Αυξάνονται οι γκέι ιστορίες
στο ελληνικό σινεμά
Ο
έρωτας δεν έχει φύλο
Της ΕΥΑΝΝΑΣ ΒΕΝΑΡΔΟΥ (enet.gr, 24/8/2013)
Σήμερα, γίνονται τόσο πολλές τέτοιες ταινίες ίσως γιατί οι νέοι σκηνοθέτες
έχουν ταξιδέψει πιο πολύ, είναι πιο ανοιχτοί
Οταν ο
Γιώργος Κατακουζηνός το 1982 μπήκε στη μεγάλη περιπέτεια να γυρίσει τον
«Αγγελο», με θέμα το (πραγματικό) άγριο σεξουαλικό έγκλημα που διέπραξε ένας
ομοφυλόφιλος, όλοι οι συνάδελφοί του τον απέτρεπαν. «Θα εκτεθείς και θα σε
πάρουν και για ομοφυλόφιλο» του έλεγαν.
Ο σκηνοθέτης, που έφυγε από
τη ζωή πριν από μερικές μέρες, μας είχε πει πως αρχικά του αρνήθηκαν άδεια
γυρισμάτων και όταν πήγε να συναντήσει το γενικό γραμματέα του υπουργείου
Προεδρίας, εκείνος του είπε: «Νόμιζα ότι θα συναντούσα έναν κύριο με φούστα!».
Πάνω από
τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε. Το καυτό θέμα της θεσμοθέτησης του γάμου
μεταξύ ομοφυλοφίλων βρίσκεται πλέον στο προσκήνιο. Οι ταινίες με γκέι ούτε
δακτυλοδεικτούμενες είναι πια, ούτε πορνό θεωρούνται, ούτε προβάλλονται μόνο
στα ειδικά φεστιβάλ, όπως το Outview gay and lesbian film festival που εδώ και
7 χρόνια διεξάγεται στην Αθήνα (Ταινιοθήκη, Ινστιτούτο Θερβάντες).
Λογικό, τη
στιγμή που τα φιλμ αυτά έχουν πλέον αλώσει μεγάλα διεθνή φεστιβάλ - ακόμα και
αυτά τα Οσκαρ.
* Τρανό
παράδειγμα, η «Ζωή της Αντέλ» του Αμπντελατίφ Κεσίς, με πρωταγωνίστρια τη
νεαρή, ελληνικής καταγωγής, Αντέλ Εξαρχόπουλος που στο τελευταίο Φεστιβάλ Κανών
απέσπασε το Χρυσό Φοίνικα. Την ερωτική αυτή ιστορία μεταξύ δύο κοριτσιών θα
δούμε και στην Ελλάδα - η αβάν πρεμιέρ μάλιστα θα γίνει τον Σεπτέμβριο στις
Νύχτες Πρεμιέρας, παρουσία της εντυπωσιακής ηθοποιού. Και μιλάμε για ταινία με
τολμηρές σκηνές λεσβιακού σεξ...
Η αλήθεια
είναι πως ο λεσβιακός έρωτας, για κάποιο λόγο, εθεωρείτο μεγαλύτερο ταμπού από
την ανδρική ομοφυλοφιλία. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, ανέκαθεν τέτοιες σκηνές
γυρίζονταν κυρίως ως «γαργαλιστικό» στοιχείο για τους ίδιους τους άντρες - κάτι
που αξιοποιήθηκε κυρίως στις πορνοταινίες (αλλά και σε παρωδίες).
* Μια λάιτ
εκδοχή γυναικείας ομοφυλοφιλίας ελληνικού τύπου μάς είχε δώσει η Ολγα
Μαλέα στο «Ριζότο» της (2000): οι πρωταγωνίστριές της (Δ. Ματσούκα και Α.
Μάσχα) σχετίζονται ερωτικά μόνο όταν οι άντρες τους τις παραμελούν. Πιο
νατουραλιστικό το «Hardcore» του Ντένη Ηλιάδη, που τώρα κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ,
ενώ στο πιο πρόσφατο «Deep end» με την αισθησιακή Μαρία Κορίνθιου, η ερωτική
σχέση των δύο γυναικών έρχεται ως απρόσμενη αποκάλυψη, αφήνοντας τους άντρες
στα κρύα του λουτρού.
Σε μερικές εβδομάδες, στις
«Νύχτες Πρεμιέρας» θα παιχτεί μια ταινία ενός νεαρού Ελληνα, του Γιώργου
Μαρκάκη: το «India blues». Η ταινία περιγράφει σε βάθος την ιστορία αγάπης
μεταξύ δύο ανδρών, εστιάζοντας στα 8 συναισθηματικά στάδια που περνάει η σχέση
τους: πάθος, ρουτίνα, αδιαφορία, απογοήτευση κλπ. Ο τρόπος που ο Μαρκάκης
προσεγγίζει τη σχέση τους δεν θα διέφερε πολύ αν το ζευγάρι ήταν ετεροφυλόφιλο.
Είναι σαν να σου λέει: η ζήλια είναι το ίδιο πράγμα, είτε είσαι στρέιτ είτε
είσαι γκέι. Η ταινία δεν έχει πολλούς διαλόγους και εστιάζει περισσότερο στα
βλέμματα, στις κινήσεις, στην ατμόσφαιρα. Πρόκειται για γερμανική παραγωγή, με
πρωταγωνιστές έναν Ελληνα κι έναν Γερμανό. Κάτι μας λέει πάντως πως θα σοκάρει
αρκετούς μια νατουραλιστική σκηνή ομοφυλοφιλικού σεξ στο πάτωμα μιας
κουζίνας...
* Κόντρα
ρόλος για τον «μάτσο» Ερρίκο Λίτση (γνωστό μας από τις ταινίες του Γιάννη
Οικονομίδη), η ερμηνεία του στην ταινία μικρού μήκους «Fuck Freud» του Αδάμ
Καρυπίδη, που τον Σεπτέμβριο θα διαγωνιστεί στο Φεστιβάλ Δράμας (16-21/9). Ο
Λίτσης ενσαρκώνει έναν καλλιεργημένο μεσήλικα που συζεί με έναν νεαρό και
προσπαθεί συνεχώς να αναλύει τη σχέση τους με ψυχαναλυτικούς όρους. Οταν όμως η
ζήλια παίρνει το πάνω χέρι, από τη θεωρία καταφεύγει στην πράξη - με απρόσμενες
συνέπειες. Ρεσιτάλ ηθοποιίας από τον ηθοποιό σε μια ταινία με ενδιαφέρουσες και
λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις. Και αυτό το φιλμ παρακολουθεί όλα τα στάδια που
περνά μέσα στο χρόνο η σχέση των δύο αντρών -όπως την περίοδο που ο Λίτσης,
γερασμένος πια και με μπαστούνι, μοιάζει ευάλωτος απέναντι στο νέο ακόμα σύντροφό
του, και οι ρόλοι εξουσίας έχουν πια αντιστραφεί.
* Πρόσφατα
προβλήθηκαν στην Αθήνα δύο ακόμα ελληνικές ταινίες που συζητήθηκαν.
Το
βραβευμένο ντοκιμανέρ «They glow in the dark» του συγγραφέα, μεταφραστή και
σεναριογράφου Παναγιώτη Ευαγγελίδη (συν-σεναριογράφου της «Στρέλλας» του
Κούτρα) μας ταξιδεύει στη Νέα Ορλεάνη, την πόλη που έπληξε ο τυφώνας Κατρίνα.
Οι ήρωές του, ο Μάικλ και ο Τζιμ, είναι δύο μεσήλικες γκέι φίλοι, που πάσχουν
από AIDS. Το ενδιαφέρον είναι πως οι δύο άντρες είναι πρώην εραστές που
ξανασυναντιούνται ύστερα από 20 χρόνια και αποφασίζουν να ενώσουν τις δυστυχίες
τους.
Ο
σκηνοθέτης, που έζησε για ένα διάστημα μαζί τους, τους παρατηρεί στο μικρόκοσμο
της καθημερινότητάς τους και σκύβει με αγάπη αλλά και διακριτικότητα στην
αντισυμβατική ζωή τους.
* Το δεύτερο
ντοκιμαντέρ, που επίσης συζητήθηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης όπου
προβλήθηκε, τιτλοφορείται «Roughcut». Η Ελιάνα Αμπραβανέλ διηγείται την ιστορία
της Bambie, που γεννήθηκε πριν από καμιά σαρανταριά χρόνια ως αγόρι σε ένα
μικρό χωριό στις Φιλιππίνες, αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι τα μόνα
παντελόνια που ήθελε να φοράει ήταν αυτά με στρας! Αρκετά χρόνια αργότερα
βρέθηκε να εργάζεται στην Ελλάδα ως κομμώτρια, από το διαμέρισμά της στην
Κυψέλη! Μέσω Skype επικοινωνεί με τον εξάχρονο θετό γιο της, το σύντροφό της
και τη μονίμως απαιτητική μητέρα της.
Ολ' αυτά
βέβαια δεν έγιναν ξαφνικά. Οι ταινίες με ομοφυλόφιλους κάνουν έντονα την
εμφάνισή τους το '80: από τον «Αγγελο» του Κατακουζηνού και τις ταινίες των
Κόρρα και Βούπουρα («Λιποτάκτης»), μέχρι, αργότερα, τον Γιάνναρη («Caught
looking», «Μια θέση στον ήλιο» κ.ά.) και τον Χρήστο Δήμα («Τέσσερα»). Και από
τον «Καβάφη» του Σμαραγδή, μέχρι το ζοφερό γκέι «Οξυγόνο» των
Ρέππα-Παπαθανασίου και τους τραβεστί σε ταινίες όπως «Ο γιος του Τσάρλι» του Κ.
Ζωναρά και «Γαλάζιο φόρεμα» του Γ. Διαμαντόπουλου. Για να επέλθει τελικά μια
πλήρης ενσωμάτωση του θέματος στο σώμα του ελληνικού κινηματογράφου.
Τα τελευταία
χρόνια το λεγόμενο «νέο ελληνικό κύμα», που διεκδίκησε δυναμικά μια θέση στα ξένα
φεστιβάλ, στράφηκε ανοιχτά και απενοχοποιημένα στην εξερεύνηση της
σεξουαλικότητας. Αιμομιξία, ομοφυλοφιλία, τρανσέξουαλ, αντρικό γυμνό, ερωτικό
τρίο.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση
είναι βέβαια η «Στρέλλα» του Π. Κούτρα: ο άρτι αποφυλακισμένος ήρωας «πέφτει»
πάνω σε μια τρανσέξουαλ και όταν την ερωτεύεται μαθαίνει πως πρόκειται για το
γιο του. Θα μπορούσε να είναι το θέμα μιας γκέι σαπουνόπερας. Ομως ο Κούτρας
κατάφερε με χιούμορ, ευρηματικότητα και αφοπλιστική ανθρωπιά να μας πείσει. Και
έφτασε μέχρι το Βερολίνο, βγάζοντας τη γλώσσα στον πρότερο «έντιμο βίο» τού
καθωσπρέπει ελληνικού σινεμά.
Οπως μας
είχε πει το 2011, «βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας νέας εποχής. Φεύγουμε σιγά σιγά
ως κοινωνία από τη μικροαστική ελληνορθόδοξη δικτατορία, ενώ ταυτόχρονα
διανύουμε περίοδο βαθιάς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Η ελληνική κοινωνία
ήταν πάντα τρομερά πουριτανική και άκρως υποκριτική».
Στο τέλος
της «Στρέλλας», ο Κούτρας αποδομεί εντελώς την παραδοσιακή ελληνική οικογένεια,
με μια αντισυμβατική «οικογενειακή» σύναξη που περιλαμβάνει την τρανσέξουαλ
ηρωίδα του, τον πατέρα-εραστή της, έναν πρώην συγκρατούμενό του, έναν μετανάστη
κι ένα μωρό! «Σίγουρα ό,τι περιγράφω δεν είναι κάτι που συμβαίνει καθημερινά.
Ομως μια οικογένεια δεν είναι πλέον αναγκαστικά το τυπικό μοντέλο».
Στην ταινία
του πρωταγωνιστούσε μια πραγματική τρανσέξουαλ: η Μίνα Ορφανού, που στη
συνέχεια έκανε καριέρα στην ελληνική τηλεόραση. Στην ιδια τηλεόραση που, το
2003, είχε δημιουργήσει σάλο με το γκέι φιλί που έδειξε ο Παπακαλιάτης («Κλείσε
τα μάτια», MEGA), «αναγκάζοντας» το ΕΣΡ να ρίξει πρόστιμο. Κι ας είχε ήδη
προηγηθεί ένα παθιασμένο φιλί στο στόμα μεταξύ του Γ. Πυρπασόπουλου και του Ι.
Πολυζωίδη στη σειρά «Θύματα ειρήνης».
Στο
εικαστικά πανέμορφο παραμύθι εποχής «Μαύρο λιβάδι» (2009) του Β. Μαρινάκη, η
μοναχή προκύπτει... μοναχός, αλλ' αυτό δεν πτοεί τον γενίτσαρο που την
ερωτεύεται. Γιατί όμως τέτοιες σεναριακές ακρότητες; «Για να επικοινωνήσεις
πλέον με το κοινό», μας είχε εξηγήσει ο Β. Μαρινάκης, «χρειάζεται να το κάνεις
με μια γροθιά».
Το «Μέσα στο
δάσος» (2010) του Α. Φραντζή ήταν ένα πανσεξουαλικό παραμύθι μέσα στη φύση, που
κατέληγε σε ένα ερωτικό τρίο. Υπάρχει μάλιστα μια σκηνή όπου ένας γυμνός άνδρας
αυτοϊκανοποιείται παρέα με έναν άλλο, μέσα σε ένα εγκαταλειμμένο εκκλησάκι.
Οπως μας είπε ο Φραντζής, δεν είχε στόχο να προκαλέσει την Εκκλησία, αλλά «να
αντιπαραβάλει τη θρησκευτική έκσταση με την ερωτική έκσταση».
Στον
«Ξεναγό» του, που προβλήθηκε πρόπερσι, ο νεαρός γκέι ακτιβιστής Ζαχαρίας
Μαυροειδής έχει για ήρωά του έναν ξεναγό που βγαίνει από μια μακροχρόνια σχέση
με μια κοπέλα και δυσκολεύεται να παραδεχτεί τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις.
Αλλά όταν καταλήγει με έναν άγνωστο σε ένα αυτοκίνητο, αδυνατεί να
ανταποκριθεί. Αναζητά κάτι πιο ουσιαστικό.
«Η γενιά
πριν από το Ιντερνετ συνήθιζε να απωθεί τις ομοφυλοφιλικές της τάσεις», έλεγε
τότε. «Σήμερα τα πράγματα άλλαξαν: οι έφηβοι έχουν πρόσβαση σε έναν τεράστιο
όγκο πληροφόρησης. Βλέπουν ότι υπάρχουν και άλλοι σαν κι αυτούς».
Πάντως, οι
ελληνικές κινηματογραφικές απεικονίσεις των γκέι δεν υπήρξαν μόνο σοβαρές, ούτε
μόνο τραγικές. Θυμίζουμε το τρυφερό γκέι ζευγάρι μεσηλίκων διεφθαρμένων
αστυνομικών στο «Bank bang», μια κωμωδία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου που πριν
από λίγα χρόνια έσπασε τα ταμεία. Αλλά και το εκπληκτικό ταινιάκι μικρού μήκους
«Ι am gay» του Νικόλα Κολοβού, πολυβραβευμένου Ελληνα της Σουηδίας, που
προβλήθηκε στη Δράμα το 2009. Ηρωας, ένας νεαρός ομογενής που αγωνιά πώς θα
αποκαλύψει στους (άκρως παραδοσιακούς) δικούς του ότι είναι ομοφυλόφιλος. Και
στήνει διάφορες σπαρταριστές εκδοχές στο μυαλό του. Σε μια από αυτές οι δικοί
του... τον συγχαίρουν και του λένε με δάκρυα στα μάτια πόσο περήφανοι είναι γι'
αυτόν!
Γιατί όμως,
ειδικά σήμερα, γίνονται τόσο πολλές τέτοιες ταινίες; Ισως γιατί πια είναι πολύ
πιο εύκολο με την ψηφιακή κάμερα. Οι νέοι σκηνοθέτες έχουν ταξιδέψει πιο πολύ,
είναι πιο ανοιχτοί. Αλλά είναι πια και πιο ανεκτική η κοινωνία: gender studies,
queer studies. Διανύουμε εποχή αμφισβήτησης των στερεοτύπων που συνδεύουν τα
δύο φύλα.
Υπό μίαν
έννοια, είναι μια κατάκτηση του σινεμά. Με το να αποσιωπάς το διαφορετικό, αυτό
δεν παύει να υπάρχει. Απλώς διαιμονοποιείται...
Γκέι, οι
μεγάλες ερωτικές ιστορίες
Δεν είναι
μόνο η «Ζωή της Αντέλ» που επιχείρησε να μπει βαθιά στον ψυχισμό ενός
ερωτευμένου ζευγαριού του ίδιου φύλου. Φέτος, στο ίδιο Φεστιβάλ, αυτό των
Κανών, ο Μάικλ Ντάγκλας και ο Ματ Ντέιμον, δύο κατ' εξοχήν χολιγουντιανοί
ηθοποιοί, πρωταγωνίστησαν στο «Behind the Candelabra» στους ρόλους του διάσημου
πιανίστα Λιμπεράτσε και του νεαρού εραστή του.
Οι κριτικοί
μίλησαν για μια συγκινητική και ταυτόχρονα αστεία ιστορία αγάπης - ωστόσο η
ταινία γυρίστηκε για λογαριασμό του τηλεοπτικού ΗΒΟ, καθώς, έστω και μ' αυτούς
τους πρωταγωνιστές, θεωρήθηκε «υπερβολικά γκέι για μια mainstream
κινηματογραφική διανομή».
Σύμφωνα με
έναν αρθρογράφο της έγκριτης εφημερίδας «Guardian», «οι μεγάλες ερωτικές
ιστορίες που γυρίζονται στην εποχή μας δεν είναι στρέιτ αλλά γκέι». Το '90,
υποστηρίζει, συγκλονιστήκαμε από υπέροχα love story ιστορίες όπως ο «Αγγλος
ασθενής» και «Οι γέφυρες του Μάντισον». Οχι όμως και στις επόμενες δεκαετίες.
Μας ακούγεται λίγο υπερβολικός, αλλά δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε πως η
«Επιστροφή στο Μπρόκμπακ Μάουντεν», με θέμα τον έρωτα μεταξύ δύο γκέι καουμπόι
(όσο κωμικό και αν ακούγεται αυτό εκ πρώτης όψεως), ήταν μια υπέροχη και
σπαρακτική ερωτική ιστορία. Το ίδιο και η ταινία «Ενας άντρας μόνος» για έναν
άνδρα (Κόλιν Φερθ) που προσπαθεί να διαχειριστεί το πένθος του μετά το θάνατο
του εραστή του. Και οι δύο ταινίες (όπως και το «Milk» με τον Σον Πεν) έφτασαν
μέχρι τα Οσκαρ.
Τα φιλμ αυτά
«δανείζονται» τα κλασικά συστατικά μιας καθαρόαιμης ερωτικής ιστορίας: αν δεν
υπάρχουν εμπόδια, δεν υπάρχει ρομάντζο. Πόσω μάλλον στην περίπτωση ενός γκέι
ειδυλλίου όπως το Μπρόκμπακ, που μοιάζει εκ των προτέρων καταδικασμένο: ένας
έρωτας που μετατρέπεται σε ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Οι στρέιτ
ερωτικές ιστορίες, καταλήγει ο αρθρογράφος, είναι πιο «εύκολες», πιο φτωχές σε
εμπόδια. Εδώ, θα διαφωνήσουμε. Ο έρωτας δεν είναι ποτέ «εύκολος». Αντρες και
γυναίκες θα έχουν πάντα πολλά και να τους χωρίζουν και να τους ενώνουν... Ποιος
είπε πως το πάθος είναι προνόμιο μόνο των γκέι;