8.12.08

Η ΔΙΑΜΑΧΗ Δ.Ν.ΜΑΡΩΝΙΤΗ - Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ

Image Hosted by ImageShack.us
.
«Μόλις τα ΄μαθες, έγινες Τούρκος...»
Γράφει ο Δημήτρης Παπανικολάου (TA NEA, 6/12/2008)
ΟΤΑΝ ΟΙ ΦΙΛΟΛΟΓΟΙ ΤΣΑΚΩΝΟΝΤΑΙ, Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΥΡΙΖΕΙ ΣΕΛΙΔΑ. ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ ΚΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΨΥΧΩΦΕΛΗΣ, ΠΟΥ ΟΜΩΣ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΤΗΣ: ΣΥΧΝΑ ΕΤΣΙ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ
Είχε κάνει ένα σχετικό σουξέ στην εποχή της, η διαμάχη Δ.Ν. Μαρωνίτη-Γιώργου Ιωάννου, και ήταν αδίκως ξεχασμένη έως σήμερα. Στο αποκορύφωμά της συμφύρονται το δημόσιο και το ιδιωτικό, το ιδιοφυές με το γκροτέσκο, το τραγικό με το κωμικό, η κοινή αγωνία για το πώς μπορεί να αρθρωθεί σε λόγο η διαφορά, με τον λόγο που άθελά του αναπαράγει τα ίδια τα στερεότυπα που προσπαθεί να υπονομεύσει.
Έτος 1977, μόλις έχουν εκδοθεί σε τόμο οι μέχρι τότε συλλογές πεζογραφημάτων του Ιωάννου. Η κριτική αποθεώνει. Μόνη παραφωνία μια διάλεξη του Μαρωνίτη στη θρυλική Τέχνη της Θεσσαλονίκης, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύονται το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στο Βήμα. Εκεί ο κριτικός θα χαρακτηρίσει την πεζογραφία του Ιωάννου δείγμα «επαρχιακής λογοτεχνίας»: λογοτεχνία που επιμένει σε ένα «σύστημα ανθρωπογεωγραφίας κλειστό, ευσύνοπτο, άμεσα χαρακτηρισμένο» (στον Ιωάννου μνημειώνεται η Θεσσαλονίκη), κι έτσι εκθέτει μεν τα όρια του συστήματος, καταλήγει όμως να πέφτει και στην παγίδα του, να παγιώνεται σε τουριστική τοπογραφία και διδακτισμό. Ο Ιωάννου εκνευρίζεται. Πολύ. Θα θυμηθεί, λίγα χρόνια μετά, μιλώντας «εις εαυτόν»: «Μόλις τά ΄μαθες, έγινες Τούρκος. Είπες... ότι θα βάλεις κάτω τον Μαρωνίτη και θα τον πατάς, όσο να του βγάλεις τ΄ άντερα». Με μια σειρά δημοσίων παρεμβάσεων θα προσπαθήσει να αντιστρέψει τα επιχειρήματα- αν και κάποτε με τρόπο «γραφικό και υπερβολικό».
Τη διαμάχη αυτή έρχεται τώρα να θυμίσει ένα μικρό βιβλίο του Ξενοφώντα Κοκόλη, (…) η διαμάχη αυτή είναι από τις πιο συναρπαστικές της πρόσφατης λογοτεχνικής ιστορίας μας.
Σύντομα τα γιατί: Στην κατηγορία για επαρχιωτισμό που εκτοξεύει ο Μαρωνίτης, υποβάλλεται ένας φόβος της ηθογραφίας που έχει ομφάλιο λώρο κατευθείαν στη Γενιά του ΄30. Στην κατηγορία για καθήλωση στα ήθη και τα όρια της «επαρχιακής Θεσσαλονίκης», υποβάλλεται η φοβία για καθήλωση της Ελλάδας σε μια διεθνώς επαρχιώτικη θέση, τη στιγμή μάλιστα που ένα διεθνές κοινό ξαναστρέφεται, μεταδικτατορικά, με ενδιαφέρον προς την ελληνική λογοτεχνία. Μήπως το ύφος του Ιωάννου, σε μίμηση μάλιστα από νεώτερους συγγραφείς, ξανακάνει την ελληνική λογοτεχνία εσωστρεφή, φολκλορικό αναμάσημα μιας κλειστής Ελλάδας, που απορρίπτει τη νεωτερική πραγματικότητα, τους νέους κοινωνικούς όρους, τη διεθνή πρωτοπορία; Το επιχείρημα έχει μια βάση (και επιβεβαιώθηκε ως έναν βαθμό από τις λογοτεχνικές εξελίξεις), πλην όμως αδυνατεί να συλλάβει τους τρόπους με τους οποίους το τοπικό μπορεί να συνδιαλέγεται με την παγκόσμια πρωτοπορία και τη μετανεωτερικότητα.
Η απάντηση
Όποιος έχει διαβάσει Ιωάννου αναγνωρίζει την απίστευτη επιρροή που είχε αυτή η κριτική στο ίδιο το έργο του συγγραφέα. Μετά το 1977 μοιάζει να απαντά, σχεδόν με κάθε κείμενό του, στον Μαρωνίτη. Από τη μια ο πόλεμος γίνεται λιβελογραφική μονομανία, από την άλλη όμως καταλήγει σε συγγραφική μεταμόρφωση. Ο Ιωάννου γράφει πυρετωδώς, προσπαθεί διαφορετικά είδη, αφήνει τις σταθερές φόρμες και ξεχνά αφηγηματικές οικονομίες και λεκτικές ντροπές και επικεντρώνεται στην ώριμη ανωνυμία που του δίνει η μεγάλη πόλη. Ο δεύτερος αυτός Ιωάννου έρχεται πιο κοντά στον Ταχτσή και τον Καχτίτση, και στα τραγούδια που γράφει σε μουσική Μαμαγκάκη μοιάζει να συνομιλεί κατευθείαν με τον Χριστιανόπουλο: Όχι τυχαία, και οι τρεις αυτοί συγγραφείς ήταν το θετικό πρόσημο στις αρνητικές κριτικές του Μαρωνίτη.
Νέες ταυτότητες, ριζοσπαστικές πολιτικές
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η κριτική Μαρωνίτη μιλάει για τη δυνατότητα λογοτεχνίας και κριτικής να ορίζουν νέες ταυτότητες και ριζοσπαστικές πολιτικές. Στα καλύτερά (και πρωιμότερά) του, εξηγεί, ο αφηγητής του Ιωάννου τριγυρνά στην επαρχιακή πόλη νευρικός κι ανυπεράσπιστος, με μνήμη που επιμένει στην οπτική γωνία «ενός αμήχανου εφήβου που δεν τον προστατεύει η ερωτική ορθοδοξία». Καθώς όμως τα πεζογραφήματα βρίσκουν, συλλογή τη συλλογή, μεγαλύτερο κοινό, ο Ιωάννου κάνει αυτήν την τακτική, συμβιβασμένη μανιέρα. Η καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία, από στοιχείο καταστατικό της αφήγησης και κινητήρια δύναμη του ριζοσπαστισμού της, μετατρέπεται σ΄ ένα «είδος υποτονικής αξιοπρέπειας» που «τείνει να πάρει τη μορφή μοντέρνας χρηστομάθειας». Η διάφωνη ανατομία της αδιέξοδης παθολογίας του εαυτού και του κόσμου του, γίνεται λυρική κι ανέξοδη επανάληψη κοινωνικής συνθηκολόγησης. Αυτός ο παγοποιημένος εαυτός είναι όμως και πολιτικά προβληματικός. Όταν το προσωπικό ηθογραφείται εξωραϊστικά, καταλήγει προσπάθεια επιβίωσης που σιωπά ένοχα. Σε ένα σημείο που δεν έχει προσεχθεί, ο Μαρωνίτης του ΄77 κατηγορεί ευθέως τον Ιωάννου επειδή δεν συμμετείχε σε καμιά κίνηση εναντίον της δικτατορίας- το ευρηματικό δεν είναι η κατηγορία· το ευρηματικό είναι ο τρόπος που δένεται αυτή η κατηγορία με την ιδεολογία που αποπνέει η «επαρχιακή» πεζογραφία του Ιωάννου. Στην παθολογία του επαρχιακού υποβάλλεται πλέον εδώ, η πολιτική παθολογία που επέτρεψε και ανέχθηκε τη δικτατορία.
Η ΜΙΖΕΡΙΑ ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ ΩΣ ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΤΑ
Εν πολλοίς, ξαναδιαβασμένη σήμερα η κριτική Μαρωνίτη βοηθά να αναδειχθούν στοιχεία του Ιωάννου που η σημερινή κριτική τείνει να αποσιωπά. Ο Ιωάννου των πρώτων τριών συλλογών πεζογραφημάτων του, αυτός ακριβώς που αποδομείται από τον Μαρωνίτη ως επαρχιακός, είναι, βεβαίως, και ο Ιωάννου που σήμερα η κριτική εκθειάζει- δείτε ως παράδειγμα τον αφιερωματικό τόμο Για τον Ιωάννου (Κέδρος). Δεν είναι τυχαίο ότι η επίσημη κριτική (εκεί και το βιβλίο του Κοκόλη) θάβει τον όψιμο Ιωάννου και προκρίνει τα επαρχιακά του πεζογραφήματα. Διότι σ΄ αυτά μπορεί να διαβλέπει μεν αυτάρεσκα μιζέρια και παθογένεια, δήθεν μεγαλόψυχα όμως αναφέρεται σε «γεναιότητα»· διότι σ΄ αυτά μπορεί να σκέφτεται «κουσούρι», αλλά συγκαταβατικά να μιλάει για «γνησιότητα»· διότι στη βάση αυτών των πεζογραφημάτων, ο ομοφυλόφιλος Ιωάννου μπορεί να μετατραπεί στον (ανέραστο) Άγιο Ιωάννου, η φωτογραφία του οποίου, με ολίγη από πορτρέτο Φαγιούμ
.
[Ξενοφών Α. Κοκόλης: Η διαμάχη Μαρωνίτη -Ιωάννου 1977-2007 ('Ινδικτος, 2008)]
.
Διαβάστε επίσης στο σχόλιο 1 μια παλαιότερη ανάρτηση του Desiderius (http://desiderius82.wordpress.com/) με ένα διήγημα του Γιώργου Ιωάννου.

2 σχόλια:

erva_cidreira είπε...

Αχ να ‘μουν κριτικός λογοτεχνίας… (ΙΙΙ) - Οι λεκέδες μας
Δεκέμβριος 24, 2006 — desiderius

Λεκιασμένα ντουβάρια
Οι σόμπες όταν καίνε ξύλα, βγάζουν πολλά υγρά. Τα υγρά σταλάζουνε από τα μπουριά στο δρόμο, γλείφουνε στα ντουβάρια, λεκιάζουν τους περαστικούς. Το απόσταγμα των ξύλων είναι ανεξίτηλο. Είτε σε ρούχα πέσει είτε σε ντουβάρια – ανεξίτηλο. Ακόμα και τις πέτρες διαποτίζει, φαντάσου πια τα αφράτα μάρμαρα.
Ρούχα ωραία, κασμήρια ακριβά, πουκάμισα λινομέταξα, πετάχτηκαν, αχρηστεύτηκαν, μόνο και μόνο γιατί δέχτηκαν έναν ωραίο λεκέ από υγρό σόμπας σε εμφανές σημείο τους. Παρ’ όλες τις προσπάθειες της απελπισμένης νοικοκυράς να τον εξαλείψει με λεμόνι, να τον τρίψει με αλάτι ή λεμόντοζου, ο λεκές παρέμεινε ανεξάλειπτος ακόμα και όταν το ύφασμα πήρε να κόβεται από τα τόσα οξέα.
Οι τοίχοι για να πάψουν να έχουν τους λεκέδες πρέπει να περαστούν με ασβέστη πολλά χέρια ή να πέσει ο σουβάς τους και να στρωθεί άλλος. Αν δεν ασπριστούν καλά, οι σκουριασμένοι λεκέδες επανεμφανίζονται σιγά σιγά από κάτω. Και είναι σαν παλιά αίματα.
Αίματα που στραγγίστηκαν από τα πάνω παράθυρα. Τα αίματα των παλιών ενοίκων, τόσων παλιών ενοίκων – αμέτρητων. Κάποιος τους έσφαζε ή τους αναποδογυρνουσε από τα παράθυρα και τους άδειαζε στο δρόμο και τους τοίχους, καθώς αυτοί σπαρταρούσαν. Κατόπιν τους πετούσε αδειανούς και κούφιους στο κοιμητήριο˙ ίδιοι πατημένοι κοριοί που αφθονούσαν.
Τη νύχτα δεν διακρίνονταν τα σταξίματα και τα πασαλείμματα στους τοίχους. Ανάδιναν όμως μια μυρωδιά ζεστή και αιμάτινη. Ήταν οι ώρες που γινόταν αργά η απόσταξη και κάπνιζαν οι σόμπες, δημιουργώντας φαντασιώσεις ευτυχίας από την άλλη πλευρά των τοίχων.
Εσείς τριγυρνούσατε σκοτεινοί στα στενά δρομάκια, αναζητώντας καμιά βολική γωνιά και αόρατη. Οι σομπες έσταζαν επάνω σας, μα αυτό θα το διαπιστώνατε την άλλη μέρα. Αχ, και να είχατε μια γωνιά δική σας, κάτι με πόρτα και κλειδαριά. Ένα χώρο, όχι μεγλύτερον από λουτροκαμπινέ, μα δικό σας. Ένα χώρο έστω και θεοσκότεινο, μα δικό σας…
Πηγαίνατε πηγαίνατε σαν μεθυσμένοι. Πότε κανένα παράθυρο, πότε κανένα σκυλί, πότε κάποιος διαβάτης, σας έκαμναν να υποκρίνεστε τους διαβατικούς, περισσότερο από όσο πραγματικά ήσασταν. Κάτι σας έκαιγε στα χέρια, κάτι διαπερνούσε τα ρούχα και τα έκαμνε κι αυτά ερωτική ζώνη. Ήσασταν όρθιοι, κι όμως σαν να ησασταν ξαπλωμένοι, σε όλα σας τα σημεία σχεδόν αγγιζόσασταν. Από τους ώμους μέχρι τα παπούτσια.
Μόλις που προφταίνατε να ψαχουλευτείτε στα πιο ζεστά σημεία σας, μερικά δευτερόλεπτα μάλλον παρά λεπτά, και αυτό το θεωρούσατε αρκετό για κείνη την ώρα. Αχ, και να είχατε ένα χώρο δικό σας, έστω και θεοσκότεινο…
Βγαίνατε πάλι στα φώτα, να κουβεντιάσετε με πιο όρεξη και κατευχαριστημένοι που ήσαστε ακόμη μαζί. Και μετά ξαναστρίβατε σε κάποιο στενό, όπου είχατε υπόψη σας κάτι δήθεν πιο σίγουρο.
Και πάλι τα ίδια ή και χειρότερα. Όλα κλειστά και όλα κατειλημμένα από κρότους, φωτισμούς, ομιλίες, καύτρες τσιγάρων, γαβγίσματα, βηξίματα, σταξίματα και βήματα μακρινά. Το μυστικό άγγιγμα των χεριών και των ρούχων, έτσι καθώς περπατούσατε, ήταν και πάλι η μεγάλη ευτυχία σας.
Ω δεν ήσασταν σίγουρα τόσο ρομαντικοί ούτε τόσο αθώοι. Ήσασταν μάλλον ρεαλιστές. Θεωρούσατε πως κι αυτό που γίνεται λίγο δεν είναι.
Και δεν συνέβαιναν αυτά μόνο μέσα σε σένα, που ήσουν τέλος πάντων το εσωτερικό της σχέσης αυτής, το κέντρο εκπομπής, και όφειλες να έχεις πολλά μέσα σ’ αυτόν τον εσωτερικό χώρο, ο οποίος ξεκινούσε από το κεφάλι και έφτανε ως τα ποδάρια. Όχι! Συνέβαιναν και στο άλλο πλάσμα – και τι πλάσμα! – αυτό που έσερνες μαζί σου.
Και μιλούσατε πια με άπειρη ζέστα. Και τα λόγια έβγαιναν από τη μια θερμοκοιτίδα και πηγαιναν κατευθείαν στην άλλη. Θαρρείς και δεν τα άγγιζε η κρυάδα της πολιτείας σας. Και τα κατάπινες εσύ. Τα ένιωθες ζεστά, καυτά, και τα κατάπινες. Είναι βαριά ηδονική η άλλη ζέστα, όταν τη δεχόμαστε επ’ ανταλλαγή.
Την άλλη μέρα βρίσκατε τους λεκέδες στα ρούχα. Τους έβρισκαν μάλλον οι άλλοι και σας το ανέγγελναν. Ακούγατε αυστηρές παρατηρήσεις και αγανακτισμένες φωνές για τη νέα απροσεξία σας. Πού πάτε και βρίσκετε όλες αυτές τις σόμπες και όλες αυτές τις λάσπες στα παπούτσια σας; Και καλά, τέλος πάντων, οι λάσπες οι γκριζωπές, οι σταχτιές, που θα μπορούσατε να τις πατήσετε ακόμη και στη γειτονιά σας, αλλά οι άλλες, οι κόκκινες – πού βρέθηκε πάλι αυτό το κοκκινόχωμα; Και τι συνάχι, τι βήχας είναι αυτός; «Πού κρύωσες πάλι; Εσύ, παιδάκι μου, θαρρείς και βγήκες γυμνός μέσα στα χιόνια». Ναι, γυμνός κάτω απ’ τη γέφυρα των Αγίων Πάντων.
Δεν ήταν βέβαια τόσο πραγματικές οι απορίες αυτές. Διατυπώνονταν ως απορίες, αλλά δεν ήταν. Όλα τα καταλάβαιναν, θαμπά κάπως, αλλά όλα σχεδόν. Εκείνο όμως που δεν εννοούσαν να καταλάβουν, ήταν πως αυτοί έφταιγαν και για τους λεκέδες και για τις λάσπες και για τα κρυώματα και για όλα όσα έμελλε να σας συμβούν. Αφού κρατούσαν τα κλειδιά των σπιτιών, ήταν φυσικό εσείς να είστε άστεγοι. Και οι πράξεις σας άστεγες. Και εκτεθειμένες σε όλα τα ενδεχόμενα.
Τώρα, δεν είσαι άστεγος υπό καμία έννοια. Δεν τριγυρνάς σε στενούς σκοτεινούς δρόμους, παρά μόνο αυτούς της μνήμης σου. Δεν σε λεκιάζουν οι σόμπες, γιατί άλλαξε παντού ο τρόπος θερμάνσεως. Δεν είναι κλειστές οι πόρτες ούτε για σένα ούτε για τους συντρόφους σου. Εσύ κρατάς τα κλειδιά. Δεν έχεις ανάγκη από στιγμιαία αγγίγματα, ούτε από σκοτεινές γωνίες.
Για να νιώσεις τώρα κάτι πρέπει να είναι σε γερή δόση, σε βαθμό τελειότητας. Αγγίγματα χεριών, παπουτσιών και οσμές ρούχων δεν σε παραλύουν. Θέλεις όλη την ανάσα τους, όλο το σάλιο τους, όλη τη γλώσσα τους.
Τις νύχτες ξανακάνεις τις παλιές διαδρομές. Περπατάς μόνος˙ κανείς δεν μπορεί να σε ακολουθήσει μέσα στο στενοσόκακο της μνήμης σου. Μόνος. Τα ντουβάρια που σώζονται είναι ελάχιστα. Τα αίματα και τα σταξίματα από τις σόμπες έχουν μετατραπεί σε σκουριές. Δεν έχουν μυρωδιά, ούτε και γεύση, καθώς γλείφεις γονατιστός.
Οι γωνιές που κατουρούσατε δεν φέρουν ίχνη απ’ τις καμπύλες των ούρων σας, που δεν ήταν μόνο ρούχα. Δεν έχουν μυρωδιά, δεν έχουν γεύση. Γονατίζεις και τις γλείφεις. Αν μπορούσες, θα έστηνες εδώ ένα εικονοστάσιο.
Οι γρατζουνιές όμως που κάμνατε, που έκαμνες κυρίως εσύ, πάνω στα αδιάφορα ντουβάρια εξακολουθούν να υπάρχουν, όμοιες με χαράγματα. Χτυπούσατε τα ντουβάρια, τα γρατζουνούσατε, ν’ ανοίξουν να σας καταπιούν, να πέσουν να σας καλύψουν, γιατί τα βήματα πλησίαζαν και το πηλίκιο γυάλιζε στο σκοτάδι.
Οι λεκέδες υπάρχουν, οι γρατζουνιές υπάρχουν. Το κοστούμι δεν είναι για φόρεμα.




Θέλησα να μοιραστώ με όσους με διαβάζουν ένα πολύ αγαπητό μου κείμενο. Ένα σύντομο πεζογράφημα για τους λεκέδες που αφήνουν στους τοίχους τα υγρά από τις ξυλόσομπες. (Ως παιδί θυμάμαι να πρόλαβα τέτοιες γραμμές, στο χρώμα της σκουριάς, που κυλούσαν από τις καπνοδόχους, στους τοίχους των παλιών σπιτιών της γειτονιάς μου). Ένα θέμα ασήμαντο, που μετουσιώνεται σε ένα πεζό ποίημα σπάνιου βάθους, για τη μνήμη και τα σημάδια της στην ψυχή. Τα λίγα που θα πω βέβαια δεν θα είναι στο ελάχιστο αντάξιά του˙ όμως θέλω να πάρω ως αφορμή το κείμενο αυτό για κάποιες σκέψεις μου.
Το πεζογράφημα που αντέγραψα είναι απόλυτα χαρακτηριστικό των εξομολογητικών, κουβεντιαστών κειμένων του Γιώργου Ιωάννου. Με το συνήθη υπαινικτικό τρόπο μοιράζεται μαζί μας ένα βαθιά προσωπικό βίωμα. Πουθενά δεν δηλώνεται κάτι ανοικτά˙ ούτε καν η λέξη «έρωτας» δεν αναφέρεται. Είναι προφανές όμως ότι το κείμενο αναφέρεται στη δύσκολη πραγματικότητα των ομοφυλόφιλων στη μεταπολεμική Ελλάδα. Ακριβέστερα: στα βαθιά σημάδια που άφηναν στην ανθρώπινη ψυχή οι τόσο συνωμοτικές νύχτες της αναζήτησης του έρωτα, μερικές δεκαετίες πίσω.
Οι λεκέδες από τα υγρά των καμένων ξύλων είναι μεταφορά για τα βαθιά αποτυπώματα της μνήμης αυτών των εποχών στην ψυχή του ήρωα και συγγραφέα. Ο Ιωάννου γεννήθηκε το 1927˙ μιλάει λοιπόν περίπου για τα χρόνια του ’50. Εποχές απείρως δυσκολότερες από τις σημερινές, που οι ομοφυλόφιλοι έβρισκαν τον έρωτα μόνο στο περιθώριο της κοινωνίας, σε μυστικές πιάτσες και υπόγειες διαδρομές. Μετά από δεκαετίες, κι ενώ η ζωή του είναι πια πολύ πιο άνετη, ο συγγραφέας βρίσκει και ξαναβρίσκει στους δαιδάλους της μνήμης τα βιώματα αυτά. Τον έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα, σαν τους λεκέδες στους τοίχους, σαν ξεραμένα αίματα από βαθιές πληγές.
Σε τι ακριβώς συνίστανται αυτά τα σημάδια; Μα, θα ήταν αδύνατο να αναγκαστεί να βιώσει κανείς τον έρωτα – επειδή οι «άλλοι», η οικογένεια και η κοινωνία, θεωρούν μιαρό τον τρόπο που τον νιώθει αυτός – να τον βιώσει λοιπόν ως κάτι τόσο περιθωριακό και επικίνδυνο, και να μην τον σημαδέψει αυτό βαθιά. «Χτυπούσατε τα ντουβάρια, τα γρατζουνούσατε, ν’ ανοίξουν να σας καταπιούν, να πέσουν να σας καλύψουν, γιατί τα βήματα πλησίαζαν και το πηλίκιο γυάλιζε στο σκοτάδι.» Οι ομοφυλόφιλοι των εποχών εκείνων (κι εμείς ίσως, μα πολύ λιγότερο) μεγάλωσαν με την επίγνωση ότι η φύση τους είναι ρυπαρή για τους γύρω τους. Για αυτούς ο έρωτας, το πιο υπερβατικό ανθρώπινο βίωμα, ήταν η πιο σκοτεινή περιοχή της ζωής τους. Οι σκοτεινές γωνιές που τον αναζητούσαν χαράκτηκαν μέσα τους ως κάτι τραυματικό˙ ευτυχώς όμως, μαζί και ως κάτι ιερό. «Αν μπορούσες, θα έστηνες εδώ ένα εικονοστάσιο.»
Ευτυχώς ο σημερινός ομοφυλόφιλος βιώνει τον έρωτα με πολύ λιγότερο τραυματικό τρόπο. Εντελώς ελεύθερα όμως, και όσο γλυκά θα έπρεπε να βιώνεται ο έρωτας; Δυσκολεύομαι να το πω. Δεν ξέρω αν αντιπροσωπεύω τη γενιά μου σ’ αυτό˙ νιώθω όμως πως είχα κι εγώ ένα μερίδιό, πολύ μικρότερο βέβαια, σε τέτοιου είδους εσωτερικά σημάδια˙ αυτά που μου άφησαν ο φόβος, η ενοχή, τα συμπλέγματα που ένιωσα, τουλάχιστον στα πρώτα μου βήματα, και που η ανατροφή μου είχε φροντίσει να εμφυτευτούν μέσα μου.

Ανώνυμος είπε...

Θα ήθελα να ερωτήσω τον Δημήτρη Παπανικολάου, που έγραψε στο «Βιβλιοδρόμιο» των Νέων (6/12) για τη διαβόητη «κόντρα» Ιωάννου – Μαρωνίτη, βάσει ποιας δεοντολογίας αποκρύπτει σοβαρότατα στοιχεία, με αποτέλεσμα να «ιχνογραφεί», όπως σαφέστατα ήταν ο στόχος του, ένα χολερικό πορτρέτο για τον αδύναμο βεβαίως να απαντήσει Γιώργο Ιωάννου; Αυτός ο κύριος, που είναι και λέκτορας στας Λόντρας, με πρόφαση το πρόσφατο βιβλίο του καθηγητή Ξενοφώντος Α. Κοκόλη «Η διαμάχη Μαρωνίτη – Ιωάννου» (Ινδικτος) υποστηρίζει (και με ντουντούκα το προβάλλουν τίτλος και λεζάντα) ότι ο Ιωάννου είχε εκμανεί εναντίον του Μαρωνίτη μόνο και μόνο επειδή εκείνος είχε χαρακτηρίσει «επαρχιακή» τη λογοτεχνία του. Οχι μόνο επειδή έζησα από αρκετά κοντά αυτή την ιστορία –ενεπλάκην άλλωστε με ένα σχετικό μελέτημά μου στο «Διαβάζω» (1981 τ. 45)– γνωρίζω ότι η οργή του Ιωάννου είχε περισσότερες αιτίες. Τουλάχιστον όφειλε ο σπουδαρχίδης τιμητής να γνωρίζει –επειδή ο ίδιος ο συγγραφέας το μαρτυρεί σε πολλά κείμενά του, όπως άλλωστε κι ο Κοκόλης (σ. 60 κ.έ.)– ότι ο Ιωάννου έφερε βαρέως ΚΑΙ το γεγονός ότι ο παιδικός του φίλος Μαρωνίτης είχε αναφερθεί ανοιχτά στην ομοφυλοφιλία του μιλώντας στη γενέθλια πόλη του, ενώπιον φίλων και γνωστών, εν όσω ζούσε ακόμη εκεί η μητέρα του και εν έτει 1977, οπότε δεν ήταν τόσο «άνετα» τα ήθη όσο στας Λόντρας σήμερα – και μην ξεχνάμε ότι είχε ήδη κινδυνεύσει σοβαρότατα να απολυθεί από τη Μέση Εκπαίδευση για ένα διήγημά του. Πώς τολμούν και γράφουν έτσι, ελαφρά τη καρδία, επιστήμονες, μην πω καμιά βαριά κουβέντα, άνθρωποι; Ασε που τολμάει να μιλάει για «πολιτικά προβληματικό» Ιωάννου, ο οποίος, ως «επαρχιακός» λογοτέχνης, «σιωπά ένοχα» και «ανέχεται τη δικτατορία»
Βασίλης Αγγελικόπουλος, Καθημερινή, 14-12-2008