ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΥΛΟ, ΟΜΟΚΟΙΝΩΝΙΚΟΤΗΤΑ, ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ
1. Εισαγωγή, Προβλήματα ορολογίας και μεθοδολογίας
Η συνύπαρξη των τριών όρων στον τίτλο αυτού του κειμένου δηλώνει μια επιστημονική θέση και, ειδικότερα, μια μέθοδο ανάλυσης των αντίστοιχων κοινωνικών φαινομένων. Προκειμένου να εξηγήσουμε αυτή την προβληματική, ας αρχίσουμε από την «ομοκοινωνικότητα», που είναι ένας νεολογισμός στις κοινωνικές επιστήμες, αφού καθιερώθηκε μόλις τα 1983 από Ολλανδούς ερευνητές και είναι σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα. Αντίθετα, είναι γνωστή η κοινωνική πραγματικότητα που εκφράζει: η ελληνική κοινωνία, και ιδιαίτερα η παραδοσιακή, είναι κοινωνία κατεξοχήν ομοκοινωνική. με κύρια χαρακτηριστικά την ανδρική κυριαρχία και τον απόλυτο διαχωρισμό των φύλων. Τα καφενεία και τα γήπεδα δεν είναι παρά μόνο οι πιο γνωστές μορφές της, αφού συνεχίζουν να υπάρχουν—έστω και σε διαφορετικό βαθμό και τρόπο— ακόμη και σήμερα. Όλος ο δημόσιος χώρος ήταν οργανωμένος με βάση τις προσωπικές σχέσεις ανάμεσα σε άνδρες, αφού οι γυναίκες ήταν αποκλεισμένες στον ιδιωτικό χώρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θεσμοθέτησης των ανδρικών σχέσεων αποτελεί η αδελφοποιία, της οποίας η παρουσία ανάγεται στα πρώτα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και φθάνει ώς τις αρχές του εικοστού αιώνα, ήταν διαδεδομένη σε κοινωνίες έντονα ανδροκρατικές, όπως η Μάνη και η Κρήτη,καθώς και σε απομονωμένες ανδρικές ομάδες (κλέφτες). Η θεσμοθέτηση αυτή των ανδρικών σχέσεων παρατηρείται και στη σύγχρονη Ελλάδα: στο στρατό, μια κλειστή ανδρι-κή κοινωνία, η δομή της οργάνωσης της στρατιωτικής ζωής βασίζεται στη διάκριση τωνστρατιωτών σε «παλιούς» και «νέους», χαρακτηριστικό ανάλογο προς τη δομή αρχαιοτέρων ή και «πρωτόγονων» κοινωνιών, όπου τα αγόρια διαπαιδαγωγούνται, μυούνται από τους άνδρες.
.
Κώστας Γιαννακόπουλος
Ανθρωπολόγος
Περιοδικό Αρχαιολογία, τχ. 41, 12/1991
.
Θεσμοθετημένη ή "αυθόρμητη», η ανδρική ομοκοινωνικότητα στην "παραδοσιακή" της, τουλάχιστον, μορφή είχε ως βασικά γνωρίσματα την υπεραρρενωπότητα ή machismo, όρος που είναι γνωστός από τις παρόμοιες με τη δική μας κοινωνίες της Ισπανίας, Πορτογαλίας και Λατινικής Αμερικής, με τις έντονες συναισθηματικές σχέσεις των ανδρών-μελών τους. Η τελετουργία της αδελφοποιίας, που θυμίζει την τελετουργίατου γάμου, οι όρκοι πίστης και αιώνιας φιλίας που δίνει ο ένας στον άλλο, αλλά και αι στενές σωματικές επαφές, όπως τ' αγκαλιάσματα των ανδρών στο δημόσιο χώρο ή ακόμα οι αμοιβαίοι αυνανισμοί των φίλων, οδήγησαν πολλούς Δυτικούς ερευνητές στο να χαρακτηρίσουν αυτές τις σχέσεις σεξουαλικές, ομοφυλοφιλικές. Την άποψη για τον σεξουαλικό χαρακτήρα των ανδρικών σχέσεων μοιάζει να ενισχύουν οι εθνολογικές περιγραφές των μυήσεων των αγοριών στις «πρωτόγονες» κοινωνίες καθώς επίσης και οι ανδρικές σχέσεις στην Ελλάδα. Οι ανδρικές αυτές σχέσεις είναι, αναμφισβήτητα, σεξουαλικές, ομοφυλοφιλικές, αν τις εξετάσουμε με τη ματιά του σημερινού, και πιο συγκεκριμένα, του Δυτικού ανθρώπου, για τον οποίο η έντονη συναισθηματικότητα και η σωματική επαφή μεταξύ ομοφύλων είναι ασυνήθιστο φαινόμενο. Είναι όμως σεξουαλικές και στα μάτια των μελών της κοινωνίας όπου λαμβάνουν χώρα και ειδικότερα των ανδρών που συμμετέχουν σ' αυτές; Μήπως παρερμηνεύουμε μια πραγματικότητα διαφορετική από τη δική μας, τη στιγμή μάλιστα που έχει γίνει δεκτó από τους ανθρωπολόγους και τους ιστορικούς ότι οι ερωτικές αναπαραστάσεις και πρακτικές διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία; Κι αυτό επειδή η σεξουαλικότητα, αλλά και η φιλία, είναι μια κοινωνική κατασκευή, ένα κοινωνικό σύστημα, όπως το οικονομικό, το θρησκευτικό, το πολιτικό. Λέγοντας κοινωνική κατασκευή εννοούμε ότι η σεξουαλικότητα: α) εξαρτάται από τις υλικές και ιδεολογικές συνθήκες της κάθε κοινωνίας και β) στις ανδροκρατικές κοινωνίες η κυρίαρχη έκφρασητης, η ετεροφυλοφιλία, με την οποία ταυτίζεται η αναπαραγωγή, και ο φυλετικός καταμερισμός της εργασίας συμβάλλουν στο διαχωρισμό των φύλων, την ύπαρξη του οποίου η ανδρική κυριαρχία στηρίζει στη βιολογική διαφορά —«αλλοιώνοντας την σε τέτοιο βαθμό, που γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να την διακρίνουμε»—, για να κατασκευάσει την ιεραρχία των κοινωνικών φύλων, την υποτέλεια του γυναικείου στο ανδρικό. Έτσι, παράγεται η ιδεολογία του ανδρισμού και της θηλυκότητας, που, όπως κάθε ιδεολογία, δεν είναι απλώς μία «εκ των υστέρων αντανάκλαση» των κοινωνικών σχέσεων του φύλου, αλλά ένας όρος για την εμφάνιση τους, ένα «ιδεατό στοιχείο που εμπεριέχεται εξαρχής σ' αυτές και που γίνεται τελικά απαραίτητη συνιστώσα». Εξετάζοντας λοιπόν τη σεξουαλικότητα μ' αυτήν την οπτική, μπορούμε να κατανοήσουμε το περιεχόμενο που δίνει η κάθε κοινωνία στους όρους: α) σεξουαλικός/σεξουαλικότητα, κατανοώντας παράλληλα τα όρια μεταξύ λανθάνουσας και κοινωνικά αναγνωρίσιμης ομοφυλοφιλίας, β) ανδρισμός, που όντας το στοιχείο γύρω από το οποίο δομούνται οι σχέσεις των ανδρών, μας βοηθά να καταλάβουμε τον τρόπο λειτουργίας των ανδρικών ομάδων.
Θεσμοθετημένη ή "αυθόρμητη», η ανδρική ομοκοινωνικότητα στην "παραδοσιακή" της, τουλάχιστον, μορφή είχε ως βασικά γνωρίσματα την υπεραρρενωπότητα ή machismo, όρος που είναι γνωστός από τις παρόμοιες με τη δική μας κοινωνίες της Ισπανίας, Πορτογαλίας και Λατινικής Αμερικής, με τις έντονες συναισθηματικές σχέσεις των ανδρών-μελών τους. Η τελετουργία της αδελφοποιίας, που θυμίζει την τελετουργίατου γάμου, οι όρκοι πίστης και αιώνιας φιλίας που δίνει ο ένας στον άλλο, αλλά και αι στενές σωματικές επαφές, όπως τ' αγκαλιάσματα των ανδρών στο δημόσιο χώρο ή ακόμα οι αμοιβαίοι αυνανισμοί των φίλων, οδήγησαν πολλούς Δυτικούς ερευνητές στο να χαρακτηρίσουν αυτές τις σχέσεις σεξουαλικές, ομοφυλοφιλικές. Την άποψη για τον σεξουαλικό χαρακτήρα των ανδρικών σχέσεων μοιάζει να ενισχύουν οι εθνολογικές περιγραφές των μυήσεων των αγοριών στις «πρωτόγονες» κοινωνίες καθώς επίσης και οι ανδρικές σχέσεις στην Ελλάδα. Οι ανδρικές αυτές σχέσεις είναι, αναμφισβήτητα, σεξουαλικές, ομοφυλοφιλικές, αν τις εξετάσουμε με τη ματιά του σημερινού, και πιο συγκεκριμένα, του Δυτικού ανθρώπου, για τον οποίο η έντονη συναισθηματικότητα και η σωματική επαφή μεταξύ ομοφύλων είναι ασυνήθιστο φαινόμενο. Είναι όμως σεξουαλικές και στα μάτια των μελών της κοινωνίας όπου λαμβάνουν χώρα και ειδικότερα των ανδρών που συμμετέχουν σ' αυτές; Μήπως παρερμηνεύουμε μια πραγματικότητα διαφορετική από τη δική μας, τη στιγμή μάλιστα που έχει γίνει δεκτó από τους ανθρωπολόγους και τους ιστορικούς ότι οι ερωτικές αναπαραστάσεις και πρακτικές διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία; Κι αυτό επειδή η σεξουαλικότητα, αλλά και η φιλία, είναι μια κοινωνική κατασκευή, ένα κοινωνικό σύστημα, όπως το οικονομικό, το θρησκευτικό, το πολιτικό. Λέγοντας κοινωνική κατασκευή εννοούμε ότι η σεξουαλικότητα: α) εξαρτάται από τις υλικές και ιδεολογικές συνθήκες της κάθε κοινωνίας και β) στις ανδροκρατικές κοινωνίες η κυρίαρχη έκφρασητης, η ετεροφυλοφιλία, με την οποία ταυτίζεται η αναπαραγωγή, και ο φυλετικός καταμερισμός της εργασίας συμβάλλουν στο διαχωρισμό των φύλων, την ύπαρξη του οποίου η ανδρική κυριαρχία στηρίζει στη βιολογική διαφορά —«αλλοιώνοντας την σε τέτοιο βαθμό, που γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να την διακρίνουμε»—, για να κατασκευάσει την ιεραρχία των κοινωνικών φύλων, την υποτέλεια του γυναικείου στο ανδρικό. Έτσι, παράγεται η ιδεολογία του ανδρισμού και της θηλυκότητας, που, όπως κάθε ιδεολογία, δεν είναι απλώς μία «εκ των υστέρων αντανάκλαση» των κοινωνικών σχέσεων του φύλου, αλλά ένας όρος για την εμφάνιση τους, ένα «ιδεατό στοιχείο που εμπεριέχεται εξαρχής σ' αυτές και που γίνεται τελικά απαραίτητη συνιστώσα». Εξετάζοντας λοιπόν τη σεξουαλικότητα μ' αυτήν την οπτική, μπορούμε να κατανοήσουμε το περιεχόμενο που δίνει η κάθε κοινωνία στους όρους: α) σεξουαλικός/σεξουαλικότητα, κατανοώντας παράλληλα τα όρια μεταξύ λανθάνουσας και κοινωνικά αναγνωρίσιμης ομοφυλοφιλίας, β) ανδρισμός, που όντας το στοιχείο γύρω από το οποίο δομούνται οι σχέσεις των ανδρών, μας βοηθά να καταλάβουμε τον τρόπο λειτουργίας των ανδρικών ομάδων.
Η συνέχεια του κειμένου αναφέρεται γενικά στη νεοελληνική «παραδοσιακή» κοινωνία, η οποία, αν και διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή, παραμένει ομοιόμορφα ανδροκρατική. Η κατανόηση αυτής της ομοιομορφίας, ή καλύτερα, της ομοιογένειας, μας βοηθά στον τρόπο προσέγγισης της πολυμορφίας των συγκεκριμένων.
Ελληνική «παραδοσιακή» κοινωνία: μια κοινωνία ομο-κοινωνική και ετεροφυλο-φιλική
α. Φόβος της εκθήλυνσης, ανδρισμός και ετεροφυλοφιλία κυριαρχίας/'υποταγής.
Στις «παραδοσιακές», προκαπιταλιστικες κοινωνίες η κοινωνική ταυτότητα των φύλων προσδιορίζεται από τη φύση. Μόνο που η γυναίκα ταυτίζεται με το βιολογικό της φύλο, ενώ ο άνδρας είναι από τη φύση του, από το βιολογικό του φύλο «επιφορτισμένος» με την κατάκτηση, την καθυπόταξη της φύσης της γυναικείας, αλλά και γενικότερα «η αξία του άνδρα, η βασική αρχή του ανδρισμού δεν συνίσταται τόσο στο να έχει κάποιος όρχεις αλλά να εξουσιάζει τη γη». Η ανδρική ιδεολογία, ταυτίζοντας τις γυναίκες με τη φύση, δικαιολογεί την κυριαρχία των ανδρών: οι γυναίκες έχουν μια φυσική, ανεξέλεγκτη σεξουαλικότητα που θέτει σε κίνδυνο την ανδρική τιμή και τάξη. Οι νεράιδες, οι λάμιες, οι στρίγκλες των λαϊκών παραδόσεων «ξελογιάζουν» τους άνδρες και τους καθιστούν ανίκανους- αλλά και οι κοινές γυναίκες, ιδιαίτερα όμως οι ανύπαντρες, οι χήρες και οι παπαδιές των βωμολοχικών τραγουδιών, επιθυμούν να καταστρέψουν τα ανδρικά σεξουαλικά όργανα.
Αυτή η ανεξέλεγκτη ηδυπάθεια των γυναικών, που έρχεται σε αντίθεση με το πρότυπο της ασεξουαλικής Μάνας, πρέπει να ελεγχθεί, να καθυποταχθεί από την ανδρική σεξουαλική δύναμη. Οι άνδρες καλούνται ασταμάτητα σε έναν αγώνα κατά του κινδύνου του ευνουχισμού, της εκθήλυνσης που προέρχεται από την ακόρεστη σεξουαλική «πείνα» των γυναικών. Όλη η σεξουαλικότητα μετατρέπεται σε πεδίο μάχης και σε ανδρική επιθετική δραστηριότητα απέναντι στο γυναικείο φύλο, ενώ στη σημερινή Ελλάδα η επιθετικότητα αυτή αποδίδεται και στα δύο φύλα.
Ώς τη δεκαετία του 70 η ενεργητική ομοφυλοφιλία ήταν διαδεδομένη στην ελληνική κοινω-νία, και συχνά στις ανδρικές παρέες αποτελούσε τίτλο ανδρικής τιμής. Κι αυτό επειδή ο ενεργητικός άνδρας, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, δεν είναι ομοφυλόφιλος, αντίθετα κάνει επίδειξη του ανδρισμού του. Η λέξη «ομοφυλοφιλία» ήταν άγνωστη στους πολλούς Έλληνες ηλικίας σαραντά χρονων και πάνω, σήμερα. Η ανδρική ομοφυλόφιλη σχέση αναπαρήγε το κυρίαρχο πρότυπο της έτεροφυλοφιλιας και έπρεπε να είναι παροδική, «τυχαία, περιορισμένη στα όρια της επίδειξης της σεξουαλικής δύναμης. Γιατί ο άνδρας, έξυπνος από τη φύση του, δεν πρέπει ν' «αφήνετα ιστον αισθησιασμό του. Η ελευθερία που απολαμβάνει ο άνδρας να συνάπτει εξωσυζυγικές σχέσεις είναι απόδειξη ότι δεν «πιάστηκε στα δίχτυα» της γυναίκας του, ότι δεν «τον έβαλε στο βρακί της» Αλλά και αν «καταστρέψει το σπιτικό του» για μια ερωτική περιπέτεια δεν είναι σωστός», επειδή ανατρέπει την ισορροπία ανάμεσα στο λογικό, την αυτοκυριαρχία του, και τον αισθησιασμό του. Όπως λένε στη Λέσβο αλλά και σ' άλλες ελληνικές περιοχές: «τουkótou του τσιφάλ' να μην τρώγ'τ απάνου του τσιφάλ'".
β. Φόβος της εκθήλυνσης - ανδρισμός και ομοκοινωνικότητα ισοτιμίας.
Ο φόβος του ευνουχισμού/εκθήλυνσης και η επίδειξη του ανδρισμού δεν οδηγούν μόνο στην ανάδειξη της ετεροφυλοφιλίας. της υποταγής του θηλυκού στους άνδρες ως κυρίαρχης μορφής σεξουαλικότητας, αλλά και δομούν τις σχέσεις των ανδρών της ομοκοινωνικότητας και διαγράφουν τα όρια της. Στις ανδρικές ομάδες οι άνδρες ανταγωνίζονται μεταξύ τους ν'αποδείξουν τη φυσική, διανοητική και σεξουαλική τους δύναμη, την ικανότητα να κυριαρχούν στη φύση. Το κυνήγι, το ψάρεμα, τα σπορ, τα χαρτιά, η επικίνδυνη οδήγηση ή ακόμα και ο αυτοτραυματιομός —ακόμη και σήμερα σε χωριά της Θεσσαλίας πολλά αγόρια σπάζουν μπουκάλια στα χέρια τους ή τα καίνε με τσιγάρα— συνιστούν επίδειξη δύναμης, αντοχής, αντίστασης στην αδυναμία,την τρυφερότητα, τη συναισθηματικότητα. Το ίδιο ισχύει και για την επίδειξη σεξουαλικής αρρενωπότητας: στις ανδρικές παρέες οι φίλοι διηγούνται τα ερωτικά «κατορθώματα» τους ή εξορμούν στους οίκους ανοχής, στα νησιά όπου παραθερίζουν τουρίστριες, στους τόπους συνάντησης των ομοφυλοφίλων. Οι ομαδικές αυτές σεξουαλικές πρακτικές χαρακτηρίζονται από την απουσία τρυφερότητας, την έντονη βιαιότητα και την περιφρόνηση: το κύριο ενδιαφέρον των ανδρών είναι να «ενεργήσουν» σεξουαλικά, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, και να εγκαταλείψουν το «θύμα» τους. Η σεξουαλική βία συνοδεύεται, πολλές φορές, και από φυσική, αν λάβει κανείς υπόψη την περίπτωση των ομαδικών βιασμών των γυναικών ή τις βιαιοπραγίες κατά των ομοφυλοφίλων. Ο ανδρισμός, όπως τον περιγράψαμε πιο πάνω, αποτελεί τίτλο τιμής απαραίτητο για να γίνει ένας άνδρας μέλος της ανδρικής ομάδας, αποδεικνύοντας τον ανδρισμό του ο ένας στον άλλον, αλληλοθαυμάζονται, αλληλοαναγνωρίζονται σαν Άνδρες, ενισχύοντας παράλληλα τη συνοχή της ανδρικής ομάδας. Εκείνος που αρνείται τα βίαια ανδρικά «παιχνίδια» είναι δειλός/«γυναίκούλα». Και όποιος «αφεθεί» στον έρωτα για μια γυναίκα και αρνηθεί τους φίλους του είναι κατάπτυοτος, όπως λέγεται στο κλέφτικο τραγούδι του «καπετάνιου αγαπητικού».
Και τέλος, όσοι από τους άνδρες όχι απλώς παραβιάζουν τις αρχές της ετεροφυλοφιλίας, της κυριαρχίας, αλλά την αρνούνται ολοκληρωτικά, δηλαδή οι ομοφυλόφιλοι, αυτούς η ανδρική κυριαρχία τους ταυτίζει με τις γυναίκες και τους εξοστρακίζει από την ομοκοινωνικότητα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παρόμοιου εξοστρακισμού συναντάται στο στρατό, όπου υπήρχε διάχυτη η εντύπωση στούς υποψήφιους ότι η διαπίστωση της ομοφυλοφιλίας για ένα άτομο το οδηγεί στον αποκλεισμό του από το στράτευμα.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι η «εκθήλυνση» κάποιου μέλους της ανδρικής ομάδας, είτε με τη μορφή της ομοφυλοφιλίας είτε της φυσικής αδυναμίας και τρυφερότητας ή μιας "συναισθηματικής• 'ετεροφυλοφιλίας, κάνει το σύστημα της ανδρικής αλληλοεκτίμησης και αλληλοαναγνώρισης να παύει να λειτουργεί' η ανδρική τάξη καταλύεται. Με αυτή την οπτική, γίνεται κατανοητό γιατί η λανθάνουσα ομοφυλοφιλία της ανδρικής ομοκοινωνικότητας δεν μετατρέπεται σε ομοφυλοφιλία. Η ομοκοινωνικότητα των ισότιμων συναγωνιστών του ανδρισμού θα μετατρεπόταν σε μια «έτερο»-φυλοφιλία αρσενικής κυριαρχίας-θηλυκής υποταγής.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότιη ανδρική ομοκοινωνικότητα δεν εμπεριέχει σχέσεις βίας ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας ή μεταξύ αντιπάλων ομάδων. Στο στρατό οι «παλιοί» στρατιώτες καταπιέζουν τους «νέους», και στο ποδόσφαιρο ο ανταγωνισμός για τη νίκη μεταξύ των αντιπάλων παικτών εκφράζεται σε συμβολικό επίπεδο (λόγου και χειρονομιών) με όρους σεξουαλικούς, δηλαδή κυριαρχίας αρσενικού στο θηλυκό. Διαφέρουν όμως, κατά τη γνώμη μου,οπό τις σχέσεις ανδρών/γυναικών ή «εκθηλυσμένων» ανδρών, διότι η ανισοτιμία την οποία αυτές εμπεριέχουν,
α. ακόμη και όταν εκφράζεται με όρους σεξουαλικής κυριαρχίας και υποταγής, στην περίπτωση των αντιπάλων ανδρικών ομάδων, παραμένει πάντοτε σε επίπεδο συμβολικό- η πρακτική αφορά μόνο τις γυναίκες. Ο στρατός π.χ. που καταλαμβάνει μια άλλη χώρα εξευτελίζει τους άνδρες του εχθρικού στρατού βιάζοντας τις γυναίκες "του",
β. Είναι προσωρινή και λειτουργεί προς την κατεύθυνση της μύησης ενός «νέου» οτο στρατό ή ενός αγοριού στις «πρωτόγονες» κοινωνίες από τον «παλιό» ή τον άνδρα, αντίστοιχα. Ο«νέος« καταπιέζεται έτσι ώστε να επιθυμεί να γίνει κι αυτός «παλιός», το αγόρι άνδρας. Με τη σειρά τους θα μυήσουν άλλους «νέους» και άλλα αγόρια στην ανδρική κυριαρχία.
Ο σκοπός των σχέσεων αρσενικού/θηλυκού, με κυρίαρχη έκφραση τους τη σεξουαλικότητα, είναι να εμποδίζουν τις γυναίκες να συμμετέχουν στην εξουσία, να τις κρατούν οριστικό σ' ένα καθεστώς υποταγής.
Επιτέλους, πήρα μια ιδέα για τό τι είναι αυτό το έρημο το "homosocial environment" που συναντάω συνέχεια σε κείμενα! Και είναι κάτι αρκετά διαφορετικό από αυτό που είχα καταλάβει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς διευκρινίσουμε ότι ο όρος ομοκοινωνικότητα μπορεί να αναφέρεται κάλλιστα σε γυναικείες ομάδες, και στην πραγματικότητα έτσι πρωτοχρησιμοποιήθηκε από την Carroll Smith-Rosenberg to 1975.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ζήτημα είναι αν η ομοκοινωνικότητα, ή πιο ειδικά η φιλία ή η συντροφικότητα, επιτρέπει ένα είδος ομόφυλου συνεχούς ή αντιθέτως συνιστά ένα ανάχωμα προς την ομοφυλοφιλία, με λίγα λόγια θα είχε ενδιαφέρον να δούμε πώς λειτουργεί σε σχέση με την κλασική διχοτομία ετεροφυλοφιλία/ομοφυλοφιλία.