14.10.10

ΤΑ ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ ΑΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΤΖΑΒΑΡΑ


Αδυνατούσα να πω στον εαυτό μου αυτό που ήδη σκεφτόμουν, λες και τα λόγια μου θα επικύρωναν αυτό που σκεφτόμουν και θα το έκαναν αδιαμφισβήτητο, λες και το να πω τα πράγματα με το όνομά τους ήταν ένας τρόπος να τα κάνω να είναι αυτά που ήταν. Δηλαδή ο Ράφα κι ο Βιθέντε ήταν ένα ζευγάρι… Ή μήπως ήμουν καχύποπτος, και δεδομένης της διαφοράς ηλικίας που υπήρχε μεταξύ τους, ο Ράφα θα μπορούσε να νιώθει στοργή για τον Βιθέντε, σαν να ήταν ο θετός του πατέρας; Στον πατέρα μου, όμως, που είναι πατέρας μου κανονικά και με το νόμο, δεν θα πέρναγε καν από το μυαλό του να βάλει το χέρι του πάνω στο δικό μου, παρόλο που ακόμα κι εγώ του έδινα ένα φιλί όταν αποχωριζόμασταν για κάποιο χρονικό διάστημα, για παράδειγμα τον φίλησα όταν ήρθε στο σταθμό να με αποχαιρετήσει τη μέρα που έφυγα για φαντάρος ή πριν από δύο χρόνια όταν πήγε με τη μάνα μου στο χωριό για την κηδεία του μπάρμπα μου, του αδερφού της μάνας του, που τόσο αγαπούσε. Αυτό που συνέβη, όμως, ανάμεσα στον Ράφα και τον Βιθέντε δεν ήταν μια χειρονομία από πατέρα προς γιο, αλλά μια χειρονομία ερωτευμένου ζευγαριού, κι όσο το σκεφτόμουν, τόσο μου ερχόταν αναγούλα, όχι επειδή δεν ήξερα ήδη τότε ότι από τη μέση και κάτω υπάρχουν περισσότερα μυστικά απ’ ό,τι από τη μέση και πάνω, αλλά επειδή αυτά τα πράγματα μπορεί να τα ξέρεις, μπορεί να τα σκέφτεσαι, αλλά είναι σχεδόν αδύνατον να τα φαντάζεσαι. Τουλάχιστον εγώ ήταν αδύνατον να τα φανταστώ να συμβαίνουν σε άτομα που γνώριζα και αγαπούσα.

Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν: Τα χαρούμενα αγόρια της Ατζαβάρα (Κατσανιώτης, 2010)

Διαβάστε περισσότερα εδώ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου