29.1.09

ΣΕΡΓΚΕΪ ΕΣΕΝΙΝ: ΑΝΤΙΟ

Image Hosted by ImageShack.us
Anatoly Mariengof and Sergei Esenin
According to biographers, Sergei Esenin and Anatoly Mariengof (1897-1962)
had a "legendary passionate friendship" that lasted 3 years. Karlinsky argues
that Esenin's best love poetry is that addressed to men.

Αντίο*
.
Αντίο, φίλε μου, αντίο!
Σε έχω μέσα στην καρδιά,
Και ο αυριανός μας χωρισμός
Υπόσχεται συνάντηση στο μέλλον.
.
Φίλε μου, χαίρε, χωρίς αγκαλιά ,
Να μην μελαγχολείς σε ικετεύω.
Δεν είναι είδηση να φύγεις από τη ζωή
Μα και να ζεις δεν είναι κάτι νέο.
.
Σεργκέι Εσένιν /Ρωσία
Μετάφραση: Γιώργος Σοϊλεμετζίδης
* Οι τελευταίοι στίχοι του ποιητή

3 σχόλια:

erva_cidreira είπε...

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΣΕΡΓΚΕΪ ΓΙΕΣΕΝΙΝ

(Από τη Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία της Ρίτας Μπούμη-Παππά)

Μεγάλος Ρώσος ποιητής. Γεννήθηκε το 1895 στο χωριό Κωνσταντίνοβο, του Ρατζάν, νότιας περιοχής της Μεγάλης Ρωσίας, οι πληθυσμοί της οποίας είναι ονομαστοί σαν καθαρόαιμοι και ωραίοι: Ψηλόκορμοι, με καθαρό δέρμα και κατάξανθα μαλλιά και γένια, δίνουν την εικόνα του Σλάβου Χριστού. Απ’ αυτή τη γη και τη ράτσα, βγήκε ένας ολόξανθος και αγένειος νέος, για να κομίσει ένα γλυκό και παράξενο μήνυμα σαν ένας αγρότης αρχάγγελος. Του έδωσαν το όνομα ενός μεγάλου Ρώσου αγίου: Σέργιος. Ο πατέρας του Αλέξανδρος, παρατώντας τα χωράφια, όπως πολλοί έκαναν, πήγε στη Μόσχα και μπήκε υπάλληλος σε ένα κρεοπωλείο. Η μητέρα του μπήκε υπηρέτρια σ’ ένα σπίτι του Ρατζάν και το μικρό Σεργκέι, τον κράτησαν οι γονείς της μητέρας του στο χωριό. Πλάι στους γέρους μυήθηκε στη ρωσική πίστη, στα προσκυνήματα στα κοντινά μοναστήρια με τη γιαγιά του κι άκουε μ’ ευφροσύνη τις διηγήσεις τους για ζωή ερημιτών και αγίων. Δώδεκα χρονών τον ζήτησε ο πατέρας του στη Μόσχα, για να τον βάλει παραγιό στο κρεοπωλείο να μάθει την τέχνη, αλλά ο παππούς του αρνήθηκε να τον στείλει, γιατί τον προόριζε να τον κάνει δάσκαλο, «να διδάσκει τους πλησίον του την αλήθεια και την δικαιοσύνη». Στο μεταξύ, ο Σεργκέι είχε εξελιχθεί στον πρώτο μάγκα του χωριού και αρχήγευε στα παιχνίδια και στις διαβολιές.

Στα 14 του χρόνια, ο παππούς του τον έστειλε σ’ ένα κατάλληλο σχολείο μιας μακρυνής κωμόπολης και ο μορτάκος του Κωνσταντίνοβο, μέσα σε λίγους μήνες έγινε ένας σοβαρός έφηβος, θρήσκος, που άρχισε να γράφει και στίχους εμπνευσμένους από τη θρησκεία. Για να εισδύσει στη θρησκευτική γνώση, μελέτησε την εκκλησιαστική σλάβικη γλώσσα, τα λειτουργικά, τους κανόνες, γλωσσική εμπειρία που σφράγωισε οριστικά την ποίησή του. Τα βιβλία του αποκάλυψαν έναν άγνωστο ήλιο: Τον Πούσκιν. Μέσα στα ποιήματά του είδε τον εαυτό του σαν σε καθρέφτη. Και όταν δάσκαλοι και συμμαθητές του άρχισαν να τον θαυμάζουν, ο Σεργκέι, φιλοδοξώντας πια ένα διαφορετικό μέλλον, διέκοψε τις σπουδές του και γύρισε στους παππούδες του. Τον άσωτο, τον υποδέχτηκαν με το μόσχο το σιτευτό, γιατί οι γέροι υπεραγαπούσαν αυτό το αγόρι, κι ο Σεργκέι άρχισε πάλι να πλανιέται στην εξοχή και να βλέπει από μακριά τους χωριάτες. Θα πει αργότερα: «Πιστοί φίλοι μου στάθηκαν, όχι οι άνθρωποι, μα τα ήμερα ζώα, τα δέντρα, τα φυτά, τα σύννεφα, ο ήλιος, το φεγγάρι, τα’ αστέρια».

Ένα ωραίο πρωί, έφυγε για τη Μόσχα και ο πατέρας του τον βόλεψε στο χασάπικο, όπου όμως έμεινε μόνο τρεις μέρες. Μόνος του βρήκε δουλειά σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Ένας κόσμος τεράστιος και άγνωστος ανοιγόταν τώρα μπροστά του. Διάβαζε αχόρταγα. Το βιβλιοπωλείο όμως έκλεισε με χρεοκοπία ύστερα από λίγους μήνες κι ο Σεργκέι μπήκε διορθωτής σ’ ένα μεγάλο τυπογραφείο. Οι τυπογράφοι, πολιτικά προχωρημένοι, τον μύησαν στις νέες ιδέες. Ένας απ’ αυτούς, τον παρουσίασε στους προλεταριακούς λογοτεχνικούς κύκλους. Ωστόσο, απ’ αυτή την εμπειρία, ούτε ίχνος δεν υπάρχει στα πρώτα του ποιήματα. Αντίθετα, οι στίχοι του εμπνέονται απ’ τη ζωή του χωριού και καταπλημμυρίζονται από τις εικόνες του. Ο ποιητής βαρέθηκε γρήγορα να δουλεύει μες στα υγρά υπόγεια και γύρισε στο χωριό, στην αγαπημένη του εξοχή. Ήταν ήδη γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους.

Ποιήματά του είχαν δημοσιεύσει τα πιο έγκυρα περιοδικά της Μόσχας και της Πετρούπολης, για να συγκινήσουν ιδιαίτερα τους ερμητικούς και εκλεπτυσμένους αισθητικά λογοτέχνες. Στα 1914, ο Γιεσένιν πάτησε στην Πετρούπολη, πνευματική πρωτεύουσα και μητρόπολη των γραμμάτων και παρουσιάστηκε στους ποιητές του καιρού. Κείνα τα χρόνια, στη ρωσική λυρική ποίηση έλαμπε το άστρο του Αλεξάντερ Μπλοκ. Φυσικό ήταν να επισκεφθεί από τους πρώτους τον ποιητή που αργότερα θα έγραφε τους «Δώδεκα». «Ο ιδρώτας έλουζε το πρόσωπό μου. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα ένα μεγάλο ποιητή». Ο Μπλοκ τον δέχθηκε φιλόφρονα, μα όχι θερμά. Του σύστησε όμως τον Γκοροντέφσκι, ποιητή που είχε κάνει γρήγορα όνομα, στυλιζάροντας σε στίχους, θέματα από την αρχαία ρωσική και σλάβικη μυθολογία. Την άλλη μέρα ο Γιεσένιν, πήγε στο σπίτι του Γκοροντέφσκι, κρατώντας μια δεσμίδα χειρόγραφα ποιήματα, τυλιγμένα μ΄ ευλάβεια σ’ ένα χωριάτικο, παρδαλόχρωμο, φανταχτερό μαντήλι. Ο Γκοροντέφσκι τον δέχτηκε μ’ ενθουσιασμό κι ο Γιεσένιν βρήκε κοντά του φιλοξενία και αγάπη.

Ο Γκοροντέφσκι τον λάνσαρε κυριολεκτικά, τον πήγαινε στα σαλόνια, τον παρουσίαζε σαν «παιδί-θαύμα», ή σαν ένα «σοφό ζώο». Ο Γιεσένιν διάβαζε τα ποιήματά του, και παντού προκαλούσε κατάπληξη κι ενθουσιασμό. Ο νοσηρός εκείνος κύκλος των μυστικοπαθών, των επηρμένων, των εκλεπτυσμένων και των ντεκαντάν, κατακτήθηκε αμέσως από την αγνή και δέξια έκφραση, το πρωτότυπο λεκτικό, τη λάμψη και τη δύναμη του στίχου και ακόμα, από τη γοητεία της φυσικής ομορφιάς του. Η Ζηναΐδα Χίππιους, η ποιήτρια σύζυγος του Μερεζκόφσκι, διηγείται πώς σε μια από τις τακτικές δεξιώσεις που έδινε στο σπίτι της, όλοι ξαφνιάστηκαν, όταν εμφανίστηκε ο Γιεσένιν, τρυφερός και παιδικός, με το ρούσικο χωριάτικο πουκάμισο και τα ψηλά στιβάλια.

Η πιο σημαντική γνωριμία του ήταν με τον Κλούγεφ, που κι αυτός, γιος χωρικών, γύριζε στην Πετρούπολη με την ίδια αμφίεση, απαγγέλλοντας στίχους στους δρόμους και κηρύσσοντας ένα ποιητικό θρησκευτικο-πολιτικό ευαγγέλιο, βασισμένο στο Ρώσο χωρικό και στην αποθέωσή του μέσα στη λογοτεχνία. Ο Γιεσένιν αφέθηκε να κατακτηθεί από τις ιδέες του Κλούγεφ. Μέσα στην ψυχή του διατηρούσε, έστω και δίχως Θεό, εκείνη την πίστη που του είχαν οι παππούδες του φυτέψει. Την πίστη των απλών ανθρώπων της υπαίθρου. Αργότερα θα πει σ’ ένα ποίημά του: «Ντρέπομαι που πίστεψα στο Θεό /μα πονώ που δεν πιστεύω πια…». Σ’ ένα δεύτερο ταξίδι του στην Πετρούπολη, ίδρυσε μαζί με τους Γκοροντέφσκι και Κλούγεφ, ένα σύλλογο μουζίκων ποιητών, που όμως διαλύθηκε, γιατί ο Γιεσένιν ζητούσε να ‘χει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Το ίδιο έτος (1916) εξέδωσε τη «Ραντούνικα», ένα τομίδιο με στίχους, που είχε και πάλι ευμενέστατη απήχηση. Πηγαίνει στρατιώτης. Η ζωή του στρατώνα το φάνηκε φριχτή. Γρήγορα ένας φίλος πέτυχε να τον τοποθετήσει στη φρουρά του λεγόμενου αυτοκρατορικού χωριού, Τσάρκοε Σέλο (οι σεμνές ρωσικές Βερσαλλίες), λίγα βέρστα έξω από την πρωτεύουσα. Η φήμη του έφθανε πια παντού. Μια μέρα τον κάλεσε η Αυτοκράτειρα στο ανάκτορο να της διαβάσει στίχους. Στο Τσάρκοε Σέλο, γνώρισε τον Ραζούμνικ Βασίλιεβιτς, μέλος ακραίο του σοσιαλεπαναστατικού αγροτικού κόμματος. Ο Ραζούμνικ ήταν και λογοτεχνικός κριτικός με ιδέες σλαβο-μεσσιανικές, που ασπάστηκαν οι ποιητές Μπλοκ και Μπέλυι.

Απ’ αυτέςτις μυστικιστικές, θολές, φανατικές, σλαβιστικές επαφές, ο Μπλοκ εμπνεύστηκε τους «Σκύθες» και τους «Δώδεκα». Σ’ αυτούς εντάχθηκε και ο Γιεσένιν. Και σαν όλους τους στρατιώτες του ρωσικού στρατού, με την έκρηξη της Επανάστασης του Οχτώβρη, εγκατέλειψε τη μονάδα του και, ενθουσιασμένος από το μέγα γεγονός, έσπευσε στην Πετρούπολη, όχι πια μόνο εγκέφαλο της Ρωσίας, αλλά και καρδιά της Επανάστασης. Αυτή είναι η πιο ένδοξη περίοδος της ζωής του Γιεσένιν. Ο καλπασμός των γεγονότων, τον έφερε γρήγορα στη Μόσχα. Άρχισε να μιμείται τη ζωή και τη συμπεριφορά των μποέμ ποιητών. Πέταξε το πουκάμισο του μουζίκου και τα στιβάλια. Ντυνόταν τώρα με μοντέρνα κουστούμια, λουστρίνια και σκληρό καπέλλο και σύχναζε στα καφέ-μπαρ με παρέα φουτουριστές και καλλιτέχνες. Μια νύχτα, μια ομάδα απ’ αυτούς, εφοδιασμένη με κουβάδες λαδομπογιά και πινέλλα, «άλλαξε» σε μια στιγμή τα ονόματα των κεντρικών δρόμων της Μόσχας. Ο Γιεσένιν, μαζί με τους άλλους «βάνδαλους» συνελήφθηκε και όλοι οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα όπου διανυκτέρευσαν. Τα ονόματα των ποιητών (και του Σεργκέι Γιεσένιν) που είχαν αντικαταστήσει ονόματα αυτοκρατόρων, πριγκίπων και στρατηγών, σβήστηκαν φυσικά την ίδια νύχτα, οι δράστες όμως θα το πλήρωναν ακριβά, αν δεν επενέβαινε προσωπικά ο γνωστός Λουνατσάρσκι, υπουργός της Δημόσιας Παιδείας στην Επαναστατική Κυβέρνηση, που σαν αισθητικός – κριτικός, γνώριζε προσωπικά τους ποιητές και ιδιαίτερα τον Γιεσένιν.

Το 1921, στάθηκε το πιο σημαντικό και αποφασιστικό έτος και για την ποίησή του και για τη ζωή του: Γνώρισε και σχετίστηκε την Ισιδώρα Ντάνγκαν, διάσημη Αμερικανίδα χορεύτρια, που είχε επισκεφθεί τη Ρωσία, ακριβώς εκείνο τον καιρό, σίγουρη πως από τη νέα ζωή της χώρας θ’ αντλούσε χορογραφικές εμπνεύσεις. Η Ισιδώρα τον ερωτεύτηκε αμέσως, μαγεμένη από την ομορφιά και το φως που εξέπεμπε η φυσιογνωμία του Γιεσένιν, όπως ακριβώς η πρωτοεξαδέρφη της Εύα, στην Αθήνα, είχε ερωτευθεί τον Άγγελο Σικελιανό, μόλις τον πρωταντίκρυσε. Η Ισιδώρα δε γνώριζε ρωσικά και οι μόνες λέξεις που είχε μάθει και τις απεύθυνε στο Σεργκέι, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του, ήταν «Ζολόταγια γκολόβα!» (χρυσό κεφάλι).

Οι πρώτες μέρες της γνωριμίας τους, ήταν παράφορες και οργιαστικές. Η Ισιδώρα τον δεχόταν σ’ ένα αρχοντικό της Μόσχας, όπου τη φιλοξενούσε η Επαναστατική κυβέρνηση και περνούσαν τις νύχτες τους, εκείνη χορεύοντας μπροστά του, γιατί δεν μπορούσε αλλιώς να του μιλήσει και ο Γιεσένιν τραγουδώντας λαϊκά ρωσικά τραγούδια, γιατί κι αυτός δε γνώριζε ούτε μία αγγλική λέξη. Ωστόσο και δίχως λόγια, ο έρωτας τους πυρπολούσες. Αν και σαραντάρα, η Αμερικανίδα Κίρκη, αιχμαλώτισε το νεαρό χωρικό Οδυσσέα. Διαισθανόμενος κίνδυνο, επανειλημμένα ο ποιητής δοκίμασε ν’ αποδεσμευτεί, αλλά η Ισιδώρα τον κυνηγούσε, γονάτιζε μπροστά του, έκλαιγε. Και ο Σεργκέι ξαναγύριζε κοντά της. Το Μάιο του 1922 παντρεύτηκαν.

Λίγε μέρες ύστερα από το γάμο, έφυγαν για το Βερολίνο. Ο Γιεσένιν έβλεπε κατάπληκτος την πολυτέλεια μιας δυτικοευρωπαϊκής μητρόπολης. Οι Ρώσοι εμιγκρέδες, περίεργοι έβλεπαν ένα χωρικό ποιητή, ντυμένο δανδή με μπλαζέδικους τρόπους. Ο Γκόρκι πήγε και τους επισκέφθηκε και αργότερα διηγόταν πως συνάντησε ένα Γιεσένιν αγνώριστο, μαλθακό, φαντασμένο, που έπινε δίχως έλεγχο και δοκίμαζε ακόμα και τοξικά δηλητήρια. Το ζευγάρι – πρόσθετε ο Γκόρκυ – συνεννοούνταν με γνεψίματα, αγκωνιές και χειρονομίες. Όταν η Ισιδώρα χόρευε, ο Γιεσένιν με μισόκλειστα μάτια την παρακολουθούσε. Από το Βερολίνο, ο ποιητής και η χορεύτρια πήγαν και σε άλλες γερμανικές πόλεις. Ύστερα στο Βέλγιο, στο Παρίσι, στη Βενετία. Το πρώτο θάμπωμα είχε περάσει. Τώρα, ο ποιητής του Κωνσταντίνοβο, έβλεπε την Ευρώπη με αηδία. Και όταν στα κέντρα που τον οδηγούσε η Ισιδώρα, η πολυτέλεια τον ερέθιζε ως την αγανάκτηση, ο Γιεσένιν άρχιζε να τραγουδά δυνατά τον ύμνο της Διεθνούς και αμέσως αποσυρόταν για να πάει να μεθύσει σε φτωχοταβέρνες και καμπαρέ γ’ κατηγορίας. Στα 1922, έφυγαν για την Αμερική. Η κενότητα της ζωής, η δίψα του χρήματος, η διαφημιστική μανία, ο θόρυβος, τον γέμισαν με απογοήτευση. Ακόμα τον ερέθιζε το γεγονός ότι οι εφημερίδες ανάγγειλαν την άφιξή τους με τίτλους: «Η μεγάλη μας χορεύτρια μ’ ένα Ρώσο ποιητή». Στη Νέα Υόρκη, ο μόνος άνθρωπος που διάλεξε για παρέα, ήταν ένας Νέγρος. Μ’ αυτόν γύριζε τη Νέα Υόρκη και όλες τις ταβέρνες της. Γρήγορα, οι δύο καλλιτέχνες θεωρήθηκαν ύποπτοι απ’ τις υπηρεσίες ασφαλείας και το ζευγάρι εγκατέλειψε τις ΗΠΑ κι εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Ο Γιεσένιν, ερείπιο από το αλκοόλ και τα παραισθητικά δηλητήρια, μόλις πάτησαν στο Παρίσι, έπαθε σοβαρή νευροψυχική κρίση. Μια μέρα, έδειρε άγρια τη γυναίκα του. Τον έκλεισαν σε δημόσια κλινική. Τώρα πια, άλλη σκέψη δεν έχει από την επιστροφή στην πατρίδα. Ο Γιεσένιν επιστρέφει στη Ρωσία κατάχλωμος, ρυτιδωμένος, φασματικός. Όμως, μαζί του κουβαλούσε ένα μπαούλο γεμάτο παπούτσια, κοστούμια και μοντέρνες γραβάτες. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει - και μια ζωή σκληρής πειθαρχίας και δουλειάς είχε αρχίσει για την ανασυγκρότηση της χώρας. Η ζωή αυτή για το Γιεσένιν, όπως πια είχε εκφυλιστεί, σήμαινε φυλακή. Ωστόσο, συναισθανόμενος το κακό που του ‘κανε αυτός ο αταίριαστος γάμος, πόσο μακριά είχε διώξει τη Μούσα του, χώρισε από την Ισιδώρα και ζήτησε να κερδίσει το χαμένο έδαφος στην ποίηση και να ταυτιστεί με τη νέα συνείδηση της νεολαίας της πατρίδας του και του λαού του.

Μα αν στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη νοσταλγούσε θανάσιμα τη Μόσχα, τώρα η παλιά πόλη των Τσάρων του φαινόταν απαίσια, «μια τερατώδης κατασκήνωση από γκρίζα ξυλόσπιτα και λασπόσπιτα». Ζήτησε, σαν μικρούλης Ανταίος, δυνάμεις από τη μητρική γη. Πήγε στο Κωνσταντίνοβο, το χωριό όπου είχε δει το φως. Όμως εκεί δοκίμασε νέα απογοήτευση. Ούτε το γερασμένο σκυλί του δεν τον αναγνώριζε πια! Τότε ακριβώς, στο χωριό, έγραψε ένα από τα πιο ωραία του ποιήματα, «Η Σοβιετική Ρωσία». Ξαναγύρισε στη Μόσχα, ζητώντας σωτηρία στη λήθη της μέθης. Πάθαινε ξαφνικές εκρήξεις στα κέντρα, τσακωνόταν, χαστούκιζε συχνά θαμώνες. Ακόμα και οι βραδιές οι αφιερωμένες για την πααγγελία ποιημάτων του, σκιάζονταν από επεισόδια που προκαλούσε ο ίδιος και κούραζαν τους ακροατές. Το φθινόπωρο του 1924, επιχείρησε μια ποιητική τουρνέ στον Καύκασο. Απάγγειλε στίχους στην Τιφλίδα, στο Μπακού, κομμουνιστικά τότε κέντρα ιδεολογικής έκφρασης. Σε μια απ’ αυτές τις βραδιές, ένας Τούρκος τραγουδιστής που δεν γνώριζε άλλη γλώσσα από τη δική του, όταν τον άκουσε, τον πλησίασε και του είπε: «Με φτάνει που σ’ είδα και σ’ άκουσα. Δεν κατάλαβα τους στίχους σου. Ωστόσο, κατάλαβα πως είσαι ένας μεγάλος ποιητής».

Την άνοιξη του 1925, επιστρέφει στη Μόσχα, όπου συναντά τη Σοφία Αντρέγεβνα, εγγονή του μεγάλου Τολστόι. Η νέα., αγνρή, ρομαντική, τον ερωτεύεται αμέσως κι ο Σεργκέι, και από συμπάθεια στην κόρη και από επιθυμία να ξαναμπεί σ’ έναν ήσυχο και ομαλό βίο, την παντρεύεται σε λίγους μήνες. Η ευτυχία της Σοφίας Αντρέγεβνα διάρκεσε ελάχιστα. Ο ποιητής δεν μπορούσε να αλλάξει συνήθειες. Οι δυνάμεις του, όλο και λύγιζαν. Η μοναδική χρονική περίοδος που μπόρεσε να αυτοχαλιναγωγηθεί και με τη βοήθεια της γυναίκας του να συγκεντρώσει και να τακτοποιήσει την ποιητική του εργασία ο ποιητής, και να νιώσει αληθινή χαρά και ικανοποίηση, ήταν αυτή του νιόπαντρου συζύγου κοντά στη Σοφία. Μαζί πήγαν και παράδωσαν τον όγκο των χειρογράφων στις αρμόδιες υπηρεσίες, για να εκδοθούν ως Άπαντα σε τετράτομη ωραιότατη έκδοση από τις κρατικές εκδόσεις, βιβλία όμως που δεν πρόλαβε να ιδεί, γιατί κυκλοφόρησαν ύστερα από το θάνατό του.

Στα 1925, ξανάπαθε δύο φορές κρίσεις για να τον ξανακλείσουν στο ψυχιατρείο. Μόλις βελτιώθηκε η υγεία του και βγήκε, αντί να πάει στο σπίτι του, όπου δεν ήθελε να βλέπει τη γυναίκα του να υποφέρει γι΄αυτόν, πήρε το τραίνο και πήγε το Λένινγκραντ (Πετρούπολη), με πρόθεση να ζητήσει φιλοξενία από μία φιλική οικογένεια, τους Ουστίνωφ, που ζούσαν σε κρατικοποιημένο πια ξενοδοχείο. Όσοι τον είδαν, τον βρήκαν χαρούμενο, εύθυμο και αρκετά ήρεμο. Την άλλη μέρα, πήγε να επισκεφθεί τον αντίπαλό του στην ποίηση, Νικολάι Κλούγεφ. Ο Κλούγεφ τον δέχτηκε με συμπάθεια, άκουσε τα ποιήματα που του διάβασε ο Γιεσένιν. Μετά το διάβασμα, ο Κλούγεφ του είπε με χαμόγελο κάπως ειρωνικό: «Αγαπητέ μου Σεργκέι, αν τα τυπώσεις σε ένα τομίδιο, οι ελάχιστοι ευαίσθητοι νέοι και νέες που απόμειναν στη Ρωσία, θα κάνουν το βιβλίο σου προσκέφαλο». Ο Γιεσένιν προσβλήθηκε κι ε΄φυγε απότομα απ’ το σπίτι του Κλούγεφ.

Την επόμενη νύχτα, πήρε την απόφαση να αυτοκτονήσει. Συνεπαρμένος από ξαφνικό οίστρο, θέλησε να γράψει τους τελευταίους του στίχους. Στο δωμάτι δεν υπήρχε μελάνι και, για να μην ξυπνήσει του Ουστίνωφ, ο Σεργκέι, άνοιξε ελαφρά τη φλέβα του μ’ ένα μαχαίρι κι έγραψε με το αίμα του ένα οχτάστιχο ποίημα. Επειδή όμως στο μεταξύ ξημέρωνε, ο ποιητής ανέβαλε την αυτοκτονία για την επόμενη νύχτα. Όταν ο συγγραφέας Έχρλιχ ήρθε να τον επισκεφθεί, σ’ αυτόν παρέδωσε τα τελευταία του χειρόγραφα, που ανίδεος τα ‘βαλε στην τσέπη κι έφυγε. Το βράδυ, ο Γιεσένιν έδωσε τέρμα στη ζωή του με μοναδικό μάρτυρα στο δωμάτιό του έναν καθρέφτη ξενοδοχείου. Την άλλη μέρα, η γυναίκα του Ουστίνωφ, έχοντας κάποιο κακό προαίσθημα, χτύπησε την πόρτα του Γιεσένιν, για να μην πάρει καμιά απάντηση. Αποφάσισαν να σπρώξουν και να ρίξουν την πόρτα, για να τον δουν κρεμασμένο από το σωλήνα του καλοριφέρ με το λουρί της βαλίτσας του. Οι καρποί των χεριών του έφεραν τομές από μαχαίρι.

Η κηδεία έγινε στη Μόσχα και αφού ο νεκρός μεταφέρθηκε σιδηροδρομικών από το Λένινγκραντ, ύστερα από τη διαδικασία των ανακρίσεων και της αυτοψίας. Η νεκρική πομπή ξεκίνησε από το σιδηροδρομικό σταθμό. Το φέρετρό του το κρατούσαν στα χέρια καλλιτέχνες, ποιητές, συγγραφείς, ανάμεσα στους οποίους ο Ισαάκ Μπαμπέλ, ο Βέσβολντ Ιβανώφ, ο Μέγερχολντ, ο Πιλνιάκ κ.ά. Τον τοποθέτησαν στη μεγάλη αίθουσα του «Οίκου του Τύπου» και πλήθη κόσμου πέρασαν μέχρι αργά τη νύχτα μπροστά από το φέρετρο για ‘ αποχαιρετήσουν τον ποιητή.

Ποιητής βουκολικός, σπάνιας γεύσης, με καταλυτική φωνή, φλογερή, μελαγχολική και πικρή, άφησε ένα σχετικά πλούσιο λυρικό έργο που ασκεί ακατανίκητη γοητεία, ιδίως σ’ όσους μπορούν να το διαβάσουν στα ρωσικά. Ο Γιεσένιν θεωρείται ο πιο αμετάφραστος ποιητής, γιατί καμία μετάφραση δεν μπορεί ν’ αποδώσει γνήσια τη φωνή του και του φθόγγους της. Το σοβιετικό καθεστώς, αν και εξέδωσε όλα του τα ποιήματα, τον έκρινε με επιφύλαξη και δεν τον υιοθέτησε σαν ποιητή του. Ο Μαγιακόφσκι, ο βάρδος της Ρωσικής Επανάστασης, έγραψε ένα ποίημα για το θάνατο του Γιεσένιν, η τραγικότητα του οποίου αυξήθηκε σε διαστάσεις, όταν κι αυτός ο ποιητής αυτοκτόνησε ύστερα από πέντε χρόνια. Η ποίηση του Γιεσένιν έχει μεταφραστεί σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες και έχει πολύ αγαπηθεί.

Στην Ελλάδα τον πρωτοπαρουσίασε η Παγκόσμια Ανθολογία Ποιήσεως, στην α’ έκδοσή της (1953) σε μετάφραση Νίκου Παππά. Ο Γιεσένιν, μαζί με τον Μπλοκ, το Μαγιακόφσκι και τον Παστερνάκ, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του αιώνα μας.

Τα κυριότερα έργα του: «Ραντούνικα» (1916), «Γκολούμπεν» (1921), «Ινονίγια» (1918), «Μεταμόρφωση» (1919), «Τα καπηλειά της Μόσχας» (1922) και το λυρικό δράμα «Πουγκατσώφ» (1922). Η λογοτεχνική του κληρονομιά, συγκεντρώθηκε από τις εκδόσεις του Σοβιετικού Κράτους, με τίτλο «Άπαντα» σε τέσσερις τόμους (1926-1927)

erva_cidreira είπε...

(Άρθρο του Τρότσκι που γράφτηκε στη μνήμη του Σεργκέι Γιεσένιν και δημοσιεύθηκε στην ΠΡΑΒΝΤΑ στις 16 Γενάρη του 1926.
Προσαρμογή για το Ιντερνετ από τον Παναγιώτη Βήχο.)



Χάσαμε το Γιεσένιν, αυτόν το θαυμάσιο ποιητή, τον τόσο δροσερό, τόσον αληθινό. Και τι τραγικό τέλος! Έφυγε από μόνος του, αποχαιρετώντας με το αίμα του έναν άγνωστο φίλο, ίσως όλους μας. Οι τελευταίες του γραμμές είναι εκπληκτικές σε τρυφερότητα και γλυκύτητα. Άφησε τη ζωή χωρίς φωνές και φασαρίες, χωρίς καμώματα και διαμαρτυρίες, χωρίς να βροντήξει την πόρτα, μα κλείνοντας την σιγά με χέρι απ’ όπου έτρεχε το αίμα. Μ’ αυτή τη χειρονομία η ποιητική και ανθρώπινη εικόνα του Γιεσενιν αναβρύζει μέσα σε ένα αξέχαστο αποχαιρετιστήριο φως.

Ο Γιεσενιν συνέθεσε τα δηκτικά «Τραγούδια ενός χούλιγκαν» και στις αυθάδικες επωδές των τρωγλών της Μόσχας έδωσε εκείνη τη δίκη του αμίμητη γιεσένικη μελωδία. Πολύ συχνά καμάρωνε για μιαν αγοραία χειρονομία, για μια ωμή και χυδαία λέξη. Μα εκεί κάτω έπαλλε η ολότελα ξεχωριστή τρυφερότητα μιας ψυχής ανυπεράσπιστης και απροστάτευτης. Μα εκείνη τη μισοπροσποιητή χοντροκοπιά ο Γιεσένιν ζητούσε να προφυλαχτεί από τη σκληρή εποχή όπου είχε γεννηθεί – μα δεν το κατάφερνε. «Δεν το μπορώ άλλο», δήλωσε στις 27 Δεκέμβρη (ΣΣ 27 Δεκέμβρη (1925), είναι η μέρα που αυτοκτόνησε ο Γιεσενιν) ο νικημένος από τη ζωή ποιητής – και τόπε αυτό δίχως πρόκληση μήτε γκρίνια. Αξίζει να επιμείνουμε πάνω σ’ αυτή τη μισοπροσποιητή χοντροκοπιά, γιατί ο Γιεσενιν δεν είχε απλά διαλέξει την εκφραστική του μορφή: οι συνθήκες της εποχής μας, της τόσο λίγο στοργικής, τόσο λίγο αβρής, τον είχανε διαποτίσει μ’ αυτήν. Σκεπασμένος με τη μάσκα της προπέτειας – και πληρώνοντας σ’ αυτή τη μάσκα τεράστια οφειλή και, κατά συνέπεια, καθόλου ευκαιριακή – μοιάζει σα να μην ένοιωσε Ποτε του ο Γιεσενιν αυτό τον κόσμο. Αυτό δε λέγεται για παίνεμα, γιατί ίσα ίσα εξαιτίας αυτού του ασυμβίβαστου χάσαμε το Γιεσενιν, ούτε για κατηγορία: ποιος θα σκεφτότανε να κατακρίνει το μεγάλο λυρικό ποιητή που δεν καταφέραμε να κρατήσουμε κοντά μας;

Πικρός ο καιρός μας, ίσως από τους πιο πικρούς στην ιστορία αυτής της λεγόμενης πολιτισμένης ανθρωπότητας. Ο επαναστάτης, γεννημένος γι’ αυτά τα λίγα δεκάχρονα, κατέχεται από μανιασμένο πατριωτισμό γι’ αυτή την εποχή, που είναι η πατρίδα του στο χρόνο. Ο Γιεσενιν δεν ήταν επαναστάτης. Ο ποιητής που έφτιαξε τον Πουγκατσόβ και τις Μπαλάντες των Εικοσιέξη ήταν ένας εσωτερικός λυρικός. Η εποχή μας, αυτή δεν είναι λυρική. Αυτός είναι ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο ο Σεργκέι Γιεσενιν, από μόνος του και τόσο γρήγορα, έφυγε μακριά απ μας κι απ’ τον καιρό του.

Οι ρίζες του Γιεσενιν είναι βαθιά λαϊκές και, όπως όλα σ’ αυτόν, το Βοιός του «λαός» δεν είναι τεχνητό. Η απόδειξη γι’ αυτό βρίσκεται όχι στα ποιήματα του για το λαϊκό ξεσήκωμα μα ξανά στο λυρισμό του:


Ήμερο, στο λόγγο με τα κέδρα, σιμά στη λαγκαδιά,
Το φθινόπωρο, ξανθότριχη φοράδα, τη χαίτη του τινάζει.


Αυτή η εικόνα του φθινοπώρου και τόσες άλλες ξάφνιασαν στην αρχή σαν άτοπα τολμήματα. Ο ποιητής μας ανάγκασε να νιώσουμε τις χωριάτικες ρίζες των εικόνων του και να τις αφήσουμε να εισδύσουνε βαθιά μέσα μας. Ο Φέτα δε θα εκφραζόταν έτσι. Ο Τιούσεβ ακόμα λιγότερο. Η χωριάτικη φύση – αν και μεταμορφωμένη και λαγαρισμένη από το δημιουργικό του ταλέντο – ήταν βαθιά ριζωμένη μέσα του. Είναι η ίδια η δύναμη αυτής της χωριάτικης φύσης που προκάλεσε την ιδιαίτερη αδυναμία του Γιεσένιν: είχε ξεριζωθεί μαζί με τη ρίζα του από το παρελθόν, όμως η ρίζα δεν είχε μπορέσει να πιάσει μέσα στους καινούργιους καιρούς.

Η πόλη δεν τον είχε δυναμώσει, τον είχε, αντίθετα, συνταράξει και τραυματίσει. Τα ταξίδια του στο εξωτερικό, στην Ευρώπη και από την άλλη ακτή του ωκεανού, δεν είχανε μπορέσει να τον «ανορθώσουν». Είχε αφομοιώσει πολύ πιο βαθιά την Τεχεράνη παρά τη Νέα Υόρκη, και ο ολότελα εσωτερικός λυρισμός του παιδιού του Ριαζάν βρήκε στην Περσία πολύ περισσότερες συγγένειες παρά στις καλλιεργημένες πρωτεύουσες της Ευρώπης και της Αμερικής. Ο Γιεσένιν δεν ήταν εχθρικός στην Επανάσταση κι αυτή δεν του στάθηκε Ποτε ξένη, αντίθετα, έτεινε σταθερά προς αυτήν, γράφοντας από το 1918:

Ω πατρίδα μου μάνα, είμαι μπολσεβίκος!
Κι ακόμα τα τελευταία χρόνια:
Και τώρα στη γη των Σοβιέτ
Είμαι ο φλογερότερος συνοδοιπόρος.


Η Επανάσταση διείσδυσε βίαια στη δομή των στίχων του και των εικόνων του που, από μπερδεμένες που ήταν, ξεκαθάρισαν. Με το γκρέμισμα του παρελθόντος ο Γιεσένιν δεν έχασε τίποτα, δε λυπήθηκε για τίποτα. Ξένος στην Επανάσταση; Βέβαια όχι, όμως εκείνη κι αυτός δεν ήταν από την ίδια φύση. Ο Γιεσένιν ήταν ένα πλάσμα εσωτερικό, τρυφερό, λυρικό – η Επανάσταση είναι δημόσια, επική, γεμάτη σύμφορες. Άλλωστε είναι μια συμφορά που τσάκισε τη σύντομη ζωή του ποιητή.

Έχουν πει πως κάθε ον φέρνει μέσα του το ελατήριο του πεπρωμένου του, ξετυλιγμένο ως την άκρη απ’ τη ζωή. Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν υπάρχει εδώ παρά ένα μέρος αλήθειας. Το δημιουργικό ελατήριο του Γιεσένιν, στο ξετύλιγμα του, χτύπησε πάνω στις σκληρές γωνίες της εποχής – κι έσπασε.

Βρίσκει κάνεις στο Γιεσένιν πολλές πολύτιμες στροφές διαποτισμένες από τον καιρό του. Ολόκληρο το έργο του είναι σημαδεμένο απ’ αυτόν. Κι όμως ο Γιεσένιν «δεν ήταν αυτού του κόσμου». Δεν είναι ο ποιητής της Επανάστασης.


Παίρνω το κάθε τι όπως είναι, τα’ αποδέχομαι,

Είμαι έτοιμος να μπω στους στρωμένους πια δρόμους,

Για τον Οκτώβρη και το Μάη θάδινα την ψυχή μου,

Μόνο τη λατρευτή μου λύρα δε θα χάριζα!


Το λυρικό ελατήριο του θα μπορούσε να ξετυλιχτεί ως το τέλος μόνο στην περίπτωση που η ζωή θα ήταν αρμονική, ευτυχισμένη, γεμάτη τραγούδια, σε μιαν εποχή όπου δε θα βασίλευε εξουσιαστής ο σκληρός αγώνας, μα η φιλία, η αγάπη, η τρυφεράδα. Αυτός ο καιρός θα έρθει. Στο δικό μας καιρό θα έχουμε ακόμα πολλές αδυσώπητες και σωτήριες μάχες των ανθρώπων με τους ανθρώπους. Έπειτα θα έρθουν άλλοι καιροί που τους προετοιμάζουν οι τωρινοί αγώνες. Τότε το άτομο θα μπορέσει να ανοίξει σε αληθινό λουλούδι καθώς θ’ ανθοβολήσει η ποίηση. Η επανάσταση, πρώτα απ’ όλα, θα κατακτήσει με υπέρτατη πάλη για κάθε άτομο το δικαίωμα όχι μόνο στο ψωμί μα και στην ποίηση. Στην τελευταία του ώρα, σε ποιον ο Γιεσένιν έγραψε το αιμάτινο γράμμα του; Ίσως να καλούσε από μακριά ένα φίλο που δεν έχει ακόμα γεννηθεί, τον άνθρωπο ενός μέλλοντος που άλλοι προετοιμάζουν με τους αγώνες τους και ο Γιεσένιν με τα τραγούδια του; Ο ποιητής πέθανε γιατί δεν ήταν από την ίδια φύση με την Επανάσταση. Όμως εξονόματος του μέλλοντος η Επανάσταση θα τον υιοθετήσει για πάντα.

Από τα πρώτα κιόλας χρόνια του ποιητικού του έργου, ο Γιεσένιν, καταλαβαίνοντας την ανικανότητα να αμυνθεί που ήταν μέσα του, έτεινε προς το θάνατο. Σε ένα από τα τελευταία του τραγούδια αποχαιρετάει τα λουλούδια:


Λοιπόν αγαπημένα μου, λοιπόν,

Σας είδα, είδα τη γης,

Το πένθιμο σας ρίγος θα κρατήσω

Σαν χάδι νέο, πρωτινό.


Μόνο τώρα, ύστερα από τις 27 Δεκέμβρη, όλοι εμείς, εκείνοι που τον γνώρισαν λίγο και εκείνοι που δεν τον γνώριζαν, μπορούμε να καταλάβουμε ολικά την εσωτερική ειλικρίνεια της ποίησης του, που σχεδόν κάθε στίχος της ήταν γραμμένος με το αίμα μιας πληγωμένης φλέβας. Η πικρά μας είναι γι’ αυτό τόσο πιο στυφή. Χωρίς νάβγει από την εσωτερική του περιοχή, ο Γιεσένιν έβρισκε, στο προαίσθημα του κοντινού του τέλους, μια μελαγχολική και συγκινητική παρηγοριά:


Στη σιγαλιά καθώς θ’ ακούει ένα τραγούδι,

Η αγαπημένη μου με άλλον τώρα λατρευτό,

Θα με θυμάται ίσως

Σαν λούλουδο μοναδικό.


Μέσα στη συνείδηση μας μια σκέψη γλυκαίνει το σουβλερόν ολόφρεσκο πόνο: αυτός ο μεγάλος, αυτός ο ατόφιος ποιητής καθρέφτισε με τον τρόπο του την εποχή του και την πλούτισε με τα τραγούδια του, λαλώντας με καινούργιο τρόπο την αγάπη, το γαλανό ουρανό και το μοναδικό λουλούδι – τον εαυτό του.

Σ’ αυτό το θύμισμα στον ποιητή ας μην υπάρξει τίποτα που να μας καταθλίψει ΄η να μας κάνει να χάσουμε το θάρρος μας. Το ελατήριο της εποχής μας είναι πολύ πιο δυνατό από το ελατήριο του καθενός μας. Το σπείρωμα της ιστορίας θα ξετυλιχτεί ως την άκρη. Ας μην αντιταχτούμε σ’ αυτό, ας το βοηθήσουμε με τις συνειδητές προσπάθειες της σκέψης και της θέλησης. Ας προετοιμάσουμε το μέλλον. Ας κατακτήσουμε, για τον καθένα και για την καθεμία, το δικαίωμα στο ψωμί και το δικαίωμα στο τραγούδι.

Ο ποιητής πέθανε, ζήτω η ποίηση! Ανυπεράσπιστο ένα παιδί των ανθρώπων κύλησε στην άβυσσο! Όμως, ζήτω η δημιουργική ζωή που, ως την τελευταία του στιγμή, ο Σεργκέι Γιεσένιν την τύλιξε με τα πολύτιμα νήματα της ποίησης του!

(Πράβντα, 19 Γενάρη 1926)

athens.indymedia.org

erva_cidreira είπε...

Sergei Esenin
(1895 - 1925) Russia

Sergei Esenin was a gay poet, born in Konstantinovo (renamed Esenino in his honour). He went to Petrograd in 1915, attached himself to the Symbolists, greeted the Revolution, revived peasant traditions and folklore, and initiated the Imaginist group of poets in 1919.

Esenin's poems have the virtue of bridging the gap between high and low culture through their simplicity and clarity. Since Esenin was something of a celebrity in his time, his attraction to men has not been acknowledged in his official biographies until recently.

The Bolshevik Revolution of 1917 eventually reversed the gains of the previous decade. While gay writers continued writing, gay-positive work was not encouraged under the Soviet regime, and after 1933, when Stalin recriminalized homosexuality, no gay-themed works were published in the Soviet Union. The Soviet regime controlled every aspect of the publishing industry, and persecution of homosexuals in Russia was at an all-time high. This accounts for the half century of silence in Russian gay writing.

Biographers report that Esenin had a "legendary passionate friendship" with fellow gay poet Anatoly Mariengof that lasted for three years. After a brief and unsuccessful mariage to the American dancer, Isadora Duncan (1922-23), he suffered from depression, took to drink, and finally committed suicide.



Karlinsky argues that "Esenin's best love poetry is that addressed to men." Here are some lines from a poem he wrote to his lover Anatoly Mariegof (Tolya):

There's crazy happiness in friendship
And the convulsion of wild passions -
The fire melts the body down
As if it were a stearine candle.
Oh my beloved! Give me your hands -
I'm not used to doing it any other way -
I want to wash them at this time of parting
With the yellow foam of my hair.

Ah, Tolya, Tolya, it is you, it is you,
For one more moment, one more time -
The circles of unmoving eyes
Have grown still again like milk.

(156)

There is a great deal of physicality and passion here. There is a subtle reference to man to man lovemaking in the third stanza.