20.11.13

Η ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ



Η πρώτη φορά
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου (epohi.gr, 18/11/2013)
Θα α­να­φερ­θού­με σε μία α­μνη­μό­νευ­τη “πρώ­τη φο­ρά” του δη­μό­σιου βίου του Καβάφη, α­θη­νο­κε­ντρι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Μπαίνουμε σε πει­ρα­σμό να σχολιάσουμε το πό­τε εμ­φα­νί­στη­κε για “πρώ­τη φο­ρά” στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο το ό­νο­μα Κα­βά­φης και πό­σες φο­ρές α­κο­λού­θη­σαν, πριν ο ί­διος α­φι­χθεί στην α­πο­βά­θρα του Πει­ραιά στις 3 Ιουν. 1901. Το ε­πώ­νυ­μο, με το μι­κρό ό­νο­μα ο­λο­γρά­φως και το εν­διά­με­σο αρ­χι­κό Φ, πα­ρου­σιά­στη­κε στις 30 Μαρ. 1891, σε άρ­θρο με τίτ­λο «Τα Ελγί­νεια Μάρ­μα­ρα». Την προ­η­γού­με­νη, 29 Μαρ., στο τεύ­χος της 10ης Απρ. (σύμ­φω­να με το νέο η­με­ρο­λό­γιο που ί­σχυε στην Αί­γυ­πτο –πα­γί­δα για τους βι­βλιο­γρά­φους του Κα­βά­φη) τρί­γλωσ­σου δε­κα­πεν­θή­με­ρου πε­ριο­δι­κού της Αλε­ξάν­δρειας, εί­χε δη­μο­σιευ­θεί άρ­θρο στα αγ­γλι­κά, με τίτ­λο «Give back the Elgin Marbles» και την υ­πο­γρα­φή C. F. Cavafy. Το δυο κεί­με­να πα­ρου­σιά­ζουν μι­κρές δια­φο­ρές, ε­νώ αλ­λά­ζει η τε­λευ­ταία πα­ρά­γρα­φος, η ο­ποία στην ελ­λη­νι­κή εκ­δο­χή γί­νε­ται κα­τα­φα­νώς ει­ρω­νι­κή. Στις 29 Απρ., υ­πήρ­ξε συ­νέ­χεια του ελ­λη­νό­γλωσ­σου άρ­θρου με έ­να δεύ­τε­ρο, «Νεώ­τε­ρα πε­ρί των Ελγι­νείων μαρ­μά­ρων». Το έ­ντυ­πο δη­μο­σίευ­σης αμ­φο­τέ­ρων εί­ναι η α­θη­ναϊκή ε­φη­με­ρί­δα «Η Εθνι­κή», για την ο­ποία οι σχε­τι­κές πη­γές δεν δί­νουν κα­θό­λου στοι­χεία. Πρό­κει­ται για κα­θη­με­ρι­νή ε­φη­με­ρί­δα, χω­ρίς κυ­ρια­κά­τι­κο φύλ­λο, που κυ­κλο­φό­ρη­σε μέ­σα στη διε­τία 1890-1891. Πι­θα­νώς, α­νή­κε στην οι­κο­γέ­νεια που ε­ξέ­δι­δε την α­λε­ξαν­δρι­νή ε­φη­με­ρί­δα «Τη­λέ­γρα­φος».
Εντός του 1891, στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο υ­πάρ­χουν δυο α­να­φο­ρές σε άλ­λα μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας Κα­βά­φη, ε­νώ η ε­πό­με­νη στον ί­διον πα­ρου­σιά­στη­κε στις 30 Σεπ. του ι­δίου έ­τους. Εμφα­νί­ζε­ται στη στή­λη «Συ­ζη­τή­σεις» του πε­ριο­δι­κού «Αττι­κόν Μου­σείον», που ε­ξέ­δι­δε ο λό­γιος Σκο­πε­λί­της Νι­κό­λα­ος Γ. Ιγγλέ­σης. Πρό­κει­ται για α­πά­ντη­ση του πε­ριο­δι­κού στην α­πο­στο­λή ποιή­μα­τος προς δη­μο­σίευ­ση. Σύ­ντο­μη αλ­λά με α­ξιο­λο­γι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις, α­πο­τε­λεί την πρώ­τη κρι­τι­κή μνεία για τον Κα­βά­φη. Η εν λό­γω στή­λη εί­ναι α­νυ­πό­γρα­φη, αλ­λά υ­πάρ­χουν ι­κα­νές εν­δεί­ξεις ό­τι υ­πεύ­θυ­νος ή­ταν ο 29χρο­νος τό­τε Ιωάν­νης Πο­λέ­μης. Ήδη α­να­γνω­ρι­σμέ­νος ποιη­τής, μό­λις εί­χε ε­πι­στρέ­ψει α­πό το Πα­ρί­σι, ό­που πα­ρα­κο­λού­θη­σε για δυο χρό­νια μα­θή­μα­τα Ιστο­ρίας της Τέ­χνης και Αι­σθη­τι­κής. Οι α­πα­ντή­σεις της στή­λης έ­χουν τον γαλ­λι­κό αέ­ρα του θεω­ρη­τι­κού πε­ρί τα λο­γο­τε­χνι­κά. Ενδει­κτι­κή η α­πά­ντη­ση στον Κα­βά­φη: Το ποίη­μά σας “θα ή­το ί­σως ω­ραιό­τε­ρον αν δεν ε­κά­μνε­τε τό­σην κα­τά­χρη­σιν του συ­στή­μα­τος ε­κεί­νου της γαλ­λι­κής στι­χουρ­γίας τού να με­τα­βαί­νω­σιν αι προ­τά­σεις α­πό του ε­νός στί­χου εις τον έ­τε­ρο­ν”. Η στή­λη ξε­κι­νά στο τεύ­χος της 15ης Ιουλ. 1891, ταυ­τό­χρο­να με την α­να­γρα­φή του ο­νό­μα­τος του Πο­λέ­μη στο ε­ξώ­φυλ­λο με την ι­διό­τη­τα του συν­διευ­θυ­ντή. Εί­ναι το ε­ναρ­κτή­ριο τεύ­χος του τέ­ταρ­του έ­τους της δεύ­τε­ρης πε­ριό­δου, ό­που ο Ιγγλέ­σης α­πο­φά­σι­σε αλ­λα­γές. Μείω­σε τη συ­χνό­τη­τα κυ­κλο­φο­ρίας του, α­πό τρεις φο­ρές το μή­να σε δύο και πή­ρε ε­ταί­ρο τον Πο­λέ­μη, α­να­θέ­το­ντάς του “την ευ­θύ­νη και την διεύ­θυν­ση της ύ­λης”. Πά­ντως, ο Κα­βά­φης δεν συ­γκρά­τη­σε το ό­νο­μά του. Κα­τά τη συ­νά­ντη­σή τους στην Αθή­να, σε ε­κεί­νο το πρώ­το τα­ξί­δι του, α­πο­ρεί που ο Πο­λέ­μης τον γνώ­ρι­ζε κα­τ’ ό­νο­μα. Ενώ, καί­τοι μό­λις με­ρι­κούς μή­νες με­γα­λύ­τε­ρός του, τον υ­πο­λο­γί­ζει για ε­ξη­ντά­ρη. Πα­ρα­τη­ρή­σεις που α­πο­κα­λύ­πτουν τι πρό­σε­χε και με ποιόν τρό­πο.
Στο ε­πό­με­νο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού, στις 15 Οκτ. 1891, σε μη πε­ρίο­πτη θέ­ση, δη­μο­σιεύ­τη­κε το πρώ­το ποίη­μα του Κα­βά­φη σε α­θη­ναϊκό έ­ντυ­πο, «Κτί­σται». Το ποίη­μα θα α­πο­τε­λέ­σει και το πρώ­το μο­νό­φυλ­λο του Κα­βά­φη, χω­ρίς χρο­νο­λο­γία ε­κτύ­πω­σης. Ο Σαβ­βί­δης πι­θα­νο­λο­γεί ό­τι το έ­φε­ρε ο εν­θου­σια­σμός της ευ­νοϊκής α­πά­ντη­σης εξ Αθη­νών, το­πο­θε­τώ­ντας την ε­κτύ­πω­ση πριν τη δη­μο­σίευ­ση του ποιή­μα­τος. Στη Βι­βλιο­γρα­φία Δα­σκα­λό­που­λου, με βά­ση ι­διό­χει­ρη χρο­νο­λό­γη­ση του Κα­βά­φη σε σω­ζό­με­νο α­ντί­τυ­πο, το­πο­θε­τεί­ται Σεπ. 1892. Αν α­πο­δε­χθού­με τη δεύ­τε­ρη χρο­νο­λό­γη­ση, η ε­πι­λο­γή του ποιή­μα­τος για το πρώ­το μο­νό­φυλ­λο α­πο­κτά α­ξιο­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα, κα­θώς, εν­δια­μέ­σως, έ­χουν δη­μο­σιευ­τεί α­κό­μη τρία ποιή­μα­τά του σε α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα. Διό­λου, ό­μως, α­πί­θα­νο, το χρο­νο­λο­γη­μέ­νο α­ντί­τυ­πο να προέρ­χε­ται α­πό δεύ­τε­ρο “τρά­βηγ­μα”.  Το δεύ­τε­ρο ποίη­μα, «Λό­γος και σι­γή», δη­μο­σιεύ­τη­κε στις 15 Ιαν. 1892, στρι­μωγ­μέ­νο κά­τω α­πό ια­τρι­κής φύ­σεως άρ­θρο, και μό­νο το τρί­το, «Σα­μ-ε­λ-Νε­σίμ», στις 29 Φεβ. 1892, α­πλώ­νε­ται σε σε­λί­δα. Στις «Συ­ζη­τή­σεις» δεν υ­πάρ­χει άλ­λη α­να­φο­ρά, ού­τε στο πε­ριο­δι­κό άλ­λο ποίη­μα. Όχι λό­γω δυ­σα­ρέ­σκειας του Κα­βά­φη, αλ­λά για­τί το πε­ριο­δι­κό, με­τά δυο τεύ­χη, ε­ξέ­πνευ­σε. Πα­ρα­δό­ξως, στο λήμ­μα της «Εγκυ­κλο­παί­δειας του Ελλη­νι­κού Τύ­που», δεν συ­γκρα­τεί­ται αυ­τή η πρώ­τη εμ­φά­νι­ση Κα­βά­φη στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο.
Το κα­λο­καί­ρι του 1892, ο ποιη­τής δο­κι­μά­ζει την τύ­χη του σε έ­να δεύ­τε­ρο α­θη­ναϊκό πε­ριο­δι­κό. Επέ­λε­ξε το προ διε­τίας ι­δρυ­θέν «Η Φύ­σις»  του Φρα­γκί­σκου Μ. Πρί­ντε­ζη, ι­διο­κτή­τη ε­νός α­πό τα τρία γνω­στά τσι­γκο­γρα­φεία της ε­πο­χής. Ενδια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει η αλ­λη­λο­γρα­φία του Κα­βά­φη με το πε­ριο­δι­κό, ό­πως ει­κά­ζε­ται α­πό τις α­πα­ντή­σεις της Σύ­ντα­ξης. Το α­νά­λα­φρα πε­ρι­παι­κτι­κό ύ­φος τους πα­ρα­πέ­μπει στον εκ­δό­τη, που κα­λύ­πτει με κεί­με­νά του με­γά­λο μέ­ρος της ύ­λης. Στο πε­ριο­δι­κό, δη­μο­σιεύ­θη­καν τέσ­σε­ρα ποιή­μα­τα, ε­νώ εί­χε α­πο­στεί­λει του­λά­χι­στον πέ­ντε. Αρχι­κά η α­πά­ντη­ση εί­ναι στε­ρεό­τυ­πη, “ε­πι­στο­λή με­τά ποιη­μα­τίου ε­λή­φθη­σα­ν”. Με­τά τη δη­μο­σίευ­ση του πρώ­του ποιή­μα­τος, «Αοι­δός», στις 15 Αυγ. 1892, η α­πά­ντη­ση παίρ­νει παι­γνιώ­δη χα­ρα­κτή­ρα για να έρ­θει στο ψα­χνό: “Επι­στο­λή και «Βακ­χι­κόν» ε­λή­φθη­σαν και μο­λο­νό­τι δεν εί­με­θα φί­λοι του, μας ή­ρε­σε, α­φού χύ­νει χα­ράν και έ­παρ­σιν εν τω δη­λη­τη­ρίω. Αλλά εγ­γρά­φε­τέ μας και κα­νέ­να συν­δρο­μη­τή να δια­λύη και τα δη­λη­τή­ρια της δη­μο­σιο­γρα­φίας.” Το ποίη­μα δη­μο­σιεύ­τη­κε με­τά τρία φύλ­λα, στις 15 Νοε. και ο Κα­βά­φης α­πέ­στει­λε έ­να α­κό­μη. Αυ­τή τη φο­ρά, η α­πά­ντη­ση, στις 24 Ιαν. 1893, θέ­τει ευ­θέως το ζη­τού­με­νο: “Επι­στο­λή και ποίη­μα­τιον ε­λή­φθη­σαν. Έχει κα­λώς. Συν­δρο­μη­τάς δεν ε­λά­βο­μεν έ­τι. Ανα­μέ­νο­μεν τι­νάς.” Αυ­τό το “ποιη­μά­τιο­ν” θα πρέ­πει να εί­ναι το «Vulnerant omnes, ultima necat», που πα­ρου­σιά­στη­κε στις 28 Φεβ. Τα­κτι­κός ο Κα­βά­φης, έ­στει­λε τη συν­δρο­μή του για το τέ­ταρ­το έ­τος που άρ­χι­ζε τον Απρ., αλ­λά με­τά πα­ρα­πό­νων. Στις 20 Ιουν., τον πλη­ρο­φο­ρούν ό­τι έ­λα­βαν έ­να α­κό­μη “ποιη­μά­τιο­ν”, ε­πα­να­λαμ­βά­νο­ντας ό­τι α­να­μέ­νουν συν­δρο­μη­τές. Πρό­κει­ται για το «Κα­λός και κα­κός και­ρός», που δη­μο­σιεύ­τη­κε στις 5 Σεπ.
Στον πέ­μπτο χρό­νο, α­πό την 1η Μαΐ. μέ­χρι τις 23 Οκτ. 1894, ο Πρί­ντε­ζης δη­μο­σίευ­σε σε συ­νέ­χειες τις “α­να­μνή­σεις” του α­πό τα­ξί­δι, που έ­κα­νε ε­κεί­νη την πε­ρίο­δο στην Αί­γυ­πτο. Όπως πλη­ρο­φο­ρεί, σκο­πός του τα­ξι­διού δεν ή­ταν να γνω­ρί­σει τη χώ­ρα αλ­λά τους συν­δρο­μη­τές του πε­ριο­δι­κού, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει “τους πο­λυ­πλη­θέ­στε­ρους και φι­λο­μου­σό­τε­ρους”. Η κα­τα­κλεί­δα της σχέ­σης Κα­βά­φη-Πρί­ντε­ζη βρί­σκε­ται στην τε­λευ­ταία συ­νέ­χεια των “α­να­μνή­σεω­ν”. Γρά­φει πως “τον γνώ­ρι­σε προ­σω­πι­κώς απ’ αρ­χής της εις Αλε­ξάν­δρεια α­πο­βι­βά­σεώς του”, αλ­λά δεν τον α­νέ­φε­ρε νω­ρί­τε­ρα “ό­πως σχη­μα­τί­σει τε­λείαν πε­ρί αυ­τού γνώ­μη”. Ωστό­σο, τον πε­ρι­γρά­φει με τα κα­λύ­τε­ρα λό­για, προ­σθέ­το­ντας ό­τι “κα­τά την τε­λευ­ταίαν στιγ­μή του έ­σφιγ­γε την χεί­ρα και ηύ­χε­το τα­χέως να τον έ­βλε­πε”. Πε­ριέρ­γως, ο Κα­βά­φης άλ­λο “ποιη­μά­τιον” δεν έ­στει­λε, ε­νώ  το πε­ριο­δι­κό μα­κρο­η­μέ­ρευ­σε. Για δυο και πλέ­ον χρό­νια, δεν ε­ντο­πί­ζε­ται ποίη­μά του σε α­θη­ναϊκό έ­ντυ­πο.
Στην τριε­τία 1894-1896, δη­μο­σιεύει ποιή­μα­τα κά­θε χρό­νο και σε έ­να δια­φο­ρε­τι­κό έ­ντυ­πο της Αλε­ξάν­δρειας, στο ο­ποίο δεν ε­πα­νεμ­φα­νί­ζε­ται αρ­γό­τε­ρα: τον πρώ­το, στον μο­να­δι­κό τό­μο του «Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νου Αι­γυ­πτια­κού Ημε­ρο­λογίου του έ­τους 1895» του Γ. Β. Τσο­κό­που­λου, τον δεύ­τε­ρο, στο βρα­χύ­βιο πε­ριο­δι­κό «Ει­κο­στός Αιών» που εί­χε ξε­κι­νή­σει ε­κεί­νο το έ­τος με διευ­θυ­ντή τον Τσο­κό­που­λο, και τον τρί­το, στο πε­ριο­δι­κό «Κό­σμος» του Αι­γυ­πτιώ­τη Γιάν­νη Γκί­κα και του Κερ­κυ­ραίου Ιωάν­νη Ζερ­βού, που ε­πί­σης μό­λις εί­χε ξε­κι­νή­σει. Τον τρί­το, ό­μως, χρό­νο ε­πα­νεμ­φα­νί­ζε­ται με ποιή­μα­τα σε δυο α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα, χά­ρις στους εκ­δό­τες των α­λε­ξαν­δρι­νών πε­ριο­δι­κών. Το πρώ­το εί­ναι η ε­φη­με­ρί­δα «Το Άστυ», με διευ­θυ­ντή τον Δη­μή­τρη Κα­κλα­μά­νο, ό­που α­να­δη­μο­σιεύ­τη­κε α­πό το πε­ριο­δι­κό «Κό­σμος» το ποίη­μα «Ωδή και ε­λε­γεία των ο­δών», στις 6 Μαϊ., δη­λα­δή εί­κο­σι μέ­ρες με­τά την πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση. Ενώ, στις 13 Οκτ., δη­μο­σιεύ­τη­κε και έ­να δεύ­τε­ρο, το «Μνή­μη». Πι­θα­νό­τε­ρος σύν­δε­σμος ο Ζερ­βός, που έ­χει στε­νές σχέ­σεις με τον δη­μο­σιο­γρα­φι­κό κό­σμο της Αθή­νας και τον Κα­κλα­μά­νο. Στο πρώ­το ποίη­μα εμ­φα­νί­ζε­ται στην υ­πο­γρα­φή για τε­λευ­ταία φο­ρά το εν­διά­με­σο αρ­χι­κό Φ. Θα πε­ρά­σουν κο­ντά τέσ­σε­ρα χρό­νια μέ­χρι να α­ντι­κα­τα­στα­θεί α­πό το γνω­στό Π. Το δεύ­τε­ρο έ­ντυ­πο εί­ναι η ε­βδο­μα­διαία ε­πι­θεώ­ρη­ση «Τα Ολύ­μπια», ό­που ο Τσο­κό­που­λος δη­μο­σιεύει σε τέσ­σε­ρις συ­νέ­χειες τις «Αι­γυ­πτια­κές α­να­μνή­σεις» του. Στην τε­λευ­ταία α­πό αυ­τές, α­να­φέ­ρει ε­γκω­μια­στι­κά τον Κα­βά­φη, πα­ρα­θέ­το­ντας και κα­βα­φι­κό ποίη­μα. Εί­ναι αυ­τό που δη­μο­σίευ­σε προ­η­γου­μέ­νως στο Ημε­ρο­λό­γιο του 1895.
Στα τέ­λη του 1897, ο Κα­βά­φης δη­μο­σιεύει σε δυο α­κό­μη α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα. Στην ε­φη­με­ρί­δα «Νε­ο­λό­γος» του Σταύ­ρου Βου­τυ­ρά, που, εκ­διω­χθείς α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, εί­χε με­τα­φέ­ρει α­πό τον Σεπ. την ε­φη­με­ρί­δα του στην Αθή­να. Η φι­λία του Βου­τυ­ρά με τον παπ­πού του Κα­βά­φη Γεωρ­γά­κη Φω­τιά­δη έ­φε­ρε τη δη­μο­σίευ­ση του ποιή­μα­τος, «Η αρ­χαία τρα­γω­δία», στις 7 Δεκ., κο­ντά δυο χρό­νια με­τά το θά­να­το του Φω­τιά­δη. Το δεύ­τε­ρο έ­ντυ­πο εί­ναι το «Εθνι­κόν Ημε­ρο­λό­γιον» του Κων­στα­ντί­νου Φ. Σκό­κου, στο ο­ποίο, ε­πί έ­ντε­κα χρό­νια, δη­μο­σίευε σε κά­θε τό­μο έ­να ή δυο ποιή­μα­τα. Εκτός α­πό τον πρώ­το τό­μο, του 1898, που κυ­κλο­φο­ρεί τέ­λος 1897, ως εί­θι­σται με τα ε­τή­σια η­με­ρο­λό­για, ό­που δη­μο­σιεύει τρία ποιή­μα­τα. Από αυ­τά τα δυο, «Τα ά­λο­γα του Αχιλ­λέως» και «Ένας γέ­ρος», εί­ναι τα πρώ­τα μη α­πο­κη­ρυγ­μέ­να που ο Κα­βά­φης δη­μο­σίευ­σε σε έ­ντυ­πο. Ως το πρώ­το, ω­στό­σο, δη­μο­σιευ­μέ­νο α­πό τα ποιή­μα­τα “του κα­νό­να”, φέ­ρε­ται το «Τεί­χη», που κυ­κλο­φό­ρη­σε μα­ζί με την αγ­γλι­κή με­τά­φρα­ση σε μο­νό­φυλ­λο. Δε­δο­μέ­νου ό­τι το μο­νό­φυλ­λο εί­ναι α­χρο­νο­λό­γη­το, με μό­νες α­να­γρα­φό­με­νες η­με­ρο­μη­νίες, εκείνες της γρα­φής του ποιή­μα­τος και της με­τά­φρα­σής του, στις 16 Ιαν. 1897, μέ­νει ζη­τού­με­νο το πό­τε κυ­κλο­φό­ρη­σε. Στους ε­πό­με­νους τρεις τό­μους του Ημε­ρο­λο­γίου του Σκό­κου, μέ­χρι α­φί­ξεώς του στην Αθή­να, δη­μο­σίευ­σε: δυο στον τό­μο του 1899, το «Η κη­δεία του Σαρ­πη­δό­νος» μη α­πο­κη­ρυγ­μέ­νο, έ­να στον ε­πό­με­νο, τα «Κε­ριά», ε­πί­σης μη α­πο­κη­ρυγ­μέ­νο, και έ­να α­πο­κη­ρυγ­μέ­νο στον με­θε­πό­με­νο.
Σε αυ­τήν την πρώ­τη α­θη­ναϊκή πε­ρίο­δο, ο Κα­βά­φης α­ντι­με­τω­πί­στη­κε στην πρω­τεύου­σα ως πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος. Ωστό­σο, εί­ναι προ­φα­νές ό­τι ο ί­διος δί­νει προ­τε­ραιό­τη­τα στις α­θη­ναϊκές δη­μο­σιεύ­σεις. Δη­μο­σίευ­σε σε ε­πτά α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα –τρεις ε­φη­με­ρί­δες, τρία πε­ριο­δι­κά και έ­να η­με­ρο­λό­γιο– δυο πε­ζά και 18 ποιή­μα­τα, τα δε­κα­τέσ­σε­ρα σε πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση ε­πί συ­νό­λου 26 ποιη­μά­των. Ενώ, α­πό τα ε­πτά συ­νο­λι­κά πρω­το­δη­μο­σιευ­μέ­να “του κα­νό­να”, τα τέσ­σε­ρα εί­ναι στο Ημε­ρο­λό­γιο του Σκό­κου, δυο σε μο­νό­φυλ­λα και μό­λις έ­να σε α­λε­ξαν­δρι­νό έ­ντυ­πο. Όσο για το ό­νο­μά του, με το Κων­στα­ντί­νος ο­λο­γρά­φως, εμ­φα­νί­ζε­ται στα δυο ελ­λη­νό­γλωσ­σα πε­ριο­δι­κά της Λει­ψίας (Έσπε­ρος - Κλειώ) και στα δυο πρώ­τα α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα (εφ. Εθνι­κή - Αττι­κόν Μου­σείον). Η α­ντα­πό­κρι­ση δεί­χνει πε­νι­χρή. Με­τρά­με: την ευ­νοϊκή κρί­ση του Πο­λέ­μη, τις α­να­φο­ρές στις “α­να­μνή­σεις” Τσο­κό­που­λου - Πρί­ντε­ζη και το εκ­θεια­στι­κό προοί­μιο του Σκό­κου για το κα­λω­σό­ρι­σμα στο Ημε­ρο­λό­γιό του.
Μή­πως γι’ αυ­τό α­πο­φα­σί­ζει το πρώ­το τα­ξί­δι στην Αθή­να; Το η­με­ρο­λό­γιο ε­κεί­νου του τα­ξι­διού δεν δεί­χνει κά­τι σχε­τι­κό. Οι μό­νες προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νες ε­πι­σκέ­ψεις εί­ναι στον Σκό­κο και τον εκ­δό­τη του πε­ριο­δι­κού «Πα­να­θή­ναια» Κί­μω­να Μι­χα­η­λί­δη. Τις έ­κα­νε μό­λις έ­φθα­σε. Δεν βρή­κε τον Μι­χα­η­λί­δη, αλ­λά ά­φη­σε να πε­ρά­σει έ­να ει­κο­σαή­με­ρο πριν ξα­να­προ­σπα­θή­σει. Στη δεύ­τε­ρη ε­πί­σκε­ψη, στα γρα­φεία του πε­ριο­δι­κού, γνώ­ρι­σε τον Ξε­νό­που­λο. Τυ­χαία η συ­νά­ντη­σή τους ό­πως και η γνω­ρι­μία με τον Πο­λέ­μη, μό­νο που αυ­τός τον κα­τέ­κτη­σε με το ζα­κύν­θιο τα­μπε­ρα­μέ­ντο του. Τη σχέ­ση του με τον Ξε­νό­που­λο, την α­να­συ­νέ­θε­σε σε βι­βλιά­ριο ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, μη φει­δό­με­νος ει­ρω­νι­κών νύ­ξεων για τις προ­θέ­σεις και την τα­κτι­κή του Ξε­νό­που­λου. Εκεί­νος, πά­ντως, με το άρ­θρο του στα «Πα­να­θή­ναια», στις 30 Νοε. 1903, πα­ρό­τι αρ­γο­πο­ρη­μέ­νο και πα­ρα­κι­νού­με­νο και α­πό τη δεύ­τε­ρη ε­πί­σκε­ψη του Κα­βά­φη κα­τά το ε­πό­με­νο τα­ξί­δι του, ε­ξα­σφά­λι­σε τον τίτ­λο του “πα­τε­ντα­ρι­σμέ­νου προ­φή­τη” του, κα­τά την έκ­φρα­ση του Σαβ­βί­δη.
“Ιστο­ρι­κό” χα­ρα­κτη­ρί­ζουν το άρ­θρο του, ό­πως και ε­κεί­νο του Φόρ­στερ 15 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, κα­θώς αμ­φό­τε­ρα συ­νι­στούν την πρώ­τη κρι­τι­κή πα­ρου­σία­ση του Κα­βά­φη στο ελ­λη­νό­γλωσ­σο και το αγ­γλό­γλωσ­σο κοι­νό α­ντι­στοί­χως. Πα­ρα­κά­μπτουν, ό­μως, την αλ­λα­γή της στά­σης τους. Ιδίως του Ζα­κύν­θιου, που δεν άρ­γη­σε να εκ­δη­λω­θεί. Τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν αρ­χί­ζουν τα σκω­πτι­κά σχό­λια των δη­μο­τι­κι­στών, ε­λίσ­σε­ται δι­πλω­μα­τι­κά. Συμ­φω­νεί ου­σια­στι­κά μα­ζί τους, πως το ποίη­μα «Ο Βα­σι­λεύς Δη­μή­τριος» εί­ναι “φρι­κτό”, αλ­λά ε­πι­μέ­νει ό­τι έ­χει γρά­ψει και πέ­ντε-έ­ξι “έμ­μορ­φα”. Στο πρό­σφα­το α­φιέ­ρω­μα στον Κα­βά­φη του πε­ριο­δι­κού «Το Δέ­ντρο», η Μ. Στα­σι­νο­πού­λου κρα­τά μό­νο τον έ­παι­νο για να δεί­ξει τη “με­γα­λο­σύ­νη” του Κα­βά­φη. Δη­μο­σιο­σχε­σί­της ο Ξε­νό­που­λος, ό­ταν ε­παι­νεί τον ά­γνω­στο Κα­βά­φη, ε­πι­ζη­τά να ε­ντυ­πω­σιά­σει. Όταν, ό­μως, το main stream αρ­χί­ζει τον πό­λε­μο, α­να­δι­πλώ­νε­ται. Επα­νέρ­χε­ται αρ­γό­τε­ρα για να διεκ­δι­κή­σει τη θέ­ση του πρώ­του α­πο­στό­λου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: