.
αιδοίο (το) ΑΝΑΤ. 1. το σύνολο των εξωτερικών γεννητικών οργάνων τής γυναίκας, κυρ. το εφηβαίο, τα μεγάλα χείλη, τα μικρά χείλη και η κλειτορίδα. 2. γυναικείο γεννητικό όργανο ΣΥΝ. (!) μουνί, 3. (σπαν. στον πληθ. αιδοία, τα) τα γεννητικά όργανα (τού άνδρα και της γυναίκας). – αιδοιικός, ή, ό, [μτγν]
[ΕΤΥΜ. Ουδ. του αρχ. επιθ. αιδοίος «σεβαστός» < *αιδοσ-ιος < αιδώς, αιδούς (< *αιδέσ-ος). Η σημερινή σημ. ήδη αρχ.]
μουνί (το) {μουν-ιου /ιών} (!) (λαϊκ. Αποφεύγεται σε τυπικές μορφές επικοινωνίας 1. το γυναικείο γεννητικό όργανο ΣΥΝ. (λογ.) αιδοίο, (λαϊκ.) πράμα, (ευφημ.) τέτοιο' ΦΡ. Α (λαϊκ.) τα κάνω μουνί / γίνομαι μουνί (i) κάνω (κάτι / κάποιον) μούσκεμα (ii) (α) διαπληκτίζομαι πολύ άσχημα, καταστρέφω τις σχέσεις μου (με κάποιον) (β) (λαϊκ.) έλα μουνί στον τόπο σου! Για έκφραση έντονης έκπληξης. 2. (ως υβριστ. χαρακτηρισμός) κακός άνθρωπος 3. γυναίκα (ως σεξουαλικό αντικείμενο). – (υποκ.) μουνάκι (το), (μεγεθ.) μουνάρα (η)
[ΕΤΥΜ. < μεσν. μουνίν, αβεβ. ετύμου. Έχουν προταθεί οι εξής ετυμολογίες: 1) < μεσν. μουνίν < *ευνίον (με τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος [-vn-] -> [-mn-], πβ. ελαύνω – λάμνω, ευνούχος – μουνούχος), υποκ. τού αρχ. ευνή «συζυγικό κρεβάτι, γαμήλια κλίνη») 2) < μεσν. μουνίν < *μνιον (με ανάπτυξη ευφωνικού –ου-), που προέρχεται από το αρχ. απρφ. βινείν του ρ. βινώ «συνουσιάζομαι (παράνομα), οχεύω 3) < μεσν. μουνίν, υποκ. τού βεν. mona (ίδια σημ.), πιθ. < αρχ. βυνώ «πληρώ, γεμίζω» (πβ. κ. βυζαίνω), οπότε θα πρόκειται για αντιδάνειο 4) μεσν. μουνίν < μνιον (πβ. τη «γλώσσα» του Ησυχίου «μνοιόν' μαλακόν»), υποκ. τού αρχ. μνους «χνούδι, απαλό μαλλί» (πβ. Κ. χνους)]
Γ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Κέντρο Λεξικολογίας)
σημ.: Σύμβολο (!) μπροστά από λέξη χυδαία (ταμπού)
αιδοίο (το) ΑΝΑΤ. 1. το σύνολο των εξωτερικών γεννητικών οργάνων τής γυναίκας, κυρ. το εφηβαίο, τα μεγάλα χείλη, τα μικρά χείλη και η κλειτορίδα. 2. γυναικείο γεννητικό όργανο ΣΥΝ. (!) μουνί, 3. (σπαν. στον πληθ. αιδοία, τα) τα γεννητικά όργανα (τού άνδρα και της γυναίκας). – αιδοιικός, ή, ό, [μτγν]
[ΕΤΥΜ. Ουδ. του αρχ. επιθ. αιδοίος «σεβαστός» < *αιδοσ-ιος < αιδώς, αιδούς (< *αιδέσ-ος). Η σημερινή σημ. ήδη αρχ.]
μουνί (το) {μουν-ιου /ιών} (!) (λαϊκ. Αποφεύγεται σε τυπικές μορφές επικοινωνίας 1. το γυναικείο γεννητικό όργανο ΣΥΝ. (λογ.) αιδοίο, (λαϊκ.) πράμα, (ευφημ.) τέτοιο' ΦΡ. Α (λαϊκ.) τα κάνω μουνί / γίνομαι μουνί (i) κάνω (κάτι / κάποιον) μούσκεμα (ii) (α) διαπληκτίζομαι πολύ άσχημα, καταστρέφω τις σχέσεις μου (με κάποιον) (β) (λαϊκ.) έλα μουνί στον τόπο σου! Για έκφραση έντονης έκπληξης. 2. (ως υβριστ. χαρακτηρισμός) κακός άνθρωπος 3. γυναίκα (ως σεξουαλικό αντικείμενο). – (υποκ.) μουνάκι (το), (μεγεθ.) μουνάρα (η)
[ΕΤΥΜ. < μεσν. μουνίν, αβεβ. ετύμου. Έχουν προταθεί οι εξής ετυμολογίες: 1) < μεσν. μουνίν < *ευνίον (με τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος [-vn-] -> [-mn-], πβ. ελαύνω – λάμνω, ευνούχος – μουνούχος), υποκ. τού αρχ. ευνή «συζυγικό κρεβάτι, γαμήλια κλίνη») 2) < μεσν. μουνίν < *μνιον (με ανάπτυξη ευφωνικού –ου-), που προέρχεται από το αρχ. απρφ. βινείν του ρ. βινώ «συνουσιάζομαι (παράνομα), οχεύω 3) < μεσν. μουνίν, υποκ. τού βεν. mona (ίδια σημ.), πιθ. < αρχ. βυνώ «πληρώ, γεμίζω» (πβ. κ. βυζαίνω), οπότε θα πρόκειται για αντιδάνειο 4) μεσν. μουνίν < μνιον (πβ. τη «γλώσσα» του Ησυχίου «μνοιόν' μαλακόν»), υποκ. τού αρχ. μνους «χνούδι, απαλό μαλλί» (πβ. Κ. χνους)]
Γ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Κέντρο Λεξικολογίας)
σημ.: Σύμβολο (!) μπροστά από λέξη χυδαία (ταμπού)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου