–Τι σημαίνει queer
και πόσο δύσκολο είναι να γίνει αντιληπτό από την ελληνική παράδοση;
Άλεξ Δημητρίου: Η λέξη queer
προέρχεται από μόνη της από μια άλλη γλώσσα, την αγγλική. Αν κοιτάξεις
στο λεξικό ή στην εγκυκλοπαίδεια θα δεις ότι η λέξη queer βασικά σημαίνει κάτι
περίεργο, εκκεντρικό, κάτι έξω από το συνηθισμένο, ή ακόμα και περίεργο αίσθημα
αδιαθεσίας. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε αρχικά από λευκούς, αρτιμελείς,
ετεροκανονικούς cis άντρες για να χαρακτηρίσουν γκέι άντρες (βλ.
το παράδειγμα του Oscar Wilde). Από κει και πέρα χρησιμοποιήθηκε πιο εκτενώς
στον αγγλόφωνο κόσμο από την κυρίαρχη κουλτούρα για να χαρακτηρίσει άτομα που
δεν έκαναν conform με αυτό που θεωρείτο κανονικό.
Κάποια στιγμή στα late 80s και πιο επίσημα στα early 90s η
λέξη αυτή άρχισε να χρησιμοποιείται επανοικειοποιημένη από την ακτιβισική και
ακαδημαϊκή σκηνή. Οπότε καταλαβαίνεις ότι η χρήση αυτής της λέξης είχε ένα
νόημα και ένα βάρος, τα οποία δεν μεταφράζονται πολιτισμικά σε άλλες γλώσσες.
Δε λέω ότι η λέξη queer στην ελλάδα [sic] δε θα έπρεπε να χρησιμοποιείται
ή ότι δεν έχει νόημα, απλά δεν έχει το ίδιο effect που είχε σε
αγγλόφωνες σκηνές.
Μια ελληνική μετάφραση της λέξης queer με την έννοια του ατόμου που
αποκλίνει από μια κυρίαρχα καθορισμένη κανονικότητα είναι «ανώμαλη/ανώμαλος», αν
αναφερθούμε σε ένα άτομο, ή ως ανωμαλία αν μιλάμε για «το queer». Όταν
μιλάμε τώρα για παράδοση, μιλάμε για κάτι που πάει πολλά χρόνια πίσω, ίσως
και αιώνες, μια πρακτική που έχει γίνει συνήθεια, κανονικότητα και που ίσως
χωράει κάποιες μικρές (παρ)αλλαγές, αλλά in its core δεν μπορεί να αλλάξει.
Όταν μιλάμε για παράδοση, και δη ελληνική, μιλάμε για κάτι που θεωρείται άκρως
λευκό (however contested this can be), ετεροκανονικό και
ούτω καθεξής, αλλά και ως κάτι που είναι πολύ βασισμένο στη γλώσσα. Αν
λοιπόν η γλώσσα αυτής της παράδοσης δεν περιέχει τη λέξη queer, τότε πώς να την
αντιληφθεί; Να στο πω πιο απλά, αν πω στη γιαγιά μου «γιαγιά είμαι
queer», θα πει «εντάξει παιδάκι μου, ό,τι θες, αυτά τα νέα επαγγέλματα δε τα
ξέρω όλα». Αν όμως της πω, γιαγιά, «είμαι ανώμαλη», θα πει, «γιατί παιδί μου το
λες αυτό;» Ή θα πει, «μα καλά δεν ντρέπεσαι», ή μπορεί και να πει «εντάξει
παιδί μου, ό,τι θες, εγώ σ’αγαπώ όπως και να είσαι». Κάτι θα έχει καταλάβει
πάντως.Αυτό έκαναν και διάφορες ακτιβιστικές ομάδες που παρήγαγαν υλικό (π.χ.
«Τα Τέτχοια», «Πουστιά και Όλεθρος», «QVzine») και χρησιμοποιούσαν λέξεις όπωςπούστης,
ανώμαλος, αδερφή κλπ. Θεωρώ ότι χρειαζόταν να γίνει αυτό, για να ακουστούν
ξανά όλες αυτές οι λέξεις που μας έχουν στοιχειώσει από μικρά και να
προκαλέσουν ένα είδος σοκ που πρέπει να έχει αρχικά ως εφέ αυτή η
επανοικειοποίηση.
–Πώς μπήκες στην
queer σκηνή;
Εγώ άρχισα να γνωρίζω και να μπαίνω στην ελληνική κουηρ σκηνή το 2012
περίπου. Ζω στο Βερολίνο από το 2007 και πριν φύγω δεν γνώριζα κανένα άτομο από
τη φεμινιστική και κουήρ σκηνή. Το πιο κοντινό που ήξερα σε κάτι εκτός του
συνηθισμένου από τον κυρίως στρέιτ κόσμο της μουσικής και κινηματογράφου όπου
ανήκα, ήταν η Μαρία Cyber, η οποία είχε κάνει το πρώτο Porn Film Festival στην
Αθήνα το 2007, λίγο πριν φύγω για Βερολίνο.
Από τότε και μέχρι το 2012 που έκανα κάποιες πρώτες επαφές με τον πιο underground κοσμο, είχα
σχέσεις με τα φεστιβάλ και εκδηλώσεις που οργάνωνε η Cyber στην Αθήνα (όπως το
Outview, το Athens Porn Film Festival), διάφορες προβολές και εκθέσεις με το σκηνοθέτη
και καλλιτέχνη Bruce LaBruce, μιας και εγώ δούλευα και συνεχίζω να
δουλεύω για τον Jürgen Brüning (κινηματογραφικό παραγωγό και παραγωγό
των περισσότερων ταινιών του LaBruce αλλά και ιδρυτή του Berlin Porn Film
Festival), τον οποίο γνώρισα μέσω της Cyber.
Στο Βερολίνο γνωρίστηκα το 2009 με το Φιλ (filtig) και κάναμε μαζί μεταξύ άλλων τα art
events Dadatek με θεματικές και concept βασισμένα στο Dada και το post-punk που
μας ενδιέφεραν πάρα πολύ, ζώντας σε μια πόλη όπου το techno υπήρχε παντού και
είχε αποβλακώσει τους πάντες. Όταν ο Φιλ γνώρισε το Φοίβο το 2012 και
άρχισε να μαθαίνει για το τι γίνεται στην ελληνική κουήρ σκηνή μου είπε, «έχω
γνωρίσει κάποια άτομα που πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίσεις». Οι γνωριμίες άρχισαν
να πολλαπλασιάζονται και πολύ σύντομα ήρθε στις ζωές μας η Λουίζα Δολόξα, μια
περφόρμανς αρτιστ από τη Θεσσαλονίκη, με την οποία φτιάξαμε τη μπάντα «Τα
Τρωκτικά».
Νομίζω Τα Τρωκτικά για μένα ήταν το σημείο εκκίνησης της ύπαρξής
μου στην ελληνική κουήρ σκηνή, παρόλο που κανένα από τα τρία μέλη (εγώ,
λουίζα, φιλ) δεν έμενε τότε στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο το
γεγονός ότι παρά το ότι ζούσα τόσα χρόνια στο Βερολίνο και ήμουν μέσα στην
τοπική κουήρ σκηνή (κυρίως μέσα από τη δουλειά μου στο Porn Film Festival),
ένιωθα ότι υπήρχε μια απόσταση που γεφυρωνόταν πολύ αργά. Δεν ένιωθα
ότι ανήκα ακριβώς εκεί ή ότι υπήρχε ένα mutual understanding αυτών που
εγώ ήθελα να κάνω σε σχέση με αυτά που γίνονταν εκεί. Δε λέω ότι δεν υπήρχαν
πράγματα που μου άρεσαν ή έκανα identify, αλλά ήταν λίγα και συνέβαιναν αραιά
(π.χ. το entzaubert diy film festival). Ερχόμενη στην Αθήνα το καλοκαίρι του
2013 για να κάνουμε το πρώτο live ως Τρωκτικά στο θέατρο Εμπρός, ένιωσα
για πρώτη φορά ότι προσγειώθηκα σε μια νέα Αθήνα που δεν ήξερα πριν, σε μια
σκηνή που με ήθελε για μέλος της και σε ένα κοινό που είχε ανάγκη αυτό που
κάναμε. Ήταν απίστευτο συναίσθημα.
–Τι έχει αλλάξει μέσα
σε όλα αυτά τα χρόνια στην queer έκφραση στην ελληνική τέχνη;
Αυτό που θεωρώ ότι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια στο χώρο της τέχνης είναι ότι υπάρχουν
επιτέλους άτομα που δεν παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά και they are very
serious about it. Υπάρχουν δυστυχώς και αυτά που πιστεύουν ότι δεν τον παίρνουν
αλλά αυτό που κάνουν είναι τελείως χίπστερ uninformed σοβαροφανές και είναι
σημαντικό να γίνει αυτός ο διαχωρισμός. Αλλά τουλάχιστον έχει γίνει ένα departure
από την απόλυτη σοβαρότητα, η οποία μέσα της κρύβει ρατσισμούς,
σεξισμούς, εθνοπερηφάνειες και για να επιστρέψω στην αρχή της συζήτησης, και
πολλές επικίνδυνες παραδόσεις. Παρακολουθώντας τη Μπιανέλλα [σ.σ. Μπιενάλλε]
από κοντά το 2013 και όντας στην οργανωτική ομάδα του Sound Acts, είδα
ότι δεν είναι εύκολο να προσελκύσεις κοινό με αυτή τη προσέγγιση στη
τέχνη, ακόμη και το κουήρ κοινό.
Το ελληνικό κοινό αντιστέκεται σε αυτού του είδους την κριτική είτε γιατί
δεν την καταλαβαίνει πάντα, είτε γιατί δεν ταυτίζεται 100% με αυτήν και μάλλον
ίσως επειδή το κάνει να αμφιταλαντεύεται. Μέρος της ελληνικής κουήρ κοινότητας,
από την άλλη, έχει καταβολές στην αναρχία, με αποτέλεσμα να μην
υποστηρίζει πράγματα που με οποιοδήποτε τρόπο συνδέονται με κάποιο θεσμό ή
έχουν πάρει κάποιο grant ή χρηματοδότηση. Για παράδειγμα, το κουήρ κοινό
στήριξε το Sound Acts περισσότερο τα δύο πρώτα χρόνια που ήταν μη
χρηματοδοτούμενο και diy, ενώ την τρίτη χρονιά που δέχτηκε χρηματοδότηση θεωρώ
ότι υπήρχε πιο σποραδική στήριξη. Το ίδιο ισχύει για κουήρ χώρους
αυτοοργανωμένους σε σχέση με χώρους που ίσως κάποια στιγμή δέχτηκαν κάποια
χρηματοδότηση. Επίσης έχει να κάνει και με το κατά πόσο το θέαμα
σχετίζεται με κάποιο άτομο οικείο στο κοινό. Σίγουρα έχει διαφορά στην
προσέλευση αν μέσα στα περφόρμανς που παρουσιάζονται συμμετέχει κάποιο άτομο
από την κοινότητα ή όχι.
Άλεξ Δημητρίου είναι κουρατόρα
και περφόρμερ που κινείται μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας. Οργαώνει φεστιβάλ ή
περφρομάρει σε διάφορα ιβέντ. Το 2016 συνεπιμελήθηκε το LGBTQI Outview Film
Festival, το 2017 το Gender Fest και ήταν μέλος της οργανωτικής ομάδας του DIY
περφόρμανς φεστιβάλ sound acts το 2015 και 2017. Συνήθως εμφανίζεται κάτω από
το ψευδώνυμο Μεταθεοδοσία και παλαιότερα ως ΜΕΤΑ στην κουήρ μπάντα Τα Τρωκτικά.
Στο Βερολίνο εργάζεται ως μεταφραστέξ και υποτιτλιστέξ, σε κινηματρογραφικές
παραγωγές
«Νομίζω “Τα Τρωκτικά” για μένα ήταν το σημείο εκκίνησης της ύπαρξής μου στην ελληνική κουήρ σκηνή,
παρόλο που κανένα από τα τρία μέλη (εγώ, λουίζα, φιλ) δεν έμενε τότε στην Ελλάδα.»
παρόλο που κανένα από τα τρία μέλη (εγώ, λουίζα, φιλ) δεν έμενε τότε στην Ελλάδα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου