Ο Τεννεσσή Ουίλλιαμς αυτοβιογραφούμενος
Σε μια δημόσια εξομολόγηση ο συγγραφέας σαρκάζει τα πάντα – και τον εαυτό του
.
.
Τεννεσσή Ουίλλιαμς : Αναμνήσεις
Μετάφραση: Εύη Γεωργούλη
εκδ. Ινδικτος, Αθήνα 2003
Μετάφραση: Εύη Γεωργούλη
εκδ. Ινδικτος, Αθήνα 2003
.
Γόνος γνωστής οικογένειας αποίκων του Νότου, η βιογραφία του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (Τόμας Λανίερ, 1911-83) μοιάζει να είναι εκείνη του εκπληρωτή του αμερικανικού ονείρου και ταυτόχρονα της κατεδάφισής του. Με πανεπιστημιακές σπουδές, αυτοδημιούργητος, και με πλήθος εργασιακών σχέσεων προτού την καθιέρωση –δούλεψε σε υποδηματοποιείο μέχρι ταξιθέτης στο θέατρο Στραντ του Μπρόντγουεϊ–, πολυβραβευμένος και ο κορυφαίος της γενιάς του, έδωσε τον αγώνα της επιβίωσης σε μια αγορά που δεν του έκλεισε τις πόρτες, αλλά του έβαλε σκληρούς όρους για να υπάρξει ως επαγγελματίας.
Στο θέατρό του, το διάχυτο από ένα φως ανθρωπισμού, απέφυγε την άμεση κοινωνική καταγγελία, αποκαθήλωσε όσο κανείς άλλος τα προσωπεία του χριστιανικού ηθικισμού και εστίασε τη ματιά στους φαινομενικά «ασήμαντους», για να τους ιεροποιήσει και να τους εξυψώσει ως σύμβολα ενός συστήματος που γκρεμιζόταν από τα μέσα, μιας άλλης Αμερικής που αναιρούσε τη στερεότυπη εικόνα του επίγειου παράδεισου. Γι’ αυτό και το δράμα του Ουίλλιαμς σε πρώτο ενικό θα μπορούσε να ιδωθεί και από την πλευρά της διάψευσης κάθε ιδεολογήματος περί ευτυχίας που υπόσχεται η Νέα Γη. Ωστόσο, η διαχρονία στο έργο του είναι η κάθοδος στη ρευστότητα και εκρηκτικότητα του ασυνείδητου και στη διατύπωση της αμφιβολίας ως πρωταρχικής βεβαιότητας για το ανθρώπινο πλάσμα.
Η ζωή του Ουίλλιαμς μέσα από τις προσωπικές του σελίδες ξεδιπλώνεται, με άγριες λεπτομέρειες, ως μια εκπληκτική road movie: ταξιδεύει διαρκώς, αλλάζει σπίτια, κοιμάται σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων, αφυπνίζεται η ερωτική του αυτοσυνειδησία, βιώνει ένα θαύμα στον καθεδρικό της Κολωνίας, οραματίζεται το τέλος του σε ένα αγροτόσπιτο στην Ιταλία, βρίσκει καταφύγιο στο ερημητήριο του Κι Γουέστ, κάπου στη νοτιοδυτική Φλόριντα.
Υπέρβαση του πόνου
Στις Αναμνήσεις διατυπώνεται ξεκάθαρα η μεταμόρφωση της αδυναμίας σε δύναμη εφόσον η γραφή υπήρξε για τον Ουίλλιαμς ο τρόπος υπέρβασης του πόνου, η φυγή από τους εφιάλτες που τον κατέτρεχαν, από τα τραύματα της προτεσταντικής του αγωγής, από την τρέλα που τον περικύκλωνε – η μητέρα του, η Μις Εντουίνα, νοσηλεύθηκε σε ψυχιατρείο, όπως και η λατρεμένη του αδελφή Ρόουζ. Από τα συγκλονιστικότερα κομμάτια της αφήγησης είναι η ψυχική του μεταλλαγή, η εξάρτηση από τοξικές ουσίες και διεγερτικά, ο εγκλεισμός του στο νοσοκομείο Μπάρνακλ και η ατέλειωτη κρίση της καλλιτεχνικής του καριέρας, που ακολούθησε τη Νύχτα της Ιγκουάνα (1961).
Εδώ, δεν θ’ ανακαλύψουμε βαθυστόχαστες αναλύσεις των έργων του παρά μόνο εύστοχες αποφθεγματικές ρήσεις για την τέχνη («όλη η καλή τέχνη είναι αδιακρισία»), για τη συγγραφή («το γράψιμο είναι μια διαρκής αναζήτηση ενός πολύ σκόπιμα διφορούμενου θηράματος, και ποτέ δεν καταφέρνεις να το παγιδέψεις εντελώς») ή για επιρροές απ’ τον Τσέχωφ.
Γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τις συναντήσεις του με σκηνικούς θρύλους (Μπράντο, Μανιάνι, Γκάρμπο, Καζάν, Βισκόντι) τη δυσαρέσκειά του για τον Ουάιλντερ, τη γνωριμία του με τον Φώκνερ και τη συγκίνηση από τις μεγάλες επιτυχίες, όπως το Λεωφορείο ο Πόθος (1947), θεωρώντας πάντα ως κορυφαίο του έργο τη Λυσσασμένη γάτα. Αποφεύγοντας τον καλλιτεχνικό ναρκισσισμό, γοργά προσπερνάει τα μεγάλα ορόσημα της πορείας του –κάπου έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση για το καλλιτεχνικό του ταλέντο–, για να σταθμεύσει στις προσωπικές του περιπέτειες.
Ο μονόλογος του Τεννεσσή, ιδίως με την έμφαση που δίνει στη χαρά του έρωτα, μοιάζει με ένα προσχεδιασμένο άουτινγκ που όφειλε: αυτοεκτίθεται δηλώνοντας μια επαναστατική πρόθεση, σαρκάζει τα πάντα εκφράζοντας με τον καλύτερο τρόπο ότι το «ιδιωτικό είναι και δημόσιο». Εξάλλου, η διαχείριση των σκηνικών του ηρώων είναι η βιωματική του εμπειρία μεταγραμμένη σε σκηνική οικονομία.
Με καθυστέρηση 30 ετών
Η αυτοβιογραφία, που εκδόθηκε με καθυστέρηση τριάντα ετών, είναι χωρισμένη σε ένδεκα μέρη, έναν Πρόλογο και έναν κατάλογο ονομάτων (θα μπορούσε να αναπτυχθεί περισσότερο) που βοηθάει τον μη εξοικειωμένο αναγνώστη. Τα άτιτλα κεφάλαια με τη λατινική αρίθμηση ιντριγκάρουν και σε εξαναγκάζουν να μπεις στην πολυτάραχη ιστορία του Τεννεσσή, απροκατάληπτα, να τον ακούσεις και να συνομιλήσεις μαζί του. Επιβάλλεται να πάρεις το νήμα της αφήγησης από την αρχή, ώστε να σε παρασύρει στη συνέχεια ένας λόγος συνειρμικός που περιφρονεί την ευθύγραμμη χρονική εξέλιξη, αστράτευτος και κάποτε παραληρηματικός, αλλά πάντοτε ουσιαστικός με κυρίαρχο μότο την προτροπή του Μπάιρον του Καμίνο: «Κάνε ταξίδια, να προσπαθείς να κάνεις ταξίδια, δεν υπάρχει τίποτα άλλο».
Καλοτυπωμένες φωτογραφίες κοσμούν την, αισθητικά, εξαίρετη έκδοση της Ινδίκτου, που διαθέτει το μοναδικό πλεονέκτημα της επιτυχημένης μετάφρασης από την Εύη Γεωργούλη με υποσελίδια σχόλια για ιδιωματικές φράσεις.
Η επίγευση της ανάγνωσης: η δημόσια εξομολόγηση των αναμνήσεων φαίνεται να είναι αυτό το «πράγμα» που δεν κατάφερε ποτέ ο Τεννεσσή Ουίλλιαμς να ξεκλειδώσει στον ψυχαναλυτή του.
Γόνος γνωστής οικογένειας αποίκων του Νότου, η βιογραφία του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (Τόμας Λανίερ, 1911-83) μοιάζει να είναι εκείνη του εκπληρωτή του αμερικανικού ονείρου και ταυτόχρονα της κατεδάφισής του. Με πανεπιστημιακές σπουδές, αυτοδημιούργητος, και με πλήθος εργασιακών σχέσεων προτού την καθιέρωση –δούλεψε σε υποδηματοποιείο μέχρι ταξιθέτης στο θέατρο Στραντ του Μπρόντγουεϊ–, πολυβραβευμένος και ο κορυφαίος της γενιάς του, έδωσε τον αγώνα της επιβίωσης σε μια αγορά που δεν του έκλεισε τις πόρτες, αλλά του έβαλε σκληρούς όρους για να υπάρξει ως επαγγελματίας.
Στο θέατρό του, το διάχυτο από ένα φως ανθρωπισμού, απέφυγε την άμεση κοινωνική καταγγελία, αποκαθήλωσε όσο κανείς άλλος τα προσωπεία του χριστιανικού ηθικισμού και εστίασε τη ματιά στους φαινομενικά «ασήμαντους», για να τους ιεροποιήσει και να τους εξυψώσει ως σύμβολα ενός συστήματος που γκρεμιζόταν από τα μέσα, μιας άλλης Αμερικής που αναιρούσε τη στερεότυπη εικόνα του επίγειου παράδεισου. Γι’ αυτό και το δράμα του Ουίλλιαμς σε πρώτο ενικό θα μπορούσε να ιδωθεί και από την πλευρά της διάψευσης κάθε ιδεολογήματος περί ευτυχίας που υπόσχεται η Νέα Γη. Ωστόσο, η διαχρονία στο έργο του είναι η κάθοδος στη ρευστότητα και εκρηκτικότητα του ασυνείδητου και στη διατύπωση της αμφιβολίας ως πρωταρχικής βεβαιότητας για το ανθρώπινο πλάσμα.
Η ζωή του Ουίλλιαμς μέσα από τις προσωπικές του σελίδες ξεδιπλώνεται, με άγριες λεπτομέρειες, ως μια εκπληκτική road movie: ταξιδεύει διαρκώς, αλλάζει σπίτια, κοιμάται σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων, αφυπνίζεται η ερωτική του αυτοσυνειδησία, βιώνει ένα θαύμα στον καθεδρικό της Κολωνίας, οραματίζεται το τέλος του σε ένα αγροτόσπιτο στην Ιταλία, βρίσκει καταφύγιο στο ερημητήριο του Κι Γουέστ, κάπου στη νοτιοδυτική Φλόριντα.
Υπέρβαση του πόνου
Στις Αναμνήσεις διατυπώνεται ξεκάθαρα η μεταμόρφωση της αδυναμίας σε δύναμη εφόσον η γραφή υπήρξε για τον Ουίλλιαμς ο τρόπος υπέρβασης του πόνου, η φυγή από τους εφιάλτες που τον κατέτρεχαν, από τα τραύματα της προτεσταντικής του αγωγής, από την τρέλα που τον περικύκλωνε – η μητέρα του, η Μις Εντουίνα, νοσηλεύθηκε σε ψυχιατρείο, όπως και η λατρεμένη του αδελφή Ρόουζ. Από τα συγκλονιστικότερα κομμάτια της αφήγησης είναι η ψυχική του μεταλλαγή, η εξάρτηση από τοξικές ουσίες και διεγερτικά, ο εγκλεισμός του στο νοσοκομείο Μπάρνακλ και η ατέλειωτη κρίση της καλλιτεχνικής του καριέρας, που ακολούθησε τη Νύχτα της Ιγκουάνα (1961).
Εδώ, δεν θ’ ανακαλύψουμε βαθυστόχαστες αναλύσεις των έργων του παρά μόνο εύστοχες αποφθεγματικές ρήσεις για την τέχνη («όλη η καλή τέχνη είναι αδιακρισία»), για τη συγγραφή («το γράψιμο είναι μια διαρκής αναζήτηση ενός πολύ σκόπιμα διφορούμενου θηράματος, και ποτέ δεν καταφέρνεις να το παγιδέψεις εντελώς») ή για επιρροές απ’ τον Τσέχωφ.
Γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τις συναντήσεις του με σκηνικούς θρύλους (Μπράντο, Μανιάνι, Γκάρμπο, Καζάν, Βισκόντι) τη δυσαρέσκειά του για τον Ουάιλντερ, τη γνωριμία του με τον Φώκνερ και τη συγκίνηση από τις μεγάλες επιτυχίες, όπως το Λεωφορείο ο Πόθος (1947), θεωρώντας πάντα ως κορυφαίο του έργο τη Λυσσασμένη γάτα. Αποφεύγοντας τον καλλιτεχνικό ναρκισσισμό, γοργά προσπερνάει τα μεγάλα ορόσημα της πορείας του –κάπου έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση για το καλλιτεχνικό του ταλέντο–, για να σταθμεύσει στις προσωπικές του περιπέτειες.
Ο μονόλογος του Τεννεσσή, ιδίως με την έμφαση που δίνει στη χαρά του έρωτα, μοιάζει με ένα προσχεδιασμένο άουτινγκ που όφειλε: αυτοεκτίθεται δηλώνοντας μια επαναστατική πρόθεση, σαρκάζει τα πάντα εκφράζοντας με τον καλύτερο τρόπο ότι το «ιδιωτικό είναι και δημόσιο». Εξάλλου, η διαχείριση των σκηνικών του ηρώων είναι η βιωματική του εμπειρία μεταγραμμένη σε σκηνική οικονομία.
Με καθυστέρηση 30 ετών
Η αυτοβιογραφία, που εκδόθηκε με καθυστέρηση τριάντα ετών, είναι χωρισμένη σε ένδεκα μέρη, έναν Πρόλογο και έναν κατάλογο ονομάτων (θα μπορούσε να αναπτυχθεί περισσότερο) που βοηθάει τον μη εξοικειωμένο αναγνώστη. Τα άτιτλα κεφάλαια με τη λατινική αρίθμηση ιντριγκάρουν και σε εξαναγκάζουν να μπεις στην πολυτάραχη ιστορία του Τεννεσσή, απροκατάληπτα, να τον ακούσεις και να συνομιλήσεις μαζί του. Επιβάλλεται να πάρεις το νήμα της αφήγησης από την αρχή, ώστε να σε παρασύρει στη συνέχεια ένας λόγος συνειρμικός που περιφρονεί την ευθύγραμμη χρονική εξέλιξη, αστράτευτος και κάποτε παραληρηματικός, αλλά πάντοτε ουσιαστικός με κυρίαρχο μότο την προτροπή του Μπάιρον του Καμίνο: «Κάνε ταξίδια, να προσπαθείς να κάνεις ταξίδια, δεν υπάρχει τίποτα άλλο».
Καλοτυπωμένες φωτογραφίες κοσμούν την, αισθητικά, εξαίρετη έκδοση της Ινδίκτου, που διαθέτει το μοναδικό πλεονέκτημα της επιτυχημένης μετάφρασης από την Εύη Γεωργούλη με υποσελίδια σχόλια για ιδιωματικές φράσεις.
Η επίγευση της ανάγνωσης: η δημόσια εξομολόγηση των αναμνήσεων φαίνεται να είναι αυτό το «πράγμα» που δεν κατάφερε ποτέ ο Τεννεσσή Ουίλλιαμς να ξεκλειδώσει στον ψυχαναλυτή του.
.
(Αναδημοσίευση από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 18-12-05)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου