23.1.09

ΚΑΙ ΤΕΣ ΑΓΚΑΛΕΣ ΑΠΛΩΣΕΝ ΑΛΛ' ΕΠΙΑΣΕΝ ΑΕΡΑ

Image Hosted by ImageShack.us
Giovanni Antonio Pellegrini: Achilles Contemplating the Body of Patroclus

Αλλ’ ο Πηλείδης κείτονταν στο ελεύθερο ακρογιάλι
στενάζοντας και ολόγυρα των Μυρμιδόνων πλήθος,
και ο ύπνος οπού της ψυχής κάθε φροντίδα σβήνει
βαθύς του περιχύθηκε στα μέλη τα γενναία
κοπιασμέν’ απ’ τον βαρύν αγώνα που ’χε κάμει
να κυνηγά τον Έκτορα στα τείχη εμπρός τα Τροίας.

Κι ήλθε η ψυχή του δύστυχου Πατρόκλου και έμοιαζ’ όλη
μ’ εκείνον εις τ’ ανάστημα και στα λαμπρά του μάτια
και στην φωνήν και όμοια τα ενδύματα εφορούσε.
Στην κεφαλήν του εστάθηκεν επάνω και του είπε:

«Κοιμάσαι και με λησμονείς, γλυκύτατε Πηλείδη,
νεκρόν, και ότ’ ήμουν ζωντανός εις την καρδιά σου μ’ είχες.
Θάψε μ’ ευθύς να διαβώ του Άδη τον πυλώνα.
Μακράν με διώχνουν οι ψυχές, σκιές αναπαυμένων
να μη διαβώ τον ποταμόν και απόπερα τες σμίξω,
κι εμπρός στες πύλες τες πλατιές του Άδη παραδέρνω.
Δος μου το χέρι, κλαίομαι. Και οπίσω από τον Άδη
δεν θα’λθω, αφού μες στην πυράν με βάλετε του τάφου.

(…)
Σ’ εκείνον ο γοργόποδος απάντησε Αχιλλέας:

«Τ’ ήλθες, σεπτή μου κεφαλή, να μ’ έβρης και να κάμω
μου παραγγέλλεις όλα αυτά; Κι εγώ θα σε υπακούσω
και όλα θα γίνουν, ως ποθείς. Αλλ’ έλα εδώ σιμά μου,
όπως και ολίγες καν στιγμές εδώ περιπλεγμένοι
του πικρού κλάματος μαζί την ηδονήν χαρούμε.».

Και τες αγκάλες άπλωσεν αλλ’ έπιασεν αέρα.
Ότ’ η ψυχή κάτω απ’ την γην ωσάν καπνός εχάθη
τρίζοντας. Και ο Αχιλλεύς πετάχθη σαστισμένος.
Κτύπησε τες παλάμες του και με παράπον’ είπε:

«Θεοί μου, και στην κατοικιά του Άδη, καθώς βλέπω
είναι ψυχή και φάντασμα, αλλά δεν έχει σπλάχνα.
Ότ’ η ψυχή του δύστυχου Πατρόκλου μου οληνύκτα
μ’ εκείνον απαράλλακτη επάνω μου εστεκόταν
και μου παράγγελνε πολλά, στα δάκρυα της πνιγμένη».

Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθον των δακρύων.
Κι η αυγή τους ήβρε ολόγυρα στο λείψανο να κλαίουν.

Ομήρου. Ιλιάς (Ραψωδία ψ’)
[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου