(Αναδημοσίευση από το ελληνοκαναδικό παροικιακό ΒΗΜΑ.net)
.
Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΗΣΗΣ
του Νίκου Τ. Παγώνη
Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΗΣΗΣ
του Νίκου Τ. Παγώνη
.
Με την κατάθεση στην (καναδική) βουλή του νομοσχεδίου περί αναγνώρισης του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φίλου, η εντατικοποίηση της διαμάχης παίρνει- όπως εξ άλλου αναμενότανε-μεγάλες διαστάσεις. Με τη μάχη, να δίνεται κυρίως από τους εναντίον της υιοθέτησης του νομοσχεδίου, τα επιχειρήματα, κι από τις δύο πλευρές, αρχίζουν να εντείνονται σε επίπεδο έκφρασης, αλλά και έννοιας.
Πολλές θρησκευτικές, κοινωνικές, ηθικές, νομικές, συνταγματικές, ανθρωπιστικές και άλλες αξίες επιστρατεύονται και ρίχνονται στη μάχη, που σκοπό έχει, από τη μια, την έκφραση των πιστεύω κι αξιών και από την άλλη, την επιρροή των βουλευτών, η ψήφος των οποίων θα καθορίσει την αλλαγή ή όχι του ορισμού του θεσμού του γάμου.
Μέχρι εδώ τίποτα το ανησυχητικό κι επιλήψιμο. Η οποιαδήποτε αλλαγή, που έχει σαν στόχο τον από χιλιετίες αποδεκτό ορισμό του γάμου δεν είναι κάτι εύκολο και ο καθένας έχει το δικαίωμα να επιδιώξει την επικράτηση των δικών του απόψεων, ειδικότερα όταν αυτές έχουν να κάνουν με βαθιά ριζωμένες αρχές κι αξίες. Εκείνο, όμως, που εκπλήσσει, είναι μια κάποια προσπάθεια της παρουσίασης των επιχειρημάτων εναντίον της υιοθέτησης του νομοσχεδίου σε βάσεις, που δεν έχουν τίποτα να κάνουν με την κεντρική ιδέα που ώθησε την παρουσίαση του στη βουλή.
Ως γνωστόν, η Καναδική κυβέρνηση ενέργησε μετά από μια σειρά δικαστικών αποφάσεων, που καθόρισαν πως ο περιορισμός του γάμου, μόνο μεταξύ ετερόφυλων, παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και κατόπιν της γνώμης του ανωτάτου δικαστηρίου, που αποφάνθηκε επίσης πως όντως ο νομικός ορισμός του γάμου, όπως ισχύει σήμερα (μόνο μεταξύ ενός ανδρός και μιας γυναικός), παραβιάζει τα δικαιώματα των παραπάνω.
Και εδώ είναι που το όλο θέμα κάπου χάνεται. Μη θέλοντας, ή, μη τολμώντας κανείς να αμφισβητήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, η αντιπαράθεση μετατοπίζεται σε άλλα επίπεδα, που σαφώς αφήνουν εκτός συζήτησης το κύριο θέμα: Πόσο είμαστε έτοιμοι, να αναγνωρίσουμε σε συνανθρώπους μας το δικαίωμα, να έχουν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό από το δικό μας;
Είμαστε πραγματικά έτοιμοι σαν κοινωνία, να παραδεχθούμε ότι είναι πολύ πιθανόν άλλοι άνθρωποι, να διαφέρουν σεξουαλικά από εμάς, ή ακόμα, είμαστε προσκολλημένοι στην ιδέα ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί διαστροφή και ανωμαλία;
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι, η ομοφυλοφιλία είναι αποτέλεσμα κοινωνικής συναναστροφής και συνήθειας. Τις προάλλες, άκουγα σε παροικιακό ραδιόφωνο πως: «οι «τέτοιοι» μπορεί να γεννιούνται έτσι, αλλά είναι κι άλλοι, που γίνονται από διάφορες επιρροές, όπως κάποιος γνωστός της, που «κατάντησε τοιούτος», επειδή η μάνα του κι οι θείες του τον κτένιζαν με μπούκλες και τον παραχάιδευαν».
Η αντίληψη πολλών, δεν συμβαδίζει με την επιστημονική θέση πως η ομοφυλοφιλία είναι ένα βιολογικό φαινόμενο, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σαν «ανωμαλία», ή άλλη βιολογική διαταραχή.
Η άποψη των περισσοτέρων θρησκειών αντιβαίνει σε αυτή την επιστημονική θέση και χαρακτηρίζει τη σχέση μεταξύ ατόμων του ιδίου φίλου σαν μεγάλη αμαρτία. Ο Απόστολος Παύλος, σε μερικές από τις επιστολές του κατατάσσει τους αρσενοκοίτες στην ίδια κατηγορία με τους εγκληματίες, τους κλέφτες, τους μοιχούς και τους υπολοίπους αμαρτωλούς, που δεν πρόκειται να κληρονομήσουν την βασιλεία των ουρανών.
(Τώρα, πως ο όρος «αρσενοκοίτης» υπονοεί μόνο τους ομοφυλόφιλους (μα και οι γυναίκες δεν είναι «αρσενοκοίτες» αφού κι αυτές κοιμούνται με αρσενικούς;) εξηγείται μάλλον από το γεγονός ότι, οι επιστολές του αποστόλου απευθυνόταν αρχικά μόνο προς τους άντρες, μια κι οι γυναίκες της εποχής δεν φαίνεται να απολάμβαναν τα ίδια δικαιώματα τότε- μια άλλη μορφή διάκρισης, που έχει προ πολλού καταργηθεί.
Πολλές κοινωνίες μιας κάποιας συντηρητικής υφής, αρνούνται να αναγνωρίσουν την ύπαρξη της ομοφυλοφιλίας σαν μια άλλη μορφή της ανθρώπινης φύσης και την κατατάσσουν στα σκοτεινά κι απόκρυφα της ανθρώπινης κατάπτωσης και διαστροφής.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες λοιπόν, ήταν τελείως αναμενόμενο πως η αντίδραση πολλών στην επέκταση ενός δικαιώματος- όπως αυτό του γάμου- σε άτομα που δεν χαίρουν της εκτίμησης τους, θα προκαλούσε τεράστιες και έντονες αντιδράσεις.
Η αντιπαράθεση, όμως, δεν εστιάζεται σε αυτές τις θέσεις και πεποιθήσεις, που αν πράγματι ακολουθούσε αυτές τις γραμμές, θα ήταν τουλάχιστον, αν όχι τι άλλο, διαλεκτικά έντιμη.
Ακούγεται συχνά, πως οι αντίθετοι προς το νομοσχέδιο δεν έχουν ουδεμία αντίρρηση στην αναγνώριση του δικαιώματος των ομοφυλοφίλων να διευθετήσουν το δικαίωμα της ένωσης τους με κάποια άλλη νομική κάλυψη, εκτός από αυτή του γάμου. Πολλοί, όμως, την ίδια στιγμή που αναφέρονται σε αυτό, παρεμβάλουν την απέχθεια τους προς αυτούς με το να τους ονομάζουν: «τοιούτους», «ανώμαλούς», «παρακατιανούς», καθώς κι άλλες ονομασίες, που δηλούν διάκριση, που στην ουσία είναι και η βάση των αντιρρήσεων τους.
Καταλαβαίνω, πως το θέμα δεν είναι καθόλου εύκολο. Οι προεκτάσεις του όλου ζητήματος καλύπτουν πολλές δυσκολονόητες έννοιες, οι οποίες, σε συνδυασμό με προκαταλήψεις αιώνων, καθιστούν την κατάσταση απίστευτα πολύπλοκη και ακαταλαβίστικη.
Άρα, ευκολότερο είναι να παραμείνει κανείς σε αυτά που γνωρίζει και νοιώθει, παρά να βολοδέρνεται σε μονοπάτια δύσβατα και οδυνηρά.
Η κοινωνία, όμως, αρνείται να παραμείνει στάσιμη, επειδή τα θέματα που παρουσιάζονται ενώπιον της είναι πολύπλοκα. Αντίθετα, επιδιώκει να ασχοληθεί ακριβώς με ότι έχει να κάνει με νέες έννοιες, αρχές και αξίες, στην αναζήτηση ενός καλύτερου κοινωνικού προσανατολισμού.
Εδώ λοιπόν, καλούνται να επέμβουν οι διανοούμενοι, οι οποίοι με την δική τους ικανότητα, γνώσεις και πάνω από όλα διαύγεια πνεύματος, θα επιδιώξουν να προσφέρουν κατευθύνσεις στους υπολοίπους. Φυσικά, ουδείς αναμένει ότι όλοι αυτοί θα τοποθετηθούν μονόπλευρα και πως οι πάντες θα συμφωνήσουν με τις προτεινόμενες αλλαγές. Απαιτείται, όμως, να προσφέρουν κάτι, που είναι απαιτητικά αναμενόμενο: Εντιμότητα στο διάλογο. Όσο μεγαλύτερη θέση οι διαπλεκόμενοι κατέχουν στη διανόηση, τόσο ποιο μεγάλη ευθύνη φέρουν στο τι λένε και πως το παρουσιάζουν. Ας μη ξεχνάμε, πως οι υπόλοιποι περιμένουν κατεύθυνση από αυτούς, η οποία όμως οφείλει να είναι ξεκάθαρη και πάνω από όλα απαλλαγμένη από επιχειρήματα που σκοπό έχουν την επιβολή των απόψεων τους, ανεξάρτητα της εγκυρότητας τους. Είναι πολύ εύκολο για κάποιον που κατέχει το θέμα πολύ καλά και που έχει μια εκτεταμένη παιδεία, να παραπλανήσει εσκεμμένα το ακροατήριο, αλλά τι βγαίνει με αυτό; Πόσο θα έχει προωθηθεί το θέμα και πόσο θα έχει συνδράμει στο πάρσιμο σωστών αποφάσεων;
Για παράδειγμα, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Στήβεν Χάρπερ, απεύθυνε μια σειρά μηνυμάτων προς τα μέλη των διαφόρων πολιτιστικών κοινοτήτων, που σκοπό είχαν την στράτευση τους στην αντίθεση προς το νομοσχέδιο. Σκοπός του κ. Χάρπερ δεν ήταν οπωσδήποτε να ευαισθητοποιήσει τους νέο-καναδούς στο διάλογο περί του νομοσχεδίου. Ποντάριζε περισσότερο, στη συντηρητική μορφή των κοινωνιών τους και στη μακροχρόνια αντίληψη περί ομοφυλοφιλίας που επικρατεί, στις χώρες από τις οποίες αυτοί προέρχονται.
Άλλοι σχολιαστές, παρουσιάζουν θρησκευτικές θέσεις περί της ομοφυλοφιλίας σαν μέρος των επιχειρημάτων τους, ακόμα και όταν οι ίδιοι δεν κατέχονται από θρησκευτικά πιστεύω.
Ορισμένοι, παραμένουν στην ετυμολογική έννοια του γάμου και στην χιλιόχρονη παράδοση, αρνούμενοι να λάβουν υπόψη τους την νομική πλευρά, καθώς και την ανθρωπιστική και απαιτούν την διεξαγωγή δημοψηφίσματος σαν τη μοναδική ενδεδειγμένη λύση.
Καθηγήτρια πανεπιστημίου, με ειδικότητα στην ιατρική δεοντολογία, προβάλει τα επιχειρήματα πως ο ορισμός του γάμου καθορίζεται: ένα, μόνο από την αναπαραγωγή του ανθρωπίνου γένους, δύο, την αντίληψη των εθνικιστικών μειονοτήτων (που η αλλαγή του ορισμού του γάμου θα τους προσβάλει και αποδέχεται τη θέση του κ. Χάρπερ, πως το νομοσχέδιο είναι απειλή εναντίον του οποιοδήποτε υποστηρίζει τον πολυπολιτισμό), τρία, πως μπορεί να οδηγήσει στην πολυγαμία – ή στην άρνηση της πολυγαμίας των γυναικών, που τότε θα αποτελέσει διάκριση εναντίον τους;;; και τέλος, στην εφαρμογή του άρθρου 33 του χάρτη ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που προβλέπει την προσωρινή αναστολή της ισχύος αυτού, (notwithstanding clause).
Εκείνο, όμως, που όλοι παραγνωρίζουν (παρ’ όλο που η καθηγήτρια το παρουσίασε) είναι το προοίμιο του σχεδίου «Νόμος περί Πολιτικού Γάμου»:
«Η βουλή του Καναδά, αποφασισμένη να προασπίσει το δικαίωμα της ισότητας χωρίς διάκριση, αποκλείοντας τη χρήση του εδαφίου 33 του χάρτη των δικαιωμάτων και ελευθεριών προς άρνηση του δικαιώματος ζευγαριών του ιδίου φύλου να έχουν ίση πρόσβαση σε γάμο για πολιτικούς λόγους…».
Σε κάποια απόφαση του σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο πρώην αρχιδικαστής του ανωτάτου δικαστηρίου, Αντώνιο Λαμέρ, είχε αναφέρει χαρακτηριστικά, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις περί διάκρισης του εδαφίου 15 του χάρτη δικαιωμάτων: « Από νομική άποψη, ο χάρτης έχει καθιερώσει βασικά την κοσμική φύση της Καναδικής κοινωνίας και την κεντρική θέση που παίρνει η ελευθερία της συνείδησης στη λειτουργία των δεσμών μας».
Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Έργουην Κότλερ, αναφερόμενος στο νομοσχέδιο είπε πως πρόκειται περί: «δικαιωμάτων, δικαιωμάτων, δικαιωμάτων» για να καταλήξει ότι: «η εφαρμογή του εδαφίου 33 του χάρτη (notwithstanding clause) θα ήταν ουσιαστικά η αναγνώριση πως η κυβέρνηση καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Με λίγα λόγια, βλέπουμε πως το νέο νομοσχέδιο δεν εισέρχεται σε θέματα θρησκευτικά και άλλα σε σχέση με το γάμο, αλλά απλούστατα, επιδιώκει να διευθετήσει ένα καθαρά νομικό θέμα, που έχει προκύψει από την εφαρμογή του χάρτη δικαιωμάτων και ελευθεριών, που απαγορεύει τη διάκριση-μεταξύ άλλων- βάση το σεξουαλικό προσανατολισμό.
Ο καρδινάλιος της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, Αλόσιους Αμπρόζικ, όμως, μεταθέτει το θέμα αλλού: «Μέχρι τώρα, η συζήτηση έχει γίνει μεταξύ δικηγόρων. Είναι καιρός να αρχίσει μια συζήτηση με ολόκληρη την καναδική κοινωνία».
Και η συζήτηση, πρέπει να γίνει, από ολόκληρη την καναδική κοινωνία. Μια συζήτηση όμως, που οφείλει να επικεντρωθεί στο συγκεκριμένο θέμα: την επέκταση του ίδιου δικαιώματος σε όλα τα μέλη της καναδικής κοινωνίας εξ ίσου.
Η έννοια του γάμου, δεν είναι όσο απλή, όσο πολλοί θέλουν να νομίζουν. Οπωσδήποτε, ο ορισμός είναι τόσο πανάρχαιος όσο και η ίδια η κοινωνία. Πάντα, όμως, είχε να κάνει με τη επίσημη ένωση δύο ανθρώπων. Μια επισημότητα, που, μέχρι πρότινος, ήταν αποκλειστικό δικαίωμα της εκάστοτε θρησκείας στην οποία το ζευγάρι ανήκε. Και σαν θρησκευτική τελετή και μυστήριο, δεν θα μπορούσε να είχε προεκταθεί σε άτομα του ιδίου φύλου, εφόσον όλες οι θρησκείες θεωρούν την ομοφυλοφιλία αμαρτία. Η θρησκευτική κάλυψη του δεσμού όμως, είχε επιπλέον και νομική ισχύ. Επεκτεινόταν σε όλα εκείνα τα νομικά ζητήματα που καθόριζαν τη σχέση του ζευγαριού αναφορικά με τη πατρότητα των παιδιών, τη κληρονομιά, φορολογία κτλ. Η πολιτεία, ήταν ικανοποιημένη με τη θρησκευτική αντιμετώπιση του γάμου, μέχρι τη στιγμή που θρησκευτικοί περιορισμοί, ώθησαν πολλούς να αναζητήσουν τη νομική αναγνώριση του δεσμού τους εκτός εκκλησίας, ναού, συναγωγής, ή, οποιαδήποτε άλλου θρησκευτικού ιδρύματος
Φυσικά, η εισαγωγή του πολιτικού γάμου δεν αφαίρεσε το δικαίωμα της εκάστοτε θρησκείας να ευλογεί γάμους και ούτε στέρησε από αυτούς, τη νομική κάλυψη που απολάμβαναν. Απλά, δόθηκε η ευκαιρία σε εκείνους, που δεν θεωρούσαν υποχρεωτική και αναγκαία τη θρησκεία να καθορίζει τα του γάμου τους, να έχουν μια εναλλακτική λύση. Και τότε η θρησκεία αντέδρασε έντονα στην υιοθέτηση του πολιτικού γάμου. Αλλά, οι δυνάμεις του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας ήταν τόσο ισχυρές, καθώς και η κοινωνική πίεση τόσο μεγάλη, που τελικά αυτή η νέα μορφή γάμου επικράτησε.
Αργότερα, πολλά ζευγάρια, ακόμα και αυτό το δεσμό του πολιτικού γάμου δεν θεωρούσαν απαραίτητο και κατέληξαν σε συμβίωση χωρίς καμία επισημοποίηση. Πολλοί είναι αυτοί, που δεν πιστεύουν, πως η αγάπη που τους ενώνει, χρειάζεται κάποια επίσημη αναγνώριση για να είναι μόνιμη και έγκυρη. Η νέα αυτή τάση, υποχρέωσε στη συνέχεια το κράτος, να αναγνωρίσει τη νομική ισχύ αυτών των δεσμών και να προεκτείνει όλα τα νόμιμα δικαιώματα, που μέχρι πρότινος ίσχυαν για τους νόμιμα παντρεμένους και προς εκείνους, που απλά συζούσαν.
Εμφανώς πλέον, ο ορισμός του γάμου, αλλά και η έννοια του δεσμού δύο ατόμων, δεν είναι πλέον ο ίδιος με τον πανάρχαιο. Η εξέλιξη της κοινωνίας έχει κατά πολύ διαφοροποιήσει τα πράγματα και σήμερα, ο καθένας έχει το δικαίωμα της επιλογής.
Πάνε πλέον τα χρόνια που η κοινωνία εξοστράκιζε όσους δεν ακολουθούσαν την γενικά παραδεδεγμένη μορφή του γάμου. Ακόμα και η πατρότητα των παιδιών δεν αποτελεί πλέον θέμα κοινωνικής αποδοχής. Ο όρος «μπάσταρδος» έπαψε να έχει την έννοια του «αγνώστου πατρός» και χρησιμοποιείται τώρα για πολύ διαφορετικούς λόγους.
Έτσι λοιπόν, την εποχή τούτη, έχουμε τρεις μορφές ένωσης δύο ατόμων: τον θρησκευτικό γάμο, τον πολιτικό και τη συμβατική συμβίωση. Εκτός από το θρησκευτικό, που καθορίζει την ένωση δύο ατόμων σαν μυστήριο της ένωσης δύο ανθρώπων σε «σάρκα μία», οι υπόλοιποι δεν έχουν παρά μόνο ένα σκοπό: την ένωση ατόμων, καθώς και τη νομική διευθέτηση των σχέσεων τους. Προς αποφυγή δε παρερμηνειών, ο όρος που καθορίζει αυτή τη σχέση- παρ’ όλο που η μορφή έχει αλλάξει- παραμένει ο ίδιος: γάμος, με την προσθήκη του αναλόγου επιθέτου: θρησκευτικός, πολιτικός, συμβατικός, που στην πραγματικότητα, όμως, δεν άλλαζε τίποτα το ουσιαστικό στα μάτια του νόμου.
Με την υιοθέτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την αποκήρυξη των διακρίσεων, μοιραία οδηγηθήκαμε στη διαπίστωση πως ένας όρος, που ίσχυε για μια μερίδα ανθρώπων, πρέπει, ο ίδιος, να ισχύει και για τους υπολοίπους. Ήταν δε μόνο θέμα χρόνου, οι υφιστάμενοι τη διάκριση να καταφύγουν στα δικαστήρια, απαιτούντες την ίδια μεταχείριση. Τα δικαστήρια, μη έχοντας άλλη επιλογή, εκδίκασαν υπέρ των αιτούντων και η κυβέρνηση, αν ήθελε να διατηρήσει τον παραδοσιακό και θρησκευτικό ορισμό του γάμου, δεν είχε άλλη επιλογή από την αναστολή της ισχύς των διατάξεων του χάρτη των δικαιωμάτων, παραβιάζοντας, επισήμως πλέον, τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το νομοσχέδιο που παρουσιάζεται, δεν επιδιώκει να υποχρεώσει τη κοινωνία να αποδεχθεί κάτι που δεν θέλει. Ο θρησκευτικός ορισμός του γάμου παραμένει αναλλοίωτος και αναγνωρίζεται το αποκλειστικό δικαίωμα των εκκλησιών να καθορίζουν, σύμφωνα με τις δικές τους καταβολές, τα του γάμου. Οι πιστοί των θρησκειών δε, μέσα στη δική τους θρησκευτική κοινότητα αποδέχονται σύμφωνα με τους δικούς τους όρους, αρχές και αξίες το ποιος παντρεύεται και πως. Εκτός των δικών τους κοινωνιών, τι τους ενοχλεί, αν τα πράγματα για κάποιους που δεν ανήκουν σε αυτές τις κοινότητες, φέρονται κατά διαφορετικό τρόπο; Θα μου πείτε ότι είναι το γενικό κοινωνικό καλό που έχει αξία και θα έχετε δίκιο. Πως καθορίζεται όμως αυτό το γενικό κοινωνικό καλό; Με την άρνηση των ίσων δικαιωμάτων προς όλους;
Η άποψη, πως η ένωση δύο ατόμων του ίδιου φύλου δεν χρειάζεται απαραίτητα να ονομάζεται γάμος, για να απολαμβάνουν αυτοί τα ίδια δικαιώματα δεν ισχύει. Κάτι που καθορίζει την ίδια διαδικασία (την ένωση δύο ατόμων) και έχει την ίδια νομική ισχύ, γιατί πρέπει να έχει διαφορετική ονομασία, αν δεν γίνεται μόνο για λόγους διάκρισης; Και την εποχή πριν της κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων, κανείς δεν αμφισβητούσε το δικαίωμα των μαύρων να παίρνουν το λεωφορείο. Αρκεί να μη καθόντουσαν στις ίδιες θέσεις με τους λευκούς.
Το επιχείρημα πως ο γάμος είναι αποκλειστικά και μόνο για την διαιώνιση του είδους, δεν είναι απαραίτητα σωστό, εφόσον η νομική τουλάχιστον έννοια του γάμου δεν κάνει μνεία περί παιδιών. Πολλά ζευγάρια παραμένουν άκληρα κατ’ επιλογή, χωρίς αυτό να αμφισβητεί τη νομιμότητα του γάμου τους. Σε κάποιες άλλες κοινωνίες δε, η αναπαραγωγή αντιμετωπίζεται με την πολυγαμία, που για μας αποτελεί ποινικό αδίκημα
Ανησυχίες, όπως η αναγνώριση του γάμου, θα δώσει στους ομοφυλόφιλους το δικαίωμα της υιοθέτησης παιδιών, είναι μάλλον ξεπερασμένες, γιατί ήδη έχουν αυτό το δικαίωμα τώρα. Η έγκριση αίτησης υιοθεσίας από τις αρχές, βασίζεται στην εξονυχιστική έρευνα των αρμοδίων και στην καταλληλότητα των αιτούντων και όχι στο αν είναι παντρεμένοι και πως. (Μια διαδικασία, που εξασφαλίζει την αξία ατόμων να αναθρέψουν παιδιά, που δεν ισχύει, όμως, για τους βιολογικούς γονείς, με γνωστά αποτελέσματα.)
Όλες οι άλλες ανησυχίες περί ολίσθησης των ηθών και του ανοίγματος της πόρτας σε άλλες απαιτήσεις, που σήμερα θεωρούνται παράνομες και κολάσιμες, δεν ευσταθούν διότι, πρώτον, δεν γίνεται τώρα η αναγνώριση της ομοφυλοφιλίας- έχει γίνει εδώ και τριάντα περίπου χρόνια και η κοινωνία ακόμα υπάρχει- και δεύτερον, η αναγνώριση του ίσου δικαιώματος στα δεσμά του γάμου δεν υποβάλει κανένα άλλον σε παραβίαση των δικαιωμάτων του και της ακεραιότητας του. Η πολυγαμία, η ερωτική παρενόχληση, ο βιασμός, η παιδεραστία και άλλα αδικήματα εναντίον ατόμων, τιμωρούνται από το νόμο και διώκονται σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα.
Οι αντιρρήσεις μας λοιπόν, στηρίζονται φανερά στις δικές μας προκαταλήψεις, θρησκευτικές αξίες, διακρίσεις και την πρόθεση μας να αποφεύγουμε την αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων προς αυτούς που, ακόμα συνειδητά, δεν έχουμε αποδεκτεί σαν ίσους.
Προτιμότερο λοιπόν θα ήταν, να βασίζουμε ανοικτά την αντίθεση μας προς το νομοσχέδιο σε αυτά που πραγματικά πιστεύουμε και να μη προσπαθούμε να καλύψουμε τις αντιρρήσεις μας, κάτω από επιχειρήματα που δεν κάνουν τίποτα περισσότερο, από το να μηδενίζουν τη διανόηση όλων μας
(Φεβρουάριος 2005)
Με την κατάθεση στην (καναδική) βουλή του νομοσχεδίου περί αναγνώρισης του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φίλου, η εντατικοποίηση της διαμάχης παίρνει- όπως εξ άλλου αναμενότανε-μεγάλες διαστάσεις. Με τη μάχη, να δίνεται κυρίως από τους εναντίον της υιοθέτησης του νομοσχεδίου, τα επιχειρήματα, κι από τις δύο πλευρές, αρχίζουν να εντείνονται σε επίπεδο έκφρασης, αλλά και έννοιας.
Πολλές θρησκευτικές, κοινωνικές, ηθικές, νομικές, συνταγματικές, ανθρωπιστικές και άλλες αξίες επιστρατεύονται και ρίχνονται στη μάχη, που σκοπό έχει, από τη μια, την έκφραση των πιστεύω κι αξιών και από την άλλη, την επιρροή των βουλευτών, η ψήφος των οποίων θα καθορίσει την αλλαγή ή όχι του ορισμού του θεσμού του γάμου.
Μέχρι εδώ τίποτα το ανησυχητικό κι επιλήψιμο. Η οποιαδήποτε αλλαγή, που έχει σαν στόχο τον από χιλιετίες αποδεκτό ορισμό του γάμου δεν είναι κάτι εύκολο και ο καθένας έχει το δικαίωμα να επιδιώξει την επικράτηση των δικών του απόψεων, ειδικότερα όταν αυτές έχουν να κάνουν με βαθιά ριζωμένες αρχές κι αξίες. Εκείνο, όμως, που εκπλήσσει, είναι μια κάποια προσπάθεια της παρουσίασης των επιχειρημάτων εναντίον της υιοθέτησης του νομοσχεδίου σε βάσεις, που δεν έχουν τίποτα να κάνουν με την κεντρική ιδέα που ώθησε την παρουσίαση του στη βουλή.
Ως γνωστόν, η Καναδική κυβέρνηση ενέργησε μετά από μια σειρά δικαστικών αποφάσεων, που καθόρισαν πως ο περιορισμός του γάμου, μόνο μεταξύ ετερόφυλων, παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και κατόπιν της γνώμης του ανωτάτου δικαστηρίου, που αποφάνθηκε επίσης πως όντως ο νομικός ορισμός του γάμου, όπως ισχύει σήμερα (μόνο μεταξύ ενός ανδρός και μιας γυναικός), παραβιάζει τα δικαιώματα των παραπάνω.
Και εδώ είναι που το όλο θέμα κάπου χάνεται. Μη θέλοντας, ή, μη τολμώντας κανείς να αμφισβητήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, η αντιπαράθεση μετατοπίζεται σε άλλα επίπεδα, που σαφώς αφήνουν εκτός συζήτησης το κύριο θέμα: Πόσο είμαστε έτοιμοι, να αναγνωρίσουμε σε συνανθρώπους μας το δικαίωμα, να έχουν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό από το δικό μας;
Είμαστε πραγματικά έτοιμοι σαν κοινωνία, να παραδεχθούμε ότι είναι πολύ πιθανόν άλλοι άνθρωποι, να διαφέρουν σεξουαλικά από εμάς, ή ακόμα, είμαστε προσκολλημένοι στην ιδέα ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί διαστροφή και ανωμαλία;
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι, η ομοφυλοφιλία είναι αποτέλεσμα κοινωνικής συναναστροφής και συνήθειας. Τις προάλλες, άκουγα σε παροικιακό ραδιόφωνο πως: «οι «τέτοιοι» μπορεί να γεννιούνται έτσι, αλλά είναι κι άλλοι, που γίνονται από διάφορες επιρροές, όπως κάποιος γνωστός της, που «κατάντησε τοιούτος», επειδή η μάνα του κι οι θείες του τον κτένιζαν με μπούκλες και τον παραχάιδευαν».
Η αντίληψη πολλών, δεν συμβαδίζει με την επιστημονική θέση πως η ομοφυλοφιλία είναι ένα βιολογικό φαινόμενο, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σαν «ανωμαλία», ή άλλη βιολογική διαταραχή.
Η άποψη των περισσοτέρων θρησκειών αντιβαίνει σε αυτή την επιστημονική θέση και χαρακτηρίζει τη σχέση μεταξύ ατόμων του ιδίου φίλου σαν μεγάλη αμαρτία. Ο Απόστολος Παύλος, σε μερικές από τις επιστολές του κατατάσσει τους αρσενοκοίτες στην ίδια κατηγορία με τους εγκληματίες, τους κλέφτες, τους μοιχούς και τους υπολοίπους αμαρτωλούς, που δεν πρόκειται να κληρονομήσουν την βασιλεία των ουρανών.
(Τώρα, πως ο όρος «αρσενοκοίτης» υπονοεί μόνο τους ομοφυλόφιλους (μα και οι γυναίκες δεν είναι «αρσενοκοίτες» αφού κι αυτές κοιμούνται με αρσενικούς;) εξηγείται μάλλον από το γεγονός ότι, οι επιστολές του αποστόλου απευθυνόταν αρχικά μόνο προς τους άντρες, μια κι οι γυναίκες της εποχής δεν φαίνεται να απολάμβαναν τα ίδια δικαιώματα τότε- μια άλλη μορφή διάκρισης, που έχει προ πολλού καταργηθεί.
Πολλές κοινωνίες μιας κάποιας συντηρητικής υφής, αρνούνται να αναγνωρίσουν την ύπαρξη της ομοφυλοφιλίας σαν μια άλλη μορφή της ανθρώπινης φύσης και την κατατάσσουν στα σκοτεινά κι απόκρυφα της ανθρώπινης κατάπτωσης και διαστροφής.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες λοιπόν, ήταν τελείως αναμενόμενο πως η αντίδραση πολλών στην επέκταση ενός δικαιώματος- όπως αυτό του γάμου- σε άτομα που δεν χαίρουν της εκτίμησης τους, θα προκαλούσε τεράστιες και έντονες αντιδράσεις.
Η αντιπαράθεση, όμως, δεν εστιάζεται σε αυτές τις θέσεις και πεποιθήσεις, που αν πράγματι ακολουθούσε αυτές τις γραμμές, θα ήταν τουλάχιστον, αν όχι τι άλλο, διαλεκτικά έντιμη.
Ακούγεται συχνά, πως οι αντίθετοι προς το νομοσχέδιο δεν έχουν ουδεμία αντίρρηση στην αναγνώριση του δικαιώματος των ομοφυλοφίλων να διευθετήσουν το δικαίωμα της ένωσης τους με κάποια άλλη νομική κάλυψη, εκτός από αυτή του γάμου. Πολλοί, όμως, την ίδια στιγμή που αναφέρονται σε αυτό, παρεμβάλουν την απέχθεια τους προς αυτούς με το να τους ονομάζουν: «τοιούτους», «ανώμαλούς», «παρακατιανούς», καθώς κι άλλες ονομασίες, που δηλούν διάκριση, που στην ουσία είναι και η βάση των αντιρρήσεων τους.
Καταλαβαίνω, πως το θέμα δεν είναι καθόλου εύκολο. Οι προεκτάσεις του όλου ζητήματος καλύπτουν πολλές δυσκολονόητες έννοιες, οι οποίες, σε συνδυασμό με προκαταλήψεις αιώνων, καθιστούν την κατάσταση απίστευτα πολύπλοκη και ακαταλαβίστικη.
Άρα, ευκολότερο είναι να παραμείνει κανείς σε αυτά που γνωρίζει και νοιώθει, παρά να βολοδέρνεται σε μονοπάτια δύσβατα και οδυνηρά.
Η κοινωνία, όμως, αρνείται να παραμείνει στάσιμη, επειδή τα θέματα που παρουσιάζονται ενώπιον της είναι πολύπλοκα. Αντίθετα, επιδιώκει να ασχοληθεί ακριβώς με ότι έχει να κάνει με νέες έννοιες, αρχές και αξίες, στην αναζήτηση ενός καλύτερου κοινωνικού προσανατολισμού.
Εδώ λοιπόν, καλούνται να επέμβουν οι διανοούμενοι, οι οποίοι με την δική τους ικανότητα, γνώσεις και πάνω από όλα διαύγεια πνεύματος, θα επιδιώξουν να προσφέρουν κατευθύνσεις στους υπολοίπους. Φυσικά, ουδείς αναμένει ότι όλοι αυτοί θα τοποθετηθούν μονόπλευρα και πως οι πάντες θα συμφωνήσουν με τις προτεινόμενες αλλαγές. Απαιτείται, όμως, να προσφέρουν κάτι, που είναι απαιτητικά αναμενόμενο: Εντιμότητα στο διάλογο. Όσο μεγαλύτερη θέση οι διαπλεκόμενοι κατέχουν στη διανόηση, τόσο ποιο μεγάλη ευθύνη φέρουν στο τι λένε και πως το παρουσιάζουν. Ας μη ξεχνάμε, πως οι υπόλοιποι περιμένουν κατεύθυνση από αυτούς, η οποία όμως οφείλει να είναι ξεκάθαρη και πάνω από όλα απαλλαγμένη από επιχειρήματα που σκοπό έχουν την επιβολή των απόψεων τους, ανεξάρτητα της εγκυρότητας τους. Είναι πολύ εύκολο για κάποιον που κατέχει το θέμα πολύ καλά και που έχει μια εκτεταμένη παιδεία, να παραπλανήσει εσκεμμένα το ακροατήριο, αλλά τι βγαίνει με αυτό; Πόσο θα έχει προωθηθεί το θέμα και πόσο θα έχει συνδράμει στο πάρσιμο σωστών αποφάσεων;
Για παράδειγμα, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Στήβεν Χάρπερ, απεύθυνε μια σειρά μηνυμάτων προς τα μέλη των διαφόρων πολιτιστικών κοινοτήτων, που σκοπό είχαν την στράτευση τους στην αντίθεση προς το νομοσχέδιο. Σκοπός του κ. Χάρπερ δεν ήταν οπωσδήποτε να ευαισθητοποιήσει τους νέο-καναδούς στο διάλογο περί του νομοσχεδίου. Ποντάριζε περισσότερο, στη συντηρητική μορφή των κοινωνιών τους και στη μακροχρόνια αντίληψη περί ομοφυλοφιλίας που επικρατεί, στις χώρες από τις οποίες αυτοί προέρχονται.
Άλλοι σχολιαστές, παρουσιάζουν θρησκευτικές θέσεις περί της ομοφυλοφιλίας σαν μέρος των επιχειρημάτων τους, ακόμα και όταν οι ίδιοι δεν κατέχονται από θρησκευτικά πιστεύω.
Ορισμένοι, παραμένουν στην ετυμολογική έννοια του γάμου και στην χιλιόχρονη παράδοση, αρνούμενοι να λάβουν υπόψη τους την νομική πλευρά, καθώς και την ανθρωπιστική και απαιτούν την διεξαγωγή δημοψηφίσματος σαν τη μοναδική ενδεδειγμένη λύση.
Καθηγήτρια πανεπιστημίου, με ειδικότητα στην ιατρική δεοντολογία, προβάλει τα επιχειρήματα πως ο ορισμός του γάμου καθορίζεται: ένα, μόνο από την αναπαραγωγή του ανθρωπίνου γένους, δύο, την αντίληψη των εθνικιστικών μειονοτήτων (που η αλλαγή του ορισμού του γάμου θα τους προσβάλει και αποδέχεται τη θέση του κ. Χάρπερ, πως το νομοσχέδιο είναι απειλή εναντίον του οποιοδήποτε υποστηρίζει τον πολυπολιτισμό), τρία, πως μπορεί να οδηγήσει στην πολυγαμία – ή στην άρνηση της πολυγαμίας των γυναικών, που τότε θα αποτελέσει διάκριση εναντίον τους;;; και τέλος, στην εφαρμογή του άρθρου 33 του χάρτη ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που προβλέπει την προσωρινή αναστολή της ισχύος αυτού, (notwithstanding clause).
Εκείνο, όμως, που όλοι παραγνωρίζουν (παρ’ όλο που η καθηγήτρια το παρουσίασε) είναι το προοίμιο του σχεδίου «Νόμος περί Πολιτικού Γάμου»:
«Η βουλή του Καναδά, αποφασισμένη να προασπίσει το δικαίωμα της ισότητας χωρίς διάκριση, αποκλείοντας τη χρήση του εδαφίου 33 του χάρτη των δικαιωμάτων και ελευθεριών προς άρνηση του δικαιώματος ζευγαριών του ιδίου φύλου να έχουν ίση πρόσβαση σε γάμο για πολιτικούς λόγους…».
Σε κάποια απόφαση του σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο πρώην αρχιδικαστής του ανωτάτου δικαστηρίου, Αντώνιο Λαμέρ, είχε αναφέρει χαρακτηριστικά, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις περί διάκρισης του εδαφίου 15 του χάρτη δικαιωμάτων: « Από νομική άποψη, ο χάρτης έχει καθιερώσει βασικά την κοσμική φύση της Καναδικής κοινωνίας και την κεντρική θέση που παίρνει η ελευθερία της συνείδησης στη λειτουργία των δεσμών μας».
Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Έργουην Κότλερ, αναφερόμενος στο νομοσχέδιο είπε πως πρόκειται περί: «δικαιωμάτων, δικαιωμάτων, δικαιωμάτων» για να καταλήξει ότι: «η εφαρμογή του εδαφίου 33 του χάρτη (notwithstanding clause) θα ήταν ουσιαστικά η αναγνώριση πως η κυβέρνηση καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Με λίγα λόγια, βλέπουμε πως το νέο νομοσχέδιο δεν εισέρχεται σε θέματα θρησκευτικά και άλλα σε σχέση με το γάμο, αλλά απλούστατα, επιδιώκει να διευθετήσει ένα καθαρά νομικό θέμα, που έχει προκύψει από την εφαρμογή του χάρτη δικαιωμάτων και ελευθεριών, που απαγορεύει τη διάκριση-μεταξύ άλλων- βάση το σεξουαλικό προσανατολισμό.
Ο καρδινάλιος της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, Αλόσιους Αμπρόζικ, όμως, μεταθέτει το θέμα αλλού: «Μέχρι τώρα, η συζήτηση έχει γίνει μεταξύ δικηγόρων. Είναι καιρός να αρχίσει μια συζήτηση με ολόκληρη την καναδική κοινωνία».
Και η συζήτηση, πρέπει να γίνει, από ολόκληρη την καναδική κοινωνία. Μια συζήτηση όμως, που οφείλει να επικεντρωθεί στο συγκεκριμένο θέμα: την επέκταση του ίδιου δικαιώματος σε όλα τα μέλη της καναδικής κοινωνίας εξ ίσου.
Η έννοια του γάμου, δεν είναι όσο απλή, όσο πολλοί θέλουν να νομίζουν. Οπωσδήποτε, ο ορισμός είναι τόσο πανάρχαιος όσο και η ίδια η κοινωνία. Πάντα, όμως, είχε να κάνει με τη επίσημη ένωση δύο ανθρώπων. Μια επισημότητα, που, μέχρι πρότινος, ήταν αποκλειστικό δικαίωμα της εκάστοτε θρησκείας στην οποία το ζευγάρι ανήκε. Και σαν θρησκευτική τελετή και μυστήριο, δεν θα μπορούσε να είχε προεκταθεί σε άτομα του ιδίου φύλου, εφόσον όλες οι θρησκείες θεωρούν την ομοφυλοφιλία αμαρτία. Η θρησκευτική κάλυψη του δεσμού όμως, είχε επιπλέον και νομική ισχύ. Επεκτεινόταν σε όλα εκείνα τα νομικά ζητήματα που καθόριζαν τη σχέση του ζευγαριού αναφορικά με τη πατρότητα των παιδιών, τη κληρονομιά, φορολογία κτλ. Η πολιτεία, ήταν ικανοποιημένη με τη θρησκευτική αντιμετώπιση του γάμου, μέχρι τη στιγμή που θρησκευτικοί περιορισμοί, ώθησαν πολλούς να αναζητήσουν τη νομική αναγνώριση του δεσμού τους εκτός εκκλησίας, ναού, συναγωγής, ή, οποιαδήποτε άλλου θρησκευτικού ιδρύματος
Φυσικά, η εισαγωγή του πολιτικού γάμου δεν αφαίρεσε το δικαίωμα της εκάστοτε θρησκείας να ευλογεί γάμους και ούτε στέρησε από αυτούς, τη νομική κάλυψη που απολάμβαναν. Απλά, δόθηκε η ευκαιρία σε εκείνους, που δεν θεωρούσαν υποχρεωτική και αναγκαία τη θρησκεία να καθορίζει τα του γάμου τους, να έχουν μια εναλλακτική λύση. Και τότε η θρησκεία αντέδρασε έντονα στην υιοθέτηση του πολιτικού γάμου. Αλλά, οι δυνάμεις του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας ήταν τόσο ισχυρές, καθώς και η κοινωνική πίεση τόσο μεγάλη, που τελικά αυτή η νέα μορφή γάμου επικράτησε.
Αργότερα, πολλά ζευγάρια, ακόμα και αυτό το δεσμό του πολιτικού γάμου δεν θεωρούσαν απαραίτητο και κατέληξαν σε συμβίωση χωρίς καμία επισημοποίηση. Πολλοί είναι αυτοί, που δεν πιστεύουν, πως η αγάπη που τους ενώνει, χρειάζεται κάποια επίσημη αναγνώριση για να είναι μόνιμη και έγκυρη. Η νέα αυτή τάση, υποχρέωσε στη συνέχεια το κράτος, να αναγνωρίσει τη νομική ισχύ αυτών των δεσμών και να προεκτείνει όλα τα νόμιμα δικαιώματα, που μέχρι πρότινος ίσχυαν για τους νόμιμα παντρεμένους και προς εκείνους, που απλά συζούσαν.
Εμφανώς πλέον, ο ορισμός του γάμου, αλλά και η έννοια του δεσμού δύο ατόμων, δεν είναι πλέον ο ίδιος με τον πανάρχαιο. Η εξέλιξη της κοινωνίας έχει κατά πολύ διαφοροποιήσει τα πράγματα και σήμερα, ο καθένας έχει το δικαίωμα της επιλογής.
Πάνε πλέον τα χρόνια που η κοινωνία εξοστράκιζε όσους δεν ακολουθούσαν την γενικά παραδεδεγμένη μορφή του γάμου. Ακόμα και η πατρότητα των παιδιών δεν αποτελεί πλέον θέμα κοινωνικής αποδοχής. Ο όρος «μπάσταρδος» έπαψε να έχει την έννοια του «αγνώστου πατρός» και χρησιμοποιείται τώρα για πολύ διαφορετικούς λόγους.
Έτσι λοιπόν, την εποχή τούτη, έχουμε τρεις μορφές ένωσης δύο ατόμων: τον θρησκευτικό γάμο, τον πολιτικό και τη συμβατική συμβίωση. Εκτός από το θρησκευτικό, που καθορίζει την ένωση δύο ατόμων σαν μυστήριο της ένωσης δύο ανθρώπων σε «σάρκα μία», οι υπόλοιποι δεν έχουν παρά μόνο ένα σκοπό: την ένωση ατόμων, καθώς και τη νομική διευθέτηση των σχέσεων τους. Προς αποφυγή δε παρερμηνειών, ο όρος που καθορίζει αυτή τη σχέση- παρ’ όλο που η μορφή έχει αλλάξει- παραμένει ο ίδιος: γάμος, με την προσθήκη του αναλόγου επιθέτου: θρησκευτικός, πολιτικός, συμβατικός, που στην πραγματικότητα, όμως, δεν άλλαζε τίποτα το ουσιαστικό στα μάτια του νόμου.
Με την υιοθέτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την αποκήρυξη των διακρίσεων, μοιραία οδηγηθήκαμε στη διαπίστωση πως ένας όρος, που ίσχυε για μια μερίδα ανθρώπων, πρέπει, ο ίδιος, να ισχύει και για τους υπολοίπους. Ήταν δε μόνο θέμα χρόνου, οι υφιστάμενοι τη διάκριση να καταφύγουν στα δικαστήρια, απαιτούντες την ίδια μεταχείριση. Τα δικαστήρια, μη έχοντας άλλη επιλογή, εκδίκασαν υπέρ των αιτούντων και η κυβέρνηση, αν ήθελε να διατηρήσει τον παραδοσιακό και θρησκευτικό ορισμό του γάμου, δεν είχε άλλη επιλογή από την αναστολή της ισχύς των διατάξεων του χάρτη των δικαιωμάτων, παραβιάζοντας, επισήμως πλέον, τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το νομοσχέδιο που παρουσιάζεται, δεν επιδιώκει να υποχρεώσει τη κοινωνία να αποδεχθεί κάτι που δεν θέλει. Ο θρησκευτικός ορισμός του γάμου παραμένει αναλλοίωτος και αναγνωρίζεται το αποκλειστικό δικαίωμα των εκκλησιών να καθορίζουν, σύμφωνα με τις δικές τους καταβολές, τα του γάμου. Οι πιστοί των θρησκειών δε, μέσα στη δική τους θρησκευτική κοινότητα αποδέχονται σύμφωνα με τους δικούς τους όρους, αρχές και αξίες το ποιος παντρεύεται και πως. Εκτός των δικών τους κοινωνιών, τι τους ενοχλεί, αν τα πράγματα για κάποιους που δεν ανήκουν σε αυτές τις κοινότητες, φέρονται κατά διαφορετικό τρόπο; Θα μου πείτε ότι είναι το γενικό κοινωνικό καλό που έχει αξία και θα έχετε δίκιο. Πως καθορίζεται όμως αυτό το γενικό κοινωνικό καλό; Με την άρνηση των ίσων δικαιωμάτων προς όλους;
Η άποψη, πως η ένωση δύο ατόμων του ίδιου φύλου δεν χρειάζεται απαραίτητα να ονομάζεται γάμος, για να απολαμβάνουν αυτοί τα ίδια δικαιώματα δεν ισχύει. Κάτι που καθορίζει την ίδια διαδικασία (την ένωση δύο ατόμων) και έχει την ίδια νομική ισχύ, γιατί πρέπει να έχει διαφορετική ονομασία, αν δεν γίνεται μόνο για λόγους διάκρισης; Και την εποχή πριν της κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων, κανείς δεν αμφισβητούσε το δικαίωμα των μαύρων να παίρνουν το λεωφορείο. Αρκεί να μη καθόντουσαν στις ίδιες θέσεις με τους λευκούς.
Το επιχείρημα πως ο γάμος είναι αποκλειστικά και μόνο για την διαιώνιση του είδους, δεν είναι απαραίτητα σωστό, εφόσον η νομική τουλάχιστον έννοια του γάμου δεν κάνει μνεία περί παιδιών. Πολλά ζευγάρια παραμένουν άκληρα κατ’ επιλογή, χωρίς αυτό να αμφισβητεί τη νομιμότητα του γάμου τους. Σε κάποιες άλλες κοινωνίες δε, η αναπαραγωγή αντιμετωπίζεται με την πολυγαμία, που για μας αποτελεί ποινικό αδίκημα
Ανησυχίες, όπως η αναγνώριση του γάμου, θα δώσει στους ομοφυλόφιλους το δικαίωμα της υιοθέτησης παιδιών, είναι μάλλον ξεπερασμένες, γιατί ήδη έχουν αυτό το δικαίωμα τώρα. Η έγκριση αίτησης υιοθεσίας από τις αρχές, βασίζεται στην εξονυχιστική έρευνα των αρμοδίων και στην καταλληλότητα των αιτούντων και όχι στο αν είναι παντρεμένοι και πως. (Μια διαδικασία, που εξασφαλίζει την αξία ατόμων να αναθρέψουν παιδιά, που δεν ισχύει, όμως, για τους βιολογικούς γονείς, με γνωστά αποτελέσματα.)
Όλες οι άλλες ανησυχίες περί ολίσθησης των ηθών και του ανοίγματος της πόρτας σε άλλες απαιτήσεις, που σήμερα θεωρούνται παράνομες και κολάσιμες, δεν ευσταθούν διότι, πρώτον, δεν γίνεται τώρα η αναγνώριση της ομοφυλοφιλίας- έχει γίνει εδώ και τριάντα περίπου χρόνια και η κοινωνία ακόμα υπάρχει- και δεύτερον, η αναγνώριση του ίσου δικαιώματος στα δεσμά του γάμου δεν υποβάλει κανένα άλλον σε παραβίαση των δικαιωμάτων του και της ακεραιότητας του. Η πολυγαμία, η ερωτική παρενόχληση, ο βιασμός, η παιδεραστία και άλλα αδικήματα εναντίον ατόμων, τιμωρούνται από το νόμο και διώκονται σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα.
Οι αντιρρήσεις μας λοιπόν, στηρίζονται φανερά στις δικές μας προκαταλήψεις, θρησκευτικές αξίες, διακρίσεις και την πρόθεση μας να αποφεύγουμε την αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων προς αυτούς που, ακόμα συνειδητά, δεν έχουμε αποδεκτεί σαν ίσους.
Προτιμότερο λοιπόν θα ήταν, να βασίζουμε ανοικτά την αντίθεση μας προς το νομοσχέδιο σε αυτά που πραγματικά πιστεύουμε και να μη προσπαθούμε να καλύψουμε τις αντιρρήσεις μας, κάτω από επιχειρήματα που δεν κάνουν τίποτα περισσότερο, από το να μηδενίζουν τη διανόηση όλων μας
(Φεβρουάριος 2005)