υπηρεσία της αστυνομίας για την αντιμετώπιση των αμβλώσεων
και της ανδρικής ομοφυλοφιλίας, οι οποίες θεωρούνταν απειλές για την εξάπλωση
της Αρίας φυλής (οι ομοφυλόφιλες γυναίκες είχαν κάπως καλύτερη μοίρα, κυρίως
επειδή η «κατάστασή» τους χαρακτηριζόταν «αναστρέψιμη»).
Αφού εκτίει την εξάμηνη ποινή του στις δικαστικές φυλακές
της Βιέννης ο Γιόζεφ δεν αφήνεται ελεύθερος, αλλά στις αρχές Ιανουαρίου του ’40
μεταφέρεται στο στρατόπεδο Ζάξενχαουζεν, στη βορειοανατολική Γερμανία. Από τις
μαρτυρίες άλλων κρατουμένων γνωρίζει πως «εμείς οι “αδελφές” όπως και οι Εβραίοι
θα περνούσαμε στο στρατόπεδο μαρτύρια μέχρι θανάτου και πιθανότατα δεν θα
βγαίναμε ζωντανοί». Ωστόσο, δυσκολεύεται να πιστέψει πως στ’ αλήθεια τον
αντιμετωπίζουν ως εγκληματία. «Τι κοινωνία είναι αυτή και τι άνθρωποι που
υπαγορεύουν σε έναν ενήλικο άντρα πώς και ποιον θα αγαπήσει;» αναρωτιέται.
Αργότερα, θα μάθει πως η κακή του τύχη οφείλεται εν μέρει στην ταυτότητα του
εραστή του, ο πατέρας του οποίου ανήκε στον κύκλο επιρροής του ναζιστικού
καθεστώτος και χρησιμοποίησε όλες του τις διασυνδέσεις προκειμένου να
αποσιωπηθεί το «ατόπημα» του γιου του.
Σε γενικές γραμμές, η Γκεστάπο απέφευγε να ανακατεύεται
στις προσωπικές υποθέσεις των (Αριων) πολιτών του Γ΄ Ράιχ αν δεν συνέτρεχε
άλλος λόγος, έτσι ο συνολικός αριθμός των ομοφυλοφίλων που οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα
συγκέντρωσης (υπολογίζονται στις 5 με 15 χιλιάδες, παρότι δεν υπάρχουν
καταγραφές) ήταν σχετικά μικρός σε σχέση με τον αριθμό όσων καταδικάστηκαν στο
ίδιο διάστημα (περίπου 100.000 άτομα). Αν, πάντως, είχαν την ατυχία να
καταλήξουν σε ένα στρατόπεδο, όπου υποχρεώνονται να ράψουν στη στολή τους ένα
ροζ τρίγωνο, είχαν ελάχιστες πιθανότητες να επιβιώσουν, αφού οι ναζί τους
θεωρούσαν αναλώσιμους και τους ανέθεταν τα πιο βαριά και επικίνδυνα έργα, τους
υπέβαλαν σε πειραματικές «θεραπείες» ή τους δολοφονούσαν εν ψυχρώ, ενίοτε
χρησιμοποιώντας τα ροζ τρίγωνα ως στόχους για σκοποβολή. Υπολογίζεται ότι το
ποσοστό θνησιμότητας των ομοφυλοφίλων στα στρατόπεδα του Γ΄ Ράιχ άγγιζε το 60%,
σε σύγκριση με το 41% για τους πολιτικούς κρατούμενους και 35% για τους μάρτυρες
του Ιεχωβά.
Από τις πρώτες ημέρες της κράτησής του, ο νεαρός
Αυστριακός έρχεται αντιμέτωπος με ένα παράδοξο: Ο εξοστρακισμός και η
κακομεταχείριση που υφίσταται έχουν την αποδοχή πολλών εκ των συγκρατουμένων
του, παρότι αρκετοί έχουν διαπράξει πραγματικά εγκλήματα. Κατά την άποψή τους
οι ίδιοι είναι «αξιοπρεπείς» και «φυσιολογικοί άνδρες» ακόμα και όταν
καταφεύγουν σε ομοφύλους τους για να ικανοποιήσουν τις «φυσικές» ανάγκες τους.
Αντιθέτως, οι γκέι αντιμετωπίζονται ως «υπάνθρωποι» και δυσκολεύονται να βρουν
συμμάχους. Για να επιζήσουν οι περισσότεροι, μεταξύ των οποίων και ο Γιόζεφ,
δέχονται να μπουν υπό την προστασία κάποιου capo (κρατούμενοι επικεφαλής ομάδων
εργασίας), εξασφαλίζοντας ευνοϊκή μεταχείριση και ορισμένα προνόμια με
αντάλλαγμα σεξουαλικές χάρες.
«Η θέλησή μου για ζωή ήταν πολύ πιο δυνατή από κάθε
αίσθημα ηθικής και ακεραιότητας χαρακτήρα», παραδέχεται ο Γιόζεφ Κ. Εννοείται
ότι ο «ανδρισμός» των capo ουδέποτε αμφισβητούνταν απλώς και μόνο επειδή
διατηρούσαν σχέσεις «ανάγκης» με άλλους άνδρες.
Οι αντιλήψεις των κρατουμένων αντανακλούσαν απλώς τη
στάση της ευρύτερης κοινωνίας, και οι λιγοστοί επιζώντες των στρατοπέδων
εξόντωσης είχαν να αντιμετωπίσουν, μαζί με τις τραυματικές μνήμες τους, την
περιφρόνηση του κοινωνικού τους περίγυρου. Ορισμένοι, μάλιστα, οδηγήθηκαν στη
φυλακή μετά την απελευθέρωσή τους, έτσι ώστε να εκτίσουν το υπόλοιπο της ποινής
τους. Το ζήτημα των ανδρών με το ροζ τρίγωνο παραμένει ταμπού ώς τις μέρες μας
ακόμα και στις πιο ανεκτικές χώρες της Ευρώπης, οι οποίες σοκάρονται όταν
μαθαίνουν για τις διώξεις στη σημερινή Τσετσενία (ή την Ινδονησία, ή το
Μπανγκλαντές κ.ο.κ.), και δεν είναι τυχαίο ότι ο Γιόζεφ Κ. δεν έλαβε ποτέ
αποζημίωση για τα δεινά του από την αυστριακή κυβέρνηση. Η παράγραφος 175
καταργήθηκε μόλις το 1975, ενώ έπρεπε να περάσουν σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν
το γερμανικό Κοινοβούλιο ζητήσει επίσημα συγγνώμη από τους ομοφυλόφιλους. «Η
πρόοδος της ανθρωπότητας μας έχει ξεχάσει», υποστηρίζει ο αφηγητής στις
τελευταίες σελίδες του βιβλίου. «Είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε ακόμα στη σκιά
της κοινωνίας και να τα βολεύουμε κουτσά στραβά στη ζωή με τρόπο που δεν
ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια».
Στην ταινία «Πριν πέσει η νύχτα» ο Χαβιέ Μπαρδέμ, στον
ρόλο του ομοφυλόφιλου Κουβανού ποιητή και συγγραφέα Ρεϊνάλντο Αρένας, συνοψίζει
με δύο φράσεις τις διαφορές στη μεταχείριση, που υπέστη στην απολυταρχική Κούβα
(όπου πέρασε δύο χρόνια στη φυλακή και γλίτωσε παρά τρίχα τη μεταφορά σε
στρατόπεδο) και την ελεύθερη Αμερική (όπου πέθανε από έιτζ στο σπίτι του, γιατί
δεν είχε ασφάλιση και άρα δεν δικαιούνταν να παραμείνει στο νοσοκομείο): «Η
διαφορά ανάμεσα στον κομμουνισμό και τον καπιταλισμό είναι πως όταν σου ρίχνουν
μια κλοτσιά, στον κομμουνισμό είσαι υποχρεωμένος να χειροκροτάς, ενώ στον
καπιταλισμό επιτρέπεται να ουρλιάζεις». Μετά τον θάνατο του Γιόζεφ Κοχούτ, το
1994, ο σύντροφός του δώρισε τα ημερολόγια και κάποια προσωπικά του
αντικείμενα, μεταξύ των οποίων το υφασμάτινο ροζ τρίγωνο, στο Μουσείο
Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ. Ηταν η πρώτη φορά που ένα ροζ τρίγωνο εντασσόταν σε
μουσειακή συλλογή.
Το βιβλίο «Οι άντρες με το ροζ τρίγωνο» κυκλοφορεί στα
ελληνικά από τις εκδόσεις Μαύρη Λίστα. Το θεατρικό έργο «Bent», που έγραψε ο
Μάρτιν Σέρμαν αντλώντας έμπνευση από τις αφηγήσεις του Γιόζεφ Κ., έγινε ταινία
το 1997 με πρωταγωνιστή τον Κλάιβ Οουεν.