9.10.12

ΓΚΙΛΜΠΕΡΤ & ΤΖΟΡΤΖ: ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΑΣ ΧΑΡΙΣΟΥΝ ΤΟ ΧΡΕΟΣ

Gilbert & George «Πρέπει να σας χαρίσουν το χρέος» 
Αχώριστο ζευγάρι στην τέχνη και στη ζωή, τα μέλη του εικαστικού διδύμου Γκίλμπερτ και Τζορτζ μιλούν για το ελληνικό χρέος, το στήθος της Κέιτ Μίντλετον και το μότο «όλα θα πάνε καλύτερα» 
Αστραπέλλου Μαριλένα, (ΒΗΜagazino, 8-10-2012)
Η θερμοκρασία στην Αθήνα έχει ξεπεράσει τους 30°C, όμως οι Γκίλμπερτ και Τζορτζ εμφανίζονται στο αίθριο της Γκαλερί Bernier/Eliades φορώντας τα μάλλινα κοστούμια τους. Ο Γκίλμπερτ φοράει και τραγιάσκα, μάλλινη και αυτή. Ο λίγο ψηλότερος και μύωψ Τζορτζ κρατάει το ψαθάκι του – ένα καπέλο τύπου Παναμά – στα χέρια. «Θα ζεσταθείτε...» παρατηρώ με μια δόση συγκατάβασης. «Ισα ίσα» αποκρίνεται ο Γκίλμπερτ. «Μάλλινα υφάσματα δεν φοράνε και οι Αραβες για να αντιμετωπίζουν τη ζέστη; Τα κοστούμια μας θα κρατήσουν μακριά τη ζέστη». Δεν βγάζεις εύκολα άκρη, αλλά αυτό συμβαίνει με το απίθανο εικαστικό δίδυμο. Σου δίνουν την πιο απρόσμενη απάντηση, εκ πρώτης όψεως λογική, αλλά κατά βάση παράλογη και συνάμα εύθυμη, με το παρθενικό «good morning». Είναι δύσκολο να μην τους συμπαθήσεις, μολονότι γνωρίζεις ότι όλα είναι μέρος του καλοστημένου παιχνιδιού που αποκαλούν «τέχνη». «Ποτέ μην εμπιστευθείς έναν χαρούμενο καλλιτέχνη» θα με συμβουλεύσουν σχεδόν συνωμοτικά αργότερα, χωρίς όμως να εξηγήσουν τον λόγο. 
Στο αίθριο της Γκαλερί Bernier/Eliades, όπου εγκαινιάστηκε την προηγούμενη Πέμπτη η περιοδεύουσα έκθεσή τους με τίτλο «London Pictures», θα επιλέξουν να καθήσουν σε θέση ισχύος, δηλαδή «στις ψηλές καρέκλες», για να είναι πιο εύκολα ορατοί από τον φακό του φωτογράφου. Χωρίς να χύσουν σταγόνα ιδρώτα, φρέσκοι, παρά την πρόσφατη άφιξή τους, μοιάζουν λιγότερο κέρινοι από ό,τι στις φωτογραφίες τους. Πιο γήινοι και φθαρτοί, αν και αμετάβλητα αειθαλείς, σαν να μην έχει περάσει μέρα από πάνω τους εδώ και πολλά χρόνια. Στα περίπου 15 έργα που έχουν αναρτηθεί στους τοίχους της γκαλερί εικονίζονται και οι δικές τους μορφές, ως είθισται στην τέχνη τους. 
Σεξ, χρήμα, βιασμοί 
 Η διαφορά, ωστόσο, από τις προηγούμενες δουλειές τους είναι ότι ανάμεσα και μπροστά τους παρεμβάλλονται τίτλοι εφημερίδων από αυτούς που αναρτώνται καθημερινά σε διαφημιστικά ταμπλό στα σημεία πώλησης του βρετανικού Τύπου – πάγια τακτική, για παράδειγμα, της εφημερίδας ταμπλόιντ «The Evening Standard». Τα έργα είναι χωρισμένα σε θεματικές κατηγορίες και σε καθεμία από αυτές δεσπόζουν λέξεις «οι οποίες είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας», όπως θα διευκρινίσουν μόλις αρχίσουν να μιλούν με τον χαρακτηριστικό αλληλοσυμπληρούμενο τρόπο τους: «Gun, gunman, gunned down, sex attacker...», θα πει ο Τζορτζ, «... και βεβαίως “money” και “London”» θα κλείσει την πρόταση ο Γκίλμπερτ. Αυτά είναι μερικά από τα 3.712 σπαράγματα της καθημερινότητας που συνέλεξαν από την πόλη τους για να συνθέσουν 292 έργα, το αποτέλεσμα μιας νέας «τεχνικής» που ανέπτυξαν: Οσο, υποτίθεται, ο ένας «αγόραζε τσίκλες» καθ’ οδόν προς το καθιερωμένο τους δείπνο, ο άλλος έκλεβε και έχωνε σε κάποια τσέπη την ανάρτηση με τον τίτλο της ημέρας. 
 Ζευγάρι στη ζωή και στην τέχνη, σαν βετεράνοι ηθοποιοί μιας άλλης εποχής, οι Γκίλμπερτ και Τζορτζ είναι το πιο διαχρονικό «living sculpture», το δίδυμο που έθεσε εαυτόν στο επίκεντρο της τέχνης του. Είναι οι ίδιοι, με τα ατσαλάκωτα κοστούμια τους, που αποτελούν το έργο τέχνης και στην εντατική προσπάθεια διατήρησης του πρωτότυπου καλλιτεχνικού μύθου τους, η σφαίρα του πραγματικού ενίοτε μπερδεύεται με αυτή του φανταστικού. Είναι μέσα στις προθέσεις τους. Οσον αφορά την «αλήθεια» γύρω από τις «London Pictures», το σίγουρο είναι ότι σταμάτησαν την... αποκομιδή των πηχυαίων τίτλων πριν από δύο χρόνια. Συνέλεξαν διαχρονικές ειδήσεις, αυτές που αναπόφευκτα αφορούν «σεξ, χρήμα, μαχαιρώματα, βιασμούς. Είναι σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε με την πάροδο του χρόνου» θα πουν και θα προσθέσουν: «Ομως μια κοινωνία χωρίς έγκλημα θα ήταν φοβερή για όλους. Γιατί η πηγή των δεινών της κοινωνίας είναι η ίδια η ελευθερία. Η παραβατική συμπεριφορά είναι απλώς το τίμημά της. Και είναι περίπου κληρονομικό. Ξέρεις, είδαμε προχθές έναν αστυνομικό να χτυπάει ένα κουδούνι σπιτιού. Σκεφτήκαμε “Θεέ μου, τι πρόκειται να εκτυλιχθεί σε αυτό το σπίτι; Ποια τραγική ιστορία που θα φέρει ντροπή, ατίμωση;”». 
 «Χαιρόμαστε που μας λένε “φρικιά”» 
 «Πιστεύουμε ότι όλο το θέμα με την κρίση είναι μεγεθυσμένο, όπως εξάλλου όλα τα μεγάλα θέματα, από τον Τύπο. Τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο μας τα λένε» πιστεύει ο Γκίλμπερτ. «Οπως και να ’χει, η μόνη ευκαιρία στην κρίση είναι η πρωτοτυπία. Είναι η μόνη λύση για να αλλάξεις μια κατάσταση. Το να δανείζεσαι χρήματα δεν είναι καθόλου πρωτότυπο. Ούτε το να κάνεις πορείες. Για να πετύχεις, σε όλους τους τομείς της ζωής, πρέπει να είσαι εφευρετικός. Η σπουδαία τέχνη, για παράδειγμα, δεν θυμίζει τίποτε παρόμοιό της. Για να το καταφέρεις, πρέπει να εμπνέεσαι. Από πού; Από την αίσθηση ότι είσαι ζωντανός. Από αυτό που αισθάνεσαι μέσα σου. Γι’ αυτό μας αρέσει η απομόνωση. Γι’ αυτό μας λένε “φρικιά”». Επειτα από έξι ταξίδια στην Αθήνα, μπορούν να πουν ότι «πάντα είχαμε την αίσθηση ότι είναι το πιο άνετο και χαλαρό μέρος στον κόσμο για να περπατάς στον δρόμο. Προτού έρθουμε εδώ, ήμασταν στο Σάο Πάολο. Δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις, οι κλέφτες καραδοκούν. Και όμως, κανείς δεν μιλάει για κρίση εκεί, όλοι τους φαίνονται πολύ χαρούμενοι» θα πει ο Τζορτζ. «Δεν φταίτε εσείς για την κρίση» καταθέτει την άποψή του ο Γκίλμπερτ. «Φταίνε αυτοί που δανείζουν χρήματα στον κόσμο χωρίς να τον ρωτούν αν μπορεί να τα επιστρέψει. Το παλιό σύστημα ήταν αποτελεσματικό. Συνοψιζόταν σε μια βασική αρχή: μη δανείζεστε χρήματα: Κατά την άποψή μας πρέπει να σας χαρίσουν το χρέος. Πάει, πέρασε αυτό. Ευτυχώς οι Βρετανοί δεν θέλησαν να γίνουν ποτέ μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μα τι ιδέα και αυτή! Προϋποθέτει ότι όλες οι χώρες είναι ίδιες. Δεν είναι ούτε επιθυμούν να γίνουν όμοιες. Θα ήθελε κάτι τέτοιο η Ελλάδα;». 
Το θέμα της έκθεσής τους, πάντως, εναρμονίζεται με την πόλη που ψυχορραγεί, ωστόσο αυτή δεν ήταν η πρόθεσή τους. «Αυτά τα έργα αποπνέουν μια αίσθηση street art, μια αίσθηση προπαγάνδας. Δεν μας ενδιαφέρει, όμως, να κάνουμε πολιτική τέχνη. Υπάρχουν τόσο πολλά διαφορετικά μονοπάτια που μπορείς να ακολουθήσεις στην τέχνη. Για εμάς, η τέχνη είναι σαν να παγώνεις τον χρόνο. Ενας τρόπος να αφήσεις πίσω σου μια μνήμη. Γιατί ό,τι είδες χθες σήμερα είναι ανάμνηση. Δεν έχουμε σκοπό να διδάξουμε κανέναν. Και οι απόψεις... Δεν αντέχω να ακούω απόψεις. Ολοι έχουν από μία. Είναι μόνο λόγια» θα πει ο Γκίλμπερτ. «Ημασταν σε ένα dinner party πριν από κάποια χρόνια και ήταν εκεί μια γυναίκα με πολύ έντονες απόψεις, η οποία μονοπωλούσε τη συζήτηση. Μιλούσε για τα προβλήματα του κόσμου και υποδείκνυε τι έπρεπε να γίνει. Οπότε, τη διακόπτουμε και τη ρωτάμε: “Ωραία όλα αυτά που λες, αλλά εσύ, προσωπικά, τι σκοπεύεις να κάνεις στην πράξη;”. “Εγώ; Τίποτε! Σαν τι να κάνω δηλαδή; ” τα έχασε εκείνη. Είμαστε αλλεργικοί στις απόψεις, γιατί είναι η εύκολη λύση». 
Δεν έχουμε πρόβλημα με το γυμνό 
 Στην έκθεσή τους τα δημοσιεύματα είναι παλιά. Επιασαν τον βίαιο παλμό της πόλης, έχασαν όμως τα πιπεράτα επίκαιρα στιγμιότυπα. Τις γυμνές φωτογραφίες του Χάρι, αλλά και το σκάνδαλο των φωτογραφιών της γυμνόστηθης Κέιτ Μίντλετον. «Α, ο Χάρι! Τι ωραίος που ήταν στις φωτογραφίες του» θα πει χαρούμενα ο Γκίλμπερτ. «Σαν έλληνας θεός, σαν αρχαιοελληνικό άγαλμα!». Ο σύζυγός του (παντρεύτηκαν το 2008), Τζορτζ, θα συμφωνήσει. Την Κέιτ, όμως, θα την περιβάλουν με μια ιπποτική αύρα, ως γνήσιοι τζέντλεμεν που είναι. «Δεν θα χρησιμοποιούσαμε ποτέ τα πρωτοσέλιδα που την αφορούν. Δεν θέλουμε να είμαστε ασεβείς. Δεν θα το κάναμε ποτέ, διότι τράβηξαν τις φωτογραφίες παρά τη θέλησή της» θα απαντήσει ο σταθερά δυναμικός Γκίλμπερτ. «Δεν έχουμε πρόβλημα με το γυμνό, εξάλλου και εμείς έχουμε εμφανιστεί χωρίς ρούχα στο έργο μας “Naked Shit Pictures” το 1994. Επίσης, είμαστε υπέρμαχοι της ελευθερίας του Τύπου, όμως δεν μας αρέσει η κουλτούρα της “κλειδαρότρυπας”. Θυμίζει τη φιλοσοφία ολοκληρωτικών καθεστώτων και τις περιβόητες παρακολουθήσεις τους, όπως στην περίπτωση της Ανατολικής Γερμανίας και της Στάζι».
 Μα, και το Λονδίνο είναι γεμάτο κάμερες παρακολούθησης, τις λεγόμενες CCTV, και εξάλλου η ψύχωση με τους σελέμπριτις και την «κατασκόπευσή» τους έχει βαθιές ρίζες και στη βρετανική ποπ κουλτούρα. «Ναι, βέβαια. Πολύς κόσμος θεώρησε ότι ήταν λάθος της Κέιτ να βγει γυμνή σε ανοιχτό χώρο. Επρεπε να προσέξει. Η βασίλισσα δεν θα έβγαινε ποτέ τόπλες» θα πει ο Τζορτζ. Ευτυχώς! Πέρα από το χιούμορ, οι Γκίλμπερτ και Τζορτζ είναι δηλωμένοι οπαδοί της μοναρχίας, οι εμμονές τους, εξάλλου, παραμένουν μονότονα ίδιες: η Θάτσερ και τα πλεονεκτήματα της ελεύθερης αγοράς, το Ανατολικό Λονδίνο και η παροιμιώδης ρουτίνα τους, μέρος του τελετουργικού του «living sculpture» («ελάτε, πείτε μου, δεν την παραβαίνετε ποτέ;» «Οχι, όχι, είναι υπέροχη επινόηση» θα πουν σχεδόν με μια φωνή). «Η μοναρχία είναι ένας intellectual τρόπος να διοικείς μια χώρα, επειδή κατ’ αυτόν τον τρόπο η κεφαλή της δεν προέρχεται από την Εκκλησία ούτε από την πολιτική. Και η διαδοχή είναι κληρονομική». Οι ικανότητες και τα προσόντα, δηλαδή, πάνε περίπατο; Ο Τζορτζ έχει για άλλη μια φορά την απάντηση έτοιμη: «Οπως έχει δείξει η Ιστορία, ηλίθιοι εκλέγονται και με δημοκρατικότατες διαδικασίες». 
 «Δεν θα σταματήσουμε ποτέ» 
 Θα είχαν, άραγε, φθάσει ως εδώ αν είχαν ακολουθήσει διαφορετικούς δρόμους, αν δεν είχαν συναντηθεί στο Κολλέγιο St Martins ως φοιτητές το 1967; Ο Βρετανός Τζορτζ (Πάσμορ) και ο γερμανόφωνος Ιταλός του Τιρόλο Γκίλμπερτ (Πρες) θα ομοφωνήσουν ταυτόχρονα και αστραπιαία: «Οχι!». Η ατομικότητα είναι για αυτούς μια ξένη χώρα. «Κανείς δεν έχει καταλήξει σε ένα ασφαλές συμπέρασμα για το τι είναι το άτομο. Είσαι Ελληνίδα, είσαι Ευρωπαία, είσαι Αθηναία, είσαι γυναίκα; Η ανθρωπότητα είναι πολύ περίπλοκη. Αυτό, για παράδειγμα, που ψηφίζει ο καθένας είναι επηρεασμένο από τα διαβάσματα των γονιών του και από τις μουσικές στις οποίες χόρευαν οι παππούδες του. Για σκέψου το!». Η αναφορά του, όμως, στην προσωπική τους ιστορία θα περιοριστεί στο συνοπτικότατο: «Είμαστε παιδιά του πολέμου». 
 Ο Γκίλμπερτ θα ανοιχτεί λίγο περισσότερο: «Προερχόμαστε από φτωχές οικογένειες. Δεν μάθαμε ποτέ να δανειζόμαστε χρήματα. Ο Τζορτζ γεννήθηκε το ’42, εγώ το’43» θα πει. «Ξέρεις ποια ήταν η μόνιμη επωδός τότε;» θα ρωτήσει ο Τζορτζ. «Τρέξτε στα καταφύγια μόλις ακούσετε σειρήνα;» θα αποπειραθώ. «Οχι, ήταν το “Ολα θα πάνε καλύτερα”» απαντά. «Ημασταν 100% σίγουροι ότι αυτό θα συνέβαινε. Πάντα σκεφτόμασταν πως όταν κάτι κακό συμβεί στη ζωή, κάτι καλό αναπόφευκτα θα το ακολουθήσει. Και όλα πήγαν καλύτερα. Εξακολουθούν να πηγαίνουν καλύτερα. Τουλάχιστον στο Λονδίνο». 
 Ολα πηγαίνουν καλύτερα «παρά τις τσιρίδες των νέων που βγαίνουν και ουρλιάζουν στα εστιατόρια, πασχίζουν να δείξουν τι ρολόι ή τι παπούτσι φοράνε, θέλοντας να αποδείξουν ότι ξοδεύουν χρήματα»; Αυτό είναι μια άλλη ιστορία: «Θα έπρεπε να υπάρχει ειδικός χώρος στα εστιατόρια όπου θα απαγορεύεται και ο θόρυβος, πέραν του τσιγάρου. Και η μουσική» λένε σε αυστηρό, υποτίθεται, τόνο. Δηλαδή το γεγονός ότι έχουν μεγαλώσει δεν παίζει ρόλο σε αυτή τη συντηρητική,
αλλά και νοσταλγική θέαση των πραγμάτων; «Ισως είναι η αναπόφευκτη τροπή των πραγμάτων. Προτιμούμε τη σιωπή όλο και περισσότερο. Δεν μας αρέσει ο θόρυβος του κόσμου. Μόνοι μας θα συνεχίσουμε να κάνουμε την τέχνη μας. Δεν θα σταματήσουμε ποτέ». 

 * «London Pictures» στην Γκαλερί Bernier/Eliades ως τις 15 Νοεμβρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: