Τα αγαπημένα βιβλία των λογοκριτών
Το Πηγάδι της Μοναξιάς
Kωνσταντίνος
Τζήκας (athensvoice.gr, 19/10/2012)
Πολλά
ατυχή είδαν (ξανά) τις τελευταίες μέρες τα μάτια μας, όπως γκέι φιλιά να λογοκρίνονται
στην τηλεόραση – στην Ελλάδα του 2012. Με αυτή την ευκαιρία, ας θυμηθούμε ένα
γκέι βιβλίο που έδωσε τη δική του μάχη, και δικαστικά μάλιστα, για την ελεύθερη
έκφραση, σχεδόν ογδόντα πέντε χρόνια πριν: το «Πηγάδι της Μοναξιάς» (The Well
of Loneliness) της Ράντκλιφ Χολ.
Ράντκλιφ
Χολ (1880-1943)
Είναι
ίσως η Βίβλος της λεσβιακής λογοτεχνίας: αιώνες μετά την πρώτη εκπρόσωπο του
γυναικείου ομοερωτισμού στη λογοτεχνία, τη Σαπφώ, η Χολ αποφάσισε να γράψει ένα
μυθιστόρημα με θεματική του τη γυναικεία ομοφυλοφιλία. Και παρότι το όνομά της
δεν είναι τόσο γνωστό στη χώρα μας, η Χολ με αυτό το βιβλίο έβαλε το δικό της
λιθαράκι για την κατάκτηση των δικαιωμάτων των LGBT ατόμων.
Όταν
το 1926 η Χολ αποφάσιζε
επιτέλους να γράψει ένα μυθιστόρημα με λεσβιακό περιεχόμενο, μετά από πολλά
χρόνια σκέψης, πόνταρε στη διαρκώς αυξανόμενη λογοτεχνική απήχησή της. Η Χολ
προέβλεπε τον πάταγο ενός τέτοιου βιβλίου: ήξερε πολύ καλά πως ρίσκαρε να
«ναυαγήσει ολόκληρη η σταδιοδρομία της» υπό το βάρος ενός τέτοιου σκανδάλου.
Γι’ αυτόν τον λόγο ζήτησε τη συμβουλή και υποστήριξη της ερωμένης της, Ούνα
Τρόουμπριτζ. Ωστόσο, η Χολ δεν στόχευε σε κάποιο σκανδαλάκι και πολλές
εισπράξεις: το όραμά της ήταν πολιτικό και κοινωνικό. Ήθελε να ανοίξει τον
δημόσιο διάλογο για το υπέρτατο ταμπού – την ομοφυλοφιλία – με στόχο να
προωθήσει την «πιο ανεκτική κατανόησή» του.
Η
Χολ με τη σύντροφό της, Ούνα Τρόουμπριτζ
Δύο
χρόνια αργότερα, τον
Απρίλιο του 1928, η Χολ είχε μόλις τελειώσει το πόνημά της. Έθεσε όμως
αυστηρούς όρους στον επιμελητή του χειρόγραφου του «Πηγαδιού της Μοναξιάς»:
ζήτησε να μην αλλάξει ούτε μία λέξη από το βιβλίο της. «Έχω θέσει την
πένα μου στην υπηρεσία μερικών από τους πιο κατατρεγμένους και παρεξηγημένους
ανθρώπους στον κόσμο,» δήλωσε τότε, με καλές προθέσεις αλλά και όχι και χωρίς
κάποιο ίχνος αλαζονείας.
Το
«Πηγάδι της Μοναξιάς» εξιστορεί το coming-of-age της Στίβεν Γκόρντον (προσέξτε το ανδρικό όνομα),
ενός κοριτσιού στη βικτωριανή Αγγλία των τελών του 19ου αιώνα. Μεγαλώνοντας, η
Στίβεν ανακαλύπτει τη σεξουαλικότητά της (θεωρεί πως είναι «invert», όπως ήταν
ο τότε διαδεδομένος όρος για ομοφυλόφιλα άτομα), διαβάζει το περίφημο
Psychopathia Sexualis του Κραφτ-Έμπινγκ και βιώνει έρωτες με γυναίκες, με
αποκορύφωμα τον θυελλώδη δεσμό της με τη νοσοκόμα Μέρι.
Δεν
επρόκειτο για ημιαυτοβιογραφικό βιβλίο: η ζωή της Χολ ήταν αρκετά διαφορετική από αυτήν
της ηρωίδας της. Το «Πηγάδι της Μοναξιάς» όμως έβαλε τη γυναικεία ομοφυλοφιλία
για τα καλά στον mainstream χάρτη. Υπήρξε άλλωστε ένα από τα πρώτα βιβλία που
προώθησε την ιδέα της ομοφυλοφιλίας ως κάτι έμφυτο και αναλλοίωτο και όχι
επίκτητο. Την εισαγωγή του βιβλίου υπέγραφε μάλιστα ο σεξολόγος Χέιβλοκ Έλις
που είχε γράψει την πρώτη αγγλόφωνη επιστημονική μελέτη για την ομοφυλοφιλία το
1897, η οποία είχε διωχθεί τότε από τις αρχές.
Αφού
το απέρριψαν τρεις εκδοτικοί οίκοι, ο σχετικά νεοσύστατος τότε Τζόναθαν Κέιπ
συμφώνησε να εκδώσει το βιβλίο εν έτει 1928. Ο ίδιος ο Κέιπ, αν και φοβόταν το
ενδεχόμενο σκανδάλου, διέβλεπε και μία πιθανή εμπορική επιτυχία με το «Πηγάδι».
Τελικά εξέδωσε το βιβλίο σε έναν περιορισμένο αριθμό αντιτύπων – 1.500 – με
υψηλή τιμή για τα δεδομένα της εποχής (15 σελίνια), ελπίζοντας να αποθαρρύνει
όσους «περίεργους» ήθελαν να το αγοράσουν. Στο πνεύμα αυτής της
διακριτικότητας, «έντυσε» το βιβλίο με ένα πολύ απλό, διόλου φαντεζί εξώφυλλο
και έστειλε αντίτυπα για κριτική μόνο σε όσα έντυπα θεωρούσε σοβαρά. Οι
κριτικές που ακολούθησαν ήταν μεικτές – και δικαιολογημένα: το «Πηγάδι» δεν
είναι το ρομαντικό αριστούργημα που ίσως να πίστευε για το πνευματικό της παιδί
η Χολ.
Πρώτη
έκδοση του "Πηγαδιού της Μοναξιάς" (1928)
Άλλο
πράγμα οι κακές κριτικές και άλλο η κατά μέτωπο επίθεση όμως. Ο εκδότης της Sunday Express και
φανατικός χριστιανός και ηθικολόγος Τζέιμς Ντάγκλας κήρυξε πόλεμο στο βιβλίο.
Στις
18 Αυγούστου 1928, ο Ντάγκλας ξεκίνησε την εκστρατεία του κατά του «Πηγαδιού»: με
προαναγγελίες σε αφίσες και πινακίδες, προσκάλεσε τον κόσμο να αγοράσει το
φύλλο της επόμενης μέρας για να διαβάσει για «Ένα Βιβλίο που Πρέπει να
Απαγορευθεί». Στο editorial της Sunday Express της 19ης Αυγούστου, ο Ντάγκλας
εξαπέλυσε μύδρους κατά του λεσβιακού περιεχομένου του «Πηγαδιού»,
καταγγέλλοντας την εξάπλωση της «σεξουαλικής διαστροφής» και την ανάγκη «να
μείνουμε καθαροί από αυτούς τους λεπρούς».
Το
περίφημο editorial του Τζέιμς Ντάγκλας για το "Πηγάδι της Μοναξιάς":
"Ένα Βιβλίο που Πρέπει να Απαγορευθεί"
Πιστός
στη δική του «χριστιανική
ηθική» ανέφερε μεταξύ άλλων: «Η επιδεξιότητα και εξυπνάδα του βιβλίου καθιστά
εντονότερο τον ηθικό κίνδυνο που αποτελεί. Πρόκειται για ύπουλη επίκληση
σχεδιασμένη να δείξει τη διεστραμμένη παρακμή σαν ένα είδος μαρτυρίου που η
σκληρή κοινωνία επιβάλλει στους απόκληρους. Καλύπτει την αισχρότητά τους με ένα
πέπλο. Υπαινίσσεται πως ο αυτοεξευτελισμός τους είναι αναπόφευκτος επειδή δεν
μπορούν να σώσουν τον εαυτό τους».
Και
επιμένει πως τα παιδιά πρέπει να προστατευθούν πάση θυσία από αυτά τα αίσχη: «Θα
προτιμούσα να δώσω σε ένα υγιές αγόρι ή κορίτσι μία φιάλη με οξύ από αυτό το
μυθιστόρημα. Το δηλητήριο σκοτώνει το σώμα, αλλά το ηθικό δηλητήριο δολοφονεί
την ψυχή». Ο Ντάγκλας κατέληξε το παραλήρημά του ζητώντας από τους εκδότες του
«Πηγαδιού» να αποσύρουν το βιβλίο και τον υπουργό Εσωτερικών να αναλάβει δράση
και να το απαγορεύσει!
Σε
μια στιγμή «ηλιθιότητας ανάμεικτη με πανικό», όπως την περιέγραψε αργότερα η Χολ, ο Κέιπ
– όντως ηλιθιωδώς – απέστειλε ένα αντίτυπο του «Πηγαδιού» στον υπουργό
Εσωτερικών, με την υπόσχεση να το αποσύρει από την αγορά αν ο υπουργός έκρινε
πως έκανε ζημιά στο δημόσιο συμφέρον (!). Ο Κέιπ ήταν άτυχος: ο τότε υπουργός
Εσωτερικών ήταν ο Γουίλιαμ Τζόινσον-Χικς, εξαιρετικά συντηρητικός και
παρεμβατικός, πολέμιος του αλκοόλ, του τζόγου και των ναϊτ-κλαμπ. Του πήρε μόνο
δυο μέρες για να αποφανθεί πως το «Πηγάδι» είναι «εξαιρετικά επιβλαβές για το
δημόσιο συμφέρον». Αν ο εκδοτικός οίκος δεν το απέσυρε οικειοθελώς, το κράτος
θα κινούταν νομικά εναντίον του.
Ο
Κέιπ ανακοίνωσε την παύση της έκδοσης, όμως δεν το έβαλε κάτω: κρυφά, νοίκιασε τα δικαιώματα
του «Πηγαδιού» στην Pegasus Press, έναν αγγλόφωνο εκδοτικό στο Παρίσι. Μέχρι τα
τέλη Σεπτεμβρίου του ’28, αντίτυπα του «Πηγαδιού» τυπώνονταν στα κρυφά στο
Παρίσι και μετά στέλνονταν στο Λονδίνο. Το βιβλίο άρχισε δειλά-δειλά να
εμφανίζεται και πάλι στα ράφια, αλλά η πολύ υψηλή ζήτησή του στο μεταξύ – λόγω
της δημοσιότητας της υπόθεσης – για άλλη μια φορά ανακίνησε το ενδιαφέρον των
ηθικολόγων. Στις 3 Οκτωβρίου, ο υπουργός Εσωτερικών εξέδωσε ένα ένταλμα για την
κράτηση όλων των παραγγελιών του βιβλίου. Ένα πλοίο που μετέφερε 250 αντίτυπα
σταματήθηκε στο λιμάνι του Ντόβερ. Ο υπεύθυνος του τελωνείου, όμως, είχε
διαβάσει το «Πηγάδι» και δεν το θεωρούσε άσεμνο. Μη θέλοντας να ανακατευτεί στη
λογοκρισία του, επέτρεψε τα αντίτυπα που είχαν κρατηθεί να καταλήξουν κανονικά
στον βιβλιοπώλη και διανομέα του «Πηγαδιού» στην Αγγλία, Λέοπολντ Χιλ. Σύντομα,
ο Κέιπ και ο Χιλ κλήθηκαν στο δικαστήριο προκειμένου να υπερασπιστούν την αξία
του βιβλίου και να αποδείξουν γιατί δεν πρέπει να καταστραφεί για το «κοινό
καλό».
Στο
μεταξύ, η πλειοψηφία του Τύπου και οι διανοούμενοι υπεραμύνθηκαν της ελεύθερης
κυκλοφορίας του βιβλίου. Οι Ε. Μ. Φόρστερ και Βιρτζίνια Γουλφ συνυπέγραψαν ένα
γράμμα στο περιοδικό «Nation and Athenaum», στο οποίο προειδοποιούσαν για τις
τρομακτικές συνέπειες της λογοτεχνικής λογοκρισίας.
Το
«Πηγάδι» κατηγορήθηκε ως «άσεμνο» - ξανά η φοβερή λέξη «obscenity» που συναντάμε
αμέτρητες φορές στην ιστορία της αγγλόφωνης λογοκρισίας. Η δίκη ξεκίνησε στις 9
Νοεμβρίου. Ποντάροντας στην παρουσία διάσημων υποστηρικτών του βιβλίου, ο
δικηγόρος του Κέιπ προσκάλεσε εκατοντάδες επιφανείς ανθρώπους να παραστούν στη
δίκη ως μάρτυρες υπεράσπισης. Από αυτούς, μετά βίας ανταποκρίθηκαν οι σαράντα:
οι υπόλοιποι, όπως ισχυρίζεται η Βιρτζίνια Γουλφ έβρισκαν δικαιολογίες για να
μην έρθουν. Ανάμεσα σε αυτούς που προσήλθαν ήταν η Γουλφ, ο Φόρστερ και ο
εξελικτικός βιολόγος (και αδελφός του Άλντους) Τζούλιαν Χάξλεϊ.
Ωστόσο,
βάσει της παράλογης Νομοθεσίας Περί Άσεμνων Εκδόσεων του 1857, ο δικαστής δεν ήταν
υποχρεωμένος να ακούσει την κατάθεση κανενός – και αυτό έκανε, δηλώνοντας «Δε
νομίζω πως οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν άποψη για ένα ζήτημα για
το αποφασίζει το δικαστήριο».
Στη
δίκη, αρχικά ο συνήγορος του Κέιπ, Νόρμαν Μπίρκετ, προσπάθησε αρχικά να πείσει τον δικαστή πως ο
έρωτας των δύο γυναικών στο βιβλίο, της Στίβεν και της Μέρι, είναι «καθαρά
πλατωνικός». Ο δικαστής είχε διαβάσει το βιβλίο και αμφέβαλε. Η ίδια η Χολ
εκνευριζόταν κάθε φορά που ο δικηγόρος αρνείτο τη λεσβιακή θεματική του
βιβλίου. Ο Μπίρκετ ακολούθησε άλλη τακτική: υποστήριξε πως επρόκειτο για
καλόγουστο βιβλίο με υψηλή λογοτεχνική αξία. Ομοίως, ο συνήγορος του Χιλ
επισήμανε πως το «Πηγάδι» δεν γράφτηκε για να «εμπνεύσει λαγνεία» αλλά για να
εξετάσει ένα σοβαρό κοινωνικό ζήτημα.
Δεν
τα κατάφεραν: στις
16 Νοεμβρίου, ο δικαστής Σαρτρ Μπιρόν έκρινε πως το βιβλίο είναι αισχρό βάσει
του «τεστ Χίκλιν», είναι δηλαδή αισχρό αν κρίνεται πως «διαφθείρει όσων τα
μυαλά είναι ανοιχτά σε τέτοιες ανήθικες επιρροές». Κατέληξε πως η όποια
λογοτεχνική αξία του βιβλίου είναι άσχετη: ένα καλογραμμένο αλλά άσεμνο βιβλίο
μπορεί να κάνει μεγαλύτερη ζημιά από ένα κακογραμμένο. Σύμφωνα με τον ίδιο, μία
επίκληση προς την αναγνώριση και ανοχή των ομοφυλόφιλων είναι εξ ορισμού
«αισχρή». Ο δικαστής διέταξε την καταστροφή του βιβλίου και επέβαλε πρόστιμο
στους δύο κατηγορούμενους.
Ένα
από τα σκίτσα του Μπέρεσφορντ Έγκαν για το ανώνυμο σατιρικό ποίημα "Ο
Νεροχύτης της Μοναξιάς" που κυκλοφόρησε λίγο μετά την πολύκροτη δίκη και
σατίριζε τόσο το βιβλίο όσο και τους πολέμιούς του. Στο σκίτσο απεικονίζεται η
Χολ ως Εσταυρωμένος, μαζί με τον υπουργό Εσωτερικών της Αγγλίας, τον φτερωτό
Έρωτα και τη Σαπφώ. Η βαθιά θρησκευόμενη Χολ ταράχτηκε από τη
"βλάσφημη" απεικόνισή της
Προηγουμένως,
ο δικαστής είχε
ζητήσει τη γνώμη γιατρών και μία κλινική ανάλυση των σεξουαλικώς
«διεστραμμένων». Προς ένα γιατρό της Χάρλεϊ Στριτ, ο Μπιρόν είχε δηλώσει πως
«φοβάμαι ότι η περιέργεια για το βιβλίο θα οδηγήσει στη μίμηση και στη δοκιμή
αυτών των πρακτικών που πρέπει να έχουν επεκταθεί λόγω του πολύ μεγαλύτερου
αριθμού των γυναικών σε σχέση με άνδρες». Ένας γιατρός είχε απαντήσει στον
δικαστή πως ο λεσβιασμός εξαχρειώνει διανοητικά, ηθικά και σωματικά όσες
γυναίκες καταφεύγουν σε αυτόν και πως «οδηγεί σε διανοητικές αρρώστιες, νευρική
αστάθεια και σε ορισμένες περιπτώσεις στην αυτοκτονία. Είναι ένα κακό που αν εξαπλωθεί
θα αποτελέσει κίνδυνο για την υγεία του έθνους». Και κατέληγε πως αν το βιβλίο
εκδοθεί «πολλές αθώες γυναίκες, από απλή περιέργεια, θα συζητήσουν ανοιχτά και
ίσως δοκιμάσουν αυτό το κακό». Λέγεται πως την άποψή του συμμεριζόταν και ο
Ουίνστον Τσόρτσιλ.
Σχεδόν
αμέσως, ο Κέιπ και ο Χιλ άσκησαν έφεση. Όμως ο δημόσιος κατήγορος Τόμας Ίνσκιπ πέτυχε να
μην παρουσιαστούν στο δικαστήριο και να καταθέσουν ως μάρτυρες υπεράσπισης
διάφοροι γιατροί, βιολόγοι και διανοούμενοι – μεταξύ αυτών ο Νομπελίστας
Ράντγιαρντ Κίπλινγκ – και οι δώδεκα ένορκοι έπρεπε να βγάλουν απόφαση
ακούγοντας αποσπάσματα του βιβλίου με ανάγνωση από τον ίδιο τον Ίνσκιπ. Μετά
από μία σύντομη συνεδρίαση, οι ένορκοι στήριξαν την προηγούμενη απόφαση του
δικαστηρίου.
Στο
μεταξύ, στις ΗΠΑ, ο
εκδοτικός οίκος Alfred A. Knopf σχεδίαζε να εκδώσει το «Πηγάδι», αλλά μετά την
απαγόρευση του «Πηγαδιού» στην Αγγλία άλλαξε γνώμη. Ο Κέιπ πούλησε τα
δικαιώματα στον νεοσύστατο εκδοτικό των Πασκάλ Κοβίτσι και Ντόναλντ Φριντ. Το
«Πηγάδι» πολύ γρήγορα σημείωσε υψηλές πωλήσεις και στις ΗΠΑ.
Λίγο
καιρό μετά, αστυνομικοί εισέβαλαν στα γραφεία του εκδοτικού οίκου στη Νέα Υόρκη και
κατέσχεσαν 865 αντίτυπα του βιβλίου. Ήδη μέχρι τότε όμως το «Πηγάδι» είχε έξι
ανατυπώσεις: παρά την τσουχτερή τιμή του – πέντε δολάρια, διπλάσια τιμή σε
σχέση με ένα βιβλίο της εποχής – είχε πουλήσει 100.000 αντίτυπα μέσα στην πρώτη
χρονιά κυκλοφορίας του στις ΗΠΑ.
Ο
φημισμένος δικηγόρος Μόρις Ερνστ– που αργότερα πέτυχε την κυκλοφορία του απαγορευμένου «Οδυσσέα»
του Τζόις στην Αμερική – μάζεψε δηλώσεις υποστήριξης του «Πηγαδιού» από
διάσημους Αμερικανούς συγγραφείς (Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Άπτον
Σινκλέρ, Σινκλέρ Λιούις, Τζον ντος Πάσος, Θίοντορ Ντράιζερ). Στη δίκη που
ακολούθησε, ο Μόρις υπενθύμισε στο δικαστήριο πως το «Πηγάδι» δεν ήταν
πορνογραφικό, δεν είχε καμία καθαρή σεξουαλική αναφορά και έφερε ως παράδειγμα
την «Δεσποινίδα ντε Μοπέν» του Θεόφιλου Γκοτιέ, μία πολύ πιο τολμηρή λεσβιακή
ιστορία που είχε αθωωθεί στα δικαστήρια της Νέας Υόρκης το 1922 αφού
αντιμετώπισε παρόμοιες κατηγορίες.
Τελικά,
στις 19 Απριλίου 1929, μετά από «μία προσεκτική ανάγνωση του βιβλίου», το δικαστήριο της
Νέας Υόρκης έκρινε πως παρουσίαζε ένα «ευαίσθητο κοινωνικό πρόβλημα» και το
απάλλαξε από κάθε κατηγορία.
Ενώ
στη Γαλλία, το «Πηγάδι» εκδιδόταν κανονικά από την Pegasus Press, στην Αγγλία παρέμεινε εκτός
κυκλοφορίας για χρόνια. Το 1946, τρία χρόνια μετά τον θάνατο της Χολ, η
σύντροφός της, Ούνα Τρόουμπριτζ, ζήτησε να συμπεριληφθεί το «Πηγάδι» σε μία
έκδοση με άπαντα της συγγραφέως. Ο Πίτερ Ντέιβις που θα έβγαζε τη συγκεκριμένη
έκδοση έγραψε γράμμα στον νομικό σύμβουλο του υπουργείου Εσωτερικών, ρωτώντας
τον αν θα επιτραπεί κάτι τέτοιο, αλλά προσθέτοντας «δεν καίγομαι κιόλας να
βγάλω το Πηγάδι της Μοναξιάς και θα μου φέρει μόνο ανακούφιση η όποια έλλειψη
ενθουσιασμού για κάτι τέτοιο θα συναντήσω σε επίσημους κύκλους». Ο υπουργός
Εσωτερικών θεώρησε πως μία επανακυκλοφορία του «Πηγαδιού» ενδεχομένως να
δεχόταν δίωξη.
Η πρώτη έκδοση του "Πηγαδιού" με μαλακό εξώφυλλο (1951)
Τελικά,
το 1949 η Falcon Press κυκλοφόρησε στην Αγγλία μία νέα έκδοση του «Πηγαδιού» - και δεν ασκήθηκε
καμία δίωξη. Έκτοτε, το «Πηγάδι» κυκλοφορεί κανονικά στην Αγγλία, όπως και
παντού. Όταν το 1935, υπήρξαν παράπονα για ένα βιβλίο με λεσβιακή θεματική με
τίτλο «Η Ανύπαντρη Γυναίκα και τα Συναισθηματικά Προβλήματά της», το υπουργείο
Εσωτερικών σημείωσε πως «η δίωξη του Πηγαδιού της Μοναξιάς οδήγησε σε αφάνταστα
μεγαλύτερη δημοσιότητα του λεσβιασμού από ό,τι αν δεν είχε υπάρξει δίωξή του».
Προσπαθώντας να καταπνίξουν τη λεσβιακή λογοτεχνία, οι αρχές πέτυχαν (όπως
πάντα) άθελά τους, το αντίθετο: άνοιξαν τον δρόμο για την απρόσκοπτη,
ανεμπόδιστη, ελεύθερη έκφρασή της.
Η
exploitation ταινία του 1937, "Τα Παιδιά της Μοναξιάς" υποτίθεται
εμπνεύστηκε από το μυθιστόρημα της Χολ αλλά επρόκειτο για αρπαχτή που δεν είχε
σχέση με το βιβλίο. Σε μερικές προβολές της ταινίας στο Λος Άντζελες, ένας
υποτιθέμενος γιατρός μοίραζε στο κοινό φυλλάδια σχετικά με την ομοφυλοφιλία.
Συνελήφθη από τις αρχές επειδή διένεμε "άσεμνο" υλικό.