[…] Μα βγαίνοντας από την εκκλησία ο επιτάφιος, τράβηξε πρώτα πλάγια, χώθηκε μες στις γειτονιές με τα κλειστά, όπως είπαμε, ισόγεια, με τα χαμαιτυπεία του λιβανιού, και δεν τον είδαμε σχεδόν καθόλου, άλλωστε στην αρχή είναι μπουλούκι πάντοτε, ώσπου συνταχθεί να βρει τον ήχο του και το ρυθμό του, να πάρει ν’ αναδίνει μυρωμένο θάνατο, φτάνοντας στο κορύφωμα στο τελευταίο ιδίως στάσιμο, όπου όλοι έχουνε πιάσει πια το ρόλο τους, τον εκτελούνε στην εντέλεια, τόσο που θέλει χρόνο ολόκληρο για να εξατμισθεί αργότερα. Πάντως, ακούσαμε τις πρώτες νότες του ν΄απομακρύνονται και ήταν η μοναδική ίσως στιγμή που νιώσαμε ένα σφίξιμο, που μέναμε έτσι μακριά από το πλήθος και το συρφετό, ενώ εκεί ανήκαμε, μπορούσαμε να είμαστε εμείς κατόπι του, σηκώνοντας σκόνη τεφρή με τα ποδάρια μας, μα ώσπου να διαλογιστούμε αυτά, πιάσαμε θέσεις στο παράθυρο να δούμε τον λαμπρό του γυρισμό στο λαξευτό μνημείο του.
Και όταν πήρε η κυκλοφορία να παραλύει, να προηγούνται τα μικρά παιδιά, ν’ ανάβουνε κεριά στα υψηλά πατώματα, ετοιμαστήκαμε κι εμείς να απολαύσουμε το μέγα θέαμα, στο σκότος μέσα της κρεβατοκάμαρας. Από μπροστά μας όταν διάβαιναν, έψελνε η χορωδία τα εγκώμια, μαθήτριες με επιπόλαιες φωνές, παρόμοιες με τον γραφικό τους χαρακτήρα, βαδίζοντας στο ψευτοκουρασμένο βήμα των στρατιωτών, εκείνο με το λύγισμα το αδιόρατο, που με εφ’ όπλου λόγχη, ωραίοι και σκοτεινοί, τραβούσαν φορτωμένοι νιάτα και έξαψη, θαρρείς από το πρόσφατο μαστίγωμά τους, κοιτάζοντας λοξά τα πεζοδρόμια, όπου κατ’ επανάληψη είχανε παζαρέψει το κορμί τους και το σπέρμα τους, δίπλα τους κατά στοίχο οι μαθήτριες, μαύρη ποδιά ατλαζένια τσιτωτή, άσπρο γιακά, κι ένα πανέρι ροδοπέταλα στο στήθος, θαρρείς για ν’ ακουμπάνε τα λαχταριστά βυζιά, που τα πήγαιναν προσφορά σ’ αυτόν που είχε πεθάνει «τετρωμένος ώσπερ πελεκάν», με την τεράστια μύτη, και παραμέσα οι παπάδες, όλο στόλισμα, κρατώντας αδιόρατες μαβιές γιρλάντες, σε ανταπόκριση με τους πρασινοσκούφιδες, όπου αποκάτω ψέλναν αφηρημένα οι μαθήτριες – αυτά, βέβαια, οι βολεμένοι της αγάπης δεν τα βλέπουνε – και ύστερα το ρεύμα με τα πλήθη, με ανάμενα τα κεριά, κι όλοι οι γνωστοί κι οι συγγενείς, κι οι δάσκαλοι που είχαμε κατά καιρούς, μετάρσιοι, ωραιότατοι, με το κεφάλι τους που έχει σβήσει πια, γερμένο προς τα πίσω κάπως, παραδομένοι στα εγκώμια, παρόλο που ‘ναι έξω απ’ τα εγκόσμια, να ρέουν σαν βουβό ποτάμι, και μυρωδιές ανάμικτες, αρβύλες και χακί – χειμερινό ακόμα, παστωμένο με οσμές – με μοσχολίβανα λεπταίσθητα, φερμένα από πολιτείες της μοναξιάς, αρώματα των γυναικών, βιολέτες και ακακίες της πλατείας ολάνθιστες, τσαμπιά-τσαμπιά, και να ‘χεις και τον υπαξιωματικό να σου φυσάει το σβέρκο με την καυτή ανάσα του, που μόνη της μιλούσε για την ψυχική αγνότητα, να καίει ολόκληρος και να μοσχοβολά, χωρίς ωστόσο να ‘χει αίσθηση της λάμψης του, και ευτυχώς, γιατί αν τα ‘νοιωθε αυτά, θα ήταν προπολλού ανάρπαστος, στον Επιτάφιο να λάμπει μοναχός, πίσω από το Χριστό και τις μαθήτριες, κι εκείνες σαν τον έβλεπαν μοναχικό και μάθαιναν την ιστορία του, πολύ θα θέλαν να προσφέρανε σ’ αυτόν τα δώρα που στηρίζανε μες στα πανέρια με τα ρπδοπέταλα, να τρίψει απάνω τους το ορφανεμένο μάγουλο, να τα βυζάξει, μα ευτυχώς ετούτα τα παιδιά, έχουνε ταπεινή ψυχή, θέλουν πολλές φορές, να κλείνονται, όπως κλεινόντουσαν στο αχυρώνα του χωριού και παίζαν με τις ώρες ή χώνονταν στο δάσος μέσα στα κλαριά. Και λάτρευαν εκεί όλοι οι συνομήλικοι μαζί τον Πάνα με τη συνοδεία των σατύρων του. Η φύση είναι όσο κι η νύχτα ερωτική. Κι ακόμα, κατά τον Θεολόγο τον Γρηγόριο: «Γλυκείς οι ήλοι, και ει λίαν οδυνηροί». […]
Γιώργος Ιωάννου: Επιτάφιος Θρήνος (Κέδρος, 1987)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου