20.1.09

ΜΕΧΡΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ...

Image Hosted by ImageShack.us
.
Μέχρι ο έρωτας…
Κείμενο-Μουσική-Στίχοι: Στήβεν Ντόλτζινοφ
Παίζουν:Δημήτρης Μάριζας – Νίκος Νίκας
Σκηνοθεσία: Αθανασία Καραγιαννοπούλου
Θέατρο Αμιράλ, Δευτ. & Τρ. 21.15

Το μιούζικαλ Μέχρι ο έρωτας... είναι η θεατρική απόδοση της πασίγνωστης στα ποινικά χρονικά ιστορίας των Λήοπολντ και Λομπ. Η «θανατηφόρα» σχέση των δύο αγοριών – που έζησαν και εγκλημάτησαν τη δεκαετία του 1920 – ενέπνευσε το θέατρο, τον κινηματογράφο αλλά και τη μουσική.
Το Μέχρι ο Έρωτας... δεν επικεντρώνει στην εγκληματική συμπεριφορά του ζευγαριού, αλλά στον έρωτα και στις καταστροφικές συνέπειες του. Για τον ισχυρότερο της σχέσης, το Ρίτσαρντ, το αναίτιο έγκλημα μοιάζει σαν παιχνίδι, ενώ για τον αδύναμο Νέηθαν, η συνεργία στο «τέλειο έγκλημα» είναι μια ακόμα απόδειξη της αγάπης και αφοσίωσής του. Το τέλος της άγριας περιπέτειας τους είναι αναπάντεχο και ανατρεπτικό.
Έργο με σκοτεινό χιούμορ, καταπληκτική μουσική, τραγούδια που εξελίσσουν την δράση κι εντείνουν την αγωνία, το Μέχρι ο Έρωτας... κατορθώνει να μεταλλάξει μια ψυχρή αστυνομική ιστορία σε θερμό παραμύθι ακραίου έρωτα.

2 σχόλια:

  1. Η Ιστορία


    Νέηθαν Φ. Λήοπολντ, ο Νεότερος (1904-1971)

    «Μια έξυπνη μηχανή που βγήκε εκτός ελέγχου». Έτσι περιέγραφε ο Κλάρενς Ντάρροου τον Νέηθαν Λήοπολντ στην αγόρευσή του. Ο Λήοπολντ ήταν ένα αγόρι υπερβολικά ευφυές, αεικίνητο και παρ’ όλα αυτά «χωρίς υγιή σχέση με την καθημερινότητα». Ως έφηβος, είχε εμμονή με τη φιλοσοφία του Φρήντριχ Νίτσε, η οποία ουσιαστικά ήταν αυτή που του κατέστρεψε τη ζωή.
    Ο Νέηθαν Λήοπολντ ήταν γιος εκατομμυριούχου κατασκευαστή κουτιών. Από τότε που έχασε τη μητέρα του σε νεαρή ηλικία, ο πατέρας του τού έκανε κάθε χατίρι. Σε αντίθεση με τον όμορφο, αθλητικό Λομπ, ο Λήοπολντ ήταν μικροφτιαγμένος, με γουρλωτά μάτια και ένιωθε άβολα με την εμφάνισή του. Στα δεκαοχτώ του, γνώριζε άριστα εννιά με δέκα ξένες γλώσσες, ήταν βοτανολόγος, εθνικά αναγνωρισμένη αυθεντία στην ορνιθολογία και υπότροφος φιλολογίας και φιλοσοφίας. Ο Κλάρενς Ντάρροου το 1932 στην αυτοβιογραφία του λέει για τον Λήοπολντ: «Ήταν το ευφυέστερο αγόρι που έχω γνωρίσει. Τον καλούσαν συχνά να δώσει διαλέξεις σε λέσχες και σε διάφορες συναθροίσεις. Ήταν γλυκομίλητος, ευγενικός και συμπαθής. Όλοι πίστευαν πως θ’ ακολουθήσει ξεχωριστή πορεία». Παρ’ όλα αυτά, πολλοί τον θεωρούσαν αλαζόνα και υπερόπτη.

    Το καλοκαίρι του 1924 και μέχρι τον Σεπτέμβριο που θα άρχιζε τη Νομική στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, ο Λήοπολντ δίδασκε ορνιθολογία σε τέσσερεις τάξεις, έβγαινε με το κορίτσι του την Σούζαν Λούρρι και ταυτόχρονα διατηρούσε αυτή την ιδιόμορφη σχέση με τον Ρίτσαρντ.
    Στη σχέση τους υπήρχε έντονο το σεξουαλικό στοιχείο. Σύμφωνα με τον ψυχίατρο της κατηγορούσας αρχής «ο Λήοπολντ συναινούσε στις εγκληματικές απόπειρες του Λομπ με αντάλλαγμα να καλύπτει τις σεξουαλικές του ανάγκες». Ο Λήοπολντ έλεγε στον Λομπ πως «ζήλευε το φαγητό που έτρωγε και νερό που έπινε, γιατί αυτά θα γίνονταν μέρος της ύπαρξής του». Τα αγόρια διαπληκτίζονταν συχνά. Το περίεργο είδος της σχέσης τους αποκαλύπτεται σ’ ένα εκτενές γράμμα τον Οκτώβριο του 1923, όπου ο Λήοπολντ γράφει στον Λομπ: «Όταν ήρθες σήμερα το απόγευμα σπίτι, αν δε μου εξηγούσες γιατί μου φέρθηκες έτσι χθες, είχα αποφασίσει να ξεκόψω κάθε σχέση μαζί σου ή να σε σκοτώσω». Σύμφωνα με τον ψυχίατρο που τους εξέτασε, είχαν μια σχέση «αφέντη-δούλου», στην οποία ο Λήοπολντ ήταν ο δούλος και ο Λομπ ο αφέντης.
    Ο Λήοπολντ προσπάθησε χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία να υπερβεί τα φυσιολογικά του αισθήματα και να ζήσει χωρίς αναστολές τη ζωή του Υπεράνθρωπου του Νίτσε. Ήταν άθεος χωρίς ηθικές αναστολές. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον Ντάρροου, «δεν είχε καμία σχέση με αυτό που αποκαλούμε έγκλημα». Αυτό που τον οδήγησε στις μικροκλοπές, τους βανδαλισμούς και τέλος στο φόνο ήταν ο πόθος του να ευχαριστήσει τον Λομπ.
    Μετά την καταδίκη του, ο Λήοπολντ ως κρατούμενος έδειξε μεταμέλεια. Συνέχισε ν’ αγαπάει την μάθηση καταφέρνοντας στο τέλος να μιλάει είκοσι οχτώ ξένες γλώσσες. Δίδασκε τους άλλους κρατούμενους, έγινε εθελοντής σε ιατρικά πειράματα, αναβάθμισε τη βιβλιοθήκη και το εκπαιδευτικό σύστημα της φυλακής Τζολιέτ και εργάστηκε στο νοσοκομείο των φυλακών.
    Μετά την αποφυλάκιση του το 1958, ο Λήοπολντ μετανάστευσε στο Πουέρτο Ρίκο, όπου σπούδασε ορνιθολογία, δίδαξε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο του Πουέρτο Ρίκο και δούλεψε ως ακτινολόγος σ’ ένα νοσοκομείο της εκκλησιαστικής αδελφότητας. Η συνεχής μετακίνησή του από δουλειά σε δουλειά φανερώνει πως βαριόταν εύκολα. Ο ίδιος σχολιάζει: «Το να βοηθώ τους άλλους έχει γίνει η πιο σημαντική μου απασχόληση». Το 1961 παντρεύτηκε μια χήρα που εργαζόταν σ’ ένα ανθοπωλείο στο Σαν Χουάν. Πέντε χρόνια αφού αποφυλακίστηκε, ο Λήοπολντ πίστευε πως αν κάτι άξιζε όλα αυτά τα χρόνια της φυλακής ήταν η προσμονή της ελευθερίας: «Στις 15 Σεπτεμβρίου 1943 συνειδητοποίησα πως η χαρά της απελευθέρωσης αντιστάθμισε την δυστυχία αυτών των τριάντα τριών χρόνων». Ο Χαλ Χίγκντον, συγγραφέας ενός βιβλίου για τη δίκη των ο Λήοπολντ και Λομπ, σκιαγραφεί τον Λήοπολντ στα τελευταία του χρόνια ως νοσταλγικό με ανάγκη ν’ αγαπηθεί.
    Το 1971 ο Λήοπολντ πέθανε από καρδιακό επεισόδιο που προκλήθηκε επειδή ήταν διαβητικός. Δώρισε το σώμα του για ιατρικές έρευνες στο πανεπιστήμιο του Πουέρτο Ρίκο. Διαβάζοντας την ιστορία της ζωής του Νέηθαν Λήοπολντ, δεν μπορεί παρά να νιώσεις λύπη για τη μεγάλη του τραγωδία, που προκλήθηκε από έναν ασυνήθιστο νεανικό έρωτα, αλλά και θαυμασμό για την προσπάθεια που έκανε πενήντα χρόνια για να εξιλεωθεί για το έγκλημά του.



    Ρίτσαρντ Α. Λομπ (1905-1936)

    Το πρόσωπο που γνώριζε τον Ρίτσαρντ Λομπ καλύτερα απ’ όλους, ο Νέηθαν Λήοπολντ, τον περιέγραφε ως «άνθρωπο που μέσα του συνυπάρχει ο Τζέκυλ και ο Χάυντ». Σύμφωνα με τον ίδιο «ήταν ο πιο πρόσχαρος, ευχάριστος και συμπαθής άνθρωπος του κόσμου». Παρ’ όλα αυτά ο Λομπ ήταν ψεύτης, κλέφτης και άνθρωπος που δεν πίστευε στην ύπαρξη του Καλού και του Κακού.
    Ο Λομπ ήταν γιος του πλούσιου αντιπροέδρου της εταιρείας Sears Roebuck. Από τα έντεκα μεγάλωσε κάτω από ένα θρησκευτικό, αυταρχικό καθεστώς, που του στερούσε τις απλές χαρές της παιδικής ηλικίας. Ο Ντάρροου και ο Λήοπολντ πίστευαν πως η τάση του Λομπ προς το έγκλημα ήταν απόρροια της αυστηρής ανατροφής του. Κάνοντας μια παύση από τη φιλολογία, ο Λομπ στράφηκε στις αστυνομικές ιστορίες και φαντασιωνόταν πως ηγείτο εγκληματικών φυσιογνωμιών.
    Ο Λομπ ήταν ασυνήθιστα έξυπνος αν και όχι όσο ευφυής όσο ο Λήοπολντ. Τα ενδιαφέροντά του κινούνταν περισσότερο γύρω από τον αθλητισμό, το χορό, την κοινωνική ζωή και λιγότερο γύρω από πνευματικές αναζητήσεις. Στα δεκαεφτά του ήταν ο νεαρότερος απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και το φθινόπωρο του 1924 σκόπευε να ξεκινήσει τη Νομική.
    Υπάρχουν πολλές αντιφατικές εκτιμήσεις για την προσωπικότητα του Λομπ. Οι περισσότερες πηγές τον περιγράφουν δημοφιλή και συμπαθή. Ο Λήοπολντ έλεγε πως «η γοητεία του μαγνήτιζε τους πάντες: μπορούσε να είναι άνετος μ’ όλους». Κάποιοι συνεργάτες του Λομπ από την άλλη, χαρακτήριζαν τη συμπεριφορά του ανώριμη, παιδιάστικη και ιδιόρρυθμη.
    Αλλά και πριν το 1924, υπήρχαν σημάδια πως κάτι δεν πήγαινε καλά στη ζωή του Λομπ. Στα δεκαπέντε του ήδη έπινε πολύ. Ήταν γνωστό επίσης πως έπλαθε ιστορίες για σχέσεις του με κοπέλες. Είχε διαπράξει διάφορα εγκλήματα, εκ των οποίων και την κλοπή μιας γραφομηχανής από την αδελφότητα στο Ann Arbor, όπου ανήκε. Σύμφωνα με την κατάθεση ψυχιάτρου, σκεφτόταν σοβαρά την αυτοκτονία.
    Ο Λομπ ήταν ο εμπνευστής του φόνου του Φρανκς και αυτός που τελικά τον σκότωσε. Σύμφωνα με δηλώσεις του, μετά το φόνο πέρασε πολύ ώρα καθησυχάζοντας τον Λήοπολντ, ο οποίος ψέλλιζε συνέχεια «Είναι φρικτό, είναι φρικτό». Όταν ανακάλυψαν το πτώμα του Φρανκς και πριν τον συλλάβουν, ο Λομπ αναζητούσε δημοσιογράφους να του δώσουν πιθανά σενάρια που να δικαιολογούν το ανεξιχνίαστο μέχρι τότε έγκλημα.
    Στις 28 Ιανουαρίου 1936, ο Λομπ και ο Λήοπολντ πήραν μαζί το πρωινό τους σ’ ένα απ’ τα κελιά της φυλακής Τζολιέτ. Πέρασαν το υπόλοιπο πρωινό διορθώνοντας γραπτά και δουλεύοντας στο μαθηματικό τμήμα της σχολής των φυλακών. Κατά τις 11.30 ο Λομπ έφυγε για τις ντουζιέρες με μια πετσέτα και καθαρά ρούχα. Λίγο μετά, ο συγκρατούμενός του στο ίδιο κελί Τζέημς Ντέυ όρμησε στις ντουζιέρες και επιτέθηκε στον Λομπ με σουγιά. Ο Λομπ γυμνός και πνιγμένος στο αίμα σύρθηκε έξω απ’ τις ντουζιέρες. Μεταφέρθηκε άμεσα στο νοσοκομείο των φυλακών για μετάγγιση αίματος. Οι ανώτεροι δεν πίστεψαν την εκδοχή του Ντέυ για τα γεγονότα στις ντουζιέρες και τον πέρασαν από δίκη για το θάνατο του Λομπ. Ο Ντέυ αθωώθηκε.



    Η θρυλική δίκη

    Στη δίκη του 1924, ο δικηγόρος Κλάρενς Ντάρροου πέτυχε κάτι για πολλούς αδιανόητο. Με τη δεινότητα του λόγου του κατάφερε να σώσει τη ζωή των δύο ψυχρών παιδοκτόνων.
    Ο Νέηθαν Λήοπολντ και ο Ρίτσαρντ Λομπ ήταν δυο έφηβοι που την εποχή εκείνη ζούσαν σ’ ένα πλούσιο προάστιο του Σικάγο. Ο Λομπ στα δεκαεφτά του, μόλις είχε αποφοιτήσει απ’ το πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και το φθινόπωρο θα ξεκινούσε τη Νομική. Τον απασχολούσε έντονα η ιδέα του τέλειου εγκλήματος. Ο νεαρός γείτονας του, ο ευφυής Νέηθαν Λήοπολντ, φοιτητής της Νομικής και οπαδός της θεωρίας του Υπεράνθρωπου του Νίτσε, ήταν της άποψης πως ο άνθρωπος βρίσκεται πέρα απ’ το Καλό και το Κκακό.
    Τα δυο αγόρια είχαν μια ιδιαίτερη σχέση. Ο Ρίτσαρντ Λομπ γοήτευε τους πάντες με την ομορφιά αλλά και τη συμπεριφορά του. Ο αδέξιος Νέηθαν Λήοπολντ βρισκόταν στη σκιά του φίλου του. Ανάμεσά τους, όμως, δημιουργήθηκε ένας πολύ ισχυρός δεσμός. Ο Νέηθαν ήταν ερωτευμένος με τον Ρίτσαρντ και θα έκανε οτιδήποτε του ζητούσε φτάνει να τον ικανοποιούσε σεξουαλικά. Αργότερα έγραψε: «Η φιλία του Λομπ μου ήταν απαραίτητη, απεγνωσμένα απαραίτητη». Το κίνητρό του για το φόνο ήταν ένα: «να ευχαριστήσει τον Ρίτσαρντ».
    Επηρεασμένοι από αυτόν τον παράξενο συνδυασμό μηδενιστικής φιλοσοφίας, αστυνομικής φαντασίας και τυφλού έρωτα, οι Λήοπολντ και Λομπ κατέστρωσαν το σχέδιο ενός «τέλειου εγκλήματος». Δεν ήταν τόσο η ιδέα του φόνου που τους γοήτευε, όσο η ιδέα να μην μπορέσουν ποτέ να τους συλλάβουν.
    Στις 21 Μαΐου 1924, οι Λήοπολντ και Λομπ παρέσυραν στο αυτοκίνητό τους ένα μικρό αγόρι, τον δεκατετράχρονο Μπόμπυ Φρανκς. Τον σκότωσαν με σουγιά και παράχωσαν το πτώμα του σ’ ένα αποχετευτικό αγωγό. Το επόμενο πρωί η οικογένεια Φρανκς έλαβε ένα συστημένο γράμμα: ένα σημείωμα απαγωγής στο οποίο απαιτούσαν δέκα χιλιάδες δολάρια σε χαρτονομίσματα – όχι σημαδεμένα – προκειμένου να δώσουν πίσω το αγόρι.
    Πριν προλάβει να πληρώσει ο κύριος Φρανκς τα λύτρα, η αστυνομία ανακάλυψε το πτώμα του παιδιού. Δεν υπήρχε τίποτα που να συνδέει τους εγκληματίες με την πράξη παρά μόνο ένα ζευγάρι γυαλιά. Η αστυνομία ανακάλυψε σε ποιον ανήκουν από έναν οπτικό που τα είχε συνταγογραφήσει στο όνομα του Νέηθαν Λήοπολντ. Αν δεν είχε χάσει τα γυαλιά του, ο Λήοπολντ και ο φίλος του μπορεί όντως να είχαν διαφύγει.
    Οι γονείς του Λήοπολντ και του Λομπ προσέλαβαν τον καλύτερο και ακριβότερο ποινικολόγο που θα μπορούσαν να βρουν: τον Κλάρενς Ντάρροου. Ο Ντάρροου ήξερε πως οι πελάτες του θα καταδικαστούν. Ο στόχος του, ως συνήθως, ήταν να τους σώσει από τη θανατική καταδίκη.
    Οι Αμερικανοί διάβασαν κάθε λεπτομέρεια της δίκης των Λήοπολντ και Λομπ με ταραχή και αποστροφή. Απ’ το 1924, σπορ αυτοκίνητα σαν το δημοφιλές Model T της Ford, κατηγορήθηκαν πως συμβάλλουν στην αύξηση της εγκληματικότητας δημιουργώντας φοβίες στον κόσμο. Το ραδιόφωνο WGN του Σικάγο επρόκειτο να μεταδώσει τη δίκη ζωντανά, αλλά αποφάσισαν πως δε θα ήταν και η καλύτερη «διασκέδαση» για τη μέση αμερικανική οικογένεια.
    Η δίκη ολοκληρώθηκε με την τελική αγόρευση του Κλάρενς Ντάρροου, που κράτησε πάνω από δώδεκα ώρες σε μια αποπνικτική δικαστική ατμόσφαιρα. Ο Ντάρροου παραδέχθηκε την ενοχή των πελατών του, αλλά υποστήριξε πως παράγοντες πάνω από τις δυνάμεις τους τούς οδήγησαν σ’ αυτές τις πράξεις. Ο καθηγητής νομικής Φίλιπ Τζόνσον περιγράφει την αγόρευση του Ντάρροου: «Η φύση τους έβαλε να το κάνουν, η εξέλιξη τους έβαλε να το κάνουν, ο Νίτσε τους έβαλε να το κάνουν. Γι’ αυτό δεν πρέπει να καταδικαστούν σε θάνατο». Ο Ντάρροου έπεισε το δικαστή να δείξει επιείκεια στους πελάτες του. Οι Λήοπολντ και Λομπ καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή