Γκέι µανάραµ, γκέι...
Του Θανάση Θ. Νιάρχου (TA NEA, 24/2/2011)
Ο τίτλος αποτελεί παράφραση ενός πολύ γνωστού (µέχρι πρότινος) στίχου που έλεγε «Καίει µανάραµ,καίει, καίει ο φούρνος, καίει» και το τραγουδούσε η Σοφία Βέµπο. Μας έκανε µάλιστα να ξεκαρδιζόµαστε στα γέλια (η παράφραση) τη δεκαετία του ’70 ή του ’80, δεν θυµάµαι ακριβώς. Γράφοντας ή µάλλον σχολιάζοντας η Ελενα Ακρίτα το περασµένο Σαββατοκύριακο, στα «ΝΕΑ», τη συνέντευξη του Γιάννη Μπουτάρη όσον αφορά, ανάµεσα σε άλλα, την γκέι παρέλαση στη Θεσσαλονίκη, σηµειώνει πως η συνέντευξη δηµοσιεύθηκε στο περιοδικό «SCREW». Πρώτα απ’ όλα, γιατί περιοδικό µε κείµενα γραµµένα στα ελληνικά, µε ελληνικές υπογραφές να έχει ως τίτλο µια ξένη λέξη; Γιατί από τη µια τόση προοδευτικότητα όσον αφορά τα θέµατα που πραγµατεύεται και από την άλλη τόση συντηρητικότητα, όπως είναι το να χρησιµοποιείς µια ξένη λέξη, όταν µάλιστα προέρχεται από µια γλώσσα πανίσχυρη που δεν έχεις να της προσθέσεις τίποτα µε το να διεκδικείς µ’ αυτήν τα δικαιώµατά σου; Μα δεν είναι το µόνο έντυπο, θα αντιτείνει κανείς, δεν είναι η µόνη λέξη. Ακόµα και η λέξη «γκέι», όπως όλοι γνωρίζουµε, δεν είναι ελληνική. Το πρόβληµα δεν είναι η ίδια η λέξη, είναι το πνεύµα που µ’ αυτό τη χρησιµοποιεί κανείς και τον κάνει ώς έναν βαθµό διαβλητό σε σχέση µε τις πολύ αγνές του προθέσεις να υποστηρίζει τη «διαφορετικότητα», τόσο νόµιµη άλλωστε όσο και η «κανονικότητα». Οµως η διαφορετικότητα δεν εξυπηρετείται όταν παραχωρείσαι στη σύµβαση ή και στην πραγµατικότητα ακόµη της δύναµης και της εξουσίας που είναι η µεγάλη και πανίσχυρη γλώσσα. Η πανίσχυρη γλώσσα για να έχει γίνει πανίσχυρη πειθάρχησε σε κανόνες που αδιαφόρησαν για την αδικία, που υπηρέτησαν συµφέροντα και ανοµίες και διατήρησαν ως καρύκευµα, κατάλληλο να το εµπορευτούν ανά πάσα στιγµή, τάχα µου τάχα µου, αποχρώσεις και ευαισθησίες.
Οι πανίσχυρες γλώσσες κατάπιαν κινήµατα και επαναστάσεις, τα µετέβαλαν σε προθήκες τους και σε επιχειρήµατα αποδεικτικά της δηµοκρατικότητάς τους, χωρίς να έχουν υλοποιήσει κατά έναν έστω πόντο τις σχετικές προθέσεις. Και υποτίθεται πως θα κάνουν πιο διεκδικήσιµα και πιο νόµιµατα αιτήµατα των γκέι σε περίπτωση που θα τα στεγάσει µια ξενόγλωσση λέξη. Μ’ αυτό το πλευρό να κοιµόµαστε όλοι µας! Σε µια γλώσσα που κινδυνεύει να καταντήσει διάλεκτος όπως η ελληνική, γενικά σε µια γλώσσα περιορισµένη όσον αφορά τον αριθµό των ανθρώπων που τη µιλάνε, θα µπορούσαµε να συνεννοηθούµε πολύκαλύτερα µεταξύ µας για θέµατα ζωτικής σηµασίας. Για τον απλούστατο λόγο πως πρώτα θα λύσουµε το πρόβληµα της διαφορετικότητας σε σχέση µε τον θείο, τη θεία, τον συγγενή και τον γείτονα και µετά θα καταφύγουµε στον Φρεντ Κάργκερ για να µας συνδράµει.
Τι εστί Φρεντ Κάργκερ; Πάλι κατά «ΤΑ ΝΕΑ» της 15ης Φεβρουαρίου, είναι ο πρώτος δηλωµένος γκέι υποψήφιος για τον Λευκό Οίκο, που είναι µάλιστα Ρεπουµπλικανός. Η εξίσωση είναι πάρα πολύ απλή: όταν χρησιµοποιούµε µια ξένη γλώσσα ή λέξη, σηµαίνει πως αναγνωρίζουµε τον οποιονδήποτε Φρεντ Κάργκερ αποτελεσµατικότερο για την επίλυση ενός προβλήµατος σε σχέση µε τη γειτονιά µας (που ακόµη κι αν τη µάθει αποκλείεται να τη συγκρατήσει) απ’ ό,τι θεωρούµε τον Γιάννη Τσαρούχη που, σε τελευταία ανάλυση, λοιδορήθηκε (µην εκπλήττεσθε, έχει συµβεί) και επαινέθηκε στην ελληνική γλώσσα. Οταν χρησιµοποιούµε µέσα που φανταζόµαστε ότι, επειδή κάνουν παγκόσµιο το πρόβληµά µας, το λύνουν κιόλας, στην ουσία αποδεικνύουµε πόσο αφελείς είµαστε, αφού το πρόβληµα αυτό απλά το επιθέτουµε ως µία ακόµη στρώση στο παγόβουνο που έχει αποδειχτεί η παγκόσµια κοινή συνείδηση για τα ζέοντα προβλήµατα.
Επειδή όλα ξεκινούν και καταλήγουν στη γλώσσα, πρώτα θα λύσουµε το πρόβληµα στο σπίτι µας και τη γειτονιά µας. Ενώ είναι βέβαιο πως ύστερα δεν θα µας ενδιαφέρει να το πληροφορηθεί κανείς.
Του Θανάση Θ. Νιάρχου (TA NEA, 24/2/2011)
Ο τίτλος αποτελεί παράφραση ενός πολύ γνωστού (µέχρι πρότινος) στίχου που έλεγε «Καίει µανάραµ,καίει, καίει ο φούρνος, καίει» και το τραγουδούσε η Σοφία Βέµπο. Μας έκανε µάλιστα να ξεκαρδιζόµαστε στα γέλια (η παράφραση) τη δεκαετία του ’70 ή του ’80, δεν θυµάµαι ακριβώς. Γράφοντας ή µάλλον σχολιάζοντας η Ελενα Ακρίτα το περασµένο Σαββατοκύριακο, στα «ΝΕΑ», τη συνέντευξη του Γιάννη Μπουτάρη όσον αφορά, ανάµεσα σε άλλα, την γκέι παρέλαση στη Θεσσαλονίκη, σηµειώνει πως η συνέντευξη δηµοσιεύθηκε στο περιοδικό «SCREW». Πρώτα απ’ όλα, γιατί περιοδικό µε κείµενα γραµµένα στα ελληνικά, µε ελληνικές υπογραφές να έχει ως τίτλο µια ξένη λέξη; Γιατί από τη µια τόση προοδευτικότητα όσον αφορά τα θέµατα που πραγµατεύεται και από την άλλη τόση συντηρητικότητα, όπως είναι το να χρησιµοποιείς µια ξένη λέξη, όταν µάλιστα προέρχεται από µια γλώσσα πανίσχυρη που δεν έχεις να της προσθέσεις τίποτα µε το να διεκδικείς µ’ αυτήν τα δικαιώµατά σου; Μα δεν είναι το µόνο έντυπο, θα αντιτείνει κανείς, δεν είναι η µόνη λέξη. Ακόµα και η λέξη «γκέι», όπως όλοι γνωρίζουµε, δεν είναι ελληνική. Το πρόβληµα δεν είναι η ίδια η λέξη, είναι το πνεύµα που µ’ αυτό τη χρησιµοποιεί κανείς και τον κάνει ώς έναν βαθµό διαβλητό σε σχέση µε τις πολύ αγνές του προθέσεις να υποστηρίζει τη «διαφορετικότητα», τόσο νόµιµη άλλωστε όσο και η «κανονικότητα». Οµως η διαφορετικότητα δεν εξυπηρετείται όταν παραχωρείσαι στη σύµβαση ή και στην πραγµατικότητα ακόµη της δύναµης και της εξουσίας που είναι η µεγάλη και πανίσχυρη γλώσσα. Η πανίσχυρη γλώσσα για να έχει γίνει πανίσχυρη πειθάρχησε σε κανόνες που αδιαφόρησαν για την αδικία, που υπηρέτησαν συµφέροντα και ανοµίες και διατήρησαν ως καρύκευµα, κατάλληλο να το εµπορευτούν ανά πάσα στιγµή, τάχα µου τάχα µου, αποχρώσεις και ευαισθησίες.
Οι πανίσχυρες γλώσσες κατάπιαν κινήµατα και επαναστάσεις, τα µετέβαλαν σε προθήκες τους και σε επιχειρήµατα αποδεικτικά της δηµοκρατικότητάς τους, χωρίς να έχουν υλοποιήσει κατά έναν έστω πόντο τις σχετικές προθέσεις. Και υποτίθεται πως θα κάνουν πιο διεκδικήσιµα και πιο νόµιµατα αιτήµατα των γκέι σε περίπτωση που θα τα στεγάσει µια ξενόγλωσση λέξη. Μ’ αυτό το πλευρό να κοιµόµαστε όλοι µας! Σε µια γλώσσα που κινδυνεύει να καταντήσει διάλεκτος όπως η ελληνική, γενικά σε µια γλώσσα περιορισµένη όσον αφορά τον αριθµό των ανθρώπων που τη µιλάνε, θα µπορούσαµε να συνεννοηθούµε πολύκαλύτερα µεταξύ µας για θέµατα ζωτικής σηµασίας. Για τον απλούστατο λόγο πως πρώτα θα λύσουµε το πρόβληµα της διαφορετικότητας σε σχέση µε τον θείο, τη θεία, τον συγγενή και τον γείτονα και µετά θα καταφύγουµε στον Φρεντ Κάργκερ για να µας συνδράµει.
Τι εστί Φρεντ Κάργκερ; Πάλι κατά «ΤΑ ΝΕΑ» της 15ης Φεβρουαρίου, είναι ο πρώτος δηλωµένος γκέι υποψήφιος για τον Λευκό Οίκο, που είναι µάλιστα Ρεπουµπλικανός. Η εξίσωση είναι πάρα πολύ απλή: όταν χρησιµοποιούµε µια ξένη γλώσσα ή λέξη, σηµαίνει πως αναγνωρίζουµε τον οποιονδήποτε Φρεντ Κάργκερ αποτελεσµατικότερο για την επίλυση ενός προβλήµατος σε σχέση µε τη γειτονιά µας (που ακόµη κι αν τη µάθει αποκλείεται να τη συγκρατήσει) απ’ ό,τι θεωρούµε τον Γιάννη Τσαρούχη που, σε τελευταία ανάλυση, λοιδορήθηκε (µην εκπλήττεσθε, έχει συµβεί) και επαινέθηκε στην ελληνική γλώσσα. Οταν χρησιµοποιούµε µέσα που φανταζόµαστε ότι, επειδή κάνουν παγκόσµιο το πρόβληµά µας, το λύνουν κιόλας, στην ουσία αποδεικνύουµε πόσο αφελείς είµαστε, αφού το πρόβληµα αυτό απλά το επιθέτουµε ως µία ακόµη στρώση στο παγόβουνο που έχει αποδειχτεί η παγκόσµια κοινή συνείδηση για τα ζέοντα προβλήµατα.
Επειδή όλα ξεκινούν και καταλήγουν στη γλώσσα, πρώτα θα λύσουµε το πρόβληµα στο σπίτι µας και τη γειτονιά µας. Ενώ είναι βέβαιο πως ύστερα δεν θα µας ενδιαφέρει να το πληροφορηθεί κανείς.
"Το πρόβληµα δεν είναι η ίδια η λέξη, είναι το πνεύµα που µ’ αυτό τη χρησιµοποιεί κανείς και τον κάνει ώς έναν βαθµό διαβλητό..."
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυ είπας!
-------
Παρεμπιπτόντως, "το πνεύµα που µ’ αυτό" δεν είναι Ελληνικά, αγάπη μου. Μανία κι αυτή να μιλάτε για πράγματα που δεν κατέχετε...
Σε εξυπηρετεί να παριστάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις πως το ζήτημα δεν είναι τα "καλά" ελληνικά, αλλά τα κατανοητά ελληνικά;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα ελληνικά, καλά και κατανοητά. Τα ψυχανεμίσματα περί κρυφών κινήτρων δεν καταλαβαίνω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια να περάσει το μήνυμα από τον πομπό στον δέκτη και να γίνει κατανοητό θα πρέπει καταρχάς και οι δύο να έχουν έναν κοινό κώδικα, στην προκειμενη περίπτωση την ελληνική γλώσσα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν χρησιμοποιεί κανείς αγγλικούς όρους, αγγλισμούς καλύτερα, προφανώς ή θέλει να καλύψει τα κακά ελληνικά του, όπως κάνουν οι ανορθόγραφοι με τα greeklish, ή "επενδύει" στη μεταφραστική ασάφεια του μηνύματος.
υγ. Α, ναι, όταν πάλι υιοθετεί κάποιος στον λόγο του διάφορα ψευτοκοσμικά "αγάπη μου", πασιφανώς δεν ενδιαφέρεται για τον συνομιλητή του, αλλά μόνο για το πώς θα κάνει αφ' υψηλού το κομμάτι του.
Στοιχειώδες, ε;
Για να περάσει το μήνυμα από τον πομπό στον δέκτη και να γίνει κατανοητό θα πρέπει καταρχάς και οι δύο να έχουν έναν κοινό κώδικα, στην προκειμενη περίπτωση την ελληνική γλώσσα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο μήνυμα επικοινωνείται στα ελληνικά και μέσα από κοινούς κώδικες: προστασία από τις διακρίσεις, ισονομία, δικαιώματα κτλ - εκτός αν θεωρείς, όπως ο Νιάρχος, πως το μήνυμα είναι το όνομα. Γιατί μέσα από το χάος των αυθαιρεσιών και των αυτοδιαψεύσεων αυτό λέει: Με τη ξένη λέξη στέλνεις λάθος μήνυμα γιατί η γλώσσα του ισχυρού είναι φορέας βίας και ανομίας ενάντια στην ίδια σου την κοινότητα, τη γκέι και την ελληνική (που "αποκλείεται" να συγκρατήσει τη ξένη λέξη). Αφελής ων, νομίζεις πως η ισχύς της παγκοσμιοποιημένης γλώσσας κάνει το αίτημά σου "πιο νόμιμο" ενώ συμβαίνει το αντίθετο. Αν θες να νομιμοποιηθείς στα ώτα της "γειτονιάς" μίλα τη γλώσσα της ή καλύτερα, μιας και δεν διαθέτει λέξη-εργαλείο αντίστοιχης ισχύος με την αγγλική, "πρόσθεσε στη γλώσσα" να δυναμώσεις κι εσύ μαζί της. Δηλ. διάλογος σε μηδενική βάση: βρείτε πρώτα μια λέξη ελληνική να συστηθείτε, να καταλάβουμε πως είστε δικοί μας και μετά, μια οικογένεια είμαστε, τα βρίσκουμε. Κι όταν τα βρούμε τα κρατάμε μεταξύ μας - γιατί είμαστε αυτό που φοβόμαστε: γειτονίτσα και όχι οικουμένη.
-------
Όταν χρησιμοποιεί κανείς αγγλικούς όρους, αγγλισμούς καλύτερα, προφανώς ή θέλει να καλύψει τα κακά ελληνικά του, όπως κάνουν οι ανορθόγραφοι με τα greeklish, ή "επενδύει" στη μεταφραστική ασάφεια του μηνύματος.
Καθόλου προφανώς. Μπορεί απλά να καλύπτει ένα εννοιολογικό κενό μέσω του δανεισμού (το γκέι ούτε αγγλισμός είναι ούτε greeklish). Κάποιοι καρφώνουν το βλέμμα στο κενό κι άλλοι διασχίζουν τη γέφυρα. Σε ποιό κέρδος προσβλέπει αυτός που επενδύει στην ασάφεια; Γιατί αυτή θεωρείται δεδομένη; Δεν καταλαβαίνω.
-------
υγ. Α, ναι, όταν πάλι υιοθετεί κάποιος στον λόγο του διάφορα ψευτοκοσμικά "αγάπη μου", πασιφανώς δεν ενδιαφέρεται για τον συνομιλητή του, αλλά μόνο για το πώς θα κάνει αφ' υψηλού το κομμάτι του. Στοιχειώδες, ε;
Έπρεπε να 'χα γράψει dahling! - πώς μου διέφυγε; Για να τελειώνουμε μ' αυτό, ανταπέδωσα τη συγκατάβαση του ξερόλα μ' ένα σαρκαστικό σχόλιο - για να μιλάμε την ίδια γλώσσα, που λένε. Εσύ διέκρινες μόνο τη συγκατάβαση. Βλέπεις που δεν είναι όλα τόσο πασιφανή όσο νομίζεις;
Τα διάφορα gay, screw κλπ, με ιδιωματική μάλιστα χρήση, είναι αγγλισμοί. Και γραμμένα στα λατινικά αποσκοπούν να θολώσουν ακόμη περισσότερο τα νερά, μπας και κάποιοι καταφέρουν να πιάσουν επιτέλους τα ψάρια που υπολογίζουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Νιάρχος λέει αυτό που γράφω κι εγώ στον τίτλο της ανάρτησης: η ορατότητα ξεκινάει από τη γλώσσα.
υγ.
...αγάπη μου. Μανία κι αυτή να μιλάτε για πράγματα που δεν κατέχετε...
Ο Γκέουλας
ή αλλιώς :
Αγάμητες, κομπλεξικιές αδελφές που κάνετε ότι κόπτεστε για τη γλώσσα ενώ στην πραγματικότητα λυσσάτε για λαϊκό πούτσο (του κάθε γκέουλα).
Όπως βλέπεις στα ελληνικά το μήνυμα φθάνει στο παραλήπτη του σαφέστατο.