.
Το γράμμα της Οριάνα Φαλάτσι μετά τη δολοφονία του Πιερ Πάολο Παζολίνι
"[...]. Όλα, σχεδόν, τα στραβά της αμερικάνικης κουλτούρας τα συγχωρούσες. Αλλά πόσο σε πείραξε όταν δύο αμερικανίδες φοιτήτριες σε ρώτησαν ποιον ποιητή προτιμάς, εσύ φυσικά τους είπες τον Ρεμπό, κι αυτές δεν ήξεραν ποιος είναι… Γι’ αυτόν το λόγο εγκατέλειψες τότε έτσι ανικανοποίητος τη Νέα Υόρκη; Όχι, δεν ήταν γι’ αυτό. Έφυγες απογοητευμένος γιατί δεν πέθανες, γιατί στάθηκες στο χείλος της αβύσσου και δεν έπεσες. Οι νύχτες που πέρασες ψάχνοντας ν’ αυτοκτονήσεις, απλά και μόνο σου βαθούλωσαν περισσότερο τα μάγουλα, γέμισαν μ’ έξαψη και πυρετό το βλέμμα σου. "Νιώθω", μου έλεγες, "σαν μικρό παιδί που του πρόσφεραν μια τούρτα και που την τράβηξαν από μπροστά του μόλις εκείνο πήγαινε να τη δαγκώσει". Ναι, έπρεπε να περάσεις χίλια κύματα πριν βρεις κάποιον να σε σκοτώσει, δωρίζοντάς σου θάνατο συναφή κι αντάξιο της ζωής σου.
Λένε πως όταν ήθελες γινόσουν εύθυμος, φωνακλάς, σαματατζής, και πως γι’ αυτό σ’ άρεσε να συναναστρέφεσαι με νέους, να παίζεις μαζί τους μπάλα, για παράδειγμα, στις φτωχογειτονιές της Ρώμης. Τη μελαγχολία την κουβαλούσες επάνω σου λες κι ήταν άρωμα κι η τραγωδία ήταν η μόνη ανθρώπινη κατάσταση που πραγματικά κατανοούσες. Αν κάποιος δεν ήταν δυστυχής, δεν σε ενδιέφερε. Θυμάμαι μια μέρα, με πόση στοργή έσκυψες πλάι μου, μου έπιασες το χέρι απ’ τον σφυγμό και μουρμούρισες, "Αλλά και συ από απελπισία, δεν πας πίσω!". Ίσως γι’ αυτό το θέλησε η μοίρα να ξαναβρεθούμε μετά από χρόνια. Ήταν στο Ρίο ντε Ζανέιρο. Είχες έρθει για διακοπές με την Μαρία Κάλλας. Οι εφημερίδες έγραφαν πως ήσασταν εραστές. Ήσασταν; Ξέρω πως δύο φορές στη ζωή δοκίμασες ν’ αγαπήσεις μια γυναίκα και δεν τα κατάφερες. Αλλά νομίζω πως δεν ήταν η Μαρία μια από τις δύο. Ήσασταν πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, άλλη η αισθητική του ενός, άλλη του άλλου. Κι όμως δείχνατε τόσο ενωμένοι. Κάτι σας έδενε. Μια συνέργεια. Μια μυστήρια συνενοχή. Υποψιάζομαι πως εσύ την έβλεπες σαν αδελφή σου κι έκανες ό,τι μπορούσες για να ξεχάσει τον Ωνάση. Δεν τη βαριόσουνα ποτέ. Τη βοηθούσες ακόμη και να βάλει ή να βγάλει τα ρούχα της. Στην παραλία την περιποιόσουν αλείφοντας την πλάτη της με λάδι. Στα εστιατόρια δεχόσουν ήρεμος και με συγκατάβαση όλα της τα καπρίτσια, σαν υπομονετικός νοσηλευτής δημόσιου νοσοκομείου. Ναι, είχες μέσα σου τον ηρωισμό του ιεραπόστολου που βοηθάει λεπρούς, την καλοσύνη του άγιου που υπομένει με χαρά το μαρτύριο.
Ένα απόγευμα στην Κοπακαμπάνα (ο ουρανός ήταν χρυσοκόκκινος κι η Μαρία είχε αποκοιμηθεί στην άμμο), άρχισα να σου μιλώ για το πως βασάνιζαν οι βραζιλιάνοι τους πολιτικούς κρατουμένους. Σου περιέγραφα τα ηλεκτροσόκ, μ’ άκουγες απρόθυμα, σχεδόν ενοχλημένος που οι περιγραφές μου χαλούσανε τη μαγεία του ηλιοβασιλέματος. Κι όταν το κατάλαβες πως η αδιαφορία σου με πλήγωνε, άλλαξες κουβέντα. Σου επιτέθηκα λέγοντάς σου πως έτσι κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, πως δεν είσαι άνθρωπος εσύ και πως είναι ψεύτικες οι τόσες διαμαρτυρίες κι οι αγώνες σου, πως δεν είσαι άλλο από έναν νάρκισσο που μάχεται δήθεν για την αδικία μόνο και μόνο προς όφελος της ματαιοδοξίας του. Τότε, άρχισες να μιλάς για τον Χριστό. Κανένας κληρικός δεν μου έχει μιλήσει ποτέ με τέτοιο πάθος για τον Χριστό, όπως εσύ τότε [...]".
περιοδικό "Heteron 1/2", τχ. 2, 2006
Διαβάστε επίσης:
Το γράμμα της Οριάνα Φαλάτσι μετά τη δολοφονία του Πιερ Πάολο Παζολίνι
"[...]. Όλα, σχεδόν, τα στραβά της αμερικάνικης κουλτούρας τα συγχωρούσες. Αλλά πόσο σε πείραξε όταν δύο αμερικανίδες φοιτήτριες σε ρώτησαν ποιον ποιητή προτιμάς, εσύ φυσικά τους είπες τον Ρεμπό, κι αυτές δεν ήξεραν ποιος είναι… Γι’ αυτόν το λόγο εγκατέλειψες τότε έτσι ανικανοποίητος τη Νέα Υόρκη; Όχι, δεν ήταν γι’ αυτό. Έφυγες απογοητευμένος γιατί δεν πέθανες, γιατί στάθηκες στο χείλος της αβύσσου και δεν έπεσες. Οι νύχτες που πέρασες ψάχνοντας ν’ αυτοκτονήσεις, απλά και μόνο σου βαθούλωσαν περισσότερο τα μάγουλα, γέμισαν μ’ έξαψη και πυρετό το βλέμμα σου. "Νιώθω", μου έλεγες, "σαν μικρό παιδί που του πρόσφεραν μια τούρτα και που την τράβηξαν από μπροστά του μόλις εκείνο πήγαινε να τη δαγκώσει". Ναι, έπρεπε να περάσεις χίλια κύματα πριν βρεις κάποιον να σε σκοτώσει, δωρίζοντάς σου θάνατο συναφή κι αντάξιο της ζωής σου.
Λένε πως όταν ήθελες γινόσουν εύθυμος, φωνακλάς, σαματατζής, και πως γι’ αυτό σ’ άρεσε να συναναστρέφεσαι με νέους, να παίζεις μαζί τους μπάλα, για παράδειγμα, στις φτωχογειτονιές της Ρώμης. Τη μελαγχολία την κουβαλούσες επάνω σου λες κι ήταν άρωμα κι η τραγωδία ήταν η μόνη ανθρώπινη κατάσταση που πραγματικά κατανοούσες. Αν κάποιος δεν ήταν δυστυχής, δεν σε ενδιέφερε. Θυμάμαι μια μέρα, με πόση στοργή έσκυψες πλάι μου, μου έπιασες το χέρι απ’ τον σφυγμό και μουρμούρισες, "Αλλά και συ από απελπισία, δεν πας πίσω!". Ίσως γι’ αυτό το θέλησε η μοίρα να ξαναβρεθούμε μετά από χρόνια. Ήταν στο Ρίο ντε Ζανέιρο. Είχες έρθει για διακοπές με την Μαρία Κάλλας. Οι εφημερίδες έγραφαν πως ήσασταν εραστές. Ήσασταν; Ξέρω πως δύο φορές στη ζωή δοκίμασες ν’ αγαπήσεις μια γυναίκα και δεν τα κατάφερες. Αλλά νομίζω πως δεν ήταν η Μαρία μια από τις δύο. Ήσασταν πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, άλλη η αισθητική του ενός, άλλη του άλλου. Κι όμως δείχνατε τόσο ενωμένοι. Κάτι σας έδενε. Μια συνέργεια. Μια μυστήρια συνενοχή. Υποψιάζομαι πως εσύ την έβλεπες σαν αδελφή σου κι έκανες ό,τι μπορούσες για να ξεχάσει τον Ωνάση. Δεν τη βαριόσουνα ποτέ. Τη βοηθούσες ακόμη και να βάλει ή να βγάλει τα ρούχα της. Στην παραλία την περιποιόσουν αλείφοντας την πλάτη της με λάδι. Στα εστιατόρια δεχόσουν ήρεμος και με συγκατάβαση όλα της τα καπρίτσια, σαν υπομονετικός νοσηλευτής δημόσιου νοσοκομείου. Ναι, είχες μέσα σου τον ηρωισμό του ιεραπόστολου που βοηθάει λεπρούς, την καλοσύνη του άγιου που υπομένει με χαρά το μαρτύριο.
Ένα απόγευμα στην Κοπακαμπάνα (ο ουρανός ήταν χρυσοκόκκινος κι η Μαρία είχε αποκοιμηθεί στην άμμο), άρχισα να σου μιλώ για το πως βασάνιζαν οι βραζιλιάνοι τους πολιτικούς κρατουμένους. Σου περιέγραφα τα ηλεκτροσόκ, μ’ άκουγες απρόθυμα, σχεδόν ενοχλημένος που οι περιγραφές μου χαλούσανε τη μαγεία του ηλιοβασιλέματος. Κι όταν το κατάλαβες πως η αδιαφορία σου με πλήγωνε, άλλαξες κουβέντα. Σου επιτέθηκα λέγοντάς σου πως έτσι κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, πως δεν είσαι άνθρωπος εσύ και πως είναι ψεύτικες οι τόσες διαμαρτυρίες κι οι αγώνες σου, πως δεν είσαι άλλο από έναν νάρκισσο που μάχεται δήθεν για την αδικία μόνο και μόνο προς όφελος της ματαιοδοξίας του. Τότε, άρχισες να μιλάς για τον Χριστό. Κανένας κληρικός δεν μου έχει μιλήσει ποτέ με τέτοιο πάθος για τον Χριστό, όπως εσύ τότε [...]".
περιοδικό "Heteron 1/2", τχ. 2, 2006
Διαβάστε επίσης:
H φωτογραφία της ανάρτησης πρέπει να είναι από το καλοκαίρι του '70, που η Μαρία Κάλλας και ο Π.Π.Παζολίνι έκαναν διακοπές στο Τραγονήσι, ένα μικρό νησί στο σύμπλεγμα των Πεταλιών, ιδιοκτησίας της οικογένειας Εμπειρίκου.
ΑπάντησηΔιαγραφήMedea and Callas, Excerpts from Pasolini Requiem byBarth David Schwartz:
In the summer of 1970 he joined Callas on Tragonisi, an Aegean island in the Petalii group owned by Perry Embiricos - a great music lover, heir to one of the great Greek shipping fortunes. The part on vacation included Callas, [her confidante-assistant] Nadia Stancioff, one of Onassis' partners from his early whaling business and is wife: an odd ensemble. As he and Callas talked on the beach, Pasolini sketched her, continuing the series of portraits he had started during the filming of Medea the year before. He folded a paper into squares and drew her profile on each, using transparent glue and flowers for color. Stanciff says that he exclaimed, "This is art in the making. Now it must dry in the sun for twenty-four hours. I shall make only three, and one will be for you."