9.12.08

ΨΕΓΑΔΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ. Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚ ΓΟΥΑΪΤ

Image Hosted by ImageShack.us
.
"Ψεγάδια στον καθρέφτη"
(Η πολύκροτη αυτοβιογραφία του Πάτρικ Γουάιτ στα ελληνικά)
"Αν κάποιος έγραφε ένα βιβλίο για τα νησιά του Αιγαίου, δε θα συνέδεε τα στοιχεία που εγώ πρόκειται να συμπεριλάβω. Είναι ανόμοια σε χαρακτήρα και από διαφορετικές ομάδες το καθένα, μα όλα τους παίζουν ένα ιδιαίτερο ρόλο στη σχέση μου με την Ελλάδα και τον Μανόλη. Επανειλημμένα, στη διάρκεια αυτών των ταξιδιών και μετά, όταν ο Μανόλης μού λέει πως μισώ την Ελλάδα, δε μπορώ να του εξηγήσω την αγάπη μου. Πάλι, στις πιο πικρόχολες, αλκοολικές συζητήσεις που κάνουμε στην κουζίνα μετά το βραδινό φαγητό, όταν μου λέει πως τελικά μισώ εκείνον, δε μπορώ να αποδείξω πως ό,τι πιστεύω βαθύτερα, τα μυθιστορήματα για τα οποία ο συνειδητός εαυτός δε μπορεί να αναλάβει πλήρη ευθύνη, τα όλο ταλαιπωρία πλην αναζωογονητικά ταξίδια μας ανά την Ελλάδα, η ζωή μας μαζί, οι εκρήξεις και οι ανταμοιβές της, η δική μου αδέξια πάλη με ό,τι θεωρώ θρησκευτική πίστη - όλα αυτά είναι που με κάνουν να συνεχίζω" λέει ο Πάτρικ Γουάιτ στην πολύκροτη αυτοβιογραφία του.
Η τελευταία, η οποία κυκλοφόρησε στην Ελλάδα τον Οκτώβρη από τις εκδόσεις "Τυπωθήτω", στη σειρά "Ξένη Πεζογραφία", σε μετάφραση (με χορηγεία της αυστραλιανής κυβέρνησης - Australia Council) του πανεπιστημιακού και συγγραφέα Δρα Γιάννη Βασιλακάκου, με τίτλο "Ψεγάδια στον καθρέφτη - μια αυτοπροσωπογραφία" θεωρείται εκδοτικό γεγονός. Κι αυτό διότι πρόκειται για ένα από τα πιο πολυαναμενόμενα αλλά κι επίμαχα βιβλία του Πάτρικ Γουάιτ, το οποίο δημιούργησε σάλο όταν πρωτοκυκλοφόρησε (καθώς αναφέρεται σε καυτά ζητήματα, όπως την ομοφυλοφιλία του, τις θυελλώδεις σχέσεις του με προσωπικότητες της εποχής του, όπως κι αυτές με την Ελλάδα) καθώς εξηγεί ο Δρ. Γιάννης Βασιλακάκος στην "Εισαγωγή" του:
"Το πρώτο παράδοξο με τον μοναδικό Αυστραλό νομπελίστα Πάτρικ Γουάιτ είναι ότι, μολονότι είχε μακρόχρονους δεσμούς με την Ελλάδα, και το έργο του είχε επηρεαστεί από αυτήν, καθυστέρησε να γίνει ευρύτερα γνωστός στη χώρα μας. Δε θα ήταν υπερβολή, μάλιστα, αν έλεγα ότι τόσο ο άνθρωπος και λογοτέχνης όσο και ο φιλέλληνας Πάτρικ Γουάιτ συνεχίζει να παραμένει εν πολλοίς άγνωστος στους έλληνες αναγνώστες του. Γι' αυτό και η παρούσα ελληνική μετάφραση της, κλασικής πια στον αγγλόφωνο χώρο αυτοβιογραφίας του Αυστραλού νομπελίστα, ευελπιστώ ότι έρχεται να καλύψει το μεγάλο κενό που προανέφερα, έτσι που ο έλληνας αναγνώστης να γνωρίσει καλύτερα όχι μόνο ένα παθιασμένο φιλέλληνα αλλά, ταυτόχρονα, και ένα από τα πιο ανήσυχα και ασυμβίβαστα πνεύματα της εποχής μας, έναν ανθρωπιστή, αγωνιστή δημοκράτη, έναν ιδιόρρυθμο άνθρωπο και ανορθόδοξο λογοτέχνη παγκόσμιας ακτινοβολίας. Το δεύτερο παράδοξο σχετίζεται με την παρούσα μετάφραση της αυτοβιογραφίας του, η οποία προέκυψε από μια συγκυρία..." Σχετικά με την οδύσσεια του μεταφραστικού αυτού εγχειρήματος ο Γ. Βασιλακάκος επισημαίνει:
"Παρ' όλες τις κάποτε ανυπέρβλητες δυσκολίες, ή ακριβώς χάρη σ' αυτές, η πρόκληση ήταν τόσο μεγάλη που εξελίχθηκε σ' ένα στοίχημα με τον εαυτό μου, το οποίο έπρεπε να κερδίσω. Η αντιπαράθεση με ένα δύσκαμπτο ξένο κείμενο αποτελεί την ιδανικότερη ίσως ευκαιρία για να δοκιμάσει κανείς τα όρια των γλωσσικών, μυθοπλαστικών, ευρηματικών ή όποιων άλλων αντοχών και δυνατοτήτων του και να αναμετρηθεί με τη δική του γλώσσα, ιδιαίτερα όταν ο μεταφραστής συμβαίνει να είναι λογοτέχνης".
Ας σημειωθεί ότι ο Πάτρικ Γουάιτ γεννήθηκε στην Αγγλία το 1912. Τον πήγαν στην Αυστραλία (όπου ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης προβατόφαρμας) όταν ήταν έξι μηνών, αλλά σπούδασε στην Αγγλία, στο Cheltenham College και το King's College του Κέιμπριτζ. Εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου έγραψε πολλά μυθιστορήματα ενώ, κατόπιν, στη διάρκεια του πολέμου, υπηρέτησε στην Αυστραλιανή Αεροπορία (RAF) μετά τον πόλεμο επέστρεψε στην Αυστραλία.
Υπήρξε η σημαντικότερη μορφή της σύγχρονης Αυστραλιανής λογοτεχνίας και το 1973 του απενεμήθη το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο μεγάλος ποιητής του αυστραλιανού τοπίου μετέτρεψε τις αχανείς εκτάσεις του σε μεγάλα μυθικά τοπία της ψυχής. Η θέση του ως άνθρωπος των γραμμάτων υπήρξε αμφιλεγόμενη, εξαιτίας των καυστικών απρόβλεπτων δημοσίων δηλώσεών του και της πεποίθησής του ότι τα εκκεντρικά άτομα είναι αυτά που προσφέρουν τη μόνη ελπίδα σωτηρίας. Τεχνικά έξοχος, είναι ένας σύγχρονος μυθιστοριογράφος στον οποίο το πολύπαθο επίθετο "οραματιστής" ταιριάζει απόλυτα. Πέθανε το Σεπτέμβρη του 1990.
Ο έλληνας εκδότης του "Ψεγάδια στον καθρέφτη" κ. Γιώργος Δαρδανός ευελπιστεί ότι η ελληνική μετάφραση της κλασικής αυτοβιογραφίας του αυστραλού νομπελίστα, θα έχει την αντίστοιχη απήχηση στην Ελλάδα, όπως είχε και στο εξωτερικό, καθώς καταδεικνύουν οι εγκωμιαστικές κριτικές που απέσπασε από τον διεθνή Τύπο:
'Μια έξοχη πρωτότυπη αυτοπροσωπογραφία ενός απ' τους μεγάλους μάγους της μυθοπλασίας... Το εύρος του Γουάιτ είναι απέριττο και η επινοητικότητά του ατέρμονη' Observer
'Άλλο ένα έργο τέχνης... Το Ψεγάδια στον Καθρέφτη είναι λιτό και διακοσμητικό, αγνοώντας συμβατικές χρονολογίες, συνδέει συσχετιζόμενα θραύσματα προκειμένου να δημιουργήσει προυστιανές παρεκκλίσεις. Ένα υβριδικό ον σπάνιας αντίληψης και καυστικής εμπειρίας αναδύεται η οικογένεια, οι φίλοι, είναι τοπία κόλασης, παραδείσου και καθαρτηρίου σ' αυτή τη γόνιμη φαντασία του νομπελίστα συγγραφέα' The Times
'Μια ιδιαζόντως διεισδυτική πράξη ενδελεχούς αυτοελέγχου, μια ψυχρή, ασυμβίβαστη ματιά στον καθρέφτη της ζωής ενός καλλιτέχνη. Υπάρχουν λυρικά αποσπάσματα και πικρόχολα κωμικά αποσπάσματα, αλλά η κυριαρχούσα εντύπωση που αφήνει είναι ενός ανθρώπου που άγεται από έναν δημιουργικό δαίμονα' David Lodge
'Από τις πιο ενδιαφέρουσες αυτοβιογραφίες που έχει γράψει μυθιστοριογράφος αυτό τον αιώνα' New York Times Book Review
'Καταγράφει υπέροχα, βοηθούμενος από ένα σπινθηροβόλο μάτι και μια ανελέητη φύση. Οι περιγραφές του της Αιγύπτου, της Ελλάδας και της Αυστραλίας ξαναζωντανεύουν άμεσα, μέσω της ανάγνωσης, αναμνήσεις και συγκινήσεις' London Evening Standard

neoskosmos.com.au

6 σχόλια:

erva_cidreira είπε...

Η αυτοβιογραφία του φιλέλληνα Πάτρικ Γουάιτ
Σίδνεϊ, 02.12.2008
Ο μόνος συγγραφέας της Αυστραλίας που έχει πάρει βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι ο Πάτρικ Γουάιτ. Η Βασιλική Ακαδημία της Σουηδίας του το επέδωσε το 1973. Ο Αυστραλός νομπελίστας, είχε μία μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα, ταξίδεψε στην Ελλάδα, και έγραψε στα έργα του για την Ελλάδα. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικός για την σχέση του με την Γενέτειρά μας ήταν στην αυτοβιογραφία του, η οποία στα αγγλικά είχε τον τίτλο Flaws in the Glass. Στα ελληνικά ο τίτλος αποδόθηκε ως Ψεγάδια στον καθρέφτη. Και αυτόν ακριβώς τον τίτλο έχει και η ελληνική μετάφραση της αυτοβιογραφίας του που εκδόθηκε στην Αθήνα, πρόσφατα, από τις εκδόσεις “Τυπωθήτω”, στη σειρά “Ξένη Πεζογραφία”. Ο πλήρης τίτλος είναι Ψεγάδια στον καθρέφτη – μια αυτοπροσωπογραφία, και η μετάφραση ανήκει στον ομογενή πανεπιστημιακό και συγγραφέα Δρα Γιάννη Βασιλακάκο ο οποίος παραχώρησε την ακόλουθη συνέντευξη στον δημοσιογράφο του Ελληνικού Προγράμματος της αυστραλιανής ραδιοφωνίας SBS και ανταποκριτή της ΕΡΑ 5 στην Αυστραλία, Θέμη Καλλό, την ακόλουθη συνέντευξη:

Θ.Κ.- Ο Πάτρικ Γουάιτ Δρ Βασιλακάκο, όπως εκτιμούν πολλοί, είναι η κορυφαία, η σημαντικότερη προσωπικότητα της αυστραλιανής λογοτεχνίας. Και το πολύ σημαντικό για εμάς, είναι ότι είχε στενότατη σχέση με την Ελλάδα. Και νομίζω είναι απαραίτητο να θυμίσουμε πολύ σύντομα ότι ο Γουάιτ γεννήθηκε στην Αγγλία το 1912, η οικογένειά του μετανάστευσε στην Αυστραλία όταν ο ίδιος ήταν σε μικρή ηλικία, μετά σπούδασε στην Αγγλία, υπηρέτησε στον αυστραλιανό στρατό κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και, ακολούθως, επέστρεψε στην Αυστραλία. Απεβίωσε τον Σεπτέμβριο του 1990. Αυτά όσον αφορά τα βιογραφικά, και τώρα να έρθουμε σε εσάς. Τί σας ώθησε να καταπιασθείτε με την μετάφραση της αυτοβιογραφίας του;

Γ.Β.- Το γεγονός ότι πάντα θαύμαζα κι εκτιμούσα τον Γουάιτ και ως συγγραφέα και λόγω του φιλελληνισμού του. Πρωτοασχολήθηκα μαζί του δημοσιεύοντας ένα δικό του κείμενο, άγνωστο στην Ελλάδα, στο Βήμα της Κυριακής (13.11.1991) επ’ ευκαιρία του θανάτου του, το οποίο πρέπει να είχε μεγάλη απήχηση, γιατί δέχτηκα αρκετά τηλεφωνήματα κι επιστολές από Αυστραλία και Ελλάδα. Εν συνεχεία μια κρατική χορηγία του Αυστραλιανού Συμβουλίου Τεχνών (Australia Council for the Αrts) το 1999 μου έδωσε την ευκαιρία να επιχειρήσω αυτή την εξαιρετικά δύσκολη και προκλητική μετάφραση. Η αντιπαράθεση μ’ ένα δύσκαμπτο ξένο κείμενο αποτελεί την ιδανικότερη ίσως ευκαιρία για να δοκιμάσει κανείς τα όρια των γλωσσικών, μυθοπλαστικών, ευρηματικών ή άλλων δυνατοτήτων και αντοχών του και να αναμετρηθεί με τη δική του γλώσσα, ιδιαίτερα όταν ο μεταφραστής συμβαίνει να είναι και ο ίδιος λογοτέχνης, όπως εγώ.

Ποια είναι η απήχηση των έργων του Πάτρικ Γουάιτ στην Ελλάδα; Ξέρουμε ότι διεθνώς, και κυρίως στον αγγλόφωνο κόσμο, αλλά όχι μόνο, είναι ένας συγγραφέας που διαβάζεται πολύ. Στην πατρίδα μας;

Δεν γνωρίζω την ακριβή απήχηση των έργων του Πάτρικ Γουάιτ στην Ελλάδα – εννοώ αναφορικά με πωλήσεις κτλ. Πάντως δεν πρέπει να είναι ιδιαίτερα μεγάλη, τη στιγμή που, απ’ όσο γνωρίζω, κανένα του βιβλίο δεν έχει κάνει δεύτερη έκδοση. Ίσως να κάνω λάθος, αλλά δεν το νομίζω. Εναπομένει ασφαλώς να δούμε τι επιφυλλάσσει η τύχη στη νεοεκδοθείσα αυτοβιογραφία του στα ελληνικά, που είναι και το πιο επίμαχο βιβλίο του, ιδιαίτερα για την Ελλάδα και τους Έλληνες, στους οποίους αφιερώνονται οι μισές περίπου σελίδες του. Πάντως το ευχάριστο είναι ότι τα περισσότερα έργα του έχουν πλέον μεταφραστεί στη γλώσσα μας και ο Πάτρικ Γουάιτ είναι πια ευρύτερα γνωστός στη χώρα μας. Όχι βέβαια τόσο γνωστός όσο άλλοι νομπελίστες και μη, και αυτό είναι το παράδοξο. Διότι ο Γουάιτ ήταν φλογερός φιλέλληνας, πολύπλευρα και στενότατα συνδεδεμένος με την Ελλάδα. Δεν αποκλείεται να φταίει η ιδιομορφία του έργου του, αφού ο Γουάιτ παραμένει από τους δυσκολότερους συγγραφείς της αγγλικής γλώσσας. Όταν λοιπόν δυσανασχετούν οι Αυστραλοί αναγνώστες και κριτικοί του επειδή τον βρίσκουν δυσπρόσιτο, καταλαβαίνετε τι συμβαίνει με τους αναγνώστες άλλων γλωσσών που τον προσεγγίζουν από μεταφράσεις…

Η κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του, στα ελληνικά, τι θα προσδώσει;

Ευελπιστώ ότι, πρωτίστως, θα αντιστρέψει αυτό το κλίμα αδιαφορίας του ελλαδικού αναγνωστικού κοινού για τον Αυστραλό νομπελίστα, αφού θα είναι πολύ καλύτερα ενημερωμένο, όχι μόνο για τον λογοτέχνη αλλά και για τον άνθρωπο Πάτρικ Γουάιτ. Διότι ο τελευταίος – πρέπει να τονίσω εδώ – πέρα από σημαντικότατος συγγραφέας, υπήρξε και μεγάλος αγωνιστής των φτωχών και αδυνάτων, υποδειγματικός δημοκράτης, σπουδαίος ανθρωπιστής, οραματιστής, σεμνός άνθρωπος και, βέβαια, μέγας εραστής της Ελλάδας που αγάπησε σαν πατρίδα του. Σ’ αυτή τη μεταστροφή – στο να πλησιάσουν δηλαδή περισσότερο και να καταλάβουν καλύτερα οι Έλληνες αναγνώστες τον Πάτρικ Γουάιτ – θα βοηθήσει οπωσδήποτε και η, ας την πούμε, «σκανδαλοθηρική» φύση της αυτοβιογραφίας του.

Διάβασα σε μια κριτική ότι όταν πρωτοκυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του Πάτρικ Γουάιτ, προκάλεσε σάλο. Γιατί;

Για τον απλούστατο λόγο ότι πρόκειται όχι μόνο για την αυτοβιογραφία ενός διάσημου προσώπου, ενός νομπελίστα – του μοναδικού που απέκτησε η Αυστραλία στη λογοτεχνία – αλλά κι ενός πολύ ιδιόρρυθμου και δύσκολου ανθρώπου ο οποίος, προς το τέλος του βίου του, αποφασίζει να κάνει έναν απολογισμό και να μιλήσει με ειλικρίνεια για όλους και για όλα – μα προπάντων για τον εαυτό του – χωρίς φόβο, ντροπή και προκαταλήψεις, αλλά με πολύ πάθος, όπως έκανε άλλωστε πάντα, κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη. Αρχίζει λοιπόν από την παιδική ηλικία και τη σχέση του με τους γονείς του (ιδιαίτερα τη μητέρα του) και τους συγγενείς του, προχωρεί στις νεανικές του σχέσεις εντός κι εκτός Αυστραλίας, για να περάσει στις θυελλώδεις σχέσεις του με διάφορες προσωπικότητες της τέχνης και πολιτικής, πριν καταλήξει στη γνωριμία του με το σύντροφό του Μανόλη Λάσκαρη και την Ελλάδα. Φυσικό ήταν λοιπόν να προκαλέσει «σάλο» η αυτοβιογραφία του, όπως λέτε. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η θέση του Πάτρικ Γουάιτ, ως ανθρώπου των γραμμάτων, πάντα υπήρξε αμφιλεγόμενη, εξαιτίας του ανορθόδοξου τρόπου ζωής του, του ανορθόδοξου τρόπου γραφής του, μα – προπάντων – εξαιτίας των καυστικών κι απρόβλεπτων δημοσίων παρεμβάσεων και δηλώσεών του. Οι τελευταίες ήταν αποτέλεσμα της πεποίθησής του ότι «τα εκεντρικά άτομα είναι αυτά που προσφέρουν τη μόνη ελπίδα σωτηρίας».

Μπορείτε να μας δώσετε το στίγμα της σχέσης του με την Ελλάδα και τους Έλληνες;

Ήταν μια καθαρή όσο και σταθερά επαμφοτερίζουσα σχέση έλξης-απώθησης. Έλξης διότι, από τη μια, λάτρευε την Ελλάδα ως ιδέα, ως μύθο, ως ιστορία, ως τέχνη και πολιτισμό, ως κοιτίδα αξιών και αρετών, ως τοπίο εξαίσιο και μοναδικό. Απώθησης, από την άποψη της σεφερικής ρήσης «όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει». Πράγματι, ενώ σε διάφορα σημεία της αυτοβιογραφίας του τονίζει ότι μόνο στην Ελλάδα έζησε σπάνιες στιγμές πνευματικής κι αισθητικής τελειότητας, αφού μόνο αυτή η χώρα μπορεί να τα προσφέρει αυτά, δεν παύει – παράλληλα – να στηλιτεύει όλα τα κακώς κείμενα της χώρας και του λαού της, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα είναι η κατ’ εξοχήν χώρα των αντιθέσεων και αντιφάσεων, όπου συνυπάρχει η ομορφιά με την ασχήμια, οι αρετές με τα ελαττώματα κτλ.

ΕΡΑ-5

erva_cidreira είπε...

«Μυθική, επιπόλαιη Ελλάδα»


Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 7-30/11/2008)


«Η Ελλάδα αποτελεί τη μεγαλύτερη σχέση έρωτα-μίσους για οποιονδήποτε τη λατρεύει». Ο Πάτρικ Γουάιτ, ο μοναδικός Αυστραλός που έχει τιμηθεί ώς τώρα με Νόμπελ λογοτεχνίας (1973), έχοντας γυρίσει τη χώρα μας απ' άκρη σ' άκρη μαζί με τον επί μισόν αιώνα σύντροφό του Μανόλη Λάσκαρη, όχι μόνο τη λάτρεψε, την κατανόησε, της στάθηκε επί χούντας και την πέρασε, αναπόφευκτα, από το μικροσκόπιο της κριτικής του, αλλά της αφιέρωσε κι ένα μεγάλο μέρος της αυτοβιογραφίας του «Ψεγάδια στον καθρέφτη», που, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες κι εδώ (εκδ. «Τυπωθήτω», μετ. Γ. Βασιλακάκος).



Πρωτοδημοσιευμένη το 1981, εννιά χρόνια πριν από το θάνατό του, η «αυτοπροσωπία» του Γουάιτ άνοιξε ένα παράθυρο στους θαυμαστές του μυθιστορηματικού του κόσμου, ρίχνοντας φως στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγραψε έργα όπως «Η ιστορία της θείας», «Υπόθεση Τουάιμπορν» και «Βος» -μεταφρασμένα στα ελληνικά εδώ και καιρό- ενώ υπήρξε κι η πρώτη δημόσια αποδοχή της ομοφυλοφιλίας του.

Ο συγγραφέας που εισήγαγε μια νέα ήπειρο στη λογοτεχνία, μετατρέποντας τις αχανείς εκτάσεις του αυστραλιανού τοπίου σε μυθικά τοπία της ψυχής, γεννήθηκε «με χρυσό κουταλάκι» το 1912 κι ανατράφηκε από γκουβερνάντες παρά από τους γονείς του. Ο εγκλεισμός του δε στην «πολυδάπανη φυλακή» του κολεγίου Τσέλτεναμ της Αγγλίας όπου στάλθηκε στα 13 του, σηματοδότησε τη χειρότερη εμπειρία της έως τότε ζωής του. Το 1932 ξαναφεύγει για σπουδές στο Κέμπριτζ, έχοντας στο μεταξύ κάνει τα πρώτα του βήματα στη συγγραφή, κι όταν ξεσπάει ο Β' Παγκόσμιος κατατάσσεται στην πολεμική αεροπορία, φτάνοντας ώς το Σουδάν, την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή.

Στην Αλεξάνδρεια είναι που θα γνωρίσει τον Μανόλη Λάσκαρη. Αυτόν «τον μικρόσωμο Ελληνα με την τεράστια ηθική δύναμη» που θα τον μυήσει ακόμα βαθύτερα στο Βυζάντιο, τον μικρασιατικό ελληνισμό και τον νεότερο ελληνικό πολιτισμό και ο οποίος θ' αποδειχτεί ακλόνητο στήριγμα σε όλα εκείνα τα χρόνια που ο Γουάιτ όχι μόνο αποδομούσε την αγγλική γλώσσα, οικοδομώντας μια προσωπική ιδιόλεκτο, αλλά προχωρούσε και σε ιδιαίτερα καυστικές δηλώσεις για τον επαρχιωτισμό και τον νεοπλουτισμό των συμπατριωτών του.

Αν το πρώτο μέρος του «Ψεγάδια στον καθρέφτη» μοιάζει με μυθιστόρημα με ήρωα τον ίδιο τον Γουάιτ, το δεύτερο μέρος αποτυπώνει το οδοιπορικό του με τον Λάσκαρη στα μέρη μας. Ενα οδοιπορικό που ξεκινάει από το Αγιο Ορος με το ήδη «αναμφίβολα πολυτελές» Βατοπέδι και τη Δράμα με το «σλαβικό σύννεφο πάνω της», κι απλώνεται σ' όλα σχεδόν τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά.

«Μου είναι δύσκολο να θυμηθώ με ποια σειρά τα επισκεφθήκαμε» γράφει. «Τα βλέπω σαν ένα συνονθύλευμα ή κολάζ, ή σταδιακή απώλεια ψευδαίσθησης, όχι μόνο σε σχέση με την Ελλάδα αλλά και με τη μεταπολεμική ζωή γενικότερα. Ευτυχώς, αν η σχέση μας κλυδωνίστηκε ποτέ από εμπειρίες, στα ταξίδια μας πάντα ανακτούσε την ισορροπία της».

Ολα αυτά τα ταξίδια, αποτελούσαν για τον Γουάιτ ένα είδος προσκυνήματος διαποτισμένο με την προσδοκία για ένα θαύμα. Γιατί, όση αγάπη κι αν έτρεφε για την Γη της Επαγγελίας, όπως φάνταζε η χώρα μας στα μάτια του πριν πατήσει το πόδι του εδώ, απέφυγε την παγίδα της εξιδανίκευσής της. Κάποιες στιγμές μάλιστα εμφανίζεται ιδιαίτερα δηκτικός. Απόδειξη, τα παρακάτω:

«Η Ελλάδα είναι αρκετά επιπόλαιη, αν εξαιρέσουμε την πολιτική, αλλά κι εκεί η σύγχυση περισσεύει. Οι Ελληνες είναι μόνο για κουτσομπολιό... Λίγοι διαβάζουν οτιδήποτε εκτός από εφημερίδες, αν και οι λογοτεχνικές κλίκες αφθονούν, συνήθως περιστρεφόμενες γύρω από τους ποιητές. Οταν ρωτάς γιατί δεν υπάρχουν περισσότεροι μυθιστοριογράφοι, σου λένε πως η πολιτική κατάσταση το καθιστά επικίνδυνο... Τη στιγμή που τόσοι πολλοί Ελληνες είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για τα πολιτικά τους πιστεύω, το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι πως δεν είναι διατεθειμένοι να κόψουν το κουτσομπολιό τους για να αφοσιωθούν σε μακρόχρονες και κοπιώδεις περιόδους απομόνωσης που απαιτεί η συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Το κουτσομπολιό είναι διασκεδαστικό, ενδιαφέρον, ώς τη στιγμή που θ' αρχίσεις να το βλέπεις σαν ένα ακόμη είδος εθισμού όπως τα ναρκωτικά. Τότε νοσταλγείς να ξεφύγεις από τα νύχια του». Εχουν περάσει δεκαετίες από τότε, αλλά ποιος θα το αρνηθεί; Απ' αυτόν τον εθισμό ακόμα να γλιτώσουμε.

erva_cidreira είπε...

Διχασμός προσωπικότητας που δεν συμβιβάζεται με το φύλο της και κοινωνικές συμβάσεις στις αρχές του αιώνα μέσα από καλλιεπή αφήγηση που χάρισε το Νομπέλ στον αυστραλό συγγραφέα.
ΠΑΤΡΙΚ ΓΟΥΑΪΤ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 1999

In travesti

Το 1973 η Σουηδική Ακαδημία απένειμε στον αυστραλό πεζογράφο Πάτρικ Γουάιτ το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας επειδή «εισήγαγε μια καινούργια ήπειρο στη λογοτεχνία» ­ η περιβόητη ήπειρος δεν είναι άλλη από την Ωκεανία, που απέδειξε ότι μπορεί να παράγει και συγγραφείς. Εναν χρόνο αργότερα στη Μελβούρνη, στο περιθώριο κάποιων επίσημων εκδηλώσεων προς τιμήν του, ο Γουάιτ βρέθηκε μπροστά σε έναν ιμπρεσιονιστικό πίνακα που απεικόνιζε τρεις νωχελικές μορφές κάτω από μια πέργκολα. Η κατ' εξοχήν γυναικεία φιγούρα της σύνθεσης ήταν ο ιδιόρρυθμος ομοφυλόφιλος Χέρμπερ Ντάις Μέρφι, που είχε γεννηθεί στην Αυστραλία και διήγαγε ένδοξο βίο παρενδυσίας στην Ευρώπη των αρχών του 20ού αιώνα. Αυτός ο άσος των μεταμφιέσεων αιχμαλώτισε αμέσως τη φαντασία του συγγραφέα, τον έκανε να νιώσει ακαταμάχητη ταύτιση και τον οδήγησε στη σύνθεση του ογκώδους μυθιστορήματος Η υπόθεση Τουάιμπορν, που εκδόθηκε στην πατρίδα του το 1979. Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη, καθένα από τα οποία χαρακτηρίζεται από χωροχρονική αυτονομία.

Στο πρώτο μέρος ο Εντι Τουάιμπορν (το επίθετο του οποίου σημαίνει διφυής) ντύνεται τον ρόλο της Ευδοξίας, της ερωμένης που πάντα ονειρευόταν ο Αγγελος Βατάτζης, ένας αλαφροΐσκιωτος και ηλικιωμένος Ελληνας, με βαθιές ρίζες στο αυτοκρατορικό Βυζάντιο. Είναι Μάρτιος του 1914 και το παράξενο ζευγάρι περνάει τις ημέρες του στη γαλλική Ριβιέρα, σε ένα μικρό και ετοιμόρροπο εξοχικό σπίτι, όπου τα πάντα αποπνέουν περασμένα μεγαλεία και γλυκιά παρακμή. Το κλίμα ξηλωμένης δαντέλας και θεατρινίστικης υπερβολής που επικρατεί φαίνεται να ενθουσιάζει τον παραληρηματικό γέρο και την ανδροπρεπή κοπέλα, το φέρσιμό τους έχει καταγοητεύσει την κοινότητα των ανύποπτων τουριστών, αλλά ο Εντι (Ευδοξία) πολιορκείται ολοένα και στενότερα από το φάσμα της αποκάλυψης και του διασυρμού.

Το δεύτερο μέρος αρχίζει αμέσως μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Εντι, που έχει ζήσει την κόλαση των χαρακωμάτων και έχει παρασημοφορηθεί, επιστρέφει στο αντρικό κοστούμι και στην πατρίδα του, την Αυστραλία. Θέλει να γεφυρώσει το χάσμα που τον χωρίζει από τους γονείς του και να προσπαθήσει, μέσα από τη σκληρή χειρωνακτική εργασία σε ένα αγρόκτημα της ενδοχώρας, να δυναμώσει την ατροφική αντρική διάστασή του. Και οι δύο στόχοι που θέτει θα αποτύχουν παταγωδώς.

Το μυθιστόρημα οδηγείται προς το τέλος με τον κεντρικό ήρωα να έχει υιοθετήσει την περσόνα της Ιντιθ Τριστ, της λυπημένης πορνοβοσκού, της ηγουμένης σε πολυτελές λονδρέζικο πορνείο του Μεσοπολέμου. Κανένας σε ολόκληρο το Λονδίνο δεν θα καταλάβει ότι η διάσημη προαγωγός είναι τραβεστί, το μασκάρεμά της θα αγγίξει την τελειότητα και θα εμπνεύσει τον ειλικρινή έρωτα ακόμη ενός ξεπεσμένου άντρα, άγγλου αριστοκράτη αυτή τη φορά. Ο Εντι (Ιντιθ) όμως δεν μπορεί να ενδώσει στους πειρασμούς της σάρκας, δεν τολμάει να αφαιρέσει τη θηλυκή πανοπλία που τον προστατεύει από τις δυσκολίες της πραγματικής ζωής και φθάνει σε ένα αδιέξοδο από το οποίο μόνο ο θάνατος μπορεί να τον βγάλει.




Ο Πάτρικ Γουάιτ στην αυτοβιογραφία του Ψεγάδια στον καθρέφτη αναφέρεται με κάποιο καμάρι στη σεξουαλική αμφισημία που πίστευε ότι τον χαρακτήριζε, επισημαίνοντας ότι του χάρισε διορατικότητα για την ανθρώπινη φύση. Αυτή η άποψη του συγγραφέα για τον εαυτό του έχει μια ηθικολογική, συνδικαλιστική χροιά και στην Υπόθεση Τουάιμπορν μάλλον του θολώνει την κρίση, τον κάνει μεροληπτικό και τον οδηγεί σε αντιφάσεις. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο κεντρικός ήρωας περιγράφεται τόσο ρομαντικά, τόσο υπερβατικά, που είναι φανερό ότι κατέχει στο μυαλό του Γουάιτ θέση ινδάλματος: με το προσωπείο της Ευδοξίας ο Εντι σαγηνεύει τον Βατάτζη, την παντρεμένη λεσβία Τζόαν, τον σύζυγό της και αρκετούς γάλλους χωρικούς· με αντρικό ντύσιμο στο αγρόκτημα αποπλανεί τη γοητευτική γυναίκα του μεγαλοκτηματία και τον κτηνώδη παλικαρά επιστάτη· με την πομπώδη ταυτότητα της ματρόνας δεν προλαβαίνει να αποκρούει τις προτάσεις των καλύτερων πελατών του πορνείου. Επιπλέον η σεξουαλική αμφιταλάντευση για τον Εντι Τουάιμπορν είναι περισσότερο ένα σχήμα λόγου· το ουσιαστικό δίλημμα είναι ανάμεσα στη σκέτη ομοφυλοφιλία και στον τραβεστισμό. Αντίθετα (εδώ θριαμβεύει ο gay συνδικαλισμός), όσοι περιβάλλουν τον περιπετειώδη ήρωα έχουν πολλά πράγματα να κρύψουν, πολλά συναισθήματα να καταπιέσουν ­ είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του υπεραρσενικού επιστάτη που, όταν ήταν μικρός, η μάνα του τον έντυνε με φορεματάκια.

Ολα τα παραπάνω θα μπορούσαν να θεωρηθούν απλώς στοιχεία της πλοκής που, σε τελική ανάλυση, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του συγγραφέα. Υπάρχουν όμως κάποιες άλλες συνιστώσες του μυθιστορήματος που με τίποτε δεν γίνεται να παραβλεφθούν. Ο Γουάιτ κυριολεκτικά αναλώνεται στην καλλιέπεια. Οι πανταχού παρούσες περιγραφές λουλουδιών, υφασμάτων, επιδερμικών αισθήσεων, μικροαναστεναγμών και ο επιτηδευμένος, αριστοκρατικού τύπου, διάλογος μεταξύ Αυστραλών υποδηλώνουν βεβιασμένο μόχθο για να επιτευχθεί «λογοτεχνικότητα» και δημιουργούν μια αίσθηση σκονισμένης αντίκας. Η υπόθεση Τουάιμπορν είναι γραμμένη παλιομοδίτικα από έναν άνθρωπο σύγχρονο (ο Πάτρικ Γουάιτ γεννήθηκε το 1912 και πέθανε το 1990) και έχει τη γεύση αγγλικού τέιου σερβιρισμένου σε φλιτζάνι που το στολίζουν ιστοί αράχνης. Και αυτή η ατμόσφαιρα φθάνει σε μας αυτούσια χάρη στην πολύ καλή μετάφραση του Σεραφείμ Βελέντζα.

Η υπόθεση Τουάιμπορν βέβαια έχει και κάποιες σημαντικές αρετές. Κατ' αρχάς βασίζεται σε έναν ήρωα που έχει επιλεγεί για τις πλούσιες δυνατότητές του να εκλύει δράση. Επειτα το μυθιστόρημα διαθέτει ένα ευφάνταστο, απογειωτικό τρίτο μέρος που αμβλύνει κάπως την αρχική γλυκερή εντύπωση. Δυστυχώς, όμως, δεν την ανατρέπει.

erva_cidreira είπε...

Βίοι αγίων" δια χειρός Γιάννη Βασιλακάκου


Με τρία νέα του βιβλία, τα οποία υπερβαίνουν συνολικά τις 1100 σελίδες κάνει και φέτος αισθητή την παρουσία του στην Ελλάδα ο ομογενής συγγραφέας και πανεπιστημιακός Δρ Γιάννης Βασιλακάκος. Πρόκειται για τις βιογραφίες δύο πρώην μεταναστών λογοτεχνών, του Νίκου Καχτίτση και του Κώστα Ταχτσή, καθώς και την αυτοβιογραφία του Αυστραλού νομπελίστα συγγραφέα και φιλέλληνα Πάτρικ Γουάιτ με τίτλο "Ψεγάδια στον καθρέφτη", τη μετάφραση της οποίας επιχορήγησε η αυστραλιανή κυβέρνηση μέσω του Australia Council for the Arts και η οποία θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις "Τυπωθήτω - Γιώργος Δαρδανός." Ας σημειωθεί ότι το μισό βιβλίο αναφέρεται στη σχέση του συγγραφέα με τους Έλληνες, την Ελλάδα και τα ταξίδια του στην τελευταία.
Οι δύο βιογραφίες των Καχτίτση και Ταχτσή (που θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις "Ηλέκτρα" στην σειρά "Βίοι Αγίων - Υπόγειες Διαδρομές") είναι όχι μόνο πρωτότυπες κι εξαντλητικές αλλά και οι πρώτες που γράφτηκαν ποτέ για τους δύο κορυφαίους πεζογράφους μας.

Ας σημειωθεί ότι ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος ήταν ο πρώτος διεθνώς που εκπόνησε διδακτορική διατριβή, με θέμα τις αφηγηματικές τεχνικές στο έργο του Καχτίτση, συγκεντρώνοντας πολύ υλικό κατά το ταξίδι του στο Μοντρεαλ του Καναδά (όπου έζησε ο συγγραφέας), μετά από γενναιόδωρη ερευνητική επιχορήγηση του Πανεπιστημίου Μελβούρνης.

Για τον Κώστα Ταχτσή, ο οποίος έζησε επί 5 χρόνια και στην Αυστραλία (στο Σίδνεϊ) όπου έγραψε και το αριστουργηματικό του μυθιστόρημα του "Το τρίτο στεφάνι" (το οποίο έχει μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου, κι έχει γίνει τηλεοπτικό σίριαλ) φέτος είναι επετειακή χρονιά, καθώς εορτάζονται, με διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, 20 χρόνια από τον θάνατό του. Ο Γιάννης Βασιλακάκος, έχοντας στη διάθεσή του αρχείο του συγγραφέα, πολύτιμες μαρτυρίες, πρωτότυπο υλικό και σπάνιες πηγές, ρίχνει άπλετο φως σε άγνωστες πτυχές της ζωής του διάσημου συγγραφέα (ακόμη και της ζωής του στην Αυστραλία) κι εξερευνεί τα πιθανά αίτια της μυστηριώδους και σκοτεινής δολοφονίας του. Σύμφωνα με τους εκδότες τους, τα τρία βιβλία του ομογενή συγγραφέα αναμένεται να κυκλοφορήσουν μέσα στο καλοκαίρι.

ΑΠΕ - ΜΠΕ - Σ. Χατζημανώλης

erva_cidreira είπε...

Patrick White

Patrick Victor Martindale White (28 May 1912 – 30 September 1990) was an Australian author who was widely regarded as a major English-language novelist of the 20th century. From 1935 until his death, he published 12 novels, two short-story collections and eight plays. His fiction freely employs shifting narrative vantage points and a stream of consciousness technique. In 1973, he was awarded the Nobel Prize in Literature.

[edit] Childhood and adolescence
White was born in Knightsbridge, London, to Australian parents, who settled in Sydney when he was six months old. As a child, he lived in one flat with his sister, nanny and a maid, while his parents lived in an adjoining flat. At the age of four, White developed asthma, a condition that had taken the life of his maternal grandfather. White's health was fragile throughout his childhood, which, while it precluded his participation in many childhood activities, stimulated his imagination. He would perform private rites in the garden, and would dance for his mother’s friends. He loved the theatre, which he first visited at an early age. At the age of ten, White was sent to Tudor House School, a boarding school in the New South Wales highlands, in an attempt to abate his asthma. It took him some time to adjust to the presence of other children. At boarding school he started to write plays. Even at this early age, White wrote about noticeably adult themes. In 1924, the boarding school ran into financial trouble, and the headmaster suggested that White be sent to boarding school in England, a suggestion which his parents accepted.

White struggled to adjust to his new surroundings at this new school, Cheltenham College. He was later to describe it as "a four-year prison sentence". White withdrew inside himself and had a limited circle of acquaintances. Occasionally he would holiday with his parents at European locations, but their relationship still remained distant. While in London, White did make one close friend, Ronald Waterall, an older boy who shared similar interests. White’s biographer, David Marr, wrote that the two men would walk arm in arm to London shows, stand around stage doors to catch a glimpse of their favourite stars, and give practical demonstrations of chorus girls’ high kicks, with appropriate vocal accompaniment. When Waterall left school, White again withdrew into himself. He asked his parents if he could leave school to become an actor. They compromised, allowing him to finish school early, on the condition that he first come home to Australia, to try life on the land.

Travelling the world

White spent two years working as a stockman at Bolaro, a 73 km² station on the edge of the Snowy Mountains in New South Wales, Australia. His parents felt that he should work on the land rather than become a writer and hoped that his work as a jackaroo would cause his artistic ambitions to fade. Although White grew to respect the land, and his health started to improve, it was clear that he was not cut out for this life.

From 1932 to 1935, White lived in England, studying French and German literature at King's College, Cambridge. He struggled in his first term, in part because he developed an attraction to a young man who had come to King's to become an Anglican priest. White dared not speak of his feelings for fear of losing the friendship and, like many homosexual men of that period, feared that his sexuality would doom him to a lonely life. Then one night, the student priest, after an awkward liaison with two women, admitted to White that women meant nothing to him sexually. This became White’s first love affair.

While at Cambridge University, a collection of White's poetry was published under the title The Ploughman and Other Poems, and he wrote a play that was performed by an amateur group. He received his Bachelor of Arts in 1935, and briefly settled in London, where he lived in an area that was frequented by artists. Here, the young author thrived for a time, writing several unpublished works, and reworking a novel, Happy Valley, that he had written while jackarooing. In 1937, White’s father died, leaving him ten thousand pounds. This enabled him to write full-time in relative comfort. Two more plays followed, before he succeeded in finding a publisher for Happy Valley. The novel was received well in London, but poorly in Australia. He wrote another novel, Nightside, but abandoned it after receiving negative comments. He later spoke of regretting that he had not finished it.

Towards the end of the 1930s, White spent some time in the United States, including Cape Cod, Massachusetts and New York City, where he wrote The Living and the Dead. By the time World War II broke out, he had returned to London and joined the Royal Air Force. He was accepted as an intelligence officer, and was posted to the Middle East. He served in Egypt, Palestine, and Greece before the war was over. While in the Middle East, he had an affair with a Greek Army officer, Manoly Lascaris, who was to become his life partner.

The growth of White's writing career

After the war, White once again returned to Australia, buying an old house in Castle Hill, in the semi-rural outskirts of Sydney. Here he settled down with Lascaris, the officer he had met during the war. They lived there for 18 years, selling flowers, vegetables, milk, and cream. During these years, he started to make a reputation for himself as a writer, publishing The Aunt's Story and The Tree of Man, which was published in the United States in 1955 and shortly after in England. The Tree of Man was released to rave reviews in the US, but, in what was to become a typical pattern, was panned in Australia. White had doubts about whether to continue writing, after his books were largely dismissed in Australia (three of them having been called ‘un-Australian’ by critics), but, in the end, decided to persevere. His first breakthrough in Australia came when his next novel, Voss, won the inaugural Miles Franklin Literary Award.

In 1961, White published Riders in the Chariot. This was to become both a bestseller as well as a prize-winner, garnering him a second Miles Franklin Award. In 1963, White and Lascaris decided to sell the house at Castle Hill that they had named "Dogwoods". A number of White's works from the 1960s depict the fictional town of Sarsaparilla, including his collection of short stories, The Burnt Ones, and the play, The Season at Sarsaparilla. By now, he had clearly established his reputation as one of the world's great authors, but remained an essentially private person, resisting opportunities for interviews and public appearances, although his circle of friends had widened significantly.

In 1968, White wrote The Vivisector, a character portrait of an artist. Many people drew links to his friend, the painter Sidney Nolan, but White always vehemently denied any connection. Around this time, he decided that he would not accept any more prizes for his work, and declined both the $10,000 Britannia Award and another Miles Franklin Award. White was approached by Harry M. Miller to work on a screenplay for Voss, but nothing came of it. He became an active opponent of literary censorship and joined a number of other public figures in signing a statement of defiance against Australia’s decision to participate in the Vietnam War.

In 1973, White became the first Australian to receive the Nobel Prize for Literature, "for an epic and psychological narrative art, which has introduced a new continent into literature". White enlisted Sidney Nolan to travel to Stockholm to accept the prize on his behalf. The award had an immediate impact on his career, as his publisher doubled the print run for The Eye of the Storm and gave him a larger advance for his next novel. White used the money from the prize to establish a trust to fund the Patrick White Award, given annually to established creative writers who have received little public recognition. He was invited by the House of Representatives to be seated on the floor of the House in recognition of his achievement. White declined, explaining that his nature could not easily adapt itself to such a situation. The last time such an invitation had been extended was in 1928, to Bert Hinkler.

White was also made Australian of the Year, but, in typically rebellious fashion, his acceptance speech encouraged Australians to spend the day reflecting on the state of the country. Privately, he was less than enthusiastic about it. In a letter to Marshall Best on 27 January 1974, he wrote: Something terrible happened to me last week. There is an organisation which chooses an Australian of the Year who has to appear at an official lunch in Melbourne Town Hall on Australia Day. This year I was picked on as they had run through all the swimmers, tennis players, yachtsmen etc.


The twilight years
White supported Gough Whitlam's Labor government and, following the 1975 constitutional crisis, became particularly anti-royalist, making a rare appearance on national television to broadcast his views on the matter.

During the 1970s, White’s health began to deteriorate — his teeth were crumbling, his eyesight was failing, and he had chronic lung problems. In 1979, his novel The Twyborn Affair was short-listed for the Booker Prize, but White requested that it be removed in order to give younger writers a chance to win. Soon after, White announced that he had written his last novel, and that in the future, he would write only for radio or for the stage.

In 1981, White published his autobiography, Flaws in the Glass: A Self-Portrait, which explored several issues about which he had publicly said little beforehand, such as his homosexuality, and his refusal to accept the Nobel Prize personally. On Palm Sunday, 1982, White addressed a crowd of 30,000 people, calling for a ban on uranium mining and for the destruction of nuclear weapons.

In 1986 White released one last novel, Memoirs of Many in One, though it was curiously published under the pen name " Alex Xenophon Demirjan Gray" and edited by Patrick White. In the same year, his novel Voss was turned into an opera. White refused to see it when it was first performed at the Adelaide Festival, because Queen Elizabeth II had been invited, and chose instead to see it later in Sydney. In 1987, White wrote Three Uneasy Pieces, with his musings on ageing and society's efforts to achieve aesthetic perfection. When David Marr finished his biography of White in July 1990, his subject spent nine days going over the details with him.

Patrick White died in Sydney on 30 September 1990.



en.wikipedia.org

cobden είπε...

Δεν είχα υπόψη μου την ιστορία του White και του Λάσκαρη!Σε ευχαριστώ που μας την επισήμανες!Μου φαίνεται πως αυτό το βιβλίο είναι μια πολύ καλή επιλογή για τα Χριστούγεννα!