Erik
Αρχές φθινοπώρου συναντηθήκαμε με τον Erik στη Λάρνακα. Ποιος σημάδεψε ποιον, δεν θυμάμαι. Ήταν μια διάχυτη ενέργεια, η οποία άγγιζε σχεδόν τα όρια του πεπρωμένου. Φορούσε έναν κοκκινωπό μανδύα και όπως στεκόταν στην παραλία, απέναντι από το ηλιοβασίλεμα μια φλόγα τον τύλιξε, όμοια με τη φλεγόμενη βάτο.
Γυρνούσε από τη μια χώρα στην άλλη, συναντούσε και μελετούσε τους ανθρώπους, ένας περιπλανώμενος της ζωής. Από την Κύπρο θα έπαιρνε το πλοίο για Ελλάδα, και από εκεί το τρένο για Γερμανία. Ήταν ένας κλασικός Γερμανός, καλοσχηματισμένος, με το δέρμα καμένο από τον αυγουστιάτικο ήλιο. Τον καλέσαμε να κοιμηθεί μαζί μας, δεν είχε πού αλλού να μείνει. Το δωμάτιό μας έβλεπε στον κήπο, ανοίξαμε αθόρυβα το παράθυρο και μπήκε. Έβγαλε τα ρούχα του, έστρωσε μια κουβέρτα και ξάπλωσε γυμνός στο πάτωμα. Μείναμε σιωπηλοί. Κάποια στιγμή γύρισε προς το μέρος μου, ανασηκώθηκε, με κοίταξε κατάματα, είχε ένα διαπεραστικό, καλοσυνάτο βλέμμα, και με φίλησε ερωτικά στο στόμα.
Ήταν κάτι πολύ φυσικό, κάτι που έπρεπε να είχε γίνει πριν από χρόνια. Μου είπε: «Ακόμα παλεύεις, δεν θα γίνεις ποτέ ολοκληρωμένος άνθρωπος χωρίς ν' αποδεχτείς αυτό το κομμάτι του εαυτού σου». «Πολύ ωραία» σκέφτηκα, «έπρεπε να βρεθώ στη Λάρνακα, στο σπίτι των γονέων της Ελεονόρας, με έναν άνθρωπο από την άλλη άκρη της γης— η γερμανική φυλή θα έπαιζε ένα σημαντικό ρολό στη ζωή μου— για να μου πει τις αλήθειες που φοβόμουν ν' αντιμετωπίσω; Ίσως όμως να ήταν ο δικός μου προφήτης, όπως έμοιαζε εξωγήινος με την κόκκινη κάπα του, ίσως να ήταν ο σταλμένος Άγγελος του Κυρίου».
Η Ελεονόρα δέχτηκε πολύ φυσικά αυτό που συνέβη, μέσα της γνώριζε ότι θα επέρχετο, αργά ή γρήγορα. Παρακάλεσε τον Erik, ο οποίος δεν αντέδρασε, να φύγει. Τον παρακολούθησα όπως σηκώθηκε φιλήδονα στο ημίφως. Τυλίχτηκε τον κόκκινο μανδύα του και χάθηκε στο σκοτάδι. Για μένα όμως είχε ανοίξει ο ασκός του Αιόλου. Ό,τι επιμελώς έκρυβα, με αυτό το φιλί βγήκε στην επιφάνεια. Μείναμε αγκαλιασμένοι με την Ελεονόρα έως το πρωί χωρίς να πούμε λέξη.
Ανδρέας Κάραγιαν: Ανήθικες ιστορίες (Γαβριηλίδης, 2011)
Αρχές φθινοπώρου συναντηθήκαμε με τον Erik στη Λάρνακα. Ποιος σημάδεψε ποιον, δεν θυμάμαι. Ήταν μια διάχυτη ενέργεια, η οποία άγγιζε σχεδόν τα όρια του πεπρωμένου. Φορούσε έναν κοκκινωπό μανδύα και όπως στεκόταν στην παραλία, απέναντι από το ηλιοβασίλεμα μια φλόγα τον τύλιξε, όμοια με τη φλεγόμενη βάτο.
Γυρνούσε από τη μια χώρα στην άλλη, συναντούσε και μελετούσε τους ανθρώπους, ένας περιπλανώμενος της ζωής. Από την Κύπρο θα έπαιρνε το πλοίο για Ελλάδα, και από εκεί το τρένο για Γερμανία. Ήταν ένας κλασικός Γερμανός, καλοσχηματισμένος, με το δέρμα καμένο από τον αυγουστιάτικο ήλιο. Τον καλέσαμε να κοιμηθεί μαζί μας, δεν είχε πού αλλού να μείνει. Το δωμάτιό μας έβλεπε στον κήπο, ανοίξαμε αθόρυβα το παράθυρο και μπήκε. Έβγαλε τα ρούχα του, έστρωσε μια κουβέρτα και ξάπλωσε γυμνός στο πάτωμα. Μείναμε σιωπηλοί. Κάποια στιγμή γύρισε προς το μέρος μου, ανασηκώθηκε, με κοίταξε κατάματα, είχε ένα διαπεραστικό, καλοσυνάτο βλέμμα, και με φίλησε ερωτικά στο στόμα.
Ήταν κάτι πολύ φυσικό, κάτι που έπρεπε να είχε γίνει πριν από χρόνια. Μου είπε: «Ακόμα παλεύεις, δεν θα γίνεις ποτέ ολοκληρωμένος άνθρωπος χωρίς ν' αποδεχτείς αυτό το κομμάτι του εαυτού σου». «Πολύ ωραία» σκέφτηκα, «έπρεπε να βρεθώ στη Λάρνακα, στο σπίτι των γονέων της Ελεονόρας, με έναν άνθρωπο από την άλλη άκρη της γης— η γερμανική φυλή θα έπαιζε ένα σημαντικό ρολό στη ζωή μου— για να μου πει τις αλήθειες που φοβόμουν ν' αντιμετωπίσω; Ίσως όμως να ήταν ο δικός μου προφήτης, όπως έμοιαζε εξωγήινος με την κόκκινη κάπα του, ίσως να ήταν ο σταλμένος Άγγελος του Κυρίου».
Η Ελεονόρα δέχτηκε πολύ φυσικά αυτό που συνέβη, μέσα της γνώριζε ότι θα επέρχετο, αργά ή γρήγορα. Παρακάλεσε τον Erik, ο οποίος δεν αντέδρασε, να φύγει. Τον παρακολούθησα όπως σηκώθηκε φιλήδονα στο ημίφως. Τυλίχτηκε τον κόκκινο μανδύα του και χάθηκε στο σκοτάδι. Για μένα όμως είχε ανοίξει ο ασκός του Αιόλου. Ό,τι επιμελώς έκρυβα, με αυτό το φιλί βγήκε στην επιφάνεια. Μείναμε αγκαλιασμένοι με την Ελεονόρα έως το πρωί χωρίς να πούμε λέξη.
Ανδρέας Κάραγιαν: Ανήθικες ιστορίες (Γαβριηλίδης, 2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου