18.8.10

ΟΛΕΣ OI ΜΕΡΕΣ

Πρώτα για πέντε ολόκληρα χρόνια, αλώνιζαν την πόλη –Πόσες ώρες; Πόσα χιλιόμετρα; Όσο χρειάζεται για να κάνεις το γύρο της γης; Λιγότερο; Περισσότερο; Τη σημασία έχει;-, ύστερα έδωσαν εξετάσεις για το απολυτήριο. Απ’ το καθιερωμένο μεθοκόπημα που ακολούθησε, έφυγαν άρον άρον. Πήγαν ευθεία, ώσπου φθάσανε στο κεντρικό κτήριο του ταχυδρομείου, έστριψαν δεξιά κι έκαναν το γύρο του κτηρίου, συνέχισαν με κατεύθυνση το σιδηροδρομικό σταθμό ήταν σιωπηλοί για αρκετή ώρα, το ίδιο κι η πόλη γύρω τους, ή όχι, αντιθέτως, είχε αρκετή φασαρία, δουλειά, γλέντια, διαπληκτισμοί, αλλά πάντα κάπου αλλού, τουλάχιστον ένα δρόμο παρακάτω. Εκεί που βρίσκονταν αυτοί, ήταν όλα ήσυχα και άδεια. Πήγαν μέχρι την τελευταία στροφή πριν το σταθμό. (…) ο Άμπελ μέτραγε τις ώρες, άλλες τριάντα έξι. Ύστερα θα φύγουν, το υπόλοιπο του καλοκαιριού θα γυρίσουνε τη χώρα. Το πού δεν έχει σημασία. Ας χαθούμε. Η πρόταση έπεσε απ’ τον Άμπελ, ο Ίλια έγνεψε. Αυτοκίνητο δεν είχαν, ούτε δίπλωμα καν, να πάρουμε λοιπόν το τρένο.
Βασικά ήθελε να περιμένει, ώσπου να βρεθούν σε κανένα καλύτερο μέρος, σε καμιά ακτή, κανένα σημείο με πανοραμική θέα, ένα μέρος ατμοσφαιρικό που θα ’χε κάποια σημασία, αλλά τότε είδε ο Άμπελ το ρολόι που αιωρούνταν κι είπε:
Σ’ αγαπώ
Ο λεπτοδείκτης στο ρολόι του σταθμού κουνήθηκε μια θέση μπροστά.
Το ξέρω, είπε ο Ίλια.

Τερέζια Μόρα: Όλες οι μέρες (Ίνδικτος, 2008)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου