Έξι
χρόνια μετά τη δολοφονία του ηθοποιού
ΣτΕ:
Προστατεύει τη μνήμη του Σεργιανόπουλου από τηλεοπτικές εκπομπές
Της
Βασιλικής Κόκκαλη (toprotothema.gr, 19/04/2014)
Με την απόφαση το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ανοίγει
ομπρέλα προστασίας για την ιδιωτική ζωή έναντι κάθε προσώπου, ανεξαρτήτως αν
βρίσκεται ή όχι στη ζωή
Σχεδόν έξι χρόνια μετά την αποτρόπαια δολοφονία του
Νίκου Σεργιανόπουλου μέσα στο σπίτι του, στο Παγκράτι, η Ελληνική Δικαιοσύνη
«σκιαγραφεί» τον τρόπο με τον οποίο μερίδα ελληνικών ΜΜΕ διαχειρίστηκε την
ιδιωτική ζωή του ηθοποιού, ο τραγικός θάνατος του οποίου είχε συγκλονίσει το
Πανελλήνιο.
Οι αναφορές στην προσωπική ζωή του άτυχου καλλιτέχνη ακόμη και στις σεξουαλικές
του προτιμήσεις αποτελούσαν επί ημέρες τον πυρήνα ρεπορτάζ τηλεοράσεων και
εφημερίδων, με αυτό καθαυτό το γεγονός της δολοφονίας να περνάει σε δεύτερη
μοίρα.
Και ενώ η προσωπική ζωή του καλλιτέχνη είχε γίνει φύλλο και φτερό από πάσης
φύσεως τηλεοπτικές εκπομπές, η οικογένεια του Νίκου Σεργιανόπουλου πάσχιζε να
προστατευτεί από τη λαίλαπα των «πληροφοριών» που αμαύρωναν τη μνήμη του
54χρονου ηθοποιού.
Ενδεικτικά των όσων είχαν λάβει, τότε, χώρα αναφορικά με τη διαχείριση της
είδησης του θανάτου του Σεργιανόπουλου, είναι τα όσα αναφέρονται σε
απόφαση που εξέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) επικυρώνοντας πρόστιμο
που είχε επιβάλει το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) στον τηλεοπτικό
σταθμό MEGA. Με την απόφαση το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ανοίγει ομπρέλα
προστασίας για την ιδιωτική ζωή έναντι κάθε προσώπου, ανεξαρτήτως αν βρίσκεται
ή όχι στη ζωή.
Το πρόστιμο επιβλήθηκε στον σταθμό μετά από αναφορές που έγιναν κατά τη
διάρκεια εκπομπών του, στην προσωπική ζωή του ηθοποιού. Αναφορές που, σύμφωνα
με την απόφαση, έθιγαν τον «πυρήνα» της ιδιωτικής ζωής του καλλιτέχνη -μεταξύ
άλλων αφορούσαν (και) στην ομοφυλοφιλία του- και έδωσαν τη ...χαριστική βολή
στους βαρυπενθούντες συγγενείς του.
Στο ιστορικό της απόφασης του ΣτΕ, που «πατάει» σε στοιχεία που του διαβίβασε
το ΕΣΡ, εκπομπές που προβλήθηκαν μέσα από τη συχνότητα του εν λόγω τηλεοπτικού
σταθμού, είχαν επί ημέρες ως θέμα το στυγερό έγκλημα. Ωστόσο, «δεν
περιορίστηκαν όμως σε αυτό καθαυτό το γεγονός της δολοφονίας, αλλά ασχολήθηκαν
με λεπτομέρειες περί του ευρεθέντος γενετικού υλικού, περί των προσώπων που
κατά καιρούς συγκατοίκησαν με τον ηθοποιό, περί της ομοφυλοφιλίας του, περί των
αιτιών της ομοφυλοφιλίας, περί του ότι ήταν συλλέκτης ανδρών από στέκια και
πλατείες, περί του ότι ο μακαρίτης άνηκε στον κύκλο των ναρκωτικών κ.ά.».
Για τα μέλη του ΕΣΡ δε -που επέβαλαν και το πρόστιμο στον σταθμό- «είναι
αναμφισβήτητο ότι κατά τη διάρκεια των εκπομπών έγινε παρανόμως αναφορά στην
ιδιωτική ζωή του νεκρού και δεν αντιμετωπίστηκε αξιοπρεπώς, ενώ εξάλλου έγιναν
αναφορές σε πρόσωπα που συγκατοίκησαν με αυτόν». Μάλιστα, ανάλογη προσέγγιση
στην όλη υπόθεση επιφύλαξαν και εκπομπές που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του
Σαββατοκύριακου που ακολούθησε και μάλιστα σε ώρες παιδικής τηλεθέασης.
«Αποτέλεσμα της εκθέσεως των παραπάνω στοιχείων ήταν η επίταση της προσωπικής
οδύνης και του πένθους της μητρός, της αδελφής και του γαμβρού και των ανεψιών
του θύματος», επισημαίνεται στην απόφαση.
Το ΣτΕ και συγκεκριμένα το Δ’ Τμήμα του, εξετάζοντας την υπόθεση έκρινε ότι
ορθώς επιβλήθηκε στο MEGA το πρόστιμο και απέρριψε την αίτηση των εκπρόσωπων
του σταθμού που ζητούσαν την ακύρωσή του. Κατά το ΣτΕ «η μετάδοση από τον
τηλεοπτικό σταθμό εκπομπών σχετικές με την ιδιωτική και ερωτική ζωή του
δολοφονηθέντος ηθοποιού, δεν ήταν κατά το Σύνταγμα επιτρεπτή».
Και αυτό διότι «η ελευθερία της έκφρασης και διάδοσης στοχασμών και η ελευθερία
του πληροφορείν και πληροφορείσθαι που κατοχυρώνει το άρθρο 5 παρ. 1 του
Συντάγματος δεν περιλαμβάνει και την ελευθερία μετάδοσης πληροφοριών ή
αναπαραστάσεως εικόνων ή σκηνών, που ανάγονται στην προστατευόμενη από τα άρθρα
2 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του Συντάγματος απαραβίαστη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής των
προσώπων, στον πυρήνα της οποίας ανήκει προδήλως και η ερωτική τους ζωή. Στον
πυρήνα αυτό του ιδιωτικού βίου και στον βαθμό που τα στοιχεία που τον συνθέτουν
δεν δημοσιοποιούνται οικειοθελώς, ουδείς (ούτε δημόσια αρχή, ούτε ιδιώτης)
επιτρέπεται να διεισδύσει».
Επομένως, αποφαίνονται οι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, «η μετάδοση
πληροφοριών ή εικόνων και σκηνών τέτοιου περιεχομένου δεν μπορεί να αποτελέσει
θεμιτώς, από συνταγματικής απόψεως, περιεχόμενο του δικαιώματος πληροφορήσεως ή
της ελεύθερης εκφράσεως και διαδόσεως των στοχασμών».
Το χρονικό
Ο Νίκος Σεργιανόπουλος βρέθηκε δολοφονημένος στο διαμέρισμά του στο Παγκράτι
στις 4 Ιουνίου του 2008. Εφερε 21 μαχαιριές στην καρδιά, στον λαιμό και στους
πνεύμονες. Ως δράστης της δολοφονίας του ηθοποιού συνελήφθη τον Ιούλιο της
ίδιας χρονιάς ο 30χρονος Γεωργιανός David A. Murtikneli, ο οποίος τελικά
ομολόγησε ότι δολοφόνησε τον ηθοποιό. Στο δικαστήριο υποστήριξε ότι το θύμα
έθιξε την αξιοπρέπειά του με τη συμπεριφορά του και τις σεξουαλικές απαιτήσεις
απέναντί του.
«Ηθελε (το θύμα) σεξουαλική επαφή μαζί μου με το μαχαίρι στο χέρι», είπε ο
κατηγορούμενος και περιέγραψε με λεπτομέρειες στους δικαστές και τους ενόρκους
τις ομοφυλοφιλικές απαιτήσεις που είχε, σύμφωνα με τον ίδιο, ο Νίκος
Σεργιανόπουλος κατά τη συνάντησή τους στο διαμέρισμά του. Εκεί που, όπως είπε,
ο ηθοποιός του είχε υποσχεθεί ότι θα καλέσουν και γυναίκες. Κάτι που, σύμφωνα
με τον κατηγορούμενο, δεν έγινε. Απεναντίας, όπως υποστήριξε, η συνάντηση αυτή
πήρε εντελώς διαφορετική τροπή, με το θύμα να του ζητά σεξουαλική επαφή με
στοματικό έρωτα.
Σε πρώτο βαθμό ο Γεωργιανός κρίθηκε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ομόφωνα
ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και ακόμα
ληστεία, παράνομη οπλοχρησία και παράνομη είσοδο στη χώρα. Του αναγνωρίστηκε
κατά πλειοψηφία (4-3) το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και καταδικάστηκε
σε 20 χρόνια φυλάκιση.
Ωστόσο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο ισόβια. Τα μέλη
του δικαστηρίου έκριναν..... ένοχο τον κατηγορούμενο κατά πλειοψηφία για την
κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και έκαναν δεκτή την εισήγηση του
εισαγγελέα έδρας που είχε χαρακτηρίσει εσφαλμένη την ποινή της 20ετούς
κάθειρξης που του επέβαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.