Πόσο τέχνη είναι η μοντέρνα
τέχνη;
Ενώ η Αθήνα μεταμορφώνεται σε μια
τεράστια γκαλερί για τις ανάγκες της documenta 14, οι σκέψεις και οι
προβληματισμοί για την ποιότητα της σύγχρονης εικαστικής παραγωγής προβάλλουν
ιδιαίτερα επίκαιροι
Κοσμάς Βίδος (protagon.gr)
Σε παλαιότερη επίσκεψη μου στο Leopold Museum της Βιέννης,
το οποίο διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες συλλογές μοντέρνας τέχνης στην
Αυστρία, το πρώτο έκθεμα που είδα μπαίνοντας ήταν ένα πλακάκι: ένα απλό κρεμ
πλακάκι, ίδιο με αυτά που βάζουμε στις κουζίνες ή στα μπάνια μας, τοποθετημένο
στο κέντρο ενός άδειου τοίχου.
Ηταν έργο της Γιόκο Ονο, διάβασα. Μερικά χρόνια μετά
βρέθηκα να παρακολουθώ μια performance (ή κάτι τέτοιο) της ίδιας: το φιλμάκι
την έδειχνε να μπαίνει στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, να
στέκεται πίσω από ένα μικρόφωνο και να αρχίζει να ουρλιάζει. Αυτό κράτησε δύο
περίπου λεπτά. Τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να πάρω ασπιρίνη η δημιουργός
αποχώρησε. Είχα πλέον σχηματίσει γνώμη για την εικαστικό Γιόκο.
Θυμήθηκα ξανά, και τη χήρα του Τζον Λένον και την
τραυματική σχέση μας, διαβάζοντας το πρόγραμμα της documenta 14, της διεθνούς
διοργάνωσης που έφερε τη μοντέρνα τέχνη στην Αθήνα, και προσπαθώντας να
καταλάβω ποια από τις εκδηλώσεις που επρόκειτο να γίνουν μπορεί να με ενδιέφερε
ώστε να την επισκεφθώ. Να ξεκαθαρίσω κάτι: Θεωρώ θετικό που η Αθήνα της κρίσης
μπορεί να φιλοξενήσει μια τέτοια δράση. Ξέρω πόσο δύσκολο ήταν να στηθεί, ξέρω
πως πολύς κόσμος θα την επισκεφθεί, ξέρω πως η υποβαθμισμένη καθημερινότητά μας
έχει ανάγκη από μικρές και μεγαλύτερες «γιορτές» όπως αυτή. Θα γράψουν, εξάλλου
σχετικά, οι ειδικοί επί των εικαστικών, θα την αξιολογήσουν. Εκείνο που εγώ
θέλω, ευκαιρίας δοθείσης, ως άνθρωπος φιλοπερίεργος που έχει επισκεφθεί πολλά
μουσεία μοντέρνας τέχνης και άπειρες εκθέσεις, είναι να εκθέσω το προσωπικό μου
δράμα. Το «δράμα» που ζω όλο και πιο συχνά όταν στέκομαι μπροστά σε έναν
πίνακα, σε ένα γλυπτό, σε ένα installation ή σε ένα βίντεο τελευταίας εσοδείας:
Τις περισσότερες φορές όχι απλώς δεν μου αρέσει αυτό που βλέπω, αλλά κυρίως δεν
καταλαβαίνω τι βλέπω. Είναι σοβαρή η κατάστασή μου; Μου λείπει κάποια ορμόνη;
Είμαι ντιπ για ντιπ χαζός;
Πράγματι, στην αρχή νόμιζα πως επρόκειτο για δική μου
αναπηρία: τα εγκεφαλικά μου κύτταρα δεν μπορούσαν να κατανοήσουν αυτό που ήθελε
να πει ο εικαστικός. Επειτα διάβασα τι είχε πει σχετικά ο Τομ Στόπαρντ και
κατάλαβα πως δεν ήμουν ο μόνος που δεν καταλάβαινε: «Δεν είναι καθόλου
δύσκολο να κατανοήσεις τη μοντέρνα τέχνη. Αν κρέμεται στον τοίχο είναι πίνακας,
αν μπορείς να περπατήσεις γύρω της είναι γλυπτό». Και αν σε καθίσει
απέναντί της και σε κοιτάζει με τις ώρες σιωπηλή είναι η Μαρίνα Αμπράμοβιτς.
Γιατί και αυτή, την διάσημη περφόρμερ που χιλιάδες φιλότεχνοι αγαπούν να
μισούν, την υπέστην, σε μία απέλπιδα προσπάθειά μου να καταλάβω που οφείλεται η
τεράστια φήμη της. Στην τρέλα της, στο θράσος της αλλά και στα κόμπλεξ του
φιλότεχνου κοινού που προκειμένου να μην εκτεθεί, να μην φανεί ακαλλιέργητο,
προσποιείται πως κατάλαβε ακόμα και αυτά που δεν έχουν τίποτε για να
καταλάβεις;
Εχω κι εγώ πιάσει ξανά και ξανά στα χέρια μου τον
«Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις προσπαθώντας να τον διαβάσω. Με τα πολλά κάτι
κατάφερα, χρησιμοποιώντας «λυσάρια», αναλύσεις που μου εξηγούσαν στίχο – στίχο
τι ήθελε να πει ο ποιητής. Χρειάστηκε δουλειά και τεράστια υπομονή για να
αρχίσω να αντιλαμβάνομαι το μεγαλείο του, και πάλι δεν κατάφερα ποτέ να τον
ολοκληρώσω, κουράστηκα από τον… αγώνα. Όμως, ήταν μια διαδικασία που με βοήθησε
να προχωρήσω ως αναγνώστης. Γιατί καταπιάστηκα με κάτι που αν και με
ξεπερνούσε, ήταν πραγματικά σπουδαίο. Τι θέλω να πω; Πως στην τέχνη, στην
ποίηση, στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στα εικαστικά, υπάρχουν
πράγματα που δεν είναι εύληπτα από όλους, που χρειάζονται διάβασμα, μελέτη,
προσπάθεια, που πρέπει ακόμα και να ωριμάσεις ως δέκτης για να τα αντιληφθείς.
Και που αξίζει να προσπαθείς, αν έχουν ζουμί, αν είναι ένας (μικρός έστω)
«Οδυσσέας» που θα σε βοηθήσει να εξελιχθείς. Αν όμως είναι… τίποτα;
Εχοντας παρακολουθήσει πολλές Αμπράμοβιτς, που όσο και
αν προσπάθησαν δεν κατάφεραν να με πείσουν για τα ταλέντα τους, έχοντας δει
video art με άντρες που αυνανίζονται μέσα σε ψυγεία με σφαχτά, με γυναίκες που
ξυρίζουν τις μασχάλες τους (αυτό, τίποτε άλλο), και με σκυλιά που γαβγίζουν
βγάζοντας ήχο γάτας, έχοντας περιεργαστεί installation με καφάσια, λεκάνες
τουαλέτας, λάστιχα αυτοκινήτων και χρησιμοποιημένες μπατονέτες, και έχοντας
περάσει αρκετά λεπτά της ώρας παρατηρώντας ένα καρφί καρφωμένο στραβά στον
τοίχο και προσπαθώντας να αντιληφθώ τον βαθύ στοχασμό πίσω από το έργο,
αποφάσισα να σταματήσω να ντρέπομαι για τα τίποτα που δεν μίλησαν στην ψυχή
μου. Για όλα αυτά που δεν τα κατάλαβα επειδή δεν είχαν τίποτε να μου πουν, για
όσα με αηδίασαν, για όσα με θύμωσαν. Γνωρίζω πλέον πως με έχουν δουλέψει
αρκετά, τον φιλότεχνο, όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί ναι, είναι εύκολο να σε
κοροϊδέψουν, τη στιγμή που η τέχνη είναι μία διαδικασία χωρίς όρια, που μπορεί
ακόμα και από το πιο ευτελές να δημιουργήσει το μεγάλο, αλλά και που μπορεί να
μεταμφιέσει το ευτελές σε σπουδαίο. Και που στο όνομα του μοντερνισμού, ο
οποίος πολύ έχει φορεθεί τις τελευταίες δεκαετίες μπορεί πλέον καθένας να κάνει
ό,τι γουστάρει, ακόμα και να εκδηλώσει τις πιο αρρωστημένες πλευρές του
χαρακτήρα του πετώντας τις στα μούτρα μας και θησαυρίζοντας. Αν π.χ. οι
κλασικοί ζωγράφοι απεικόνιζαν τα ζώα στον καμβά τους, αυτός θα τα ταριχεύσει
και θα τα εκθέσει μέσα σε φορμόλη _ αναφέρω έτσι, τυχαία, ένα παράδειγμα από τα
πολλά…
Ταξιδεύοντας από Νέα Υόρκη ως Στοκχόλμη και από
Ουάσιγκτον ως Σαγκάη και βλέποντας από κοντά τις συλλογές των μεγαλύτερων
μουσείων σύγχρονης τέχνης εκείνο που κυρίως έχω καταλάβει είναι πως: η
παραδοσιακή διδασκαλία της τέχνης, η υψηλή καλλιέργεια και έμπνευση, η
καλαισθησία και η ευαισθησία, το γνήσιο και ειλικρινές ταλέντο, συχνά δεν έχουν
θέση στην παλέτα των σύγχρονων εικαστικών που έχουν μετατρέψει τις εικαστικές
τέχνες σε μια περίτεχνη (αλλά πολύ συχνά και άτεχνη) απάτη. Το είχε πει με τον
τρόπο του και ένας από τους σημαντικότερους αμερικανούς κριτικούς, ο Dave
Hickey, υποστηρίζοντας πως σήμερα όποιος έχει… διαβάσει ένα έστω κόμικ με τον
Μπάτμαν θεωρεί πως πληροί τις προϋποθέσεις για καριέρα στον κόσμο της τέχνης.
Το εντυπωσιακό είναι πόσο εύκολα μπορεί ένας τέτοιος
τύπος να παραμυθιάσει το κοινό και να περάσει την απόλυτη αταλαντοσύνη του ως
άποψη. Όμως, ένα τσεκούρι βαμμένο κόκκινο πάνω σε ένα λευκό πανί, είτε ως
καταγγελία για τη σφαγή των Ινδιάνων Τσερόκι, είτε ως διαμαρτυρία για τη
μπαμπέσικη δολοφονία του κακού λύκου της Κοκκινοσκουφίτσας, είτε ως «φαλλικό
σύμβολο που διαρρηγνύει το πάλλευκο της νεανικής αγνότητας με βία που
εμπεριέχει ηδονή», δεν παύει να είναι ένα τσεκούρι πάνω σε ένα πανί. Μην
τρελαθούμε κιόλας!