23.3.09

ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΕΛΕΣ 1

Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us
.
Τα φύλα στο «Κλουβί»
Του Κώστα Γεωργουσόπουλου (Τα Νέα, 23/3/2009)
(...) «Το κλουβί με τις τρελές», έργο θεατρικό που μετεξελίχθηκε σε μιούζικαλ και ποικιλοτρόπως έκανε καριέρα στο θέατρο πρόζας, στο μουσικό προσκήνιο και στο σινεμά, είναι ένα έργο δαιμόνιο, γιατί οι μάγειροί του εξάντλησαν με σωστή και πιπεράτη δοσολογία τη συνταγή. Γιατί προσέθεσαν στα γοητευτικά στοιχεία των θεατρικών δρώμενων και την παρενδυσία, γνωστή και μη εξαιρετέα συνθήκη στην ιστορία του θεάτρου, από την αρχαιότητα έως σήμερα. Η παλιά καλή μου φοιτήτρια και τώρα συνάδελφος, Ειρήνη Μουντράκη, στο πράγματι εξόχως ενημερωμένο θεατρολογικά πρόγραμμα της παράστασης στο «Παλλάς» ξετινάζει ιστορικά το θέμα της μεταμορφωτικής παρενδυτικής παράδοσης.
Από τον Πενθέα των «Βακχών» έως τον Μνησίλοχο των «Θεσμοφοριαζουσών», έως την «Τούτσι», το «Μερικοί το προτιμούν καυτό» και έως τους γνωστούς σε εμάς τους παλιότερους «μεταμορφωτές» του ελληνικού θεάτρου, τον Χριστοδούλου, τον Ροτζάιρον, τους αδελφούς Μάνου.
Ο πρώτος συγγραφέας του πεζού θεατρικού έργου, ο Γάλλος Πουαρέ, συνέλαβε και ισορρόπησε πάνω σε τεντωμένο σκοινί έναν χαρακτήρα που σε πρώτο επίπεδο αναγιγνώσκεται ως τύπος της φάρσας (έχουμε ανάλογα του Λαμπίς και του Φεντό), αλλά πίσω από την επιφάνεια αποκαλύπτεται μια προσωπικότητα με βάθος αισθημάτων, τρυφερότητα και αξιοζήλευτη αυτογνωσία, παρ΄ ότι για την τρέχουσα λογική του μικροαστού είναι ένα τουλάχιστον υπαρξιακό παράδοξο. Πράγματι, ένας άνδρας αισθάνεται γυναίκα και αφοσιώνεται ως γυναίκα, σύζυγος και «μητέρα», ένα παρενδυτικό άτομο, που αντιποιείται φαινομενικά τη γυναικεία φύση, ασκεί το επάγγελμα του ντραγκ σόουμαν (κυριολεκτικώς σοουγούμαν) στο καμπαρέ, κλαμπ του συντρόφου του/της, που ενώ είναι συνειδητός ομοφυλόφιλος, «ατυχήσας» κάποτε έχει αποκτήσει και στρέιτ γιο!
Όλη η ίντριγκα του έργου, προτού περάσει στην αλαφράδα του μιούζικαλ, βασίζεται στα προβλήματα (καθαρή θεματική και πλοκή καραμπινάτου μπουλβάρ) υποδοχής των συντηρητικών γονέων της υποψήφιας συζύγου του γιου από το παράδοξο και παράξενο ζευγάρι. Ο ρυθμός απαιτεί φάρσα και υπερβολή, ενώ στο βάθος ηχεί μια υπαρξιακή χορδή, που απαιτεί με τη σειρά της σεβασμό στις επιλογές ζωής του καθενός, αλλά και μια καθαρά μπρεχτική επαναστατική θέση. Γιατί ο Πουαρέ, και εν συνεχεία οι συντελεστές του μιούζικαλ (ο Χέρμαν και ο Φιερστάιν), επαναφέρουν από άλλο δρόμο τη θέση που υπερασπίζεται ο Μπρεχτ στον «Καυκασιανό κύκλο με την κιμωλία» (που εξ άλλου πολιτικοποιεί και διασκευάζει γερμανικό έργο του 19ου αιώνα). Εκεί ο μεγάλος Γερμανός υποστηρίζει πως ένα παιδί ανήκει όχι στη μάνα που το γέννησε, και πιθανόν το εγκατέλειψε, αλλά στη γυναίκα που το έσωσε και το μεγάλωσε. Ο παρενδυσίας σύζυγος-θετή μητέρα διεκδικεί το παιδί μιας γυναίκας που τυχαία το συνέλαβε και ποτέ της δεν το φρόντισε. Και το διεκδικεί όχι με νομικά επιχειρήματα, αλλά με μητρική στοργή, και φίλτρο, και λαχτάρα. Δύσκολες ισορροπίες.
Και γίνονται δυσκολότερες όταν το μιούζικαλ από τη λύση του μεγεθύνει τις αντιθέσεις και διαστέλλει τους τύπους και τους χαρακτήρες. Το μιούζικαλ που αναπαριστάνει μάλιστα τον κιτς χώρο των κλαμπ, του ντραγκ σόου και του καμπαρέ, με τις πούλιες, τα φτερά, τα ψιμύθια, την ψευτοκλοουνερί και το χάιδεμα του κοινού, που έρχεται εκ των πραγμάτων να ξεσκάσει και να ξεφαντώσει, κάνει δυσχερέστερη την αποκάλυψη των απωθημένων, των προσωπικών στιγμών και της ειλικρίνειας των αισθημάτων των ανθρώπων του θεάματος. Και, πάνω απ΄ όλα, το δικαίωμα στη διαφορετικότητα. Και αυτό το στοίχημα πρέπει να κερδίσει ένας σκηνοθέτης αυτού του πράγματι επικίνδυνου παιχνιδιού.
(...)
Ο Σταμάτης Φασουλής ανέβασε φορτίο για άλλους πολλούς δυσβάσταχτο. Μετέφρασε, σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε. Ως μεταφραστής, μας έχει συνηθίσει σε εύστοχες λύσεις μεταφράζοντας δύσκολα και αινιγματώδη κείμενα. Αλλά και ως συγγραφέας της επιθεώρησης είναι μαέστρος του ακαριαίου, της ευθύβολης και φαρμακερής ατάκας και του πηγαίου γραπτού ρυθμού. Διασκεύασε σχεδόν το κείμενο, του έδωσε ελληνικό χρώμα χωρίς να υποκύψει σε ηθογραφικά κλισέ. Καμιά φτήνια, καμιά χυδαιότητα, κανένας ανοίκειος υπαινιγμός. Ως σκηνοθέτης στην τρίτη - αν δεν απατώμαι- ενασχόλησή του με το ξένο στην παράδοσή μας είδος, το μιούζικαλ, έδειξε πως κατέχει τα μυστικά του και έχει εκπορθήσει τις πλέον απόκρυφες θύρες του. Πάνω απ΄ όλα, όμως, γνωρίζει τη σοφή συνταγή των αναλογιών. Το μιούζικαλ, και ιδιαίτερα «Το κλουβί με τις τρελές», έχει αρκετά παρέμβλητα μέρη, φερτά, δεδομένου ότι διασκευάζει πρόζα με ενότητα αφήγησης. Τα χορευτικά σχεδόν ιντερμέδια πρέπει να ισοζυγιαστούν με την πρόζα και ιδίως με τις τραυματικές συγκρούσεις της τελευταίας πράξης. Και ο Φασουλής εκεί πέτυχε το ακατόρθωτο. Κέντησε με τα παρέμβλητα, γλέντησε με τα τραγούδια και απέσπασε από ένααφελές καθεαυτό- κείμενο δραματική ύλη σπάνια και βαθιά συγκινημένη ταραχή.

3 σχόλια:

erva_cidreira είπε...

Τα φύλα στο «Κλουβί»
Του Κώστα Γεωργουσόπουλου (Τα Νέα, 23/3/2009)

Ένα από τα πλέον γοητευτικά αλλά και αξιοπερίεργα για το μεγάλο κοινό θέματα, είναι ο κόσμος του θεάτρου
Αυτό το θέμα και η αναπαράσταση δικών με αμφιλεγόμενους κατηγορουμένους είναι από τα πλέον παραγωγικά και, τουλάχιστον ταμειακώς, επιτυχημένα. Πράγματι ο κόσμος του θεάτρου, των παρασκηνίων, των καλλιτεχνικών αντιζηλιών, των υπονομεύσεων, των μεταμορφώσεων, της εναλλαγής πραγματικής ζωής και φανταστικής, το κάμωμα και η ειλικρίνεια της τέχνης μέσω του ψεύδους της υποκριτικής και συνάμα του ψεύδους των υποκριτών της ζωής που αποκαλύπτονται από τη σκηνική αλήθεια και πειθώ, είναι τα όντως σαγηνευτικά στρατηγήματα που παγιδεύουν κάθε θεατή.

Ιδιαίτερα το πολυσύνθετο θέαμα που παρουσιάζει το καμπαρέ πάσης κατηγορίας, αφού συνδυάζει τη σάτιρα, τη μεταμόρφωση, τον χορό, το τραγούδι και την άμεση επικοινωνία με τον θεατή, είναι προσφιλές θέαμα για το μιούζικαλ που από την ειδική του φύση απαιτεί τα παραπάνω στοιχεία για την παραγωγή του.

«Το κλουβί με τις τρελές», έργο θεατρικό που μετεξελίχθηκε σε μιούζικαλ και ποικιλοτρόπως έκανε καριέρα στο θέατρο πρόζας, στο μουσικό προσκήνιο και στο σινεμά, είναι ένα έργο δαιμόνιο, γιατί οι μάγειροί του εξάντλησαν με σωστή και πιπεράτη δοσολογία τη συνταγή. Γιατί προσέθεσαν στα γοητευτικά στοιχεία των θεατρικών δρώμενων και την παρενδυσία, γνωστή και μη εξαιρετέα συνθήκη στην ιστορία του θεάτρου, από την αρχαιότητα έως σήμερα. Η παλιά καλή μου φοιτήτρια και τώρα συνάδελφος, Ειρήνη Μουντράκη, στο πράγματι εξόχως ενημερωμένο θεατρολογικά πρόγραμμα της παράστασης στο «Παλλάς» ξετινάζει ιστορικά το θέμα της μεταμορφωτικής παρενδυτικής παράδοσης.

Από τον Πενθέα των «Βακχών» έως τον Μνησίλοχο των «Θεσμοφοριαζουσών», έως την «Τούτσι», το «Μερικοί το προτιμούν καυτό» και έως τους γνωστούς σε εμάς τους παλιότερους «μεταμορφωτές» του ελληνικού θεάτρου, τον Χριστοδούλου, τον Ροτζάιρον, τους αδελφούς Μάνου.

Ο πρώτος συγγραφέας του πεζού θεατρικού έργου, ο Γάλλος Πουαρέ, συνέλαβε και ισορρόπησε πάνω σε τεντωμένο σκοινί έναν χαρακτήρα που σε πρώτο επίπεδο αναγιγνώσκεται ως τύπος της φάρσας (έχουμε ανάλογα του Λαμπίς και του Φεντό), αλλά πίσω από την επιφάνεια αποκαλύπτεται μια προσωπικότητα με βάθος αισθημάτων, τρυφερότητα και αξιοζήλευτη αυτογνωσία, παρ΄ ότι για την τρέχουσα λογική του μικροαστού είναι ένα τουλάχιστον υπαρξιακό παράδοξο. Πράγματι, ένας άνδρας αισθάνεται γυναίκα και αφοσιώνεται ως γυναίκα, σύζυγος και «μητέρα», ένα παρενδυτικό άτομο, που αντιποιείται φαινομενικά τη γυναικεία φύση, ασκεί το επάγγελμα του ντραγκ σόουμαν (κυριολεκτικώς σοουγούμαν) στο καμπαρέ, κλαμπ του συντρόφου του/της, που ενώ είναι συνειδητός ομοφυλόφιλος, «ατυχήσας» κάποτε έχει αποκτήσει και στρέιτ γιο!

Όλη η ίντριγκα του έργου, προτού περάσει στην αλαφράδα του μιούζικαλ, βασίζεται στα προβλήματα (καθαρή θεματική και πλοκή καραμπινάτου μπουλβάρ) υποδοχής των συντηρητικών γονέων της υποψήφιας συζύγου του γιου από το παράδοξο και παράξενο ζευγάρι.

Ο ρυθμός απαιτεί φάρσα και υπερβολή, ενώ στο βάθος ηχεί μια υπαρξιακή χορδή, που απαιτεί με τη σειρά της σεβασμό στις επιλογές ζωής του καθενός, αλλά και μια καθαρά μπρεχτική επαναστατική θέση. Γιατί ο Πουαρέ, και εν συνεχεία οι συντελεστές του μιούζικαλ (ο Χέρμαν και ο Φιερστάιν), επαναφέρουν από άλλο δρόμο τη θέση που υπερασπίζεται ο Μπρεχτ στον «Καυκασιανό κύκλο με την κιμωλία» (που εξ άλλου πολιτικοποιεί και διασκευάζει γερμανικό έργο του 19ου αιώνα). Εκεί ο μεγάλος Γερμανός υποστηρίζει πως ένα παιδί ανήκει όχι στη μάνα που το γέννησε, και πιθανόν το εγκατέλειψε, αλλά στη γυναίκα που το έσωσε και το μεγάλωσε. Ο παρενδυσίας σύζυγος-θετή μητέρα διεκδικεί το παιδί μιας γυναίκας που τυχαία το συνέλαβε και ποτέ της δεν το φρόντισε. Και το διεκδικεί όχι με νομικά επιχειρήματα, αλλά με μητρική στοργή, και φίλτρο, και λαχτάρα. Δύσκολες ισορροπίες.

Και γίνονται δυσκολότερες όταν το μιούζικαλ από τη λύση του μεγεθύνει τις αντιθέσεις και διαστέλλει τους τύπους και τους χαρακτήρες. Το μιούζικαλ που αναπαριστάνει μάλιστα τον κιτς χώρο των κλαμπ, του ντραγκ σόου και του καμπαρέ, με τις πούλιες, τα φτερά, τα ψιμύθια, την ψευτοκλοουνερί και το χάιδεμα του κοινού, που έρχεται εκ των πραγμάτων να ξεσκάσει και να ξεφαντώσει, κάνει δυσχερέστερη την αποκάλυψη των απωθημένων, των προσωπικών στιγμών και της ειλικρίνειας των αισθημάτων των ανθρώπων του θεάματος. Και, πάνω απ΄ όλα, το δικαίωμα στη διαφορετικότητα. Και αυτό το στοίχημα πρέπει να κερδίσει ένας σκηνοθέτης αυτού του πράγματι επικίνδυνου παιχνιδιού.
ΙΝFΟ
«Το κλουβί με τις τρελές».
Στο Παλλάς (Βουκουρεστίου 5. Τηλ. 210.3213100)

Σαν καλλιεργημένο μαργαριταράκι

Ο Σταμάτης Φασουλής δίδαξε με μέτρο τους ρόλους και απέσπασε γνήσια υποκριτικά προϊόντα. Ο Γιάννης Μπέζος αναδεικνύεται για άλλη μια φορά μια μείζων υποκριτική οντότητα. Τι λιτότητα, τι χιούμορ, τι μέτρο, τι πλασάρισμα ατάκας και τι φωνή!! Ο Μπεγνής στην καλύτερή του εμφάνιση, η Φαραζή ανερχόμενη ενζενί, χωρίς μανιέρα.

Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς έφτιαξε μια έξοχη καρικατούρα επαγγελματία ηθικολόγου και θεομπαίχτη, με διαλεγμένα υλικά. Η Σεμπεκοπούλου πάντα ακριβής στη διαγραφή με βαθιές εγχαράξεις της γελοιογραφίας μιας μικροαστής. Ο Κατσαφάδος υπερβολικός, όσο κι αν χρησιμοποιήθηκε ως γελοίος αντίποδας της φιγούρας που έπλασε ο Φασουλής. Α! Ο Φασουλής! Τα περάσματά του από το δημόσιο προσωπείο στο ιδιωτικό πρόσωπο, οι μεταβάσεις του από την ανδρική περσόνα στη γυναικεία και κυρίως στη μητρική λαχτάρα, οι ακαριαίες μεταλλάξεις ρυθμών, οι φωτοσκιάσεις αφέλειας, υποψίας και απελπισίας, συγκρότησαν ένα σπάνιο υποκριτικό κατόρθωμα, σαν καλλιεργημένο μαργαριταράκι.

Ο Γαβαλάς μετέτρεψε τις δυνατότητες της σκηνής του «Παλλάς» σε μαγεία και χλιδή. Η Ντένη Βαχλιώτη, με τα εκατοντάδες κοστούμια της, αναδεικνύεται πλέον κυρίαρχη στον χώρο της ενδυματολογίας, ποιητικώ δικαιώματι. Ο Παπάζογλου κάνει θαύματα, χορογραφώντας- κατά την ταπεινή μου γνώμη- το καλύτερο χορευτικό κόρπους που έχουμε ποτέ απολαύσει στην Ελλάδα.

Η ζωντανή ορχήστρα με μαέστρο τον Πρίφτη συμπληρώνει μια μεγάλη και γενναιόδωρη παραγωγή της Ελληνικής Θεαμάτων. Η Νέλλη Γκίνη, νότα και παρουσία νοσταλγίας από το ένδοξο παρελθόν.


Πέτυχε το ακατόρθωτο

Ο Σταμάτης Φασουλής ανέβασε φορτίο για άλλους πολλούς δυσβάσταχτο. Μετέφρασε, σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε. Ως μεταφραστής, μας έχει συνηθίσει σε εύστοχες λύσεις μεταφράζοντας δύσκολα και αινιγματώδη κείμενα. Αλλά και ως συγγραφέας της επιθεώρησης είναι μαέστρος του ακαριαίου, της ευθύβολης και φαρμακερής ατάκας και του πηγαίου γραπτού ρυθμού. Διασκεύασε σχεδόν το κείμενο, του έδωσε ελληνικό χρώμα χωρίς να υποκύψει σε ηθογραφικά κλισέ. Καμιά φτήνια, καμιά χυδαιότητα, κανένας ανοίκειος υπαινιγμός. Ως σκηνοθέτης στην τρίτη - αν δεν απατώμαι- ενασχόλησή του με το ξένο στην παράδοσή μας είδος, το μιούζικαλ, έδειξε πως κατέχει τα μυστικά του και έχει εκπορθήσει τις πλέον απόκρυφες θύρες του. Πάνω απ΄ όλα, όμως, γνωρίζει τη σοφή συνταγή των αναλογιών. Το μιούζικαλ, και ιδιαίτερα «Το κλουβί με τις τρελές», έχει αρκετά παρέμβλητα μέρη, φερτά, δεδομένου ότι διασκευάζει πρόζα με ενότητα αφήγησης. Τα χορευτικά σχεδόν ιντερμέδια πρέπει να ισοζυγιαστούν με την πρόζα και ιδίως με τις τραυματικές συγκρούσεις της τελευταίας πράξης. Και ο Φασουλής εκεί πέτυχε το ακατόρθωτο. Κέντησε με τα παρέμβλητα, γλέντησε με τα τραγούδια και απέσπασε από ένααφελές καθεαυτό- κείμενο δραματική ύλη σπάνια και βαθιά συγκινημένη ταραχή.

tsok είπε...

χμμμμμμ...
βρε μπας να τα σκάσουμε τα -άντα και βάλε ευρώ και να το δούμε;

erva_cidreira είπε...

Ξέρεις, το καλύτερό μου σ' αυτές τις παραστάσεις είναι να παρατηρώ τους διάσπαρτους στην πλατεία γκέι να γελάνε σε τελείως, μα τελείως διαφορετικά σημεία από το υπόλοιπο κοινό.
Και μόνο γι' αυτήν την "εμπειρία" εγώ λέω να πάω.