Ο Ρεμπό, τριαντάρης
Μια, άγνωστη μέχρι πρόσφατα, φωτογραφία του ενήλικου, τριαντάρη, Αρθούρου Ρεμπό (1854-1891), καθισμένου στο μπαλκόνι του «Hotel del' Univers» στο Αντεν, μεταξύ μιας γυναίκας και μια 5μελούς ανδροπαρέας, εκτίθεται αυτές τις ημέρες στο Salon du Livre στο Παρίσι.
Συμπεριλαμβάνεται και στο βιβλίο «Α. Ρεμπό-Μεταθανάτια Αλληλογραφία» (Fayard) του βιογράφου και μελετητή του ποιητή, Ζαν-Ζακ Λεφέβρ, που συγκέντρωσε όσα ντοκουμέντα αναφέρονταν στον Ρεμπό από τον θάνατό του έως και το 1900. Ο Λεφέβρ πιστοποίησε ότι στην πολύτιμη φωτογραφία, που είχαν εντοπίσει προ διετίας τυχαία δύο βιβλιοπώλες σε γαλλικό παλαιοπωλείο, ο άντρας με το λεπτό μουστακάκι (δεύτερος από δεξιά) είναι πράγματι ο ποιητής των «Εκλάμψεων» και «Μια Εποχή στην Κόλαση», στο Αντεν, την περίοδο μεταξύ του 1880 και 1890. Μέχρι σήμερα κυκλοφορούσαν τρεις μόνον φωτογραφίες του Ρεμπό, σε ηλικία 12, 17 και 29 ετών.
Ν.ΧΑΤΖ. (Ελευθεροτυπία, 16/4/2010)
Μια, άγνωστη μέχρι πρόσφατα, φωτογραφία του ενήλικου, τριαντάρη, Αρθούρου Ρεμπό (1854-1891), καθισμένου στο μπαλκόνι του «Hotel del' Univers» στο Αντεν, μεταξύ μιας γυναίκας και μια 5μελούς ανδροπαρέας, εκτίθεται αυτές τις ημέρες στο Salon du Livre στο Παρίσι.
Συμπεριλαμβάνεται και στο βιβλίο «Α. Ρεμπό-Μεταθανάτια Αλληλογραφία» (Fayard) του βιογράφου και μελετητή του ποιητή, Ζαν-Ζακ Λεφέβρ, που συγκέντρωσε όσα ντοκουμέντα αναφέρονταν στον Ρεμπό από τον θάνατό του έως και το 1900. Ο Λεφέβρ πιστοποίησε ότι στην πολύτιμη φωτογραφία, που είχαν εντοπίσει προ διετίας τυχαία δύο βιβλιοπώλες σε γαλλικό παλαιοπωλείο, ο άντρας με το λεπτό μουστακάκι (δεύτερος από δεξιά) είναι πράγματι ο ποιητής των «Εκλάμψεων» και «Μια Εποχή στην Κόλαση», στο Αντεν, την περίοδο μεταξύ του 1880 και 1890. Μέχρι σήμερα κυκλοφορούσαν τρεις μόνον φωτογραφίες του Ρεμπό, σε ηλικία 12, 17 και 29 ετών.
Ν.ΧΑΤΖ. (Ελευθεροτυπία, 16/4/2010)
.
Στην πραγματικότητα υπάρχουν περισσότερες από 3 φωτογραφίες του Ρεμπό, όπως για παράδειγμα, οι τρεις φωτογραφίες του Ρεμπό από την Αφρική:
«Το Άντεν είναι ένας φριχτός βράχος, χωρίς το παραμικρό χορταράκι, χωρίς μια σταγόνα
καλό νερό: Πίνουμε το νερό της θάλασσας αποσταγμένο [...]
Σε τι χρησιμεύουν όλα αυτά τα πηγαινέλα, αυτή η κούραση και οι περιπέτειες μέσα σε
παράξενες φυλές, αυτές οι γλώσσες που γεμίζον τη μνήμη, αυτές οι ανείπωτες
δυσκολίες, αν δεν πρόκειται μια μέρα να μπορέσω να ξεκουραστώ... [...]
Ποιος ξέρει όμως πόσο θα ζήσω μέσα σε αυτά τα βουνά; Και μπορεί ακόμη
να χαθώ μέσα σε αυτές τις φυλές χωρίς ποτέ αυτό να μαθευτεί»
*****
*****
.
Στο Χαράρ η σκόνη, η καβαλίνα και οι ξεσκέπαστες αποχετεύσεις μπερδεύονται με τις φωνές του μουεζίνη ή του παπά, που αντιλαλούν στη διαπασών ακόμη και τις πιο απρόβλεπτες στιγμές του εικοσιτετραώρου. Είναι μια αιθιοπική πόλη που, δεδομένου του ρυθμού των αλλαγών στην αιθιοπική επαρχία –ρυθμός γεωλογικών μεταβολών–, δεν πρέπει να έχει αλλάξει πολύ από τότε – από τότε που ο Αρτύρ Ρεμπώ πέρασε εκεί κάποιο διάστημα του σύντομου και πλάνητος βίου του. Το γαλλικό κράτος, πάντως, έχει φροντίσει να διατηρήσει το σπίτι του και να το προβάλει –φυσικά– ως βασικό αξιοθέατο της πόλης.
Από την πόλη αυτή ο Ρεμπώ έστειλε μια σειρά επιστολών προς την οικογένειά του στη Γαλλία. Δύσκολα, ομολογουμένως, το περιεχόμενο των επιστολών αυτών θα μπορούσε να τραβήξει το ενδιαφέρον του μέσου αναγνώστη, αν δεν έφεραν την υπογραφή Ρεμπώ, με τις γνωστές παρελκόμενες συνδηλώσεις της.
Ουσιαστικά, οι επιστολές καταγράφουν την απεγνωσμένη προσπάθεια ενός Ευρωπαίου να στήσει μια επικερδή επιχείρηση ή να αποκατασταθεί οικονομικά στους αφιλόξενους αφρικανικούς τόπους. Οικονομικές αποτυχίες, νέες ιδέες, συνεταιρισμοί με άλλα πρόσωπα, πηγαινέλα μεταξύ Χαράρ και Αντεν, απώλειες κεφαλαίου, εκ νέου προσπάθειες, και μια συνεχής κακοδαιμονία που ταλανίζει τον συντάκτη των επιστολών, μέχρι τη στιγμή που θα εγκαταλείψει οριστικά την Αφρική, άρρωστος και φτωχός. Το βασικό μέλημα του Ρεμπώ είναι πάντα τα λεφτά, η οικονομική επιτυχία. Ακόμη και τα βιβλία που ζητά να του στείλουν είναι κάποια τεχνικά βιβλία (για παράδειγμα, «το εγχειρίδιο του βυρσοδέψη»), που θα του χρησιμεύσουν πιθανόν, κι αυτά, στις επιχειρήσεις του. Εκφράζει λαχτάρα να ταξιδέψει, να πάει στην Ιαπωνία ή στον Παναμά, μόνο όμως για να κερδίσει, επιτέλους, το πολυπόθητο χρήμα. Καμιά πρόθεση τυχοδιωκτισμού: επαναλαμβάνει συχνά με καμάρι ότι η κοινωνία, από τους ντόπιους μέχρι τον Γάλλο πρόξενο, έχει την καλύτερη γνώμη γι’ αυτόν. Τίποτα πολύ διαφορετικό από τον καημό ενός οικονομικού μετανάστη, θα λέγαμε σήμερα (και αιτία γι’ αυτό δεν νομίζω πως είναι μόνο το γεγονός ότι παραλήπτης των επιστολών είναι, βασικά, η μικροαστή κυρία Ρεμπώ). Από την άλλη, ενώ διαβεβαιώνει ρητά ότι η ιδέα μιας επιστροφής στη Γαλλία τον απωθεί, στο βάθος της σκέψης του ο ομφάλιος λώρος δεν έχει κοπεί, η επιστροφή φαίνεται ότι παραμένει μια μόνιμη προοπτική, όπως φανερώνει η ανησυχία του να τακτοποιηθεί η στρατολογική του εκκρεμότητα.
Πέρα απ’ αυτό, αλλά στο ίδιο πνεύμα, υπάρχει η έμμονη ιδέα που του γίνεται ο γάμος, όσο περνά ο καιρός, και η αγωνία για τη φθορά της ηλικίας («είναι απελπιστική αυτή η προδοσία του τριχωτού μας μέρους»). Και ίσως μόνο η πλήξη και η αίσθηση της ματαιότητας που αναδίνουν οι επιστολές να είναι κάτι που παραπέμπει στο ποιητικό taedium vitae του τέλους του 19ου αιώνα. Αλλά και μια απόλυτη σχεδόν μοναξιά: πέρα από εμπορικούς συνεργάτες, συνεταίρους, αποτρόπαιους ιθαγενείς καμιά άλλη ανθρώπινη παρουσία δεν γεμίζει τον προσωπικό χώρο του επιστολογράφου. Κι ας σημειώσουμε, ακόμη: διαβεβαιώνει κατηγορηματικά ότι δεν ασχολήθηκε ποτέ με το δουλεμπόριο. Ετσι, αν πιστέψουμε αυτά που λέει, ο «μύθος» που τον συνοδεύει στερείται απελπιστικά ένα από τα πλέον διεγερτικά συστατικά του.
Γενικά, τίποτα στις επιστολές αυτές δεν θυμίζει τον αρχαγγελικό (ή εωσφορικό) εκείνο έφηβο που, λίγα μόλις χρόνια πριν, είχε σωριάσει με τη ρομφαία του οίστρου του σε χίλια-δυο ιριδίζοντα θρύψαλα το ποιητικό είδωλο του καιρού του. Το στεγνό και ζυγιασμένο ύφος τους προδίδει, σίγουρα, ένα ευφυές και ανήσυχο άτομο, σε τίποτα, όμως, τον ποιητή των «Εκλάμψεων». Η ουδέτερη και πεζή εικόνα της ζωής του σε σχέση με την «ποιητική» του περίοδο φαντάζει με μια καταθλιπτική μετερωτική αποστροφή, μια προσπάθεια «μόνωσης» απέναντι στον κίνδυνο της ηβηφρενικής κρίσης, στο αλλόκοτο σύμπτωμα εφηβικής «βραχνάδας» που αντιπροσωπεύει το λυρικό ξέσπασμα του έργου του. Και, εν πάση περιπτώσει, αποτελεί ένα παράδοξο.
Μπορεί εδώ και πολύ καιρό να έχουμε εγκαταλείψει ως αφελή την αντίληψη που θέλει τη ζωή ενός καλλιτέχνη ευθέως ανάλογη με το έργο του, μπορεί να έχουμε σχολιάσει κατά κόρον τούτη την αξονική αντίφαση στην προσωπικότητα και τη ζωή του Ρεμπώ, η αμηχανία μας όμως παραμένει ένα οχληρό υπόλοιπο μετά την ανάγνωση των επιστολών. Και, παρά το γεγονός ότι το περιεχόμενό τους είναι, ουσιαστικά, κάτι τετριμμένο, ο μύθος του Ρεμπώ ενισχύεται, τελικά, ακόμη περισσότερο, το αίνιγμα του τρομερού παιδιού γίνεται ελκυστικότερο. Φαίνεται ότι σε πείσμα όλων αυτών που προσπαθούν να εξηγήσουν τη ρίζα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ή ό,τι, λόγω κενών στο λεξιλόγιό μας, αποκαλούμε «ιδιοφυΐα», με βάση σχήματα ορθολογικά, έννοιες «πολιτισμού» και «επικοινωνίας», στο βάθος των εννοιών αυτών ένας σκληρός πυρήνας αντιστέκεται στις προσπάθειες κατανόησης και εκλογίκευσης.
Απ’ την άλλη, όμως, το παράδοξο αυτό ίσως να μην έπρεπε να μας εκπλήσσει. Κι αυτό, αφού, πριν ακόμη, από τις περιώνυμες ψυχαναλύσεις και αποδομήσεις προσώπων και κειμένων του 20ού αιώνα, εσύ, Αρθούρε, αλιτήριε κομμουνάρε, έγραφες: «Εγώ είναι ένας άλλος».
Από την πόλη αυτή ο Ρεμπώ έστειλε μια σειρά επιστολών προς την οικογένειά του στη Γαλλία. Δύσκολα, ομολογουμένως, το περιεχόμενο των επιστολών αυτών θα μπορούσε να τραβήξει το ενδιαφέρον του μέσου αναγνώστη, αν δεν έφεραν την υπογραφή Ρεμπώ, με τις γνωστές παρελκόμενες συνδηλώσεις της.
Ουσιαστικά, οι επιστολές καταγράφουν την απεγνωσμένη προσπάθεια ενός Ευρωπαίου να στήσει μια επικερδή επιχείρηση ή να αποκατασταθεί οικονομικά στους αφιλόξενους αφρικανικούς τόπους. Οικονομικές αποτυχίες, νέες ιδέες, συνεταιρισμοί με άλλα πρόσωπα, πηγαινέλα μεταξύ Χαράρ και Αντεν, απώλειες κεφαλαίου, εκ νέου προσπάθειες, και μια συνεχής κακοδαιμονία που ταλανίζει τον συντάκτη των επιστολών, μέχρι τη στιγμή που θα εγκαταλείψει οριστικά την Αφρική, άρρωστος και φτωχός. Το βασικό μέλημα του Ρεμπώ είναι πάντα τα λεφτά, η οικονομική επιτυχία. Ακόμη και τα βιβλία που ζητά να του στείλουν είναι κάποια τεχνικά βιβλία (για παράδειγμα, «το εγχειρίδιο του βυρσοδέψη»), που θα του χρησιμεύσουν πιθανόν, κι αυτά, στις επιχειρήσεις του. Εκφράζει λαχτάρα να ταξιδέψει, να πάει στην Ιαπωνία ή στον Παναμά, μόνο όμως για να κερδίσει, επιτέλους, το πολυπόθητο χρήμα. Καμιά πρόθεση τυχοδιωκτισμού: επαναλαμβάνει συχνά με καμάρι ότι η κοινωνία, από τους ντόπιους μέχρι τον Γάλλο πρόξενο, έχει την καλύτερη γνώμη γι’ αυτόν. Τίποτα πολύ διαφορετικό από τον καημό ενός οικονομικού μετανάστη, θα λέγαμε σήμερα (και αιτία γι’ αυτό δεν νομίζω πως είναι μόνο το γεγονός ότι παραλήπτης των επιστολών είναι, βασικά, η μικροαστή κυρία Ρεμπώ). Από την άλλη, ενώ διαβεβαιώνει ρητά ότι η ιδέα μιας επιστροφής στη Γαλλία τον απωθεί, στο βάθος της σκέψης του ο ομφάλιος λώρος δεν έχει κοπεί, η επιστροφή φαίνεται ότι παραμένει μια μόνιμη προοπτική, όπως φανερώνει η ανησυχία του να τακτοποιηθεί η στρατολογική του εκκρεμότητα.
Πέρα απ’ αυτό, αλλά στο ίδιο πνεύμα, υπάρχει η έμμονη ιδέα που του γίνεται ο γάμος, όσο περνά ο καιρός, και η αγωνία για τη φθορά της ηλικίας («είναι απελπιστική αυτή η προδοσία του τριχωτού μας μέρους»). Και ίσως μόνο η πλήξη και η αίσθηση της ματαιότητας που αναδίνουν οι επιστολές να είναι κάτι που παραπέμπει στο ποιητικό taedium vitae του τέλους του 19ου αιώνα. Αλλά και μια απόλυτη σχεδόν μοναξιά: πέρα από εμπορικούς συνεργάτες, συνεταίρους, αποτρόπαιους ιθαγενείς καμιά άλλη ανθρώπινη παρουσία δεν γεμίζει τον προσωπικό χώρο του επιστολογράφου. Κι ας σημειώσουμε, ακόμη: διαβεβαιώνει κατηγορηματικά ότι δεν ασχολήθηκε ποτέ με το δουλεμπόριο. Ετσι, αν πιστέψουμε αυτά που λέει, ο «μύθος» που τον συνοδεύει στερείται απελπιστικά ένα από τα πλέον διεγερτικά συστατικά του.
Γενικά, τίποτα στις επιστολές αυτές δεν θυμίζει τον αρχαγγελικό (ή εωσφορικό) εκείνο έφηβο που, λίγα μόλις χρόνια πριν, είχε σωριάσει με τη ρομφαία του οίστρου του σε χίλια-δυο ιριδίζοντα θρύψαλα το ποιητικό είδωλο του καιρού του. Το στεγνό και ζυγιασμένο ύφος τους προδίδει, σίγουρα, ένα ευφυές και ανήσυχο άτομο, σε τίποτα, όμως, τον ποιητή των «Εκλάμψεων». Η ουδέτερη και πεζή εικόνα της ζωής του σε σχέση με την «ποιητική» του περίοδο φαντάζει με μια καταθλιπτική μετερωτική αποστροφή, μια προσπάθεια «μόνωσης» απέναντι στον κίνδυνο της ηβηφρενικής κρίσης, στο αλλόκοτο σύμπτωμα εφηβικής «βραχνάδας» που αντιπροσωπεύει το λυρικό ξέσπασμα του έργου του. Και, εν πάση περιπτώσει, αποτελεί ένα παράδοξο.
Μπορεί εδώ και πολύ καιρό να έχουμε εγκαταλείψει ως αφελή την αντίληψη που θέλει τη ζωή ενός καλλιτέχνη ευθέως ανάλογη με το έργο του, μπορεί να έχουμε σχολιάσει κατά κόρον τούτη την αξονική αντίφαση στην προσωπικότητα και τη ζωή του Ρεμπώ, η αμηχανία μας όμως παραμένει ένα οχληρό υπόλοιπο μετά την ανάγνωση των επιστολών. Και, παρά το γεγονός ότι το περιεχόμενό τους είναι, ουσιαστικά, κάτι τετριμμένο, ο μύθος του Ρεμπώ ενισχύεται, τελικά, ακόμη περισσότερο, το αίνιγμα του τρομερού παιδιού γίνεται ελκυστικότερο. Φαίνεται ότι σε πείσμα όλων αυτών που προσπαθούν να εξηγήσουν τη ρίζα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ή ό,τι, λόγω κενών στο λεξιλόγιό μας, αποκαλούμε «ιδιοφυΐα», με βάση σχήματα ορθολογικά, έννοιες «πολιτισμού» και «επικοινωνίας», στο βάθος των εννοιών αυτών ένας σκληρός πυρήνας αντιστέκεται στις προσπάθειες κατανόησης και εκλογίκευσης.
Απ’ την άλλη, όμως, το παράδοξο αυτό ίσως να μην έπρεπε να μας εκπλήσσει. Κι αυτό, αφού, πριν ακόμη, από τις περιώνυμες ψυχαναλύσεις και αποδομήσεις προσώπων και κειμένων του 20ού αιώνα, εσύ, Αρθούρε, αλιτήριε κομμουνάρε, έγραφες: «Εγώ είναι ένας άλλος».
Βασιλης Πατσογιαννης (Καθημερινή, 2008)
Στην πραγματικότητα υπάρχουν περισσότερες από 3 φωτογραφίες του Ρεμπό, όπως για παράδειγμα, οι τρεις φωτογραφίες του Ρεμπό από την Αφρική
ΑπάντησηΔιαγραφήή
Όταν τα μπλογκς διορθώνουν τις μεγάλες εφημερίδες και οι μπλόγκερς διορθώνουν τους δημοσιογράφους.