Η γλώσσα είναι θαυμαστό πράγμα: από την πιο παλιά ως
την πιο καινούρια, από την πιο δημοφιλή ως τη λιγότερο διαδεδομένη,
χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση σε μια δεδομένη ιστορική, γεωγραφική, κοινωνική
στιγμή. Αυτό ακριβώς πραγματεύεται το ντοκιμαντέρ της Πάολας Ρεβενιώτη που
βυθίζεται στην ιστορία, τη σημασία και... το χιούμορ των Καλιαρντών, της
«αντιγλώσσας» που καλλιέργησαν ήδη προπολεμικά και πολύ περισσότερο στις
δεκαετίες του '60, του '70 και του '80 οι ομοφυλόφιλοι και οι τρανς,
σεξουαλικές μειονότητες τότε, ως μέσο αλληλοαναγνώρισης από τη μια και
αποκλεισμού ανεπιθύμητων ή επικίνδυνων από την άλλη.
Είτε γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, είτε στα λιμάνια, όπως
του Πειραιά, είτε στο Ζαρντέν του Ζαππείου, είτε στις φυλακές, είτε ορίζεται ως
γλώσσα είτε ως κώδικας - μια και, όπως επισημαίνει ο γλωσσολόγος Κώστας
Κανάκης, δεν έχει άλλους ήχους, φθόγγους ή γραμματική από τα ελληνικά - τα
Καλιαρντά αποτέλεσαν το συνδετικό κρίκο ανθρώπων που είχαν ανάγκη να
συνεννοηθούν και να προστατευτούν και περικλείει στις λέξεις και την εξέλιξή
της έναν ολόκληρο κόσμο δεκαετιών που έζησε παράλληλα με το mainstream, αλλά
στο περιθώριό του. Την ιστορία του αφηγούνται στην ταινία η ίδια η Πάολα, ο
Παναγιώτης Ευαγγελίδης, ο Θανάσης Σκρουμπέλος που αποδεικνύεται υπέροχος
ομιλητής, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Ηρακλής Δούκας, ιδιοκτήτης του ένδοξου
Θεσσαλονικού «Banal», ο Θωμάς Κοροβίνης, ο Γιάννης Παλαμιώτης κι άλλα πρόσωπα
που γνώρισαν από πρώτο χέρι τη σημασία των Καλιαρντών, με pièce de résistance
την τρανς Νανά που έχει, στο Φεστιβάλ, την ολόδική της 40λεπτη ταινία «Νανά»
της Λάρα Κρίστεν: άμα ενώσω τις γούδες που 'χω πάρει, κάνω το γύρω της Γης
καμιά 15αριά φορές, θυμάται, με μάτι πονηρό.
Μέσα από τις γλωσσολογικές αναλύσεις και τις
προσωπικές αναμνήσεις ο χαρακτήρας των Καλιαρντών είναι ζωντανός κι ανάγλυφος:
οι «ταξικές» διακρίσεις όσων ήταν βαθιά χωμένοι στην πιάτσα, η καταπίεση ενός
έρωτα που, όντας σκληρά καταπεσμένος οδήγησε σε συμπεριφορές παράξενες και
μπερδεμένες, τα μαγαζιά με τις τρανς και τα πρώτα drag shows, με τους θαμώνες
τους που εκτείνοντας από μπετατζήδες μέχρι βουλευτές, τα... γαργαρότεκνα (οι
ναύτες, τ' αγόρια που ζουν στο γάργαρο νερό) και μια κουλτούρα - αμάλγαμα από
φόβο και πάθος, από δανεικά γαλλικά, αραβικά, ρομά, μια ολόκληρη κοινωνία που
συνδέει λέξεις με χιούμορ, με το στοιχείο της έκπληξης να εντείνει το παιχνίδι.
Μια γλώσσα ευφάνταστη και δημιουργική όσο εκείνοι που την έπλασαν, που εμπνεύστηκαν
στη χούντα το... μπισκοτότεκνο - τι σημαίνει; χαφιεδάκι, από τα μπισκότα
«Παπαδοπούλου», σε συνωνυμία με τον δικτάτορα Παπαδόπουλο!
Το φιλμ έχει ένα ρομαντισμό, μια ειλικρινή, βιωματική
νοσταλγία για κάτι που έχει χαθεί από τη μνήμη, στην ανάγκη να ξεχαστεί η εποχή
της παρανομίας: «όταν οι πούστηδες γίνανε μοντέρνοι, πάψαν να' ναι πούστηδες,
γίνανε gay,» λέει η σοφή Νανά. Οταν η Μαλβίνα έφερε τα Καλιαρντά στο Κολωνάκι,
στην τηλεόραση, όταν οι επιθεωρήσεις άρχισαν να χρησιμοποιούν τις λέξεις, η Χρύσα
Ρώπα, ο Λαζόπουλος, ο Ψάλτης, ο Μουστάκας, η ταυτότητά τους άλλαξε. Όταν τα
μαγαζιά της Θόλου στην Πλάκα κατάφεραν να κάνουν τους ομοφυλόφιλους και τις
τρανς ανθρώπους ορατούς, όταν το LGBT κίνημα έγινε ακτιβιστικό και στην Ελλάδα,
τα Καλιαρντά εξέπνευσαν, επειδή πια δε χρειάζονταν κι επειδή ταυτίστηκαν με το
κρυφό. Όλη αυτήν την αφήγηση, η Πάολα Ρεβενιώτη και η ομάδα της ταινίας, τη
μεταφράζουν σ' ένα συγκροτημένο, δυναμικό φιλμ με ρυθμό, ροή, αδιάσπαστο
ενδιαφέρον, κλιμάκωση κι ένα υπέροχο φινάλε, μια κινηματογραφική ώρα που δίνει
αξία και σεβασμό στους ήρωές της, πάντα με τσαχπινιά, αλλά ταυτόχρονα με
σοβαρότητα, ευθύνη και κύρος.
Γιατί αισθάνθηκε ότι τώρα ήταν η ώρα να γίνει αυτή η
ταινία; Η Πάολα Ρεβενιώτη εξήγησε στο Flix τη σκέψη της: «Αισθάνθηκα ότι ήταν
υποχρέωσή μου να παρουσιάσω μια ολόκληρη κουλτούρα, μια μεγάλη γενιά που έζησε
από πριν τον πόλεμο μέχρι μετά τη μεταπολίτευση και, με τον ερχομό της
ορατότητας κόπηκε βίαια, ακόμα κι από την ίδια την κοινότητα. Οι άνθρωποι αυτοί
δεν ήταν καρικατούρες, ήταν πρόσωπα σημαντικά που διεκδίκησαν την καύλα τους,
όχι με τον ακτιβισμό που γνωρίζουμε τώρα, αλλά με δύναμη και θάρρος. Ηταν
υποχρέωσή μου.» Στην επευφημία για την ταινία της η Πάολα Ρεβενιώτη απαντά με
τον ωραιότερο τρόπο: «Δε θα έκανα ποτέ κάτι αν δεν ήξερα ότι μπορεί να γίνει
σωστά και καλά. Και χαίρομαι, όχι τόσο για μένα, δεν έχω καμιά φιλοδοξία
τέτοια, αλλά γιατί δόθηκε το στίγμα αυτής της εποχής και για τη δουλειά της
ομάδας μου, της Paola Team Documentary, που κουράστηκε για να γίνει η ταινία.»
Τι περισσότερο να πούμε εμείς, παρά ότι τα «Καλιαρντά» της Πάολας είναι αληθινό
λατσολίθαρο πολιτισμού.
Η επαναληπτική προβολή του «Καλιαρντά» της Πάολας
Ρεβενιώτη, μαζί με τη «Νανά» της Λάρα Κρίστεν, θα γίνει την Τρίτη,17 Μαρτίου,
στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης στις 17.30. (news247.gr, 17-3-2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου