17.9.07

ΜΠΕΤΥ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΥΛΟ

Image Hosted by ImageShack.us
.
Το σύστημα βίασε το σώμα της
Γράφει ο Δημήτρης Παπανικολάου (ΤΑ ΝΕΑ, 15/9/2007)
Η Μπέττυ του ΄80 και η Ελισάβετ Βακαλίδου του 2007. Αριστερά η συγγραφέας όταν η «Αυτοβιογραφία» της ως τραβεστί έκανε πάταγο. Δεξιά, η συγγραφέας σήμερα, δηλώνοντας: «Δεν άφησα τη χυδαιότητα να αποτυπωθεί πάνω μου». Πηγή για τη μελέτη της σεξουαλικής ταυτότητας στον τόπο μας, το βιβλίο της αποδεικνύεται σήμερα μάλλον συντηρητικό, αξίζει όμως για τις περιγραφές του κόσμου των τραβεστί του ΄70 και για την καταγγελία της κομπλεξικής βίας των σωμάτων ασφαλείας εναντίον τους
ΤΟ 1980 ΕΙΧΕ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΕΙΧΕ ΕΞΟΡΓΙΣΕΙ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΤΑΧΤΣΗ. ΜΗΠΩΣ ΟΜΩΣ ΑΛΛΑ ΕΛΕΓΕ ΚΑΙ ΑΛΛΙΩΣ ΔΙΑΒΑΣΤΗΚΕ; ΚΑΙ ΤΙ ΕΧΕΙ ΤΕΛΙΚΑ ΝΑ ΠΕΙΣΤΟΝ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΤΡΑΒΕΣΤΙ ΜΠΕΤΤΥΣ ΠΟΥ ΕΠΑΝΕΚΔΟΘΗΚΕ ΠΡΟΣΦΑΤΑ;
Αν η νεοελληνική μυθολογία ήταν πλατεία θεάτρου, η Ελισάβετ Βακαλίδου, γνωστότερη ως τραβεστί Μπέττυ, μπορεί να μην έπιανε θέση στην πρώτη σειρά, όμως ένα σκαμνάκι στον διάδρομο θα το καπάρωνε σίγουρα. Ο μύθος της βασίζεται στην αυτοβιογραφία της, τεράστια εκδοτική επιτυχία στην Αθήνα του 1980, σημείο αναφοράς για το ελληνικό ομοφυλοφιλικό κίνημα, ένα βιβλίο που δημόσια επαίνεσε, χωρίς προφανώς να έχει διαβάσει, έως και ο Ζαν Ζενέ. Οι περισσότεροι θα θυμούνται επίσης ότι η Μπέττυ και τα γραπτά της αποτέλεσαν το κόκκινο πανί για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες συγγραφικές νευρώσεις στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και της ελληνικής έκφρασης της σεξουαλικότητας. Αναφέρομαι στον Κώστα Ταχτσή, ο οποίος πέρασε τη δεκαετία του ΄80 οργιζόμενος, μαινόμενος και ενίοτε ταλαιπωρούμενος από αυτό που ο ίδιος έβλεπε ως μαφία των τραβεστί, και συχνά προτύπωνε στον ανταγωνισμό με την Μπέττυ.
«Θα σε κάνει βασίλισσα»
Τι έχει όμως να πει στον σημερινό αναγνώστη η αυτοβιογραφία της Μπέττυς, που επανεκδόθηκε πρόσφατα; Η αφήγηση ξεκινά με τη γέννησή της το 1960 στις Φέρες, ένα χωριό έξω από την Αλεξανδρούπολη. Περιγράφει τις πρώτες σεξουαλικές εμπειρίες με άλλα αγόρια, τον φόβο και την κατακραυγή από τον ασφυκτικό κλοιό του μικρού χωριού, τη μύηση σε μια συγκεκριμένη σεξουαλική λογιστική από την «αδερφή του χωριού» (που συμβουλεύει: «εκεί στην Αθήνα είναι κάτι μέρη που τα λένε μπαρ. Άμα πας εκεί θα σε βρει κάποιος που θα σ΄ αγαπήσει, θα σε ντύσει, θα σε στολίσει, θα σου δίνει λεφτά, θα σε κάνει βασίλισσα!»). Η οικογένεια, με πρώτα τα αδέρφια, αντιδρά με εξαιρετική βιαιότητα στη διαφορετικότητα του μικρού Περικλή, και εν τέλει μεσολαβεί ώστε να εγκλεισθεί σε αναμορφω- τήριο.
Τι έχει όμως να πει στον σημερινό αναγνώστη η αυτοβιογραφία της Μπέττυς, που επανεκδόθηκε πρόσφατα; Η αφήγηση ξεκινά με τη γέννησή της το 1960 στις Φέρες, ένα χωριό έξω από την Αλεξανδρούπολη. Περιγράφει τις πρώτες σεξουαλικές εμπειρίες με άλλα αγόρια, τον φόβο και την κατακραυγή από τον ασφυκτικό κλοιό του μικρού χωριού, τη μύηση σε μια συγκεκριμένη σεξουαλική λογιστική από την «αδερφή του χωριού» (που συμβουλεύει: «εκεί στην Αθήνα είναι κάτι μέρη που τα λένε μπαρ. Άμα πας εκεί θα σε βρει κάποιος που θα σ΄ αγαπήσει, θα σε ντύσει, θα σε στολίσει, θα σου δίνει λεφτά, θα σε κάνει βασίλισσα!»). Η οικογένεια, με πρώτα τα αδέρφια, αντιδρά με εξαιρετική βιαιότητα στη διαφορετικότητα του μικρού Περικλή, και εν τέλει μεσολαβεί ώστε να εγκλεισθεί σε αναμορφωτήριο.
Συντηρητικό κείμενο
Η αναγνώριση εκείνης της εποχής θα της δώσει την ευκαιρία να πει την ιστορία της, πρώτα αποσπασματικά, στην πολύ καλή μεσαίου μήκους ταινία του Δημήτρη Σταύρακα (κυκλοφορεί σε DVD μαζί με το βιβλίο), και έπειτα, πολύ πιο φλύαρα, στην αυτοβιογραφία, που, είναι αλήθεια, σήμερα διαβάζεται δύσκολα. Μονότονο και μάλλον συντηρητικό κείμενο (καμία σχέση με όσα έγραφε και εξέδιδε, για παράδειγμα, η Πάολα την ίδια δεκαετία), αξίζει τελικά μόνο για το χρώμα της εποχής που μεταφέρει, για κάποιες περιγραφές του κόσμου των τραβεστί της δεκαετίας του ΄70, της Συγγρού, των μπαρ της Πλάκας, ίσως και για την καταγγελία της κομπλεξικής βίας των σωμάτων ασφαλείας εναντίον των τραβεστί.
Το μένος του Κώστα Ταχτσή
Με την απόσταση του χρόνου μπορεί κανείς τώρα πια να καταλάβει και το μένος του Ταχτσή εναντίον της Μπέττυς. Ο Ταχτσής, ειδικά προς το τέλος, όταν αγωνιούσε για το γράψιμο της αυτοβιογραφίας του, στήριζε τη συγγραφική του μεγαλοφυΐα στις παραδοσιακές δομές κοινωνικού φύλου που επικρατούσαν στην Ελλάδα και τις σεξουαλικές πρακτικές που απέρρεαν απ΄ αυτές. Τον συνέφεραν οι αυστηρά καθορισμένοι ρόλοι, οι καταπιεσμένες επιθυμίες, το κρύψιμο, η αποθέωση του απαγορευμένου, το ευάλωτο του ανατολίτικου ανδρισμού- τα χρειαζόταν να υπάρχουν ώστε να τα αποδομεί και να τα χλευάζει. Η επιτυχία της Μπέττυς, η ζωή της οποίας σε πολλά, πάρα πολλά, μοιάζει κακέκτυπο της δικής του, έδινε στον Ταχτσή να καταλάβει ότι το ερωτικό σύστημα στο οποίο τόσα πολλά είχε επενδύσει, γινόταν σιγά σιγά παρελθόν. Κι ότι ως τέτοιο μεταμορφωνόταν σε λαϊκό ανάγνωσμα.
Το παραδοσιακό κοινωνικό φύλο
Υποψιάζομαι ότι η επιτυχία αυτού του βιβλίου όταν πρωτοεκδόθηκε οφειλόταν κυρίως σε μια ηθελημένη παρανάγνωση. Τόσο το ομοφυλοφιλικό κίνημα όσο και η γενικώς προοδευτικίζουσα Αθήνα του ΄80 ήθελαν να το διαβάσουν ως ένα τολμηρό βήμα στην έκφραση και την απελευθέρωση της σεξουαλικότητας- μια ματιά στην ταινία του Σταύρακα αυτό επιβεβαιώνει. Εντούτοις η ίδια η ιστορία της Μπέττυς είναι η ιστορία ενός φτωχού αγοριού από την επαρχία που οδηγείται στην υιοθέτηση της παρενδυσίας γιατί δεν έχει άλλον τρόπο επιβίωσης, που ντύνεται δηλαδή γυναίκα και εκπορνεύεται ως τραβεστί γιατί δεν του δίνεται κανένας άλλος ρόλος μέσα στην τάξη και στο παραδοσιακό σύστημα κοινωνικού φύλου στο οποίο βρίσκει τον εαυτό του. Είναι επίσης η αφήγηση μιας τραβεστί που ενδόμυχα επαναπροβάλλει τον εαυτό της στο σύστημα που την περιθωριοποιείθέλει να γίνει όμορφη ως γυναίκα (όχι «μισοτραβεστί... καρναβάλι»), να φωτογραφίζεται ως κυρία στα glossy περιοδικά, να βρει ένα καλό παιδί. Μήπως τελικά η επιτυχία του βιβλίου οφειλόταν όχι τόσο στο γεγονός ότι παρουσίαζε μια παραβατική και υπονομευτική ταυτότητα, αλλά αντίθετα έδειχνε την τραβεστί να εντάσσεται, έστω και φαντασιακά, τόσο πολύ στο υπάρχον σύστημα του κοινωνικού φύλου; Αντίθετα με όσα θέλησαν να δουν οι πρώτοι της θαυμαστές, η Μπέττυ ουσιαστικά μιλάει την ευανάγνωστη γλώσσα του παραδοσιακού κοινωνικού φύλου (την οργάνωση της ζωής με βάση τον ανδρισμό και τη γυναικότητα), όχι τον διάφωνο λόγο της σεξουαλικότητας (την οργάνωση των πράξεων με βάση την επιθυμία, τον πόθο). Από την άλλη, η πρώτη επιτυχία της αυτοβιογραφίας οφείλεται και σε μια σημαντική αλλαγή στα ελληνικά σεξουαλικά ήθη που συνέβη τη δεκαετία του ΄80: το πέρασμα από το επιτελεστικό στο εξομολογητικό μοντέλο σεξουαλικής ταυτότητας. Την εποχή εκείνη δηλαδή υποχωρεί η παραδοσιακή θέση ότι αυτό που (φαίνεσαι να) κάνεις στο κρεβάτι σε κάνει άντρα ή γυναίκα (όπου όποια ενεργητική σεξουαλική δράση ορίζει τον ανδρισμό και όποια παθητική τη γυναικότητα) και κερδίζει έδαφος η ιδέα ότι υπάρχει ένας εσωτερικός εαυτός, με συγκεκριμένες σεξουαλικές προτιμήσεις, που γυρεύει να εκφραστεί. Το οξύμωρο εν προκειμένω είναι ότι η αφήγηση της Μπέττυς διαβάστηκε ως εξομολόγηση ενός εσωτερικού σεξουαλικού εαυτού, ενώ ουσιαστικά δεν ήταν παρά η επιβεβαίωση της βίαιας επιβολής του παλιού παραδοσιακού συστήματος κοινωνικού φύλου πάνω στο σώμα της.
Ο Δημήτρης Παπανικολάου είναι λέκτορας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης

7 σχόλια:

artois είπε...

Eπειδή ο Δημήτρης Παπανικολάου επιχειρεί να ερμηνεύσει την στάση του Κώστα Ταχτσή έναντι των τραβεστί και, κατά καιρούς, έχει χυθεί πολύ μελάνι γι αυτό, ας δούμε πώς την ερμηνεύει ο ίδιος ο συγγραφέας: "άλλο να μασκαρεύεσαι αποβραδίς Ναπολέων για να 'τη βρεις' κι άλλο να κυκλοφορείς την άλλη μέρα ως Ναπολέων, όχι;"

Σύμφωνα με την μαρτυρία του Κώστα Ταχτσή, έτσι όπως την καταγράφει ο ίδιος στο βιβλίο του :"Από την χαμηλή σκοπιά", γνωρίζεται με την Μπέττυ το 1997, κατά την διάρκεια των προσπαθειών της ίδρυσης του ΑΚΟΕ. Παρά την εικόνα που έχει καλλιεργηθεί από κάποιους για την στάση του Ταχτσή κατά τη συγκεκριμένη περίοδο [στην προσπάθειά τους, ίσως, να αποποιηθούν των ευθυνών τους για όσα ακολούθησαν και (δεν) πέτυχαν], ο ίδιος δεν ήταν κατά της ίδρυσης του ΑΚΟΕ αλλά κατά του "καπελώματός" του, όπως έλεγε, από τους τραβεστί και άλλες αναρχοαυτόνομες ομάδες. Αυτό φοβόταν ότι μπορούσε να συμβεί, επειδή σκόπευαν να ανακοινώσουν την ίδρυσή του στο θέατρο Λουζιτάνια, κατά τη διάρκεια μιας εκδήλωσης διαμαρτυρίας των τραβεστί για το νομοσχέδιο "περί αφροδισίων".

Συνιστούσε προσεκτικότερα βήματα σε καταλληλότερες συνθήκες και πίστευε ότι ένα ξεκίνημα σε διαφορετικές βάσεις θα ήταν αποτελεσματικότερο. Πρότεινε, μάλιστα, συγκεκριμένο χρόνο, που δεν απείχε παρά ελάχιστους μήνες από την εκδήλωση στο Λουζιτάνια και έκανε και προσωπικές παρεμβάσεις μετά από πρόσκληση της Μπέττυ να την βοηθήσει όταν κάποτε αισθάνθηκε ότι κινδυνεύει από άλλους τραβεστί:

"Ίδρυση του ΑΚΟΕ κάτω απ' τις φούστες μερικών εκδιδομένων τραβεστί ισοδυναμούσε με ίδρυση γυναικείου απελευθερωτικού κινήματος απ' τις πουτάνες της οδού Σωκράτους. Ο συνειρμός – επειδή ως τότε δεν είχε γραφτεί τίποτα στον Τύπο για το υπό ίδρυση ΑΚΟΕ - θ' απέβαινε μοιραίος, θα σκότωνε το κίνημα εν τη γενέσει του, και το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν ν' ανανεώσει την παλιά εικόνα της λαϊκιάς αδερφής. Ας περίμενε λοιπόν [σημ: o Aνδρέας Βελισσαρόπουλος] ως τον Οκτώβριο – τώρα ήμουν πολύ απασχολημένος με τη μετάφραση – και θα τον βοηθούσα να οργανώσει ως ΑΚΟΕ μια δημόσια συζήτηση με πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, ομοφυλόφιλους και μn - ας ερχόταν και μια τραβεστί γιά μαϊντανός. Το κίνημα θα 'μπαινε σε σωστές βάσεις."

Ύστερα από 30 χρόνια καρκινοβασίας του ομοφυλοφιλικού κινήματος στην Ελλάδα μήπως έχει δικαιωθεί για τις επιφυλάξεις που εξέφρασε τότε;

Bέβαια, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι μέσα από την αστική θεώρηση του Ταχτσή για την συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα διαφαίνεται μια αρνητική έως περιφρονητική διάθεση προς τους τραβεστί. Και ο παρενδυτισμός μπορεί να μην είναι κάτι για το οποίο μπορούμε να ομιλούμε περιφρονητικά, ωστόσο αν κρίνουμε από τον συντηρητισμό των, δίκαιων κατά τα άλλα, αιτημάτων των ομοφυλοφίλων – γάμος, παιδιά, οικογένεια - όταν στήνεται ένα κίνημα οφείλει να προβάλλει τα χαρακτηριστικά της μεγάλης μάζας του και όχι μιας μειοψηφίας του. Οφείλει, ακόμα, να μην περιοριστεί στα αναγνωρίσιμα, μόνον, χαρακτηριστικά του αλλά να καταστήσει αναγνωρίσιμα και τα αναγνωριστέα. Και η πλειοψηφία των ομοφυλοφίλων δεν είναι οι εκδιδόμενοι τραβεστί.

O Ταχτσής πέρα από τον δικαιολογημένο φόβο του για το ξεκίνημα είχε και έναν ακόμα:

"Εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι η αστυνομία έβλεπε την εκδήλωση σαν ευπρόσδεκτη προβοκάτσια, άρα δεν έπρεπε να γίνει, και το 'πα του Βελισσαρόπουλου..."

"Οι προβλέψεις μου άρχισαν να πραγματοποιούνται. Στις εφημερίδες γραφόταν τώρα σχεδόν κάθε μέρα κάτι για το ΑΚΟΕ και τους τραβεστί - στα μάτια του μεγάλου κοινού δεν υπήρχε διαφορά. Κι όχι με σκοπό την απελευθέρωση, αλλά τη σκανδαλοθηρία. Φυσικά, μερικοί απ' τους 'δημοσιογράφους' που οργίασαν, έβγαζαν έτσι και τ' απωθημένα τους. Σκανδαλοθηρούσαν με σκοπό να μπορούν πια κι αυτοί να κάνουν με πιο ήσυχη συνείδηση, ό,τι έκαναν παλιότερα μ' ενοχές: μπροστά στα φοβερά που γινόντουσαν από άλλους, τα δικά τους ήταν ανώδυνα..."


Ο Δημήτρης Παπανικολάου επιχειρεί να ερμηνεύσει από την ...ψυχαναλυτική σκοπιά την στάση του Κώστα Ταχτσή, [βλέπε: Το μένος του Κώστα Ταχτσή ]. Kάτι παρόμοιο πράττει και ο Κώστας Ταχτσής για τους τραβεστί:

"Ήξερα λοιπόν ότι όλες ή σχεδόν όλες ήταν ή είχαν γίνει καθ' οδόν ψυχοπαθείς. ..."

"Ήταν παιδιά απόρων, διαλυμένων οικογενειών, χωρίς κοινωνική επιφάνεια, χωρίς όνομα άλλο απ' το θλιβερό παρατσούκλι που διάλεγε η καθεμιά - Μπέττυ, Αλόμα, Μέμα, Ντόννα. Ένα ταλαιπωρημένο, αδικημένο τσούρμο τελεσίδικα απόβλητων, ένα κομμάτι του περιθώριου που, αντίθετα ακόμα κι από κοινούς κλέφτες, που συχνότατα γίνονται 'κύριοι', δε θα 'μπαινε ποτέ των ποτών στη σελίδα. Πολλοί απ' αυτούς έφταναν στην άβυσσο του νου, στην τρέλλα. Έπαιρναν χάπια, ναρκωτικά. ..."


Aναρμοδίως και οι δύο, κατά την άποψή μου, δεδομένης της έλλειψης της ειδικής επιστημονικής γνώσης.

Ωστόσο η ερμηνεία του συγγραφέα εξηγεί πειστικά την (φαινομενική) αντιφατικότητά του και είναι, κατά τεκμήριο, αυθεντικότερη αφού προέρχεται μέσα από το προσωπικό του βίωμα:

"Προσπάθησα να του εξηγήσω μερικά απλά πράματα [σημ: του Ανδρέα Βελισσαρόπουλου]. Ότι το τραβεστιλίκι δεν ήταν η δική μου κύρια ιδιότητα – ήταν καρπός μιας τραγικής εξελικτικής διαδικασίας, κατά την διάρκεια της οποίας είχα περάσει απ' όλες τις φάσεις της ομοφυλοφιλίας, ότι σαν υπεύθυνος πνευματικός άνθρωπος ήμουν υποχρεωμένος να διαχωρίσω τα πράματα ακόμα κι αν συνέβαινε να μη με συμφέρει προσωπικά, ότι δε μπορούσα ν' αφήνω να ταυτιστεί με μια πουτάνα της Συγγρού ο σημερινός ρωμαντικός, ανιδιoτελής ομοφυλόφιλος έφηβος πού ήμουν κι εγώ κάποτε..."

artois είπε...

Για την διαμόρφωση πιο ολοκληρωμένης εικόνας της θέσης και των γεγονότων που περιγράφει ο Κώστας Ταχτσής, σχετικώς με την πρώτη έκδοση του βιβλίου της Μπέττυ, θα επανέλθω με ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο.

artois είπε...

...είχ' ακούσει για την τεκταινόμενη εκδήλωση, είχα συζητήσει μάλιστα τό πράγμα μέ ανώτερο αξιωματικό της αστυνομίας, πού μού είχε πεί επί λέξει: «Μά γιατί δέ θέλετε νά τnv κάνουν, κύριε Ταχτσή – αφήστε τους νά βγούν στό φώς της δημοσιότητος ν' αρχίσει νά διαμαρτύρεται ο κόσμος, νά λυθούν καί τά δικά μας χέρια...» Ώς τότε, καί γιά πολύ καιρό μετά, δέν υπήρχε νόμος νά καλύπτει τnv αστυνομία σέ περίπτωση σύλληψης τραβεστί. Οι γυναίκες ελευθερίων ηθών προσήγοντο στόν εισαγγελέα μέ τήν κατηγορία της άγρας πελατών κτλ., καί πλήρωναν ένα είδος έμμεσου φόρου. Όχι όμως καί οι τραβεστί, πού στό μεταξύ είχαν εκτοπίσει τίς γυναίκες απ' τή Συγγρού, έβγαζαν περισσότερα λεφτά απ' αυτές, αλλ' ήταν νομικώς “άνδρες” καί δέν υπήρχε ή νομική έννοια της πόρνης-ανδρός – άλλη διάκριση της φαλλοκρατικής κοινωνίας είς βάρος τών γυναικών. Σημείωσε, καί τό 'χω σκεφτεί πολύ έκτοτε, υπήρχε στά λόγια τού μπάτσου κάτι άλλο: η κρυφή επιθυμία νά μnν ψηφιστεί ο νόμος. Γιατί βέβαια η ύπαρξη τών τραβεστί αποτελεί μιά «απάντηση» τών αρσενικών στηv πρόκληση της απελευθερούμενης γυναίκας: δέν δέχεστε νά μας κάνετε όπως άλλοτε τά γούστα μας; Δέ σας έχουμε ανάγκη, είμαστε αυτάρκεις - άτομα τού δικού μας φύλου είναι πρόθυμα νά γίνουν αντικείμενα γιά τη συνεχή επιβεβαίωση τού ανδρισμού μας. Αλλ' αυτά βέβαια καί πολλά άλλα, πού δέ μπορώ ν' αναπτύξω εδώ, μά πού είσαι ικανός νά φανταστείς, τά σκέφτηκα αργότερα. Εκείνη τn στιγμή ήξερα ότι η αστυνομία έβλεπε την εκδήλωση σάν ευπρόσδεκτη προβοκάτσια, άρα δέν έπρεπε νά γίνει, καί τό 'πα τού Βελισσαρόπουλου. Αλλ' ακόμα κι αν επιμείνουν αυτές οι τρελλές νά βγούν στό φώς, τού είπα, σέ συμβουλεύω ν' αποφύγεις κάθε ανάμειξη. «Ίδρυση του ΑΚΟΕ κάτω απ' τις φούστες μερικών εκδιδομένων τραβεστί ισοδυναμούσε με ίδρυση γυναικείου απελευθερωτικού κινnματος απ' τις πουτάνες της οδού Σωκράτους. Ο συνειρμός – επειδή ως τότε δεν είχε γραφτεί τίποτα στον Τύπο για το υπό ίδρυση ΑΚΟΕ - θ' απέβαινε μοιραίος, θα σκότωνε το κίνημα εν τη γενέσει του, και το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν ν' ανανεώσει την παλιά εικόνα της λαϊκιάς αδερφής. Ας περίμενε λοιπόν ως τον Οκτώβριο – τώρα ήμουν πολύ απασχολημένος με τη μετάφραση – και θα τον βοηθούσα να οργανώσει ως ΑΚΟΕ μια δημόσια συζήτηση με πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, ομοφυλόφιλους και μn - ας ερχόταν καί μια τραβεστί γιά μαϊντανός. Τό κίνημα θά 'μπαινε σε σωστές. βάσεις.»

Έφερε διάφορες εκνευριστικές καί προσβλητικές αντιρρήσεις. Στή Γαλλία είχε γίνει τούτο κι εκείνο. Στή Γαλλία οι μαχητικές μειοψηφίες έκαναν τούτο καί τ' άλλο. Σά νά χρειαζόντουσαν οι Έλληνες - οι Έλληνες! – μαθήματα ομοφυλοφιλίας απ' τούς Γάλλους! Ναί, αλλά γιατί ήμουν εναντίον τών τραβεστί – δέν ήμουν κι εγώ τραβεστί; Χρειάστηκε πολύς αυτοέλεγχος γιά νά μήν τόν χαστουκίσω. Προσπάθησα να του εξηγήσω μερικά απλά πράματα. Ότι το τραβεστιλίκι δεν ήταν η δική μου κύρια ιδιότητα – ήταν καρπός μιας τραγικής εξελικτικής διαδικασίας, κατά την διάρκεια της οποίας είχα περάσει απ' όλες τις φάσεις της ομοφυλοφιλίας, ότι σαν υπεύθυνος πνευματικός άνθρωπος ήμουν υποχρεωμένος να διαχωρίσω τα πράματα ακόμα κι αν συνέβαινε να μη με συμφέρει προσωπικά, ότι δε μπορούσα ν' αφήνω να ταυτιστεί με μια πουτάνα της Συγγρού ο σημερινός ρωμαντικός, ανιδιoτελής ομοφυλόφιλος έφηβος πού ήμουν κι εγώ κάποτε...»

Ό Βελισσαρόπουλος ξαναμειδίασε ειρωνικά, μ' αηδία, καί πρότεινε μιά συνάντηση στό σπίτι κάποιου αρχιτέκτονα - τού Ράννου, πού ηταν ερωτευμένος μέ μιά σαλιάρα αδερφούλα, ή οποία είχε κάνει σπουδές στήν Ιταλία, κι όπως ο Βελισσαρόπουλος ήθελε νά μεταφυτέψει στήν Eλλάδα τό γαλλικό κίνημα tel quel, αυτή ήθελε νά μεταφυτέψει τό Ιταλικό...

Ώστόσο πήγα. Έκπρόσωπος των τραβεστί ήταν, παρακαλώ, ο Νίκος Μουρατίδης - διόλου τραβεστί ο ίδιος. Απλώς είχε αναλάβει τίς δημόσιες σχέσεις τους! Κι υποστήριξε ότι κινδυνεύουν, ότι πεινάνε, κτλ. Κι όλ' αυτά γεμάτα προσωπικές αιχμές - ευκαιρία νά μ' εκδικηθεί. Τέλος πρότειναν νά πάμε όλοι μαζί στήν Πλάκα [...]. Έλα όμως πού, απ' τή μιά μεριά ή θέα τους μου προκαλούσε φρίκη - έβλεπα σ' αυτούς μιά παραμορφωμένη εικόνα του εαυτού μου - έλα πού είμαι σνόμπ, έλα πού είχα ορκιστεί νά μήν ξαναπατήσω στήν Πλάκα αφ' ότου είχε καταντήσει κάσμπα! Αρνήθηκα νά πάω. Κι έχασα τήν ευκαιρία μιας ανθρώπινης επαφής μαζί τους - οι ως τότε εμπειρίες μου από μιά-δυό εξ αυτών, πικρές, πικρότατες, έπαιξαν κι αυτές τό ρόλο τους. Κάποια ψυχοπαθής καί φθονερή «Κωστούλα» μου 'χε κάνει επί χούντας ακόμα τή ζωή μαρτύριο στήν Aθηνάς - κάθε φορά πού με πλησίαζε κάποιος ούρλιαζε: «Είναι άντρας, καλέ!!! Είναι άντρας!» Κι ένα βράδυ, ύστερα από λιγότερο επικίνδυνα επεισόδια, έβαλε καί κάποιον αλήτη μ' ενα τρίκυκλο νά μέ μαχαιρώσει - παραλίγο νά 'χαμε μιά παρωδία της δολοφονίας του Λαμπράκη ή μιά ανάλογη μέ του Παζολίνι πρίν τό γεγονός.

Ήξερα λοιπόν ότι όλες ή σχεδόν όλες ήταν ή είχαν γίνει καθ' οδόν ψυχοπαθείς. Γιατί αλλο νά μασκαρεύεσαι αποβραδίς Ναπολέων γιά νά «τή βρείς», κι άλλο νά κυκλοφορείς τήν αλλη μέρα ως Ναπολέων, όχι; Κι ωστόσο θά υπήρχαν καί μερικές μέ λίγο μυαλό ,νά μ' ακούσουν. Αλλά, νά, δέν πήγα. Απλώς, φεύγοντας, συνέστησα αυστηρά στό Βελισσαρόπουλο νά μήν αναμειχθεί ως ΑΚΟΕ, καί φάνηκε νά τό υπόσχεται. Αργότερα έμαθα ότι είπε: «Νομίζει δηλαδή ότι επειδή έγραψε τό Τρίτο στεφάνι τά ξέρει όλα;»

Τήν προηγουμένη, πρέπει νά σου πω, είχα δεχτεί ένα άλλο τηλεφώνημα. Ήταν ο «Μπέττυ». «Είμαι τραβεστί, έχω διαβάσει πολλές φορές τά βιβλία σας και σας θαυμάζω. Θέλω νά 'ρθω νά σας δω νά μου διορθώσετε τό κείμενο πού θά διαβάσω στήν εκδήλωση,..» Δέ θέλησα ν' ανοίξω συζήτηση μέ κάποιον πού επιτέλους μου ήταν άγνωστος, δέ θέλησα νά του πω ότι τήν επομένη, στή συνάντηση, ήλπιζα νά ματαιώσω τήν «εκδήλωση» συνεπώς η διόρθωση του κειμένου παρείλκε. Προφασίστηκα δτι ήμoυν πολύ απασχολημένος. Όχι βρέ παιδί μου, του είπα, γυναίκα ντύνομαι κι εγώ πότε-πότε, είμαι πραγματικά απασχολημένος. Καί ήμoυν. Η μετάφραση πλησίαζε στό τέλος της αλλ' έμεναν ακόμα μερικά πολύ δύσκολα κομμάτια.

Τό θεώρησε σνομπάρισμα. Γιατί - δέν τό 'ξερα ακόμα τότε - αυτό τό χωριατάκι απ' τόν ακριτικό Έβρo είχε, περιορισμένες μέν δυνατότητες λόγω ελλιπούς παιδείας, γιά τό όποίο φυσικά δέν έφταιγε αυτός, αλλ' απεριόριστες φιλοδοξίες καί κανέναν ηθικό ενδοιασμό προκειμένου νά τίς πραγματοποιήσει. Κι όταν τήν άλλη μέρα τό βράδυ θά 'μαθε ότι ήμoυν εναντίον της εκδηλώσεως, θά μέ μίσησε - φαντάζομαι τα σχόλια πού θά 'καναν όλες μαζί, ενθαρρυνόμενες κι' απ' τούς Βελισσαρόπουλο καί Μουρατίδη. Άλλ' αυτά δέν τά 'ξερα τότε. Μάλλον ήσύχασα ότι όλα θά πήγαιναν όπως νόμιζα ότι ήταν ορθό νά πάνε - ή εκδήλωση δέ θά γινόταν, τό ΑΚΟΕ δέν θά ιδρύετο μέ τήν ευκαιρία αυτής της εκδήλωσης.

Πέρασαν μερικές μέρες, δέν είχα ιδέαν τί γινόταν στά παρασκήνια. Πήρα ένα νέο τηλεφώνημα. Αυτή τή φορά ήταν ο Θεοδωρακόπουλος. «Κώστα, εσύ πού είσαι στά μέσα καί στά έξω, ποιός είναι πίσω απ' αυτό τό κίνημα πού πρόκειται νά ιδρυθεί;» - «Απ' όσο ξέρω ό Αντρέας Βελισσαρόπουλος.» - «Μού δίνεις τό τnλέφωνό του;» - «Ευχαρίστως.» Δέκα λεπτά αργότερα ξαναχτυπάει τό τnλέφωνο. Είναι ο Βελισσαρόπουλος; «Κώστα, εσύ έδωσες τόν αριθμό μου σέ κάποιον Θεοδωρακόπουλο;» - «Ναί.» Και τού εξnγώ ότι είναι ο συγγραφέας τού Καιάδα κτλ.

Ερχόμαστε στή μοιραία μέρα - τό στnμόνι είναι έτοιμο. Έχω δυσκολίες μ' ένα χορικό-παρωδία τού Αισχύλου κι έρχεται η Ηρώ νά τό συζnτήσουμε. Φεύγοντας μού λέει: «Αύριο θά πάει η Έλενα σ' αυτή τήν εκδήλωση τών τραβεστί...» (Ώς μέλος τού αναρχoαυτόνoμoυ κινήματος γυναικών.) «Μας τnλεφώνnσε ό Βελισσαρόπουλος. Εσύ θα πας;» Γίνομαι θnρίο. Καί σέ λίγο μού τnλεφωνάει κι η Ειρήνη Παπά καί μού κάνει τήν ίδια ερώτnσn: εσύ θά πας;... Ό Βελισσαρόπουλος ως ΑΚΟΕ τnλεφωνούσε σ' όλη τήν Άθήνα ζnτώντας συμπαράσταση στούς τραβεστί!

Τού τnλεφώνnσα επανειλnμμένα, καμιά απάντnσn. Δέν ήξερα τί νά κάνω, προσπάθnσα νά συνεχίσω τή μετάφρασn, ό νούς μου ήταν αλλού, τό βρωμόπαιδο αθετούσε τήν υπόσχεσή πού μού 'χε δώσει, εννοούσε νά κάνει τού κεφαλιού του καί νά καταστρέψει μιά μοναδική ευκαιρία νά γίνει, επιτέλους, κάτι σωστό σ' αυτό τόν τόπο καί σ' έναν τομέα στόν οποίο η γενιά μου είχε υποφέρει ανάλογα καί χειρότερα μ' αυτά πού είχε υποφέρει απ' τόν πόλεμο, τήν Κατοχή, τόν Έμφύλιο. Κάθnσα καί υπό το κράτος της οργής μου έγραψα ένα γράμμα, πού δέν είχα τον καιρό νά τ' αφήσω νά κρυώσει ώσπου νά τό ξανασκεφτώ πιό ψύχραιμα. Αν ήταν νά δnμοσιευτεί ως τό μεσnμέρι της επομένnς, έπρεπε νά τό πάω σέ κάποια εφnμερίδα αμέσως – η ώρα ήταν κιόλας εννιά.

Τό πηγα πρώτα στά Νέα. Έπεσα πάνω στόν ίδιο τό Χρήστο, πού διάβαζε τόν ξένο Τύπο σ' ένα γραφείο της σύνταξnς. Τού τό 'δωσα. Τό διάβασε καί τό 'βαλε πλάι μέ μιά έκφραση πού 'λεγε «τί θέλεις κι ανακατεύεσαι;». Αλλ' εγώ δέν τή διάβασα σωστά, τήν παρερμήνευσα, καί πηγα στnν Ελευθεροτυπία. Βρήκα τό Λυκούργο Κομνnνό. Διάβασε κι αυτός τό γράμμα. «Μά γιατί, κύριε Ταχτσή - είστε δnλαδή εναντίον τού κινήματος;» Ο Χρήστος μπορεί νά 'χε τούς δικούς του λόγους. Αλλ' ερχόταν τώρα ένας βρωμό-ετεροφυλόφιλος, απ' όσο τουλάχιστον ήξερα κι απ' όσο φαινόταν, νά πεί σέ μένα ότι είμαι εναντίον της απελευθέρωσnς σέ μένα πού είχα υποστεί τά μεγαλύτερα βάσανα σ' όλη μου τήν εφnβική κι ενήλικη ζωή, τους μεγαλύτερους εξευτελισμούς επί χούντας, καί απ' τούς αντιστασιακούς μας καί απ' τούς χουντικούς; Δέν καταλάβαινα πιά τίποτα! Ώστόσο τού άφnσα τό γράμμα. Καί τήν άλλη μέρα τό είδα μέ μεγάλους τίτλους στnν καλλιτεχνική σελίδα.

Φυσικά, η εκδήλωση διαμαρτυρίας κατά της αστυνομίας καί της βίας πού ασκούσε ή υποτίθεται ότι ασκούσε εις βάρος των τραβεστί, μετεβλήθη σ' εκδήλωση εναντίον μου, θεωρήθnκα Ιούδας, εξωμότnς - μέ ξεφώνισαν, τό 'γραψε ό Τύπος, χωρίς ακόμα ν' αναφέρει τ' όνομά μου. Απλώς «πολύ γνωστός συγγραφέας». Φυσικά, ταράχτnκα. Ξαφνικά συνειδnτοποίnσα ότι είχα μπεί ολοσούμπιτος σέ μιά φωλιά από κόμπρες, κροταλίες, οχιές. Αλλά τό γράμμα δέ γινόταν νά ξεγραφτεί. Τό μόνο πού μπορούσα νά κάνω ήταν νά γράψω ένα δεύτερο, πιό ψύχραιμο, επεξnγnματικό. Τό 'γραψα, καί μοιραία αναφέρθnκα στόν Βελισσαρόπουλο.

Αυτό θεωρήθnκε χαφιεδισμός. Η οικογένειά του, οι φίλες της μαμάς δέν ήξεραν ότι ό Αντρίκος ήταν αδερφή, έγινε ένα μικρό οικογενειακό δράμα - πού νά φανταστώ ότι ξεκινούσε νά απελευθερώσει τούς Έλλnνες ομοφυλόφιλους από τόν ζυγό, χωρίς νά 'χει λύσει τό πρόβλnμά του σέ οικογενειακό επίπεδο! Ότι αυτός ήταν ό λόγος πού εννοούσε νά ιδρύσει, ανώνυμα, τό κίνnμα κάτω απ' τίς φούστες τών τραβεστί! Ότι σκοπός του δέν ήταν η κατάργnσn τών προκαταλήψεων, αλλ' η εκδίκnσn τών αρσενικών κι όλnς της οργανωμένnς κοινωνίας! Καί τί καλύτερο ρόπαλο απ' τούς δύστυχους τραβεστί! Πού, κοινωνικά υποδεέστεροι όπως άλλοτε οι εργάτες κι οι υπηρέτες – γινόντουσαν ωστόσο τά ιδανικά όργανα γιά νά εκδικηθούν τίς προσβολές πού είχε υποστεί ο ίδιος! Κι είναι βέβαια μεγάλη εκδίκηση νά βλέπεις τόν αρσενικό πού αρνήθηκε τόν έρωτά σου, νά πληρώνει τώρα γιά νά πάει μέ κάποιους, πού, όσο δέ φορούσαν τή στολή τής γυναίκας, μυκτήριζε και περιφρονούσε! Επιτέλους δικαιοσύνη!

Τό ΑΚΟΕ έστειλε στήν Ελευθεροτυπία ένα γράμμα εναντίον μου. Απάντησα. Οι επιθέσεις, απ' τόν Τύπο, επεξετάθησαν στό... πεζοδρόμιο. Τραβεστί πού μέ θεωρούσαν «άγιο», τόν «άγιο Ζενέ» τους, καί μού 'χαν πεί μέ πόνο στή φωνή νά γράψω γιά τή ζωή τους, μέ μίσησαν θανάσιμα. Καί, ξαφνικά, όλες έμαθαν ποιός ήταν... ποιά. 'Εκεί πού αλλοτε φοβόμουνα τήν αστυνομία, τώρα φοβόμουνα τούς τραβεστί. Σκέφτηκα νά τηλεφωνήσω στό Θεοδωρακόπουλο. Ήταν της γενιάς μου. Όσο νά 'ναι θά καταλάβαινε τίς απόψεις μου, τή θέση μου.

Αλλά πρίν τού πω τί ήθελα, μ' έκοψε. «Ξέρεις Κώστα, εγώ προσπάθησα νά τούς αποτρέψω νά στείλουν τό γράμμα...» - «Εσύ; Μέ ποιά ιδιότητα;» - «Μά είμαι μέλος της επιτροπής τού ΑΚΟΕ», «Περίεργο», τού είπα. «Εσύ δυό τρείς μέρες πρίν τήν εκδήλωση δέν ήξερες κάν ποιοί ήταν πίσω απ' τό κίνημα». - «Εγώ;!... Εμένα μέ ήξεραν τά παιδιά, είχαν έρθει καί μ' είχαν δεί εξι μήνες πρίν». Τού 'κλεισα τό τηλέφωνο. Αργότερα ανέλαβε τήν αρχισυνταξία τού ΑΜΦΙ. Γινόταν επιτέλους γνωστός, έστω καί διά της σκολιας οδού. Τώρα ήταν κι αυτός «στά μέσα καί στά εξω». Κι εναντίον μου.

Πέρασε καιρός. Τό πράμα έμοιαζε νά καταλαγιάζει, νά ξεχνιέται. Σά νά μήν είχε συμβεί τίποτα, ήρθε ο Βελισσαρόπουλος καί μού 'φερε τό πρώτο τεύχος τού ΑΜΦΙ «τιμής ένεκεν». Αγόρασα καί δέκα αντίτυπα γιά νά τούς ενισχύσω οικονομικά. Μού 'κανε παράπονα - εναντίον τού Θεοδωρακόπουλου, εναντίον των «Ιταλών» ή μάλλον «Ιταλίδων». Είχαν προλάβει νά χωριστούν σέ αλληλουποβλεπόμενες φατρίες, σέ «γαλλικό», «αγγλικό» καί «ρωσικό» στρατόπεδο - εχόμεθα, βλέπεις, στερρώς των εθνικών μας παραδόσεων. Οι προβλέψεις μου άρχισαν νά πραγματοποιούνται. Στίς εφημερίδες γραφόταν τώρα σχεδόν κάθε μέρα κάτι γιά τό ΑΚΟΕ καί τούς τραβεστί - στά μάτια τού μεγάλου κοινού δέν υπήρχε διαφορά. Κι όχι μέ σκοπό τήν απελευθέρωση, αλλά τή σκανδαλοθηρία. Φυσικά, μερικοί απ' τούς «δημοσιογράφους» πού οργίασαν, έβγαζαν έτσι καί τ' απωθημένα τους. Σκανδαλοθηρούσαν μέ σκοπό νά μπορούν πιά κι αυτοί νά κάνουν μέ πιό ήσυχη συνείδηση, ό,τι έκαναν παλιότερα μ' ενοχές: μπροστά στά φοβερά πού γινόντουσαν από άλλους, τά δικά τους ήταν ανώδυνα...

Ο Βέλτσος έκανε ό,τι μπορούσε γιά νά εξωθήσει τό ΑΚΟΕ σέ ακραίες, αναρχικές θέσεις, ανακατεύοντας τόν Λακάν κι όλους τούς Γάλλους κοινωνιολόγους καί μή. «Μήν τούς προβοκάρεις, Γιώργο», τού 'πα. Απάντησε: «Αυτή είναι η δουλειά μου εμένα: προβοκάτορας!» [...]
Υποθέτω ότι στίς επαφές του μέ τό ΑΚΟΕ καί τούς τραβεστί, δέ θά δίσταζε νά συμφωνήσει κάθε φορά πού θα εξεφράζοντο εναντίον μου.

Πέρασε ένας χρόνος μετά τήν έκδοση του πρώτου ΑΜΦΙ καί συνάντησα τυχαία τόν «Μπέττυ». Μου μίλησε μέ περιφρόνηση γιά τό ΑΚΟΕ - αφ' υψηλού. «Τά έχουν κάνει κουλουβάχατα. Δικαιώθηκες». Σ' αυτό τουλάχιστον δέν είχε βέβαια άδικο. Τό ΑΚΟΕ, ύστερα απ' τήν ευφορία της ευρείας δημοσιότητας τών πρώτων μηνών, δέν άργησε νά ταυτιστεί μέ τους αναρχοαυτόνομους, ν' αποξενωθεί, δυνάμει, απ' τά 99% τών Ελλήνων ομοφυλόφιλων, καί ν' αρχίσει νά διαλύεται. Δέ μ' άρεσε όμως καί τό ότι, μ' αυτό τόν τρόπο, επέτρεπε σ' έναν τραβεστί νά εκφέρει αφ' υψηλού, έστω καί δίκαιες κρίσεις εις βάρος του. Κούνησα τό κεφάλι μέ θλίψη. Κι ήταν μέν αλήθεια ότι τό κίνημα είχε πάει χαμένο, είχαν κερδίσει όμως οι τραβεστί. Από μέρα σέ μέρα διαπίστωνα κατάπληκτος μιά αλλαγή στή στάση τών αντρών. Εκεί πού άλλοτε απειλούσαν νά σέ δείρουν όταν καταλάβαιναν πώς δέν είσαι γυναίκα - πράμα πού βέβαια σπάνια τύχαινε σέ μένα - σιγά-σιγά άρχισαν νά χαίρονται κάθε φορά πού διαπίστωναν ότι είσαι «αγόρι», γιά νά καταλήξουν νά σου λένε, τή στιγμή τών «διαπραγματεύσεων»: «Πές μου τήν αλήθεια, γιατί, αν είσαι αληθινή γυναίκα, δέν έρχομαι!». Κι όλοι τους, πού νά πάρει ο διάβολος, εκλιπαρούσαν «συμμετοχή» - καημένοι άντρες!

Πέρασαν ακόμα μερικοί μήνες κι ο «Μπέττυ» μέ ξαναπήρε τηλέφωνο. Ήθελε νά του διορθώσω - πάλι! – ένα γράμμα πού σκόπευε νά στείλει στόν Τύπο. 'Ηταν η αρχή ενός απεγνωσμένου αγώνα νά γίνει «διάσημος». Στήν περιβόητη «εκδήλωση» είχε απαγγείλει ένα ποίημα του... Καβάφη! (Αυτά γιά σένα πού είσαι ειδικός!) Είχε καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, μά δέν τίς ήξερα. Απλώς τόν δέχτηκα, επειδή σκέφτηκα ότι ήταν καιρός νά κλείσω ειρήνη μέ τούς τραβεστί. Στό κάτω της γραφής, δέν είχα τίποτα εναντίον τους κάθε αλλο. Μου ήταν πολύ πιό συμπαθείς από μερικούς σάν τόν Βελισσαρόπουλο ή τό Βέλτσο. Ήταν παιδιά απόρων, διαλυμένων οικογενειών, χωρίς κοινωνική επιφάνεια, χωρίς όνομα άλλο απ' τό θλιβερό παρατσούκλι που διάλεγε η καθεμιά - Μπέττυ, Αλόμα, Μέμα, Ντόννα. Ένα ταλαιπωρημένο, αδικημένο τσούρμο τελεσίδικα απόβλητων, ένα κομμάτι του περιθώριου πού, αντίθετα ακόμα κι από κοινούς κλέφτες, πού συχνότατα γίνονται «κύριοι», δέ θά 'μπαινε ποτέ τών ποτών στή σελίδα. Πολλοί απ' αυτούς έφταναν στήν άβυσσο του νου, στήν τρέλλα. Έπαιρναν χάπια, ναρκωτικά. Είκοσι, εικοσιπέντε χρονώ, κι οι «πελάτες» τίς απέφευγαν ή δεν τίς ξανάπαιρναν - περίμεναν μέ τίς ώρες εμένα πού ήμoυνα πενήντα!

Τά αισθήματά μου φυσικά ήταν ανάμεικτα. Γιατί, πρίν υποστώ όσα υπέστην απ' τήν «Κωστούλα», μ' είχαν διώξει οι άλλες απ' τή Συγγρού, όπως είχαν κάνει καί μέ τίς γυναίκες. «Τί θές εσύ εδώ καλέ; Έσύ 'σαι μούτζα!» (Πολύ αργότερα, μετά τήν «εκδήλωση», κάθε φορά πού τολμούσα νά κατέβω, έτσι, γιά ποικιλία, μ' έδιωχναν όχι πιά σά «μούτζα», μά σάν Ταχτσή.)
[...]
Τέλος πάντων, ήρθε στό σπίτι ό «Μπέττυ». Ήταν κι η Ήρώ - γεμάτη περιέργεια. Ο Περικλέτος μας διάβασε ένα γράμμα στό οποίο, μεταξύ άλλων, έλεγε: «Η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος». -Κύριος οίδε που τό 'χε διαβάσει. Καί «κατεβαίνουμε στή Συγγρου γιά νά βγάλουμε τό ψωμί μας» -όλ' αυτά τή στιγμή πού μιλούσε γι' απελευθέρωση.

Κι η Ήρώ κι εγώ του συστήσαμε νά βγάλει αυτές τίς δυό φράσεις. Η πρώτη θύμιζε τό του γυμνασίου «ο κώλος είναι τό μουνί του μέλλοντος». Όσο γιά τό δεύτερο, του εξηγήσαμε ότι η απελευθέρωση δέν είναι απαραίτητο νά περνάει μέσ' απ' τήν πορνεία, μάλλον τό αντίθετο - απαλλαγή απ' τήν αλλοτρίωση πού είναι η πορνεία. Κι απάνω στήν κουβέντα, δέ θυμαμαι a propos quoi, ανέφερα τό καβαφικό «οι τά φαιά φορούντες περί ηθικής λαλούντες». Μέ κοίταξε καχύποπτα. Τ' ήταν αυτό; «Μέ συγχωρείς», είπα, «ειχ' ακούσει ότι στήν εκδήλωση διάβασες Καβάφη...»

Τελικά σέ τί αποσκοπουσε η επίσκεψη; Στήν κατόπτευση του περιβάλλοντός μου. Ήθελε - όπως τόσοι άλλοι – νά μέ δεί από κοντά, σάν Ταχτσή αυτή τή φορά. Κι ακόμα, νά του συστήσω τή... Μελίνα! Απόρησα βέβαια, αλλ' υποσχέθηκα ότι θά τή ρωτήσω. (Δέν τό 'κανα. Έτσι κι αλλιώς, σχεδόν αμέσως μετά, τίς συστάσεις τίς εκανε ο... Μουρατίδης, πού, μέσω Μανουέλλας, είχε προσκολληθεί στή Μελίνα - τό '81 τή βοήθησε στόν προεκλογικό της αγώνα...).

Τό γράμμα τό 'στειλε στίς εφημερίδες χωρίς τίς αλλαγές πού του υποδείξαμε νά κάνει. Καί μερικοί αναγνώστες απάντησαν. «Γι' αυτό πήγαμε στήν εκδήλωση; Γιά νά κατεβαίνει ό κύριος Μπέττης στή Συγγρού νά βγάζει τό ψωμί του;» Γέλασα.

Έξι μήνες αργότερα μου ξανατηλεφώνησε. Σκόπευε νά δώσει μιά συνέντευξη Τύπου. Γιατί; - τόν έκοψα κατάπληκτος. «Επειδή θά περάσει τό νομοσχέδιο». - «Μά δέ θά περάσει, τό ξέρω καλά!» - «όχι, όχι, θά περάσει, κι έχουμε στοιχεία πού αποδεικνύουν ότι ο εισηγητής της πλειοψηφίας, ο Φύσσας, πάει μέ τραβεστί - καί προχτές κάτι μπάτσοι του Τρίτου έσπασαν καί τή ‘Λίτσα’ στό ξύλο...» Του λέω: «Ν' αναβάλεις αμέσως τή συνέντευξη». - «Δέ γίνεται, δέν προλαβαίνω, θά 'ρθουν αύριο το μεσημέρι...»

«Δως την λοιπόν, αλλά νά μήν πείς λέξη ούτε γιά τό Φύσσα, ούτε γιά τόν ξυλοδαρμό της 'Λίτσας' - πού ξέρεις άλλωστε ότι είναι θρασύς καί τίς έφαγε, όχι σάν τραβεστί, αλλά όπως θά τίς ετρωγε ο οποιοσδήποτε πολίτης πού θά φερόταν ανάλογα. Οι δημοσιογράφοι, από αντιπολιτευτική διάθεση, θά δώσουν έμφαση σ' αυτά τά δυό θέματα, με απρόβλεπτες συνέπειες γιά όλες σας - πρόσεξε». Μου λέει: «Ε, τότε τί νά πω;»

Κάθησα καί του 'γραψα ένα κείμενο τεσσάρων σελίδων. Ήρθε, τό πήρε, τό φωτοτύπησε καί τό μοίρασε στους δημοσιογράφους σά δικό του. Είπε καί τά περί Φύσσα καί Λίτσας. Καί τήν άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν ακριβως γι' αυτά - τίποτ' άλλο. Η αστυνομία - βρισκόμαστε ακόμα στό '79 - αντέδρασε αστραπιαία: τό ίδιο βράδυ, σέ μιά «επιχείρηση-αρετή», συνέλαβε οκτώ από δαύτες επ' αυτοφώρω μέ πελάτες καί τούς παρέπεμψε όλους γιά παρά φύσιν ασέλγεια. Γιατί υπάρχουν βέβαια νόμοι, όταν θέλουν νά τούς εφαρμόσουν - κι ευτυχώς δέν θέλουν. Κι εδώ έγκειται η καλή πλευρά της ανοργανωσιάς μας.

Τέλος πάντων, ο ένας πελάτης ήταν γιατρός, ό άλλος δικηγόρος, ο τρίτος παντρεμένος μέ παιδιά, ο τέταρτος ισχυρίστηκε ότι δέν ήξερε - έπεσαν μερικά τηλεφωνήματα, ο εισαγγελέας μετέτρεψε τήν κατηγορία σέ προσβολή της δημοσίας αιδούς, πού αφορουσε μόνο τούς τραβεστί. Αλλ' επειδή η μεταμφίεση δέν αποτελεί κατά τό νόμο τέτοια προσβολή, ο πρόεδρος τίς έδιωξε - καί κυνήγησαν νά σκοτώσουν τόν «Μπέττυ» γιά την προβοκάτσια. Μού τηλεφώνησε καί μόνο πού δέν έκλαιγε. «Μά βρέ παιδί μού, δέ σού είπα νά μήν πείς τίποτα γιά τό Φύσσα καί τή Λίτσα;» «Ε, μού ξέφυγε. Τώρα τί νά κάνω;»

Τού είπα νά τίς μαζέψει όλες νά τούς μιλήσω. Αποπειράθηκαν να συγκεντρωθούν σ' ένα ζαχαροπλαστείο στο Καλαμάκι. Τίς έδιωξαν. Πήγαν σε μιά πουστομπουάτ της Πλάκας, αφήνοντας πίσω δύο απ' αυτές γιά νά μέ βρούν νά με οδηγήσουν εκεί. Έτσι, αναγκάστηκα νά πάω καί στήν Πλάκα. Τούς μίλησα επί μιά ώρα. Τούς συνέστησα ν' αφήσουν τούς βεντετισμούς στην άκρη, αρκετό κακό είχαν κάνει μέ την εκδήλωση. Νά κάτσουν πιά φρόνιμα καί νά επιτρέψουν στό κίνημα νά... ανδρωθεί ανεξάρτητα κι αυτόνομα, γιά νά μπορέσει νά τίς βοηθήσει μέ περισσότερο κύρος καί μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Όλες έμοιαζαν νά συμφωνούν - εκτός βέβαια απ' τόν «Μπέττυ», πού έβλεπε νά κλείνεται ο δρόμος του πρός τη δόξα. Ωστόσο, τί νά 'κανε. Μέ τήν παρέμβασή μου, απάλυνα τήν οξύτητα, για την ώρα μπορούσε νά κοιμάται ήσυχoς - ώσπου νά ξαναξυπνούσε μέσα του τό θεριό.

Μετά από δέκα μέρες νέο τηλεφώνημα. «Μπορώ νά δημοσιεύσω στο Αντί τό κείμενο πού μού εδωσες;» - «Όχι βέβαια!» - «Μά θά βάλω τό δικό μου όνομα!» - «Πώς θά βάλεις τό δικό σου όνομα - έτσι κι αλλιώς θά καταλάβουν όλοι απ' τό ύφος ότι είναι δικό μου». Δέν απογοητεύτηκε μόνο. Μου φάνηκε και σά νά θύμωσε, αλλά δέν είπε βέβαια τίποτα.

Έτσι είχαν τά πράματα, κι αυτές ήταν οι σχέσεις μου μέ τούς τραβεστί, όταν ξαφνικά κυκλοφόρησε τό βιβλίο Μπέττυ. Ήταν σά νά με χτυπούσε κεραυνός. Μά τί μπορούσα νά κάνω; Μήνυση επί συκοφαντία; Θά κουβαλούσε μάρτυρες ότι μέ είχαν δεί ντυμένο γυναίκα. Καί πώς θά κατέφευγα εγώ στά δικαστήρια ζητώντας να κατασχεθεί ένα «βιβλίο», εγώ πού είχα πάει τόσες φορές μάρτυρας υπεράσπισης συγγραφέων πού εδιώκοντο βάσει τού νόμου περί ασέμνων; Υπέφερα, αλλά σώπασα. Πολλοί άρχισαν νά με κοιτάζουν διαφορετικά, νά μού φέρονται μέ οικειότητα πού δέ θ' αποτολμούσαν παλιότερα. Οι εχθροί θριαμβολόγησαν οί εχθροί, δηλαδή η Ακαδημία, τό κατεστημένο, οι ανταγωνιστές. Οι προσκλήσεις μειώθηκαν. Τό περιοδικό Διαβάζω, πού εγινε γνωστό χάρη στή συνέντευξη πού τούς είχα δώσει στό 20 τεύχος, δημοσίευσε στόν κατάλόγο τών μπέστ-σέλλερς τό Μπέττυ, πρώτα κάτω, κι ύστερα πάνω απ' τή Γιαγιά μου τήν Αθήνα. Ό εισαγγελέας άσκησε στόν εκδότη καί τό συγγραφέα δίωξη - ο Κοτζιάς ανέλαβε τήν υπεράσπισή τους. Πολλές πίκρες, πολύ φαρμάκι. Ο Ζακόπουλος, γραμματέας της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων, απέρριψε τήν αίτησή μου νά γίνω μέλος μέ τό αιτιολογικό ότι δεν θέλουν στήν εταιρεία ανήθικα άτομα – δεχόντουσαν όμως τά ποσοστά τών εισπράξεων απ' τίς μεταφράσεις μου.

Φτάνουμε αισίως στά τέλη τού '80. Έχω αρχίσει νά βλέπω τό πράγμα μέ χιούμορ, σχεδόν μ' ευγνωμοσύνη. Η δυσάρεστη αυτή ιστορία μού υπενθύμιζε τό καθήκον μου νά γεφυρώσω τό χάσμα ανάμεσα στόν άνθρωπο καί τό συγγραφέα, πού είχε πλατύνει καί βαθύνει επικίνδυνα – μιά αβυσσος στήν όποία κινδύνευα από μέρα σέ μέρα νά καταποντιστώ. Συγχρόνως άλλωστε συνέβησαν δυό επειδόσια, πού μ' εκαναν νά αισθανθώ ότι είχα φτάσει στό απόγαιο μιας περίεργης δόξας - είχα τελειοποιήσει κάτι, από κεί κι ύστερα, όσο τό πάλευα τόσο θά χαλούσε. Κι όχι μόνο τό είχα τελειοποιήσει, τό 'χα αναποδογυρίσει, τό 'χα ξεπεράσει, αλλ' έκανα καί μιά επίδειξη, εμφανή βέβαια στά μάτια ενός μόνον ανθρώπου, αλλά κι αυτό έφτανε, της ικανότητας νά μετέχω τέλεια καί μέ τή μέγιστη δυνατή επιτυχία σέ δυό εκ διαμέτρου διαφορετικές πραγματικότητες, συναιρώντας τες όπως αμοιβαία τούς αξιζε.
...


(από το βιβλίο του Κώστα Ταχτσή "Από την χαμηλή σκοπιά" - εκδ. Εξάντας, 1992)

Σημ: To copy-paste κείμενο είναι προϊόν σκαναρίσματος και διατηρεί τον τονισμό του πρωτοτύπου.

les_boi είπε...

πολυ ενδιαφέροντα όσα παρέθεσες artois thanx

erva_cidreira είπε...

Δυο ακόμη μαρτυρίες για τα γεγονότα της εποχής εκείνης:

Αν ξεπεράσει, λοιπόν, κανείς την επιθετικότητα αυτή, κατά βάθος ο Ταχτσής είχε δίκιο. Αυτός έβλεπε το πράγμα βαθιά, με μια φιλοσοφία που απέρρεε από μια μακροπρόθεσμη και μάλλον πεσσιμιστική αντίληψη των πραγμάτων, σύμφωνη με την καταραμένη του φύση και τις ατομικιστικές του πεποιθήσεις, όπως γράφει κάπου αλλού: «Καμία στράτευση, κανένα κίνημα δεν μπορεί βασικά ν’ αλλάξει την ανθρώπινη φύση».Οι άλλοι, πάλι, ιδρύοντας ένα κίνημα, ήταν φυσικό να ψάχνουν για πιο βραχυπρόθεσμες πολιτικές πρακτικές και για πιο πιασάρικες, αν και εφήμερες, θεωρητικές λύσεις. Πού να καθήσουν τώρα, ή μάλλον, πού να κάθονταν τότε, να διανοηθούν εκείνο το θαυμάσιο που, απ’ την προσωπική αντίφαση του ίδιου του τρανσβεστισμού του, ο Ταχτσής είχε στο μυαλό του, και που, αργότερα, έξοχα διατύπωσε ως εξής: «Σαν υπεύθυνος πνευματικός άνθρωπος ήμουν υποχρεωμένος να διαχωρίσω τα πράματα ακόμα κι αν συνέβαινε να μην με συμφέρει προσωπικά. Δεν μπορούσα ν’ αφήσω να ταυτιστεί με μια πουτάνα της Συγγρού ο σημερινός, ανιδιοτελής ομοφυλόφιλος έφηβος που ήμουν κι εγώ κάποτε…».Το κακό εκ μέρους του ΑΚΟΕ σκέφτομαι ότι ήταν όχι τόσο το να αποτανθούν στον Ταχτσή για βοήθεια, όσο το ότι, ψάχνοντας να επανδρώσουν το κίνημά τους με ονόματα, φτασμένους και επώνυμους, για την συνεπαγόμενη διαφήμιση και το κύρος του, να επιμένουν τόσο με τον Ταχτσή, αφού τον έβλεπαν να διαφωνεί ή διαφωνούσαν αυτοί μαζί του. Και το άλλο κακό, εκ μέρους του Ταχτσή, πάλι, ήταν το να επιμένει κι αυτός, τόσο εγωιστικά, και, αντί ν’ αποσυρθεί όταν έβλεπε ότι δεν τα ‘βρισκε μαζί τους, να επιτίθεται με γράμματα στον Τύπο, ζητώντας ως και την παρέμβαση της Αστυνομίας και του Υπουργείου, αυτός, ένας τόσο πονεμένος πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα άνθρωπος και καλλιτέχνης, με αποτέλεσμα να τα σκέφτεται όλα αυτά αργότερα, στις νηφάλιες στιγμές του, και να γράφει: « Εγώ τα ‘γραψα όλα αυτά; Τι μου ‘ρθε; Τους καημούς των τραβεστί τούς ήξερα καλύτερα απ’ τον Βελισσαρόπουλο κι όλους τους έμμεσους καλοθελητές που θα ‘τρεχαν στην εκδήλωση, γιατί να κάνω αυτήν την έμμεση επίθεση εναντίον τους;»

Τάκης Σπετσίωτης: Ταχτσής – Δεν ντρέπομαι. Λογοτεχνικό χρονικό (Πολύχρωμος Πλανήτης)

Ο Κώστας Ταχτσής είχε δηλώσει επανειλημμένα την απέχθεια του για απελευθερωτικά κινήματα, όπως για το ΑΚΟΕ, λόγου χάρη, και γενικότερα για οργανωμένες μορφές πάλης. Κάπου έβλεπε το θέμα που βρισκόταν στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του και αποτελούσε άξονα της ζωής του μ’ έναν τρόπο εξωπραγματικό, μεταφυσικό, σχεδόν ρομαντικό. Γιατί πρέπει να είναι κανείς βαθύτατα ρομαντικός για να πιστεύει πως θ’ αλλάξουν κάποιες κοινωνικές συνθήκες με μια τολμηρή συνέντευξη – που δεν υποτιμώ καθόλου τη σημασία της – ή με μια έκρηξη και μια τολμηρή αστικά συμπεριφορά που περιορίζεται, ωστόσο, σ’ ένα αυστηρά προσωπικό επίπεδο. Δυστυχώς, αυτά μπορούν να δίνουν μια αυτοϊκανοποίηση ή να εξασφαλίζουν έναν υψηλό βαθμό προσωπικής αξιοπρέπειας, αλλά αυτά είναι κέρδη ιδιωτικής κατανάλωσης. Μόνο μέσα από συλλογικές προσπάθειες και πιέσεις – μόνο, δηλαδή, μέσα από ένα είδος οργανωμένης πολιτικής πρακτικής και αγώνα – υπάρχει μια μικρή, ελάχιστη ίσως, ελπίδα αλλαγής. Προοπτική βελτίωσης κάποιων εχθρικών συνθηκών. Είναι κάτι που οι περισσότερες μειονότητες, πολύ περισσότερο εδώ, στο σκόρπιο και από χαρακτήρα ανένταχτο και διαλυμένο μέσα στη σχιζοφρένιά του Έλληνα δεν έχουν συνειδητοποιήσει.

Ανδρέας Αγγελάκης: Κώστας Ταχτσής. Η κοινωνική και ποιητική του περίπτωση (Καστανιώτης)


(Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο Gay Βιβλιογραφία στα ελληνικά )

erva_cidreira είπε...

Ωστόσο, να επισημάνω ότι ο Δημήτρης Παπανικολάου στην κριτική του για την αυτοβιογραφία της Μπέτυς δεν ασχολείται με το ποιος είχε δίκιο τότε, αλλάμε το πόσο κοινές μοιάζουν να ήταν οι αντιλήψεις και του Ταχτσή και της Μπέτυς για το κοινωνικό φύλο.
Αν μάλιστα κρίνω από την εκκωφαντική σιωπή σχετικά με την πολτική ταυτότητας φύλου που επίσημα υφίσταται στη χώρα μας, μάλλον εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη, αν όχι η αποκλειστική, αντίληψη και στις μέρες μας.

Ανώνυμος είπε...

Τα σχόλια αυτά που δεν έχουνε σχέση μόνο με το βιβλίο να τα βάλεις σε ένα ειδικό αφιέρωμα για το ΑΚΟΕ γιατί υπάρχει μεγάλη παραπληροφόρηση. Εγώ νόμιζα ότι ο Ταχτσής δεν ήθελε καθόλου την ίδρυση του ΑΚΟΕ και δεν ήξερα ότι αντιδρούσε στη μέθοδο και στο χρόνο που το ανακοίνωσαν.