31.1.13

ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ - 8

Εξαίρεση στην αντιμετώπιση του προβλήματος αποτελούσαν οι κληρικοί και οι μοναχοί που δεν υπάγονταν στη δικαιοδοσία της κοσμικής αλλά της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης. Ωστόσο, φαίνεται ότι η επισκοπική δικαιοδοσία περιοριζόταν από την παρέμβαση της Αγίας Έδρας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ένοχοι κληρικοί ή μοναχοί ξέφευγαν την τιμωρία που με αυστηρότητα επιβαλλόταν στους λαϊκούς. Γεγονός είναι, ότι στους ιερωμένους δεν επιτρεπόταν να επιβληθεί η ποινή του θανάτου και μάλιστα στην πυρά. Ακόμη και η ανάκριση γινόταν συνήθως με περισσότερο ήπια μέσα και όχι με τις μεθόδους της κοσμικής δικαιοσύνης. Αυτό δημιουργούσε την πεποίθηση, ότι οι κληρικοί όχι μόνο παρουσίαζαν ευκολότερα τη ροπή προς το συγκεκριμένο αμάρτημα αλλά και οι λαϊκοί παρασύρονταν μαζί τους χωρίς να φοβούνται για τις συνέπειες, αφού δεν ανήκαν οι ίδιοι στη δικαιοδοσία του εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση κληρικού παθητικού που κατονόμασε αρχικά έξη συνενόχους, ανάμεσά τους και ευγενείς, ενώ κατά την πορεία της ανάκρισης ο αριθμός των ενόχων διπλασιάστηκε. Σύμφωνα με παπική απόφαση, όσοι κληρικοί συλλαμβάνονταν ως ύποπτοι για σοδομία έπρεπε να παραδίδονται στον επίσκοπο για να κριθούν. Εφαρμόζοντας αυτή την πρακτική ο επίσκοπος του Castello (Βενετίας) Victus Memo καταδίκασε το 1407 τον κληρικό Ιάκωβο Barberio σε ισόβιο εγκλεισμό σε κλουβί κρεμασμένο από το καμπαναριό του Αγίου Μάρκου, ποινή που ισοδυναμούσε με καταδίκη σε θάνατο. Τελικά ο Ιάκωβος απελευθερώθηκε από φίλους του και φυγαδεύτηκε με αποτέλεσμα να προκηρυχθούν από το Συμβούλιο των Δέκα με το ποσό των 500 λιρών όσοι είχαν συνεργήσει. Αντίθετα, στην περίπτωση του κληρικού Στέφανου Rosso η επισκοπική δικαιοδοσία τέθηκε σε αναστολή και η σχετική ετυμηγορία έμεινε μετέωρη με την παρέμβαση του πάπα, πράγμα που προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες και αντιδράσεις του Συμβουλίου των Δέκα. Η πρακτική της παραπομπής των υπόπτων κληρικών στον βενετό επίσκοπο διατυπώνεται ρητά το 1444 στην περίπτωση του κληρικού Ανδρέα Ursin ο που κρατείται pro patiente in crimine sodomie. Επίσης, ένα χρόνο αργότερα, αποφασίζεται να παραδοθεί στον επίσκοπο κρατούμενος κληρικός που με τη δική του καταγγελία είχαν συλληφθεί δύο ένοχοι που εκτελέστηκαν στην πυρά και ένας τρίτος που καταδικάστηκε σε φυλάκιση και εξορία
Και όπως τονίζεται στο σχετικό ψήφισμα, ο επίσκοπος έπρεπε αφού λάβει υπόψη την ωμότητα του εγκλήματος να αποδώσει δικαιοσύνη σύμφωνα με τον Θεό και την τιμή του κράτους {attenta atrocitate criminis fatiat iustitiam que sit secundum Deum et honorem nostri dominii. Στον πατριάρχη παραπέμπονται και τρεις κληρικοί (διάκονοι) που κατονομάστηκαν μαζί με άλλους λαϊκούς από ανήλικο παθητικό. Ανάλογη είναι η περίπτωση δύο μοναχών που, έχοντας ομολογήσει την ενοχή τους μπροστά στον ηγούμενο και το κολλέγιο, βρίσκονταν έξη μήνες στη φυλακή. Ο ηγούμενος ζήτησε την αποφυλάκισή τους, για να τους επιβάλει την ποινή που προβλεπόταν και το Συμβούλιο αποδέχτηκε το αίτημα.
Aπό τη μεριά της Πολιτείας αφήνεται να διαφανεί δυσπιστία ως προς τη βούληση της εκκλησιαστικής αρχής να προβεί σε παραδειγματική τιμωρία των ενόχων κληρικών, ώστε να μη δημιουργείται σκάνδαλο στους λαϊκούς που αντιμετώπιζαν την αυστηρότητα της κοσμικής δικαιοσύνης. Έτσι, στην περίπτωση της παραπομπής κληρικού {Lucas Sclav onus presbiter), που είχε ομολογήσει την ενοχή του έπειτα από βασανισμό, υπενθυμίζεται στον πατριάρχη της Βενετίας ότι οι ένοχοι λαϊκοί εκτελούνται στην πυρά, αφού το συγκεκριμένο έγκλημα αξίζει αυτή την ποινή σύμφωνα με το παράδειγμα που έδωσε ο Θεός. Ωστόσο, μολονότι τέθηκε πρόταση να υποδειχθεί στον πατριάρχη να κλείσει τον ένοχο κληρικό σε κλουβί {quod illle presbiter ponatur in
cabia pro scelerato pecato commisso et confesso), όπως είχε συμβεί σε άλλη ανάλογη περίπτωση κληρικού το 1418, το Συμβούλιο των Δέκα δεν θέλησε να προσδιορίσει την ποινή αφήνοντας στον πατριάρχη την ελευθερία να κρίνει. Ο εγκλεισμός σε κλουβί [ad finiendum vitam suam in cabia pro terrore aliorum...) υποδεικνύεται και στην περίπτωση άλλου κληρικού, του διακόνου Λουδοβίκου, το 1459. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι και σε άλλες περιπτώσεις είχε επιβληθεί η ποινή αυτή μετά τον αποσχηματισμό των ενόχων κληρικών. Ο αργός και βασανιστικός θάνατος του καταδίκου από εξάντληση αποτελούσε μέθοδο αποφυγής της θανάτωσης με βίαιη πράξη, ενώ ταυτόχρονα ήταν μέσο τρομοκράτησης και παραδειγματισμού των άλλων. Παρ' όλα αυτά, ο πατριάρχης δεν θέλησε να τιμωρηθεί με αυτόν τον τρόπο ο Λουδοβίκος αλλά ζήτησε να φυλακιστεί. Το Συμβούλιο των Δέκα πρότεινε τότε να παραμείνει σιδηροδέσμιος σε ειρκτή με ψωμί και νερό sicut eius demerita et terribile et abhominabile peccatum suum iure optimo requirunt. Ο εγκλεισμός σε κλουβί ως ποινή που επιβαλλόταν σε ενόχους κληρικούς μαρτυρείται και εκτός Βενετίας.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του ιερέα Ανδρέα {presbyter Andreas) στο Ρέθυμνο, που μολονότι είχε καταδικαστεί το 1466 από τον εκεί επίσκοπο ob detestabile Vitium sodomiticum σε πενταετή εξορία με απειλή εγκλεισμού σε κλουβί ad panem et aquam εάν εισερχόταν στην πόλη, εκείνος με την υποστήριξη ορισμένων παρέμενε και κυκλοφορούσε ανέμελα στην πόλη σαν να μη είχε καταδικαστεί, γεγονός που —όπως τονιζόταν— προκαλούσε τη δυσαρέσκεια των καλών πολιτών και αποτελούσε κακό παράδειγμα στους άλλους. Για τον λόγο αυτό του δόθηκε διορία τριών ημερών για να εγκαταλείψει το Ρέθυμνο διαφορετικά θα έπρεπε να εκτελεστεί η ποινή του εγκλεισμού εάν συλλαμβανόταν.
Το ενδεχόμενο πλημμελούς τιμωρίας των κληρικών που είχαν αποδειχθεί ένοχοι εξακολούθησε να απασχολεί την Πολιτεία και μετέπειτα Κατά την παραπομπή του κληρικού Καρόλου, που είχε κατηγορηθεί για σοδομισμό κοριτσιού αλλά δεν είχε ομολογήσει, τονίζεται ότι έπρεπε να λεχθεί στον πατριάρχη με τα κατάλληλα λόγια {cum verbis pertinentibus), ότι ο ένοχος έπρεπε να καταδικαστεί tarn oro honore Dei quam nostri Domimi et pro exemplo aliorum.... Η πρακτική της παραπομπής στον πατριάρχη φαίνεται ότι ατόνησε στα επόμενα χρόνια. Έτσι, το Συμβούλιο των Δέκα αθώωσε το 1470 τον μοναχό Νικόλαο του Τάγματος του Αγίου Στεφάνου που είχε κατηγορηθεί για σοδομία με ανήλικο, ενώ το 1475 καταδίκασε σε ισόβια εξορία τον νεαρό κληρικό Ιερώνυμο, που είχε συλληφθεί ως ενεργητικός και είχε ομολογήσει, με το δικαιολογητικό της νεανικής ηλικίας.
Η γενικά ηπιότερη αντιμετώπιση και η ευνοϊκότερη τύχη των ενόχων κληρικών, που τους παρείχε τη δυνατότητα αποφυγής της θανατικής καταδίκης, οδήγησε ορισμένους λαϊκούς να προφασιστούν την ιδιότητα του κληρικού για να αποφύγουν τις συνέπειες της εκδίκασης της υπόθεσής τους από το κοσμικό δικαστήριο. Ωστόσο, η δικαιοσύνη ήταν αμείλικτη στην περίπτωση που αποκαλυπτόταν η πραγματικότητα.
Μία σχετική υπόθεση αποκαλύφθηκε το 1407. Ο ένοχος ευγενής Βενετός Clarius Contareno όχι μόνο είχε παρουσιαστεί ως κληρικός αλλά είχε επιτύχει να κατοχυρώσει την πλαστή ιδιότητά του με επίσημες νοταριακές πράξεις. Μετά την αποκάλυψη της αλήθειας, όσοι ενέχονταν στην υπόθεση αντιμετώπισαν την αυστηρότητα της δικαιοσύνης. Ο ίδιος ο Clarius Contareno, αφού είχε αποδειχθεί ότι δεν ήταν κληρικός, καταδικάστηκε να θανατωθεί στην πυρά eo modo et forma quibus fuerunt combusti alii sodomite. Αλλά και ο νοτάριος Masius de Fano, που είχε συντάξει το σχετικό πιστοποιητικό {qui falso et contra veritatem testificatus fuit et scripsit in suo prothocollo, quod Clarius Contareno, sodomita, erat clericus), καταδικάστηκε σε παραδειγματική τιμωρία' αφού πρώτα θα περιαγόταν στην πόλη διακηρύττοντας το πταίσμα του, θα κατέληγε ανάμεσα στους δύο στύλους της Πλατείας του Αγίου Μάρκου, όπου θα του έκοβαν το δεξί χέρι και στη συνέχεια θα εξοριζόταν δια βίου. Αυστηρές ποινές επιβλήθηκαν, επίσης, και σε δύο ιερωμένους που είχαν πιστοποιήσει ότι ο Contareno ήταν κληρικός· στον «πριμικήριο» του Αγίου Μάρκου ιερέα Ιωάννη Lauredano, που είχε διαπράξει το ίδιο παράπτωμα με τον προηγούμενο νοτάριο, επιβλήθηκε η στέρηση της ιδιότητας του νοταρίου και ισόβια εξορία, ενώ στον ιερέα Βλάσιο Cathena, εφημέριο του ναού του Αγίου Αεονάρδου, που είχε κάμει ψευδή δήλωση για τη δήθεν ιερωσύνη του Contareno, επιβλήθηκε ισόβια εξορία.

Ν. Γ. Μοσχονάς: Έλεγχος και καταστολή της ερωτικής παρέκκλισης στη Βενετία του 15ου αιώνα
στο Ανοχή και καταστολή στους Μέσους Χρόνους (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2002)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου