Ο Πόρφυρας
Το ποίημα έχει ως αφετηρία ένα περιστατικό που
συνέβη στην Κέρκυρα τον Ιούλιο του 1847: Ένας πόρφυρας (καρχαρίας) κατασπάραξε
ένα νεαρό Άγγλο στρατιώτη που κολυμπούσε. Ο Διονύσιος Σολωμός θέλησε να
αποδώσει με τον τρόπο του το τραγικό γεγονός. Τελικά το ποίημα έμεινε
αποσπασματικό.
1
|
|
Η
Κόλαση πάντ' άγρυπνη σου στήθηκε τριγύρου·
Αλλά δεν έχει δύναμη πάρεξ μακριά και πέρα Μακριά 'πό την Παράδεισο, και συ σ' εσέ 'χεις μέρος· Μέσα στα στήθια σου τ' ακούς, Καλέ, να λαχταρίζει; |
|
2
|
|
Κοιτάς
του ρόδου τη λαμπρή πρώτη χαρά του ήλιου,
Ναι πρώτη, αλλ' όμως δεύτερη από το πρόσωπό σου! |
|
3
|
|
«Χιλιάδες
άστρα στο λουτρό μ' εμέ να στείλ' η νύχτα!»
|
|
4
|
|
«Γελάς
και συ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο».
|
|
5
|
|
«Κοντά
'ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
Π' άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα, Και κει γρικά της θάλασσας και τ' ουρανού τα κάλλη, Και κει τραβά τον ήχο του μ' όλα τα μάγια πόχει. Γλυκά 'δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου, |
|
Και
τ' άστρο κράζει πάρωρα, και πρέπει να προβάλει
Πουλί πουλάκι, που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου, Ευτυχισμός α δεν είναι το θαύμα της φωνής σου, Καλό στη γη δεν άνθισε, στον ουρανό, κανένα. Αλλ' αχ! να δώσω μια πλεξιά, και να 'μαι και φθασμένος, |
|
Ακόμ',
αφρέ μου, να βαστάς, και να 'μαι γυρισμένος,
με δύο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου». |
|
6
|
|
«Φιλώ
τα χέρια μ' και γλυκά το στήθος μ' αγκαλιάζω.
Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου. Ποια πηγή τάχα σε γεννά, χαριτωμένη βρύση;» |
|
7
|
|
Φύση,
χαμόγελ' άστραψες κι εγίνηκες δική του·
Ελπίδα, τόδεσες το νου μ' όλα τα μάγια πόχεις· Νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης. Γύρου κοιτά να τον ιδεί....... Κοντά 'ναι κει στον νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου. |
|
Κι
αλιά! μακριά 'ναι το σπαθί, μακριά 'ναι το τουφέκι!
Αλλ' όπως έσχισ' εύκολα βάθος τρανό κι εβγήκε. Κι όρμησε..... Κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο, Κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι, |
|
Κατά
τη μεγαλόψυχη γλυκιά πνοή της νιότης.
Έτσι κι ο νιος..... Της φύσης από τς όμορφες και δυνατές αγκάλες, Οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,- Κι ευθύς ξυπνά στ' ελεύθερο γυμνό κορμί π' αστράφτει, |
|
Την
τέχνη του κολυμπιστή μ' αυτήν του πολεμάρχου.
|
|
8
|
|
Πριν
πάψ' η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει·
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του· Οι κόσμοι γύρου ν' άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν. ................................................................. Απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου, Όμορφε ξένε και καλέ, και στον ανθό της νιότης, Άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου