5.1.07

Ο ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΣΚΕΜΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ

Image Hosted by ImageShack.us
.
Γιώργος Ιωάννου: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ
(…) Την μεγάλη, την αλεξανδρινή, έκδοση του Καβάφη την έφερε μια μέρα στο σχολείο ο γυμνασιάρχης μας Βασίλης Χατζηανδρέου, όταν ήμουν στην τελευταία τάξη. Θα ήταν πια 1946. Τότε την πρωτοείδα, τότε πρωτοάκουσα ποιήματα του Καβάφη ολόκληρα και όχι στίχους, διαβασμένα εξαίρετα από τον διαλεχτό Χατζηανδρέου, που ανήκε κι αυτός στη «Χριστιανική Κίνηση», μα εκτιμούσε σωστά τον Καβάφη και τα καβαφικά ιδιαιτέρως. Θα μιλήσω άλλοτε περισσότερο.
Εκείνο που θέλω να πω τώρα, είναι ότι μου έκανε τεράστια εντύπωση ο ενθουσιασμός των συμμαθητών μου, των πιο αξιόλογων τουλάχιστο, από το άκουσμα των ποιημάτων του Καβάφη. Γιατί εγώ γνωρίζοντας πόσο σκληροτράχηλοι ήταν οι λαϊκοί εκείνοι νεαροί, πόσο τους «άντρες» έκαμναν και πόσα περιφρονητικά έλεγαν κατ’ ιδίαν, περίμενα μετά τις σαφέστατες νύξεις του Χατζηανδρέου για την ιδιωτική ζωή του ποιητή, περίμενα να αντιδράσουν κατά κάποιο τρόπο. Αλλά τίποτε. Για καιρό μιλούσαν γοητευμένοι για την ποίηση του Καβάφη.
Αυτό το συναντούμε τώρα κάθε μέρα. Άνθρωποι που περιφρονούν ή και καταδικάζουν το είδος αυτό του έρωτα, έχουν ως αγαπημένο τους ποιητή τον Καβάφη και εκστασιάζονται μπροστά σε ποιήματά του, όχι απλώς διαποτισμένα, αλλά σαφώς και σε πρώτο πλάνο ομοφυλόφιλα.
Θα μου πει κανείς: «Εφόσον είναι σπουδαίος ποιητής, γιατί όχι;» Ναι, βέβαια – γιατί όχι; Δεν είμαι εγώ που θα είχε αντίρρηση. Απλώς εκφράζω την απορία μου και τον θαυμασμό μου για τη δύναμη της Τέχνης ή της συνήθειας, αλλά και για την ικανότητα, καμμιά φορά, των ανθρώπων να ξεχωρίζουν – όταν θέλουν – τα πράγματα.
Αμφιβάλλω όμως αν τα πράγματα στον Καβάφη ξεχωρίζονται. Το έργο του διαποτισμένο από το ερωτικό του πάθος και τα πάντα μέσα εκεί τοποθετημένα από αυτήν και μόνον την άποψη. Μόνο ερωτικός Καβάφης υπάρχει. Όλα τα άλλα είναι ποικιλίες του πυκνού αυτού πυρήνα. Και αποτελούν εξάρσεις και γενικεύσεις είτε καλοκάγαθων ανθρώπων, που θα ήθελαν οπωσδήποτε να ασχοληθούν με τον ποιητή, αλλά με κάτι του το εμφανίσιμο, είτε ιδιότυπων ιδεαλιστών που πιστεύουν πως μόνον ό,τι κάνουν ερωτικά αυτοί είναι το ηθικό και το ωραίο ή και πονηρών σχολιαστών που επιδιώκουν να ασχοληθούν, με το αζημίωτο, με πρωτότυπα θέματα για να έχουν υπηρεσιακά και κοινωνικά οφέλη. Πάντως, όλα όσα ξεχωρίζουν αυτοί και ασχολούνται είναι φλούδες σκέτες, αφόρητες ακόμα και για μια ανάγνωση.
Όσο προχωρούμε σε παλαιότερες από την εποχή μας μελέτες περί Καβάφη σκοντάφτουμε συχνά σε μια άλλη «γαϊδουριά». Ο normal μελετητής, ο «αρσενικός» και λάτρης του γυναικείου φύλου – όλα αυτά, υποτίθενται – κάνει έναν πρόλογο, όπου εξηγεί ότι μπορεί μεν να ασχολείται κι αυτός με τον Καβάφη, αλλά δεν έχει – προς Θεού! – δεν έχει καθόλου παρόμοιες τάσεις, σαν αυτές που είχε ο τιμώμενος – δα! – ποιητής. Και αφού κάνει αυτή τη δήλωση για τον «τιμώμενο», και αφού την διακηρύξει μερικές φορές και παρακάτω, προχωρεί στην ανέλιξη των πολύτιμων στοχασμών του για το έργο του ποιητή, που είχε ωστόσο αυτό το κουσούρι…
Ωραιότεροι όμως είναι εκείνοι, που προσπαθούν να βγάλουν τον Καβάφη ερωτικά «δικό» τους. Έστω έναν άπραγο δικό τους, από τους δειλούς του θρύλου. Άρθρα επί άρθρων έχουν γραφτεί πάνω στο θέμα και όλα στηρίζονται σε «ντοκουμέντα». Σε συντομογραφίες του ημερολογίου του, σε στίχους αποδώ κι αποκεί.
Η πιο διαδεδομένη – και αστεία – θεωρία είναι αυτή που διακηρύσσει πως ο Καβάφης μπορεί να ήταν τέτοιος ή αλλιώτικός, αλλά δεν έκαμνε τίποτε. Ήταν …παρθένος. Παραδιδόταν πότε πότε στο «αμάρτημα της μοναξιάς», μετά την τέλεση του οποίου ένιωθε φοβερές τύψεις και αληθινές ή φανταστικές ενοχλήσεις της υγείας του. Αυτό είναι – λένε – για το οποίο μιλάει στα νεανικά ημερολόγια του.
Μάλιστα, συμφωνώ – αυτό είναι. Και έπειτα; «Αυτό» αποκλείει το «άλλο»; Όχι, δα! «Αυτό» συνοδεύει κατά κανόνα το «άλλο». Όμως ας σταματήσω’ αρκετά με αυτό το θέμα, που δεν το δημιουργήσαμε εμείς, αλλά βλέπουμε να το υποστηρίζουν με σοβαροφάνεια χιλίων κανταρίων διάφοροι προφεσσόροι, που δεν μοιάζουν τόσο αφελείς. (…)

(Αναδημοσίευση από τα «Τετράδια Ευθύνης», τεύχος 19, 1983)

Συμπληρωματικά μπορείτε να διαβάσετε στα σχόλια του παρόντος ποστ τρεις παλαιότερες καταχωρήσεις του Α.Π. σχετικές με το θέμα.

5 σχόλια:

erva_cidreira είπε...

Ο ΑΝΤΙΚΑΒΑΦΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΑΝΤΙΚΑΒΑΦΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο Κ.Π. Καβάφης υπήρξε ένας μεγάλος. Η ιστορία έτσι τον κατέγραψε και όχι άδικα. Όμως όπως και για όλους έτσι και γι αυτόν δεν έλειψαν οι αρνητικές κριτικές ή αν θέλετε οι διαφωνίες σε σχέση με τη σημαντικότητα του έργου του. Ήταν δε τέτοια η διαφορετικότητα και η πρωτοτυπία του που επέφερε από αρκετούς το σχόλιο «Μα αυτό δεν είναι ποίηση».
Τι είναι όμως ποίηση; Ποιος μπορεί να το ορίσει με ακρίβεια χωρίς τον κίνδυνο να υποπέσει σε ολίσθημα; Η προσωπική μας γνώμη είναι απλή . Ποίηση είναι εκείνη η γραφή η οποία ανεξαρτήτου ύφους , δομής , τεχνικής , ρεύματος «προκαλεί συγκίνηση». Δημιουργεί δηλαδή στον αναγνώστη ειδικό η όχι το αίσθημα της ευφορίας. Αρκετοί θα διαφωνήσουν με αυτή την θέση ως παρωχημένη και θα πουν ότι η συγκίνηση είναι κάτι που δεν ενδιαφέρει τον «σοβαρό κριτικό» παρά το αμύητο κοινό. Θα πουν δε ότι ένα ποίημα κρίνεται από το πόσο μοντέρνο είναι , από το πως αντλεί τα υλικά του ο δημιουργός, η χρήση της γλώσσας , η ολιγοστιχία στην συμπύκνωση των νοημάτων κι άλλα. Μπορεί νάναι κι έτσι . Τι να κάνεις όμως μιαν άρτια κατασκευή που δεν σου δημιουργεί κείνο το αίσθημα του όμορφου και του ελκυστικού ;
Πόσο διαφορά έχουν σε τεχνοτροπία και ύφος τα ποιήματα του Παλαμά και του Καβάφη λόγου χάρη κι όμως προκαλούν συγκίνηση σε διαφορετικούς αναγνώστες για διαφορετικούς λόγους. Τι κι αν ο Πόε έχτιζε τα ποιήματα του με μαθηματική ακρίβεια τι κι αν ο Γκάτσος έγραψε όπως λένε την «Αμοργό» σε μια νύχτα; Το μεγαλείο και των δύο παραμένει αναλλοίωτο.
Η κριτική μες τους αιώνες άλλους επαίνεσε περισσότερο κι άλλους λιγότερο. Κανείς πάντως δεν ξέφυγε τελείως από την αρνητική κριτική για το έργο του ή για τμήμα αυτού. Ο Καβάφης δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση.
Έτσι δεν πρέπει να μας προκαλεί καμία εντύπωση η οποιαδήποτε κριτική όσο αρνητική κι αν είναι στο έργο του.
Ο Ροβέρτος Κάμπος ( ψευδώνυμο) έγραψε ένα κριτικό δοκίμιο κατά του Καβάφη το 1912 σωστό λίβελο.
«Ο αντικαβαφικός λίβελος του 1912» όπως ονομάστηκε δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί από πιο χέρι γράφτηκε. Από τον δεύτερο τη τάξη ποιητή της Αιγύπτου τον Πέτρο Μάγνη ή από άλλη άγνωστη πένα που έφερε πάντως την υπογραφή «Ροβέρτος Κάμπος». Κυκλοφόρησε πάντως σε σχήμα 8ον , 28Χ19 αποτελούμενη από 26 καλλιτεχνικά δεμένες σελίδες.
Ο υπογράφων ήταν καταιγιστικός «...Για να είμαι βραχύλογος θα το πω, η αλήθεια ξάστερα πρέπει να λέγεται, η ποίηση του κυρίου Καβάφη δε με συγκινεί πουθενά, σε κανένα του μα όλως διόλου κανένα ποίημα του. Δε βλέπω δεν αισθάνομαι την αρμονία το κυριότερο χαρακτηριστικό της ποίησης»
Την περίοδο που ήδη ο Αλεξανδρινός είχε ανέβει ως ποιητής ήρθε ο λίβελος του Κάμπου να ταράξει τα νερά. Ο Κάμπος κατέκρινε και τη φιλοσοφική θεώρηση της ζωής από τον Καβάφη.
«..Πολλοί έμαθα από τους θαυμαστές του Κυρίου Καβάφη τόνε θεωρούνε τρανό της ζωής φιλόσοφο, λένε πως η εξωφρενική αυτή ποίηση κρύβει μέσα της κάτι που δε μπορεί να πέσει στην αντίληψη του καθενού : Αν ο Κος Καβάφης είναι ή δεν είναι φιλόσοφος αυτό δε με μέλει, ο Κος Καβάφης έγραψε ή καλύτερα αποπειράθηκε να γράψει ποιήματα , γι αυτό ίσα ίσα έπρεπε να μείνει πρώτα ποιητής κι αν το κατόρθωνε κομμάτι δύσκολο με την αντίληψη πούχει περί ποίησης, ας τόριχνε κατόπιν και στη φιλοσοφία.»
Κι αφού συνεχίζει λέγοντας πως ένας αληθινός ποιητής δεν μπορεί να είναι φιλόσοφος αλλά ούτε κι ένας φιλόσοφος ποιητής πιάνει την ουσία της ποίησης του Καβάφη και την καταλύει.
«...Τι λοιπόν οι θαυμαστές του Κυρίου Καβάφη θαυμάζουν στα ποιήματα του αφού ούτε αρμονία ,ούτε μέτρο , ούτε γλωσσικός πλούτος υπάρχει, ούτε τίποτε άλλο ποιητικό προσόν; Τη φιλοσοφία - αβέβαιος κι αυτή - θα θαυμάζουν ; Αλλά κι η φιλοσοφίας την ονομάσουμε έτσι , είναι όχι μόνο τετριμμένη αλλά κι αστεία , δηλαδή πράματα που λέγονται κάθε μέρα χωρίς καμία φιλοσοφική αξίωση.
Λοιπόν τι θαυμάζουν; Θαυμάζουν το παράξενο του ύφους του ; αλλά δεν είναι παράξενο καθόλου ! από πότες είναι ή έγινε original ο πεζός λόγος;»
Κι ο Κάμπος συνεχίζει ..απορρίπτοντας στην ουσία όλα του τα ποιήματα αφήνοντας μόνον ένα στην άκρη. Είναι κατά τη γνώμη μας προφανές ότι ο Κάμπος ή όποιος τέλος πάντων κρυβόταν πίσω από αυτό το ψευδώνυμο πιστεύει μέχρι κεραίας αυτά που λεει, τα υποστηρίζει με πάθος και προσπαθεί να πείσει για την θέση του αυτή. Ο κριτικός του λίβελου πιστεύει αυτά που λεει. Δεν προσπαθεί να ρίξει λάσπη ή να λοιδορήσει. Ταυτόχρονα όμως δεν έχει το σθένος να βάλει την υπογραφή του κάτω από το κείμενο. Και συνεχίζει
«...Ποίο τέλος είναι το αγνό του ποίημα; ποίο το βασανισμένο το σκαλισμένο επάνω στους κανόνες να όχι της ποίησης τουλάχιστον του γούστου ; λυπούμε πολύ να πω πως κανένα , ή μάλλον μόνο ένα το ποίημα, «Ένας γέρος». Μάλιστα αυτό είναι ποίημα έχει τη σειρά του, του λείπει εκείνη η ανακατωσούρα της φιλοσοφίας, απουσιάζουν εκείνα τα συμβολικά παράξενα μέτρα κατορθώνω να φανταστώ το φτωχό γέρο που κλαιει τα νιάτα του και με πόνο να τον θεωρώ στο τέλος.»
Σε μελέτη του Δημ. Ν. Παντελοδήμου Dr Φιλοσοφίας των Πανεπιστημίων Λυών και Αθηνών του 1970 θεωρεί ότι ο Μάγνης - ένας λαμπρός ποιητής, ο σπουδαιότερος μετά τον Καβάφη ποιητής της Αλεξάνδρειας κατά τον Ξενόπουλο - δεν είναι ο συγγραφέας του λίβελου του 1912 (παρόλες τις φήμες ) και ότι δημιουργός του είναι ένας Αμοιραδάκης , γιος γιατρού. Στηρίζει δε τα επιχειρήματα του στο γεγονός ότι το γλωσσικό ύφος του Μάγνη ήταν διαφορετικό αλλά και ότι ποτέ του επίσημα δεν καταφέρθηκε εναντίον του Καβάφη.
Θα πρέπει όμως να πούμε ότι σε συνέντευξη του στην εφημερίδα ταχυδρόμος της Αλεξάνδρειας ο Μάγνης καταφέρεται έμμεσα κατά του Καβάφη απαντώντας στην ερώτηση.
«Σ΄αυτή την αυτοεξορία σας ποιός Αλεξανδρινός συγγραφεύς σας συντροφεύει;»
«Κάθε άλλος εκτός απ' τον Καβάφη. Όχι πως δεν αναγνωρίζω την αξία του. Στο είδος του υπήρξε μεγάλος. Άνοιξε καινούργιους δρόμους στη στιχουργική , την ποίηση από ρητορική και ξώπετση την μετέτρεψε σε ολιγόλογη και εγκεφαλική , επρωτοτύπησε σε θέματα , γρίκησε ρίγη ηδονής στ' αντίκρισμα της νεανικής σάρκας, εξύμνησεν όσο λίγοι την απολλώνιο ομορφιά.»
«Τι παράπονο , λοιπόν έχετε κατά των οπαδών του Καβάφη»;
«Με το να τον ανακηρύξουν θεό και να ασχοληθεί η κριτική επί ολόκληρον γενεάν αποκλειστικά με το έργο του, παραμερίστηκαν άλλες αξιόλογες εργασίες , που στο είδος τους κι αυτές και τέχνης αρκετήν είχαν και θείας πνοής σε σημείον που αν προσέχονταν , θα εκτιμώντουσαν ασφαλώς και θα πρόσθεταν νέους τίτλους στο νεοαλεξανδρινό πνεύμα»
Θα λέγαμε είναι φανερή η ζήλια στα λεγόμενα του Μάγνη μέσα από την θέση του για έναν υπέρ του δέοντος υπερκαβαφισμό που όντως επικρατούσε. Πάντως ο Στρατής Τσίρκας ήταν βέβαιος για την πατρότητα του λίβελου του 1912 λέγοντας.
«Για πολλά χρόνια στο αρχείο των σεσημασμένων καβαφοφάγων , το δελτίο του γενάρχη τους Ροβέρτου Κάμπου έμεινε δίχως φωτογραφία. Αλλά τώρα ξέρουμε πως πίσω από το λεβαντίνικο αυτό ψευδώνυμο. Κρυβόταν ο ποιητής Πέτρος Μάγνης...
Ομοίως ο καθηγητής Γ. Π. Σαββίδης ταυτίζει τον Κάμπο με τον Μάγνη, το ίδιο και ο Ι. Μ. Χατζηφώτης.
Γεγονός είναι ότι ο «Κάμπος» πέτυχε το στόχο του . Να μείνει στην ιστορία σαν ο συγγραφέας του λίβελου του 1912. Μπορεί να μην το πέτυχε σαν ποιητής ήσαν ότι άλλο αλλά το πέτυχε με αυτόν το τρόπο. Ήταν όμως ο Μάγνης ο συγγραφέας του λίβελου του 1912;
Ο λίβελος του 1912 ήταν η πλέον ξεκάθαρη επίθεση κατά του καβαφικού έργου. Αιχμές όμως καθώς και διαφωνίες κεκαλυμμένες ή όχι συναντάμε και αλλού.
Ο Άγγελος Δόξας σε παλαιό μελέτημα του σε εφημερίδα με τον τίτλο «Ο πανηδονισμός του Καβάφη» αναφέρει
«Τόσο η εγκεφαλική σκέψη που χαρακτηρίζει τα γραπτά του Καβάφη όσο και ο ανώμαλος ψυχισμός του είχαν άμεση επίδραση στην γλωσσολογική του έκφραση. Μπορεί κανείς να λάβει υπ ' όψη ότι δεν έμαθε την Ελληνική γλώσσα παρά καθυστερημένα και τεχνητά, ή ότι μιμήθηκε προγενέστερος έλληνες ποιητές που έγραψαν σε καθαρεύουσα αλλά ούτε το ένα ούτε το άλλο εξηγούν την γλωσσολογική διαστροφή που παρουσιάζει όταν μέσα στην καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί συνευρίσκονται λέξεις δημοτικής ή ιδιωματισμοί ανατολίτικοι ή προκαλεί συνεύρεση μιας λέξης της καθαρεύουσας με μια της δημοτικής. Άλλοτε πάλι παραμορφώνει τις λέξεις δημιουργώντας μια Τρίτη διάλεκτο , ούτε καθαρεύουσα ούτε δημοτική , ανάλογη με το τρίτο φύλο που τόσο τον ηδονίζει. Έτσι δεν λεει ούτε «ύαλος» ούτε «γυαλί» αλλά «υαλί », δεν λεει ούτε «ίασμος» ούτε «γιασεμί» αλλά «ιασεμί...
Είναι φανερά καυστικός ο Δόξας όχι χωρίς επιχειρήματα αλλά ακόμα κι ο Τ. Μαλάμος που γνώρισε από κοντά τον Καβάφη κι είναι ο πιο υπεύθυνος μελετητής του αναφέρει.
Το έργο του Καβάφη , έργο εγκεφαλικό , δεν μπορεί να συγκινήσει παρά ένα περιορισμένο κύκλο ευπαθών της ποίησης ...Είναι το έργο ενός ηδονιστή μάλλον και οι κάποιοι τόνοι συγκρατημένης απελπισίας που υπάρχουν σ΄αυτό μέσα, οφείλονται στις δυσκολίες που έβαζε η κοινωνία , ως χθες ακόμα στον παράνομο ηδονισμό του».
Σε κριτική του στην «Εστία» σε μιαν βαθιά ανάλυση της γλωσσικής τέχνης του Καβάφη ο Τέλλος Άγρας μεταξύ άλλων ομιλεί για κακούς στίχους.
«...Όλοι οι πολυσύλλαβοι του στίχοι είναι κακοί. Άλλοι είναι άτμητοι, δηλαδή οι τομή τους δεν συμπίπτει μαζί με το τέλος της λέξεως, αλλά συμβαίνει μέσα στην λέξη , ή ανάμεσα στο άρθρο και στο όνομα .Τομή νοητή που το πιο συχνά, την κάμνει μαζί και με κακόν τονισμό. - Άλλοι είναι παρατονισμένοι.- Άλλοι δεν εκτείνονται σε ακέραιον ίαμβο, αλλά σε μισό. Το μέτρο τους δεν καμπυλώνει, αλλά σκοντάφτει πάνω σ όρθια συλλαβή, μονωμένη , που θέπρεπε να κοπεί σύρριζα. Με μαθηματική στιχουργική μερικοί απ' αυτούς τους κακούς στίχους μπορούν να διαβαστούν καλά...»
Είναι γνωστή άλλωστε και η στάση του Παλαμά και η θέση που διατύπωσε σε ερώτηση του Λουκά Χριστοφίδη
«...Πάω να φτάσω στο εκπόρθισμα της γνώμης σας για τον Καβάφη. Θέλω να μάθω μετρ , αν δε γελιέμαι στην κρίση μου, νομίζοντας τον για ότι άλλο παρά για ποιητή...
Ο Δάσκαλος μουδιάζει , κάμνει ένα οκνό κίνημα και στέκεται όρθιος...Σαν να θέλει να βάλει τέρμα στη συνάντηση μας...Σηκώνουμε κι εγώ αλλά αγνοώ την ευγένεια, στην ανάγκη να εκβιάσω τη γνώμη του συνομιλητή μου....
Λοιπόν Δάσκαλε;
Τα δυο του μάτια ειρωνευτικά ζητούν να μαντέψουν από τα δικά μου , ποια χρήση θα κάμω στην απάντηση που θα μούδιδε...Πονηρεύομαι κάμνοντας τον αγαθό...Πιστεύω να μην του λείπει σοφία...
Σιωπά για μια στιγμή κι ύστερα:
«Μα για ποιητής ....Δεν ξέρω ίσως να κάμνω λάθος...Μάλλον για ρεπορτάζ μοιάζουν τα γραπτά του, λες και φροντίζει να μας δώσει ρεπορτάζ από τους αιώνες!...
Ο Παλαμάς ποτέ δεν παραδέχτηκε τον Καβάφη σαν ποιητή. Αλλά κι ο Καβάφης δεν συμπαθούσε τον Παλαμά. Τον έλεγε περιπαιχτικά μάλιστα Παρλαμά λόγω του ότι ήταν πολυγραφότατος (Ο Παλαμάς). Άλλωστε ήταν γνωστό ότι ο Καβάφης εκτιμούσε μόνο όσους τον θαύμαζαν και τον εκτιμούσαν σαν ποιητή.
Η διαφορετικότητα του Καβάφη οδήγησε ακόμα και σε σατιρική στάση πολλούς από τους λόγιους της εποχής. Κι αν αργότερα ο Πέτρος Χάρης διατύπωσε την μομφή για τον Καβάφη «Ότι ο Καβάφης βλέπει την ζωή σαν κάτι τελειωμένο, δεν την ανακαλύπτει δηλαδή, και δεν τη δημιουργεί κάθε στιγμή» να μια παλαιότερη πιο εύθυμη κριτική στάση εναντίον του με ένα σατιρικό ποιηματάκι του 1922.

ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ
Διαβάζοντας τους στίχους σου
Τους πήρα για αινίγματα
Η κάλλιο - μη θυμώσεις -
Για αλατζαδένια δείγματα.
Θυμήθηκα δε το ρητό
- Που εδώ κολλά σα βδέλλα -
Από την πόλη έρχομαι
Και στην κορφή κανέλλα.

(...)

Ο Καβάφης λοιπόν ο οποίος πράγματι είχε να επίδειξη σημαντικό έργο σε συνδυασμό με την ιδιαιτερότητα του σαν προσωπικότητα αλλά και με βάση το γεγονός του ότι η πεζοφανής μορφή της ποίησης του ήταν πιο ευκολομετάφραστη «πέρασε» ευκολότερα από κάποιους άλλους ποιητές προγενέστερους ή μεταγενέστερους.
Δέχθηκε βέβαια (πως όλοι οι οποίοι εκθέτουν το έργο τους δημόσια) και αρνητικές κριτικές αλλά αυτές όπως είναι γνωστό δεν υπερίσχυσαν των θετικών. Απέκτησε ένθερμους θαυμαστές και πολλούς Καβαφολόγους οι οποίοι όπως καθένας που είναι απόλυτος με κάτι δεν «δέχονται μύγα στο σπαθί τους» γινόμενοι «Βασιλικότεροι του Βασιλέως». Αλλά ας κλείσουμε το παρόν άρθρο με την άποψη του Ι.Μ Παναγιωτόπουλου γαι τον Καβάφη σε παλιότερο δοκίμιο
«...Η προσφορά του βαραίνει περισσότερο. Κι αν είναι αληθινό αυτό που είπε ο Gide , πως όσο βαθύτερα προχωρούμε στον εαυτό μας, τόσο στερεότερα αποκατασταίνουμε τους δεσμούς μας με τους άλλους ανθρώπους, ο Καβάφης θα πρέπει να μας αγγίζει - και μας αγγίζει - όχι περιστατικά όχι επιπόλαια, μα σε κάποιες πληγές που αέναα αιμορροούν και μας βασανίζουν»

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ (Περιδικό ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ) Τεύχος 152

Η "τελειωτέρα κοινωνία"
Ειπώθηκαν και λέγονται τα πάντα για τον Καβάφη. Η ζωή του μετριέται μέρα με τη μέρα, λεπτό με λεπτό, οι στίχοι του τέμνονται και ανατέμνονται, αριθμούνται και συμποσούνται, αναλύονται, βυθοσκοπούνται, υπολογίζεται το βάρος των σιωπών τους και η οξύτητα των επιφωνημάτων τους, οι συνηχήσεις και οι παρηχήσεις τους, το βαθύ τους νόημα, η απαράμιλλή τους τελειότητα ή η κάποια πεζολογία τους. Οι βιογράφοι του ερευνούν τη ζωή του, το οικογενειακό του περιβάλλον, τις σχέσεις με τ' αδέλφια του και τους γονείς του (ιδίως με τη μητέρα του), περιγράφουν την κοινωνική θέση, την άνοδο και την πτώση αυτής της οικογένειας, αναλύουν τον ιστορικό και κοινωνικό περίγυρο, τη θέση της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας, προσπαθώντας να εντοπίσουν τους παράγοντες που διαμόρφωσαν τον ποιητή και να ιχνηλατήσουν τις αφετηρίες και τα βιώματα που έθρεψαν την ποίησή του. Εκείνο που παραλείπεται εσκεμμένα, που δεν ερευνάται και δεν εξετάζεται, που δεν τίθεται καν σαν ερώτημα, είναι το στοιχείο ακριβώς που θα φώτιζε και τον ποιητή και τα ποιήματά του, δίνοντάς τους την αληθινή τους διάσταση : το γιατί δηλαδή ο Καβάφης, κινούμενος μέσα στα γνωστά οικογενειακά και κοινωνικά πλαίσια, με την αστική αγωγή που είχε υποστεί και με τον χαρακτήρα που είχε διαμορφώσει, αποφασίζει κάποια μέρα συνειδητά να σπάσει το "φράγμα", ν' ανατρέψει τους κανόνες του παιχνιδιού που τον ήθελαν "διακριτικό" και "συγκρατημένο", και να μιλήσει ανοιχτά και θαραλλέα για μια ερωτική συμπεριφορά (τη δική του) που θεωτούνταν "ντροπιασμένη" και "περιφρονημένη". Κι ακόμα : γιατί θεώρησε αναγκαίο να εγκαταλείψει τον υπαινικτικό και καλυμμένο τρόπο έκφρασης τον οποίο χρησιμοποιούσε στα περισσότερα ποιήματά του (και που, σημειωτέον, γνώριζε από αισθητική άποψη ήταν πιο αποτελεσματικός), και να μιλήσει καθαρά και ξάστερα για τα "οράματά" του μέχρι το τέλος της ζωής του.
Για μας, η απόφαση αυτή (απόφαση του μεγάλου ΝΑΙ ή του μεγάλου ΟΧΙ), αποτελεί αυτό που θα λέγαμε - με τους σημερινούς όρους - πολιτική χειρονομία ή πρόκληση του Καβάφη προς την κοινωνία' και όχι μόνάχα προς την κοινωνία της Αλεξάνδρειας και της Ελλάδας, αλλά, με μια ιστορική προοπτική, και προς την κοινωνία της παγκόσμιας πατριαρχικής κοινότητας. Πρόκειται για μια απόφαση που έδωσε στην ποίησή του την ταυτότητά της και στον ίδιο την αξιοπρέπεια της τέχνης του και το πλατωνικό μυστικό της ακτινοβολίας της : να είναι αληθινή με τον εαυτό της. Για μας τα πράγματα είναι σαφή : "οι βουλές της ποιήσεως" του Καβάφη διαμορφώθηκαν ταυτόχρονα με τις βουλές της συνειδητοποιήσεώς του ως ομοφυλόφιλου. Κι αυτό πρέπει να έγινε στο διάστημα της δεύτερης εικοσαετίας της ζωής του όταν, μέσα από μια επώδυνη ασφαλώς αλλά και πείσμονα διαδικασία αποενοχοποίησης, με τη βοήθεια της γνώσης και της πείρας, φθάνει στο ποθητό σημείο να καταφάσκει τον εαυτό του σαν ομοφυλόφιλο και αποφασίζει να μιλήσει σαν ομοφυλόφιλος - σαν άτομο δηλαδή που δίνει μια πολιτική διάσταση στη διαφορετικότητά του, αφού πρώτα έχει κρίνει, σημασιολογήσει και απορρίψει την γύρω του κοινωνία και τα ήθη της, προσβλέποντας σε μια "τελειωτέρα"(...).

(Από το περιοδικό ΑΜΦΙ, 1984, όπως επαναδημοσιεύεται στο βιβλίο του Λουκά Θεοδωρακόπουλου :"Αμφί" και Απελευθέρωση, εκδ. Πολύχρωμος Πλανήτης, 2005)

Ο ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ
«Η ομοφυλοφιλία του Καβάφη»
του Δ. Τζιόβα
(Αναδημοσίευση από ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ)

«O ερωτικός Καβάφης δεν έπαψε να αποτελεί αντικείμενο απώθησης, έλξης ή ταύτισης. Ενώ παλαιότερα το ενδιαφέρον εστιαζόταν στην ιδιωτική ζωή του ίδιου του ποιητή και εκφραζόταν μέσα από την αμφιλεγόμενη έννοια του ηδονισμού ή φορούσε τη μάσκα της ψυχανάλυσης, στις ημέρες μας ο καβαφικός ερωτισμός αφορά περισσότερο τους αναγνώστες ή τους μελετητές, εκ των οποίων ορισμένοι δεν διστάζουν να υπογραμμίσουν ότι προσεγγίζουν τον Καβάφη από ομοφυλοφιλική σκοπιά. Ετσι από τους μελετητές (Μαλάνος, Αλιθέρσης, Ουράνης) των δεκαετιών του 1920 και του 1930, που μιλούσαν για τον «ανώμαλο» ή νοσηρό ερωτισμό της καβαφικής ποίησης, περνούμε τα τελευταία χρόνια στον ερωτισμό της ταυτότητας, όπως φαίνεται και από την αγγλόφωνη πρόσληψη του ποιητή.
Το 1983 το αφιέρωμα στον Καβάφη του περιοδικού «Journal of the Hellenic Diaspora» είχε προκαλέσει, μεταξύ άλλων, αρκετές συζητήσεις για μια επισήμανση που περιείχε και ανήκε στους εκδότες του περιοδικού. Στον πρόλογό τους, στο αφιερωματικό τεύχος, δήλωναν ότι ο Καβάφης δεν ήταν ούτε «διεστραμμένος» ούτε «πρόστυχος» ούτε «ερωτικός», αλλά ομοφυλόφιλος και κατέληγαν λέγοντας ότι «αν ο Καβάφης δεν ήταν ομοφυλόφιλος, δεν θα ήταν Καβάφης».
Στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε γράφηκαν αρκετές μελέτες, άρθρα ακόμη και διατριβές για τον ερωτικό Καβάφη καθώς και ένα άρθρο του Πίτερ Μπίεν (1990), στο οποίο υποστήριζε ότι η ομοφυλοφιλία του Καβάφη ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για τη φήμη του στον αγγλόφωνο χώρο. Αλλωστε αρκετοί ομοφυλόφιλοι θαυμαστές του, όπως ο E. M. Φόστερ, ο Γ. X. Οντεν, ο φωτογράφος Duane Michals, ο ζωγράφος David Hockney δεν ήξεραν ελληνικά. Τονίζοντας ότι δεν υπάρχει ένας ξεχωριστός ομοφυλοφιλικός τρόπος για να μεταφραστεί η καβαφική ποίηση, ο Μπίεν καταλήγει ότι ο ομοφυλόφιλος έρωτας είναι άγονος και έτσι εξηγείται γιατί ο Καβάφης επιμένει στην πορεία και όχι στο αποτέλεσμα, στην απώλεια και όχι στη σταθερότητα.
Στη δεκαετία του 1990 κυκλοφόρησαν άρθρα για τον Καβάφη και από ξένους ειδικούς στη λογοτεχνία των ομοφυλοφίλων όπως ο Mark Lilly (1993), o Gregory Woods (1998), ενώ δεν έλειψαν και τα λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες για την ομοφυλοφιλική λογοτεχνία (βλ. αυτό του Peter G. Christensen στο «The Gay & Lesbian Literary Heritage», 2002). Μπορεί τα άρθρα αυτά να μην είναι πάντοτε εύστοχα ή επαρκή, ωστόσο αναδεικνύουν τον Καβάφη ως μια κορυφαία μορφή της ομοφυλοφιλικής λογοτεχνίας και αυτό επιβεβαιώθηκε πρόσφατα και σε μια ημερίδα με θέμα «Νέες προοπτικές για τον Καβάφη», που διοργάνωσε στο University College του Λονδίνου ο Δημήτρης Παπανικολάου (Mellon Fellow του κολεγίου) και στην οποία συμμετείχαν πανεπιστημιακοί (Howard Caygill, Christopher Robinson, Gregory Woods, Γιώργος Συρίμης, Βασίλης Λαμπρόπουλος), ποιητές (Διονύσης Καψάλης), μεταφραστές (Dominique Grandmont) και καλλιτέχνες (Κων. Γιάνναρης, Κατερίνα Αθανασοπούλου).
Ενα από τα επιχειρήματα της ομοφυλοφιλικής προσέγγισης του Καβάφη είναι ότι τα ερωτικά ποιήματά του (αν και συχνά σε τέτοιες προσεγγίσεις ο διαχωρισμός των ποιημάτων σε κατηγορίες αμφισβητείται) απευθύνονταν σε ένα ομοφυλόφιλο κοινό και γι' αυτό δεν διακρίνονται για την πολεμικότητα ή την προκλητικότητά τους. Ως εκ τούτου είναι προσφορότερο ο Καβάφης να συγκρίνεται με σύγχρονους ομοφυλόφιλους ποιητές παρά με την παράδοση της ευρωπαϊκής παρακμιακής ποίησης από τον Ρεμπό και τον Βερλέν ως τον Οσκαρ Ουάιλντ. Για την ομοφυλοφιλική προσέγγιση του Καβάφη, η ποίησή του συνιστά περισσότερο έναν χώρο ταύτισης και διαπραγμάτευσης της ταυτότητας και ως προς αυτό συγκλίνει με τη διασπορική ή συγκρητική προσέγγισή του, που και αυτή έχει προβληθεί τα τελευταία χρόνια από μελετητές του Καβάφη εκτός Ελλάδος.
Και στις δύο προσεγγίσεις ο ρόλος του αναγνώστη δεν είναι απλώς δεκτικός, ή αποκρυπτογραφικός, αλλά βασίζεται στη βιωματική μέθεξη, καθώς η ποίηση του Καβάφη προβάλλει τη διαθεσιμότητά της ως πεδίο ταύτισης και αυτογνωσίας στον αναγνώστη. Και οι δύο προσεγγίσεις αμφισβητούν τις αυστηρές διπολικές αντιθέσεις και αναδεικνύουν τα διάκενα και την πορώδη υφή κάθε ταυτότητας. Σημείο σύγκλισής τους είναι η έννοια της μεταιχμιακότητας και η αίσθηση του συγκρητικού κράματος, ο μετεωρισμός και η αμφιθυμία μεταξύ φύλων, γλωσσών, εθνών και πολιτισμών.
Τελικά ο Καβάφης είναι ο ποιητής που προσδιορίζεται περισσότερο από κάθε άλλον από τα επίθετα που του αποδόθηκαν κατά καιρούς. Παλαιότερα ήταν ο ηδονικός, ο πολιτικός, ο διδακτικός, ο ειρωνικός Καβάφης, ενώ σήμερα πρωτοστατεί, κυρίως εκτός Ελλάδος, ο ομοφυλόφιλος (queer), ο διασπορικός και ο συγκρητικός Καβάφης. Πόσο χρήσιμοι είναι αυτοί οι προσδιορισμοί-ετικέτες δεν είναι του παρόντος να συζητήσουμε, αλλά ενώ από την Ελλάδα προβάλλεται με ειδωλοπλαστικό ζήλο και εθνική έπαρση ο οικουμενικός και διαχρονικός Καβάφης ως σταθερή αξία ή ως ο ποιητής που μιλάει εξακολουθητικά στους αναγνώστες και επηρεάζει ομοτέχνους του, από το εξωτερικό μας συστήνεται ένας Καβάφης πιο προσγειωμένος και επίκαιρος, που συνομιλεί με τις πολιτισμικές και ταυτοτικές ανησυχίες της εποχής μας, καθώς η ποίησή του παρουσιάζεται ως ρευστή, ανοιχτή και διαθέσιμη για να αναγνωρίσουν σε αυτήν οι αναγνώστες τους εαυτούς τους».

artois είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
Ανώνυμος είπε...

Φίλε erva_cidreira

Πάνω στο κείμενο του Ιωάννου δυο σχόλια:

«Άνθρωποι που περιφρονούν ή και καταδικάζουν το είδος αυτό του έρωτα, έχουν ως αγαπημένο τους ποιητή τον Καβάφη και εκστασιάζονται μπροστά σε ποιήματά του, όχι απλώς διαποτισμένα, αλλά σαφώς και σε πρώτο πλάνο ομοφυλόφιλα.» Είναι απορίας άξιο όντως... Χάρη σε κάποιους φωτισμένους κριτικούς, τη μόδα, και φυσικά η δυσθεώρητη αξία του ποιητή, Ο καβάφης κατόρθωσε να επιβληθεί σε όλους. Παραμένει όμως η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Οι ίδιοι άνθρωποι που μπορεί να ηδονίζονται διαβάζοντας τις «Μέρες του 1908» αρνούνται να χωνέψουν άλλα έργα με σαφείς γκέι αναφορές. Αυτο το ποστ θα άξιζε να μπει ως σχόλιο στην αλήστου μνήμης συζήτηση στου Νίκου Δήμου για το «2» του Παπαϊωάννου.

Ας μπούμε λίγο πιο βαθιά όμως. «Αμφιβάλλω όμως αν τα πράγματα στον Καβάφη ξεχωρίζονται. Το έργο του διαποτισμένο από το ερωτικό του πάθος και τα πάντα μέσα εκεί τοποθετημένα από αυτήν και μόνον την άποψη. Μόνο ερωτικός Καβάφης υπάρχει. Όλα τα άλλα είναι ποικιλίες του πυκνού αυτού πυρήνα.» Μου θυμίζει λίγο την άποψη του Σεφέρη, που λέει στις «Δοκιμές» περίπου ότι «τον ερωτισμό του Καβάφη μπορούμε να τον νιώσουμε καλύτερα στα ποιήματα όπου διόλου – και το εννοώ «διόλου» - δεν τον αναφέρει». Αυτά σηκώνουν συζήτηση. Δεν πρέπει να ταυτίσουμε βέβαια τα δυο παραθέματα, κι επειδή δεν έχω μαζί μου τις «Δοκιμές» αφήνω τον Σεφέρη και θα πω τη γνώμη μου για την αποστροφή του Ιωάννου.

Τη βρίσκω λοιπόν κάπως μετέωρη και αναπόδεικτη. Όπως έλεγα στο προηγούμενο ποστ, πάντα πρέπει να φωτίζουμε το ερωτικό στοιχείο, χωρίς όμως να το απολυτοποιούμε. Ποιος είμαι εγώ που θα αμφισβητήσω τον Ιωάννου θα μου πεις, όμως πώς να το κάνω, αυτά τα «μόνο» μου κάθονται άσχημα. Κι εγώ θα μπορούσα να πω ότι όλα στον Καβάφη, ακόμα και τα πιο ερωτικά του ποιήματα, είναι μόνο παραλλαγές της υπαρξιακής αγωνίας απέναντι στο χρόνο, τη φθορά, το ανεκπλήρωτο. Όμως και πάλι θα ήμουν υπεραπλουστευτικός. Δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας και υπάρχει φόβος να αρχίσω να πετάω γελοιότητες, γι’ αυτό σταματώ. Μετά την εξής άποψη: Για να γυρίσω στη ρήση του Σεφέρη, θα τολμήσω να πω ότι η καβαφική αίσθηση της ιστορίας, του έρωτα, της πολιτικής, της ύπαρξης, παραμένει διαποτισμένη από το ίδιο ψυχικό απόσταγμα˙ ο τρόπος που βιώνεται ο έρωτας είναι παράλληλος με τον τρόπο που βιώνεται η ιστορία στα ποιήματά του. Μακάρι όμως να διαβάσουμε εδω μέσα απόψεις πιο ειδικών.

Τα άλλα κείμενα δίνουν κι αυτά πολλή τροφή για σχόλια. Στο πρώτο κείμενο επισημαίνω το προφανές για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις ανάλογες με του προηγούμενου ποστ, ότι η πολεμική που ασκήθηκε στον Καβάφη είχε πολλά ακόμα αίτια εκτός από τον αποκλίνοντα ερωτισμό του. Επίσης, να πω για την ιστορία ότι αν θυμαμαι καλά (δεν έχω το πλήρες κείμενο πρόχειρο), ο Τέλλος Άγρας ήταν γενικά υπερασπιστής της αξίας του Αλεξανδρινού.

Μια κουβέντα για τον Τίμο Μαλάνο: Ήταν από τους πρώτους που έγραψαν τόσο πολύ για τον Καβάφη, και σίγουρα οφείλεται και σ’ αυτόν η καθιέρωσή του. Η στάση του απέναντι στον ποιητή ήταν αμφίθυμη, ο τρόπος που μιλούσε για τον ερωτισμό του απαξιωτικός, και η συνολική του προσέγγιση μάλλον λανθασμένη και κοντόφθαλμη με τα σημερινά κριτήρια. Ο Καβάφης είχε εκφραστεί μειωτικά για τον Μαλάνο και της απόψεις του. Άκουσα ότι κι αυτός ήταν ομοφυλόφιλος και είχε σεξουαλικό παρελθόν με τον ποιητή... Αν είναι έτσι βέβαια προστίθεται ένα νέο στοιχείο στην αποτίμηση της κριτικής του. Υπάρχει κάποιος που ξέρει θετικά αν αυτά τα τελευταία ισχύουν για να μας ενημερώσει;

Απ’ το κείμενο του Θεοδωρακόπουλου συγκρατώ κάτι που συχνά ξεχνάμε: Ο Καβάφης ήταν από τους πρώτους σύγχρονους λογοτέχνες και σίγουρα ο πρώτος έλληνας που έγραψε, από ένα σημείο και μετά, ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία του. Χωρίς να υπερτονίζουμε ποτέ αυτήν την πλευρά, ας συμφωνήσουμε και με τον παντα απόλυτο στις κρίσεις του Χριστιανόπουλο ότι ο Καβάφης «Είναι το μεγάλο χαστούκι για όλους τους κατεστημένους.»

Το κείμενο του Τζιόβα εξαιρετικό. Η καταληκρική παράγραφος τα λέει όλα. Τώρα, η άποψη ότι: «Ο ομοφυλόφιλος έρωτας είναι άγονος και έτσι εξηγείται γιατί ο Καβάφης επιμένει στην πορεία και όχι στο αποτέλεσμα, στην απώλεια και όχι στη σταθερότητα.» μου φαίνεται υπεραπλουστευτική και σχεδόν αστεία.

Ευχαριστώ για την υπομονή.

erva_cidreira είπε...

Αυτό που ίσως εννοούσε ο Ιωάννου είναι ότι ΚΑΙ ο ιστορικός Καβάφης μπορεί να διαβαστεί σε «κώδικα» κι επομένως η ομοφυλοφιλία του ποιητή είναι ένα κλειδί που ξεκλειδώνει όλο το έργο του. Αντιθέτως παρακάμπτοντάς την μένουν κομμάτια ολόκληρα ανεξήγητα.
Όσο για τον Τζιόβα λέει το αυτονόητο. Χωρίς την προοπτική μιας οικογένειας με παιδιά οι ομοφυλόφιλοι στερούνται μέλλοντος. Και οι ομοφυλόφιλοι ποιητές μετά τα 40, παύουν πια να μιλούν για τους έρωτες τους, και αρχίζουν ή τις αναπολήσεις ή την επεξεργασία του παρελθόντος με τρόπο που να αποτελεί αλληγορία για το δικό τους «ανύπαρκτο» μέλλον.
Όμως, είναι προφανές ότι αλλαγές όπως ο γάμος ομοφύλων και η υιοθεσία άπο ζευγάρια ομοφύλων ή η ομογονεικότητα θα αλλάξουν σύντομα ΚΑΙ το λογοτεχνικό πανόραμα.
Τέλος, μια φιλική παρατήρηση: Η συνεχής έκκληση για μια αχρείαστη μετριοπάθεια μοιάζει με διάθεση επιβολής στενού κορσέ σε αδύνατους. :)

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ, ο Ιωάννου το διατυπώνει με πιο απόλυτο τρόπο απ’ ότι εσύ, γι’ αυτό κάπως επιφυλάσσομαι ως προς τη φράση του, ενώ μ’ αυτό που λες εσύ φυσικά συμφωνώ.

Όσο για τη φράση του Μπίεν (άγνωστου σε μένα) είναι εν δυνάμει αφετηρία μεγάλης συζήτησης. Τώρα βέβαια που την ξαναδιαβάζω μαζί με το σχόλιό σου δεν μου φαίνεται και τόσο αποτυχημένη. Προφανώς η αδυναμία των ομοφυλόφιλων να αποκτήσουμε απογόνους (κι ας λένε ότι είμαστε το θαύμα της φύσης γιατί δεν γεννάμε κι όμως πολλαπλασιαζόμαστε!) δεν μπορεί παρά να έχει δραματικό αντίκτυπο στον ψυχισμό μας. Άρα δεν μπορεί παρά να αναδύεται και μές στην ποίηση των γκέι δημιουργών. Απλώς μου δημιουργεί επιφυλάξεις γιατί έχει την ίδια απόλυτη απόχρωση. Για πολλοστή φορά, αυτό το χαρακτηριστικό συνδιαμορφώνει, δεν καθορίζει όμως την γκέι δημιουργία.

Έξοχη η παρατήρηση σου ότι η εμπέδωση των δικαιωμάτων μας θα αλλάξουν τη ζωή μας, τον ψυχισμό μας, τη λογοτεχνία μας.

Μετά από αυτά, μάλλον επανεπιβεβαιώνω όσα λες στο τέλος: «Τέλος, μια φιλική παρατήρηση: Η συνεχής έκκληση για μια αχρείαστη μετριοπάθεια μοιάζει με διάθεση επιβολής στενού κορσέ σε αδύνατους.»... Μου το ‘χεις ξαναπεί περίπου έτσι. Ε, εντελώς άδικο δεν έχεις. Αλλά θα συμφωνείς ελπίζω ότι το μέτρο και η διάκριση δεν βλάπτουν. Η δική μου προσωπική νοοτροπία εξάλλου είναι εναντίον των ακτιβιστικών ακροτήτων στη διεκδίκηση της ισότιμης γκέι φωνής. Γιατί περί αυτού πρόκειται: Πιστεύω στη μετριοπάθεια, για να έχω/έχουμε τη δυνατότητα να λέμε ότι κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να γεφυρώσουμε τα διάφορα χάσματα. Μάλλον διαφωνείς σε γενικές γραμμές. Μεγάλη συζήτηση κι αυτή... Γι’ αυτό έγραψα όσα έγραψα στο τελευταίο ποστ μου, μα δεν ενδιαφέρθηκε και πολύς κόσμος να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει...

Μπάι δε γουέι, τι θα γίνει, θα διαβάσουμε το ποίημα εκείνο, ή έστω κάτι του Μπότο στα ελληνικά; Κι ο Porfiry Petrovich που εξαφανίστηκε;