5.12.08

ΠΡΩΤΟΛΕΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΑΛΕΞΗ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ ΣΤΟΝ "ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑ" 1

Image Hosted by ImageShack.us
.
Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου: Πρωτόλεια
του Θανάση Ε. Μαρκόπουλου
Από το περιοδικό «Μανδραγόρας» - τχ. 39, φθινόπωρο 2008:

***
.
Παιδεύτηκα πολύ
τα μάτια μου ξεπλύθηκαν από μορφές απροσπέλαστες,
από επιθυμίες πνιγμένες, από ραγισμένους λυγμούς
ματαιωμένες γιορτές
πικρή γεύση του άδειου
κι’ ανώφελου καιρού

(«Απολογία», Συνέχεια ενός επιλόγου
Ποιήματα της παρακμής, 1949)
.
***

Τα ποιήματα του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου (1931-1996), τα οποία δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά, απ' όσο ξέρω, είναι πρωτόλεια και προέρχονται από δύο δεφτέρια, πιστά φωτοαντίγραφα των πρωτοτύπων, που μου χάρισε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος το Σάββατο, 9 Δεκεμ­βρίου του 2006, την ημέρα της εκδήλωσης που οργανώσαμε προς τιμή του με το Σύνδεσμο Φιλολόγων Ν. Ημαθίας στην Αντωνιάδειο Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Βέροι­ας. Ο Χριστιανόπουλος είναι αλή­θεια πως με βοήθησε και άλλοτε στις έρευνες μου για τον Ασλάνο­γλου και μάλιστα χάρηκε ιδιαίτερα, όταν κυκλοφόρησε η βιβλιογραφία Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου 1948-1996 («Παρέμβαση», Κοζάνη 1996), η οποία βέβαια δε θα μπορούσε να γίνει χωρίς τη δική του συνδρομή. Για όλα αυτά τον ευχαριστώ ιδιαί­τερα κι από τη θέση αυτή.

Τα δεφτέρια ή τεφτέρια με χειρόγραφα ποιήματα, που θυμίζουν την ανάλογη τακτική του Καβάφη, είναι μια συνήθεια που πρωτοξεκίνησε ο Χριστιανόπουλος στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και σ' αυτήν τη χειρονομία έρχεται να απαντήσει με τη σειρά του ο Ασλάνογλου. Τα δύο δεφτέρια που μας απασχολούν εδώ είναι πιασμένα με συρραπτικό στη ράχη και μοιάζουν με μικρές ποιητικές συλλογές. Το πρώτο, με στοιχεία εξωφύλλου «Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου / Δώδεκα ποιήματα και μια έκσταση / 1949» και διαστάσεις 16.8Χ11.7 εκ.,
[….]
.
Πρώτο δευτέρι
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
ΔΩΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΚΣΤΑΣΗ
1949

ΧΑΟΣ

Του Αντώνη και του Γιώργη

Πού βαδίζουμε μέσα σ' αυτό το χαμό
μέσα στη νύχτα
μέσα στο άδειο

Αγαπημένη μορφή
ματιά
χαμόγελο
που ταξιδεύει στο Βορρά

Καράβια και φώτα
στο πέλαο

Έρμος ο δρόμος πλάι στη θάλασσα
δεν έχει τι να κάνει
στέκεται δεν τελειώνει

Αγαπημένη μορφή

Τα σπίτια βουβά
κοιτάζουν το σκοτάδι

Πού να βαδίζουμε

Γιατί τόσο ασάλευτη η νύχτα
γιατί τόσο βαθύς ο ουρανός

Τ' αστέρια ψηλά
κούφιοι αντίλαλοι στο άνθος του πελάου
σιγή

Μορφή καθάρια
που χάθηκες στη νύχτα
που τραγούδαγες
που κλαιγες
που παιζες με τα κύματα

Μορφή καθάρια
πού να βαδίσουμε τώρα εμείς οι δυο μας

Παντού σκοτάδι
νύχτα γυμνή

Τίποτα πια
τίποτα

Θα ζούμε για το θάνατο
θα πεθαίνουμε για τη ζωή

Όχι
τίποτε πια

Όχι ματιές βαθιές
όχι χαμόγελα

Ούτε κραυγές

Θα πορευτούμε
βαθιά θλιμμένοι
μέσα στο δρόμο των αστεριών

Ο καθένας στ' αστέρι του
στη δική του χαρά στον δικό του πόνο
στα δικά του δάκρυα

Όχι χαμόγελα
τίποτε πια.

Νύχτα Νοέμβρη του 46

ΚΡΥΑ ΒΡΟΧΗ

Του Λάκη
μόλις
τον
γνώρισα

Η νύχτα ήταν άδεια και γυμνή

Ο άνεμος
η ψύχρα
μας ταξιδεύανε

Κρυσταλλωμέν' αστέρια καθρεφτίζονταν
στο σιωπηλό σκοτάδι

Η ψυχή μας σε μια
σταλαματιά
κρύας
βροχής

Μακρυνές πολιτείες φωτισμένες
γαλάζια όνειρα

Πόσο το ξεροβόρι τα πήρε

Νύχτες Φλεβάρη 48

ΑΕΝΑΗ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ

Ύστερα από ένα χρόνο
Je languis, je languis…

I
Ήρτα

Σε είδα

Τον καρπό του δεξιού σου χεριού
σφυγομέτρησα
τον καρπό της δικής μου οδύνης

Τα μάτια σου σταλάζανε
στα μάτια μου
Η φωνή σου έφθινε - τόσο σιγά
το ρυθμό της καρδιάς μου

II
Με κούρασε η μακριά αναμονή

Πόσα αστέρια δεν ξεχάστηκαν στη μνήμη τους
πόσες σιωπές δεν ταξιδέψανε στις αρτηρίες
του κορμιού μου

Τα θερμόμετρα της νύχτας έπεφταν, έπεφταν, έπεφταν,
Η θάλασσα επλύθαινε σε εχτάσεις νυχτερινού ουρανού

Τα χέρια κρυστάλλωναν, η λαχτάρα ανέμιζε
τα ναρκωμένα μαλλιά

Πόση προσδοκία
χαμένη
Πόση προσδοκία
Αλγεινή

III
Φύγε

Το κορμί σου είναι πολύ υπαρχτό

Τούτη η μουσική που γλυστράει απ' τα χέρια
σου κι' ανακατεύεται με τη θερμή σου ανάσα
πολύ πικρή
πιο καφτερή
από τον ήλιο μεσ' το ντάλα καλοκαίρι

Το βλέμμα σου - σπάνιο μεθυστικό άρωμα από
πορτοκαλώνες της Σικελίας
η φωνή σου - ιαχή από την πένθιμη αγαλλίασση
της ενάτης

Φύγε

Μου αρκεί να γεύουμαι της απουσίας σου
την αίσθηση
μου αρκεί να γεύουμαι του ιδεατού σου κόσμου
την αφή

Μου αρκεί να γεύουμαι την αέναη προσδοκία

3 σχόλια:

  1. «Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν»
    Η τελευταία συνέντευξη του Νίκου - Αλέξη Ασλάνογλου
    ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΑΛΑΣ - ΛΑΜΠΗΣ ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ |ΤΟΒΗΜΑ - Κυριακή 13 Οκτωβρίου 1996


    Σκυφτός ήταν την πρώτη φορά που τον είδα στη Θεσσαλονίκη, στο πάρκο πλάι στο ξενοδοχείο «Μακεδονία». Τον θαύμαζα, διάβαζα και ξαναδιάβαζα τα λίγα του ποιήματα και είχα σαν επιθυμία μοναδική την ανάγκη να τον συναντήσω. Ηταν στα τέλη της δεκαετίας του '70, έβρεχε, είχε ομίχλη, λίγοι άνθρωποι στην παραλία και ένας από αυτούς ήταν ο ποιητής Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου... Τον είδα να περπατάει σκυφτός με ένα παλτό καφέ και τον πήρα από πίσω... Τον χάζεψα για αρκετή ώρα, μετά αυτός έστριψε δεξιά προς τη λεωφόρο, εγώ συνέχισα στην παραλία... Περάσανε τα χρόνια... Συνάντησα πολλούς ανθρώπους ενδιαφέροντες και ακόμη περισσότερους αδιάφορους... Μια στάση στη ζωή μου ήταν ο Λάμπης ο Ταγματάρχης... Μεταξύ των άλλων του άρεσε ο ποιητής Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου... Βιβλία του είχα δει στη μικρή βιβλιοθήκη του σπιτιού του σ' έναν ημιώροφο στην Καλλιθέα. Τον έψαχνε και αυτός να τον βρει... Ο Ασλάνογλου είχε κατέβει για πάντα στην Αθήνα, εκινείτο σε απόσταση αναπνοής από εμάς, αλλά εμείς δεν τον διακρίναμε... Ο Λάμπης αποφάσισε να του γράψει ένα γράμμα... Μέσα στο γράμμα είχε το τηλέφωνό του, αν ήθελε ο ποιητής θα μπορούσε να του τηλεφωνήσει... Και ήθελε ο ποιητής και του τηλεφώνησε και κλείστηκε το ραντεβού και ζήσαμε και οι δύο τρεις ώρες με τον ποιητή μιλώντας για όλα... Η συνέντευξη αυτή, που του είχαμε πάρει τότε, αρχές του '91, προοριζόταν για το περιοδικό «Περιοδικό» και για την εκπομπή «Τα κακά παιδιά»... Δεν θυμάμαι τι έγινε και δεν έλαβε τη θέση που της αναλογούσε τότε... Γεγονός είναι ότι η συνέντευξη αυτή, όπως γίνεται πάντα με τον χρόνο που περνάει, ξεχάστηκε σε κάποιο ράφι αρχείου... Ηταν η πρώτη εκπομπή του Σεπτεμβρίου στο ραδιόφωνο του Αντένα... Διαβάζαμε για ενημέρωση τις εφημερίδες... Στα μικρά μια είδηση... «Στις 9 Αυγούστου βρέθηκε σε κατάσταση αποσύνθεσης στο σπίτι του νεκρός ο ποιητής Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου...». Η μνήμη μας ξεσκονίστηκε από την ταραχή... Ψάξαμε τα ράφια... Κάποιος φίλος του ποιητή από τη Γενεύη με πήρε τηλέφωνο... Θυμόταν και αυτός ότι αυτή ήταν η τελευταία συνέντευξη του ποιητή... Πριν από λίγες ημέρες βρέθηκε και ένα απόσπασμα μικρό σάς παρουσιάζουμε σήμερα! Ελπίζουμε ο ποιητής να μας συγχωρήσει για την καθυστέρηση, αν μας θυμηθεί βέβαια!«Εγραφα ποιήματα από το '46... Πολλά από αυτά διαβάζονται ακόμη. Το πρώτο μου ποίημα το έγραψα σε ηλικία 15 χρόνων... Ημουν πρώιμο ταλέντο... Τελειώνοντας το σχολείο συνέχισα να γράφω ποίηση και το '53 δημοσιεύω στον "Πυρσό", ένα περιοδικό που έβγαζε ο Σύλλογος Αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου, το πρώτο μου ποίημα...».

    ­ Ο τίτλος του;

    «"Σταθμός Λιτόχωρου"... Ημουν τότε στρατιώτης, διαβιβαστής στο Χαϊδάρι... Ενα χρόνο πριν πάω στρατό βρέθηκα στο Λουτράκι για ένα μήνα... λίγο μετά τον θάνατο του Σικελιανού... Τότε διάβαζα πολύ Σικελιανό, κυρίως τις τραγωδίες του... Εκεί έγραψα το πρώτο αυτοτελές ποιητικό θέατρο: "Θάλασσα και συγχρονισμός"... Είχε βγει και αυτό πολυγραφημένο σε 100 αντίτυπα... Ως τότε αυτή ήταν όλη κι όλη η εκδοτική μου δραστηριότητα...».

    ­ Πότε εκδίδετε την πρώτη σας ποιητική συλλογή;

    «Το '54 στη Θεσσαλονίκη... Επιγράφεται "Δύσκολος θάνατος" και καλύπτει την ποιητική παραγωγή μου από το '46 ως το '53... Κυκλοφόρησε, θυμάμαι, ανήμερα Κωνσταντίνου και Ελένης... Μετά ήρθε "Ο θάνατος του Μύρωνα"... Με αυτή την ποιητική συλλογή πήρα την πρώτη μου διάκριση... Και έπονται τα υπόλοιπα».

    ­ Αλήθεια, πώς γράφετε ένα ποίημα; Πώς αρχίζετε; Ποια είναι η αφορμή συνήθως;

    «Ξεκινώ πάντα από μια έμπνευση... Μια αφορμή ανεξήγητη, αυτό είναι η έμπνευση... Σχεδόν κατακέφαλα σε βρίσκει... Με βρίσκει συχνά όταν κάνω πράγματα που δεν έχουν να κάνουν με τη δημιουργική εργασία... Οταν διαβάζω, όταν περπατάω και χαζεύω στους δρόμους... Πολλές φορές το ερέθισμα είναι οπτικό ή ακουστικό... Βασικά είμαι εικονοπλάστης, δηλαδή στα ποιήματά μου υπάρχει έντονα μια εικονοπλασία και σκέψη... Απεχθάνομαι τις διανοητικές κατασκευές, απεχθάνομαι τα φραστικά κλισέ ή τη στιχουργική σκέψη... Με ενδιαφέρει η σκέψη να είναι βιωματική, να δένεται στενά με το βίωμα...».

    ­ Πολλοί λένε ότι τα ποιήματά σας έχουν ερωτική πηγή και πρόθεση...

    «Για μένα δεν είναι ερωτικά τα ποιήματα που γράφω... Ερωτική ποίηση είναι άλλο πράγμα...».

    ­ Εσείς τι πιστεύετε ότι είναι τα ποιήματά σας; Υπάρχει ένα στοιχείο που τα χαρακτηρίζει;

    «Είναι ποιήματα απουσίας, τοπολατρίας, ουσιαστικά είναι μετασυμβολικά με έντονες ιμπεριαλιστικές επιδράσεις... Δηλαδή "μετά τον ιμπεριαλισμό"... Κινούμαι σε ένα κλίμα μεταϊμπεριαλιστικό... αλλά είμαι μακριά από τον ιμπεριαλισμό στην τέχνη... Δανείζομαι στοιχεία μόνο».

    ­ Οταν λέτε «ποιήματα απουσίας», τι εννοείτε;

    «Τα δικά μου ποιήματα είναι λίγο πολύ αυτιστικά...».

    ­ Με ποια έννοια χρησιμοποιείτε τον όρο «αυτιστικά»; την ψυχιατρική;

    «Ο αυτισμός δεν είναι ασθένεια ακριβώς... Ενας στους πέντε Ελληνες είναι αυτιστικό άτομο! Ο αυτισμός εμφανίζεται στην εφηβεία και είναι η τάση του ανθρώπου να ταυτίζεται με ένα άλλο πρόσωπο... ξεκινώντας πάντα από τον εαυτό του...».

    ­ Εστω... Στα ποιήματά σας, πώς εμφανίζεται αυτό;

    «Συχνά στα ποιήματά μου μπερδεύετε το "εγώ" με το "εσύ"... Στον προσεκτικό αναγνώστη αυτό φαίνεται καθαρά... Στα ποιήματά μου το "εγώ" και το "εσύ" είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτό είναι στοιχείο αυτιστικό... Μου το είπε ένας ψυχίατρος... αυτός το παρατήρησε, εγώ δεν το ήξερα...».

    ­ Αν κρίνω από την εκδοτική δραστηριότητά σας, πρέπει να γράφετε δύσκολα, ε;

    «Μπορεί η έμπνευση να με επισκέπτεται συχνά, αλλά για να μετουσιωθεί ποιητικά θέλει συνεχή επεξεργασία, η οποία πολλές φορές μού κοστίζει μήνες, ίσως και χρόνια... Μερικά ποιήματα ολοκληρώνονται γρήγορα ή πιο εύκολα, άλλα με μεγάλη δυσκολία... Εξαρτάται...».

    ­ Πιστεύετε ότι η ποίηση είναι αποτέλεσμα ταλέντου;

    «Ναι, πιστεύω αρχικά στο ταλέντο...».

    ­ Εσείς έχετε ταλέντο;

    «Θεωρώ ότι είχα μια ροπή στην ποίηση έντονη, την οποία καλλιέργησα, ενώ θα μπορούσα θαυμάσια να μην την καλλιεργήσω ή να την εκτρέψω προς άλλες κοίτες... Πράγμα που δεν έκανα βέβαια... Αφησα το ταλέντο μου να καλλιεργηθεί... κυρίως με δουλειά...».

    ­ Αυτή η χώρα πιστεύετε ότι έχει κάποιον χώρο για τους ποιητές ή τους παραπετάει;

    «Οι ποιητές δεν θέλουν χώρο... Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν. Σπάνια ξεκουράζονται ακουμπώντας στη γη... Οι ποιητές παντού είναι ανεπιθύμητοι γιατί είναι ριζοσπάστες, αρνητές, υπενθυμίζουν την πλήξη που φέρουν όλοι όσοι έχουν αφεθεί στην καθημερινότητα... Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά "πουλιά", αλλά πολύ φοβάμαι ότι τα περισσότερα από αυτά δεν έχουν φτερά... νομίζουν ότι έχουν. Αυτοί οι "ποιητές" πράγματι πιάνουν χώρο γιατί ποτέ δεν απογειώνονται ­ ούτε μας απογειώνουν! Η πίστη μου είναι ότι από τους "ποιητές" στην Ελλάδα λείπει ένα ένστικτο αυτοκριτικής... Γι' αυτό και εκδίδονται περίπου 200 νέες ποιητικές συλλογές κάθε χρόνο... Συνήθως στην Ελλάδα μια ποιητική συλλογή γράφεται εύκολα, όχι με πρόθεση να υπηρετήσει την ποίηση, αλλά τον εαυτό του ποιητή, τη ματαιοδοξία του... με άλλα λόγια, να υπηρετήσει αλλότρια πράγματα... Γι' αυτό και η ποιότητα είναι πολύ χαμηλή... Στην Ελλάδα η ποίηση καλλιεργήθηκε λίγο άφρονα και λίγο ανεξέλεγκτα, λίγο απρογραμμάτιστα, όπως κάθε πράγμα... Τελικά όμως επιβιώνουν οι ποιητές που ήθελαν να γίνουν ποιητές, που είχαν μια βούληση να γίνουν ποιητές και που έχουν και ικανότητες φυσικά... Η γνώμη μου είναι ότι σήμερα με δυσκολία θα μπορούσα να μιλήσω για δέκα σημαντικούς ζώντες ποιητές... ­ ανεξάρτητα από την ηλικία τους και την τεχνοτροπία τους... Και μιλάω για ζωντανούς γιατί, αν μπούμε στους πεθαμένους, δεν πληρώνουμε ποτέ... και εύκολα λέμε...».

    ­ Πείτε μου μερικά ονόματα που σήμερα, για σας, είναι άξιο να έχουν τον τίτλο του ποιητή.

    «Από τους ζώντες ποιητές, αξιόλογους θα ανέφερα από τη Θεσσαλονίκη τέσσερις... Είναι η Καρέλη, ο Πετζίκης, ο Βαφόπουλος και ο Αναγνωστάκης... Αυτοί οι τέσσερις έχουν δώσει εκδοτικά ένα έργο επιπέδου...».

    ­ Βλέπω ότι στους τέσσερις αυτούς αξιόλογους ποιητές της Θεσσαλονίκης δεν περιλαμβάνετε τον κ. Χριστιανόπουλο...

    «Οχι... δεν τον περιλαμβάνω».

    ­ Θέλετε να μου εξηγήσετε πώς αυτή η μεγάλη φιλία με τον κ. Χριστιανόπουλο μετατράπηκε σε έχθρα; Τι συνέβη μεταξύ σας;

    «Θα προτιμούσα το όνομα αυτό να μην υπάρχει καθόλου στην κουβέντα μας...».

    ­ Τα ίδια αισθήματα έχετε και για τον κ. Σαββόπουλο; Λένε ότι είστε θυμωμένος μαζί του γιατί σας είχε υποκλέψει κάποιους στίχους...

    «Δεν είναι αλήθεια... Βασικά είχε...».

    ­... απλώς επηρεαστεί;

    «Οχι, όχι... ούτε αυτό. Ο Σαββόπουλος δεν έχει τίποτε από μένα να πάρει άλλωστε. Ούτε καλό ούτε κακό... Τίποτε...».

    ­ Μιλάτε σαν να είσθε ολίγον πικαρισμένος μαζί του...

    «Απλώς έχει κάνει ένα μικρό μοντάζ στίχων μου σε ένα-δυο τραγούδια του... που δεν είναι και τα καλύτερά του...».

    ­ Υπάρχει ένα τραγούδι του αφιερωμένο σ' εσάς... Νομίζω ότι σας τιμά ως ποιητή ο κ. Σαββόπουλος...

    «Ισως... δεν τιμά όμως εμένα ως ποιητή να με τιμά ο κ. Σαββόπουλος... "Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη» είναι πράγματι ένα τραγούδι αφιερωμένο σ' εμένα. Δεν έχει στίχους δικούς μου τόσο... πού και πού χρησιμοποιούνται μερικοί στίχοι μου, σε ένα μοντάζ στίχων... Ο Σαββόπουλος δεν χρησιμοποιεί στίχους άλλων... γράφει μόνος τους στίχους των τραγουδιών του...».

    ­ Τον έχετε γνωρίσει;

    «Πώς! Από τότε που ήταν μαθητής... Είναι Ασβεστοχωρίτης...».

    ­ Τον εκτιμάτε ως συνθέτη;

    «Εχει γράψει 10-15 τραγούδια πάρα πολύ καλά... Αλλά με βλέπετε να αντιδρώ μαζί του λίγο γιατί δεν συμπίπτουμε ιδεολογικά... Αυτά που λέει στις συνεντεύξεις του κατά τη γνώμη μου είναι απαράδεκτα, άσχετα, έχουν έναν εμπορικό χαρακτήρα... Εμπορευματικά, ιδεολογικά, δεν συμπίπτουμε... Ούτε έχουμε καμία σχέση στον τρόπο ζωής... Απλώς αναγνωρίζω ότι έχει γράψει μερικά πολύ καλά τραγούδια, αλλά δεν ξέρω αν η συμβολή του στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι είναι τόσο σημαντική όσο λέγεται... Πιστεύω ότι ο χαρακτήρας των τραγουδιών του είναι διανοουμενίστικος και ο ίδιος διανοουμενίζει, αλλά δεν είναι αληθινά διανοούμενος!».

    ­ Από την Αθήνα, ποιοι είναι, για σας, οι πιο σημαντικοί ζώντες ποιητές;

    «Ξεχωρίζω φυσικά τον Ελύτη, τον Κατσαρό, τον Σαχτούρη και τον Νίκο Παππά... Τελευταία νιώθω ότι διεκδικεί θέση ανάμεσα σ' αυτούς και η Κική Δημουλά...».

    ­ Ποιος ποιητής, ζων ή τεθνεώς, είναι ο αγαπημένος σας;

    «Μεταπολεμικά;».

    ­ Εστω...

    «Ο Δημήτρης Παπαδίτσας. Ο σημαντικότερος μεταπολεμικός ποιητής. Αθηναίος. Πέθανε το '87, με τα χιόνια τα πολλά, θυμάστε, που κράτησαν ένα μήνα, τον Μάρτιο του '87... Εχει ένα πολύ σημαντικό έργο και έχει τιμηθεί δύο φορές με το πρώτο κρατικό βραβείο και με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη, της Ακαδημίας Αθηνών».

    ­ Πού ζείτε τώρα;

    «Στους Αγίους Αναργύρους...».

    ­ Βγαίνετε συχνά από το σπίτι σας ή σας αρέσει να μένετε συχνότερα μέσα στο σπίτι;

    «Αποφεύγω τον κλειστό χώρο... Μ' αρέσει να ζω έξω από το σπίτι... Να περπατάω, να χαζεύω όπως σας είπα στους δρόμους... Μ' αρέσει όπως γράφω και σ' ένα μου ποίημα το σεργιάνι... Γενικά όταν βρίσκομαι στον δρόμο πολλαπλασιάζομαι, ταυτίζομαι με τον έξω κόσμο... Ενώ όταν είμαι μόνος στο δωμάτιό μου, σε ένα οποιοδήποτε δωμάτιο, απομονώνομαι, χάνω την επαφή μου με τον κόσμο. Και αν μείνω μέσα πάνω από 24 ώρες χάνω κάθε επαφή... Αν μείνω μέρες; Τα πράγματα χειροτερεύουν επικίνδυνα... Γι' αυτό είμαι συνεχώς έξω... Οι κλειστοί χώροι για μένα είναι απειλή... Ενώ μέσα στους θορύβους της πόλης νιώθω μια ασφάλεια... Με τρελαίνουν οι εναλλασσόμενες οπτικές παραστάσεις... Γι' αυτό και τρώω πάντα έξω... Τις περισσότερες ώες της μέρας είμαι έξω. Γράφω έξω, διαβάζω έξω...».

    ­ Ζείτε μόνος;

    «Ναι...».

    ­ Γιατί;

    «Ζω σε διάσταση με το κοινωνικό σύνολο αρχικά... Μετά εξαναγκάστηκα σ' αυτή την επιλογή και, τέλος, αυτή η επιλογή βοηθάει τη διάθεση που έχω για μια κοινωνική καταξίωση μέσα από μια καριέρα και μέσα από ένα δημιουργικό λογοτεχνικό έργο...».

    ­ Σας ενδιαφέρει η καριέρα; Η καταξίωσή σας μέσα από την ποιητική σας δραστηριότητα;

    «Και βέβαια με ενδιαφέρει... και όπως σας εξήγησα δεν θα ήθελα μάλιστα, αν μπορούσα, να παίξω έναν ρόλο μόνο στην πολιτιστική πραγματικότητα, αλλά και στη γενικότερη κοινωνική πραγματικότητα...».

    ­ Εν ονόματι αυτής της καριέρας θα βγαίνατε στην τηλεόραση; Να κάνετε ό,τι κάνουν και όλοι οι άλλοι;

    «Εχω βγει μόνο μία φορά στην τηλεόραση... στην "Επιλογή" του Εμιρζά... Δεν την είδα ποτέ αυτή την εκπομπή...».

    ­ Γιατί;

    «Γιατί δεν έχω τηλεόραση σπίτι μου...».

    ­ Γιατί δεν έχετε τηλεόραση;

    «Γιατί δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να πάρω... Αν έπαιρνα πάντως, αν είχα την οικονομική δυνατότητα, θα έπαιρνα έγχρωμη... Μ' αρέσει η έγχρωμη...».

    ­ Ραδιόφωνο έχετε;

    «Οχι... Αλλά ακούω ραδιόφωνο όταν βγαίνω έξω...».

    ­ Πάτε σε κάποιο καφενείο;

    «Μια δυο ώρες την ημέρα... Αλλά προτιμώ τα ζαχαροπλαστεία του Πειραιά... Κατεβαίνω στον Πειραιά με λεωφορείο... Ο Πειραιάς μ' αρέσει περισσότερο από το κέντρο της Αθήνας... Τον βρίσκω πιο τουριστικό... Γι' αυτό κι εγώ πηγαίνω στο Πασαλιμάνι, που μ' αρέσει πολύ, στου Παπασπύρου... Και η Καστέλλα μ' αρέσει... Είναι εξάλλου τα πιο τουριστικά μέρη του Πειραιά... Επίσης μ' αρέσει και η Κηφισιά όταν κάνει πολλή ζέστη...».

    ­ Εχετε φίλους;

    «Α, όχι, όχι... φίλους δεν έχω...».

    ­ Στη γειτονιά σας ξέρουν ότι είστε ποιητής;

    «Πιθανόν να φαντάζονται ότι είμαι συγγραφέας... Οχι ποιητής... Είμαι ένας φιλοξενούμενος γι' αυτούς... Ξέρουν ότι είμαι ένας που δεν πρόκειται ποτέ να ενσωματωθεί στη γειτονιά τους...».

    ­ Πάθη έχετε;

    «Οχι, δεν έχω πάθη. Εχω συνήθειες όμως και έξεις. Πάθη όχι... Συνήθειες, έξεις και ανάγκες...».

    ­ Λάθη έχετε κάνει στη ζωή σας;

    «Αν ξανάρχιζα σήμερα από την αρχή, θα έκανα έναν άλλο τρόπο ζωής...».

    ­ Σε τι θα διέφερε από τον τρόπο με τον οποίο ζήσατε;

    «Εζησα πιστεύοντας στην απόλυτη ελευθερία της βούλησης... Εζησα πιστεύοντας ότι μπορούμε τελικώς να κάνουμε ό,τι θέλουμε προκειμένου να ολοκληρώσουμε την προσωπικότητά μας μέσα σε ένα κοινωνικό δεδομένο... Βασικά, τώρα πια ξέρω ότι η άσκηση της ελευθερίας της βούλησης έχει να κάνει με μια αλυσίδα μικροκαταναγκασμών... Δυστυχώς, η ελευθερία της βούλησης δεν περνάει πάντα μέσα από τις ιδανικότερες συνθήκες...».

    ­ Τον θάνατό σας τον έχετε σκεφτεί;

    «Ναι βέβαια... Διακατέχομαι πολλές φορές από τον φόβο του θανάτου... Φοβάμαι τον θάνατο, φοβάμαι την ανυπαρξία, φοβάμαι τη μετάβαση από την κατάσταση της ζωής στην κατάσταση του θανάτου. Αυτό είναι το πιο βασικό μου πρόβλημα με την ιδέα του θανάτου... Ισως αυτή η στιγμή να είναι η πιο δύσκολη... Η στιγμή της μετάβασης... Αυτό είναι και το νόημα του τίτλου της συλλογής ποιημάτων "Δύσκολος θάνατος"... Δύσκολα αποδεχόμαστε τον θάνατο...».

    ­ Εσείς πιστεύετε στην άλλη άποψη, που λέει ότι ο θάνατος δεν είναι σκοτάδι... Μερικοί, όπως ο Πρεβελάκης, πιστεύουν ότι υπάρχει και «ο ήλιος του θανάτου»...

    «"Ο ήλιος του θανάτου" είναι η εκμηδένιση... όταν αισθάνεσαι μόνος και εκμηδενισμένος μέσα σε μια κοινωνική πραγματικότητα, η οποία σου είναι ξένη...».

    ­ Αν πάθετε κάτι σπίτι σας, αφού μένετε μόνος, ποιος θα σας σταθεί; Το έχετε σκεφτεί;

    «Εχω την αδελφή μου και τον γαμπρό μου εδώ στην Αθήνα... μου κάνουν συντροφιά σαν παρουσίες... Αλλά σαν άνθρωπος ζω μόνος, έχω μια εντελώς προσωπική ζωή... που σκοπό έχει να δημιουργήσει ένα καλύτερο μέλλον... Πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος, όσων χρόνων και αν είναι, έχει δικαίωμα να έχει πρόσβαση σε ένα καλύτερο μέλλον...».

    ­ Να τελειώσω με μια αδιάκριτη ερώτηση;

    «Παρακαλώ... σας ακούω...».

    ­ Με πόσα χρήματα τον μήνα ζείτε;

    «Με ένα 70άρι...».

    ­ Σας ευχαριστώ...

    «Κι εγώ...».

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
    Η θανάσιμη μοναξιά
    Του Γιώργου Βαϊλάκη





    Το καλοκαίρι που μας πέρασε συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από το θάνατο του ποιητή Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου. Μου προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι η επέτειος λησμονήθηκε -σχεδόν κανένας δεν αναφέρθηκε σε αυτήν. Ακόμη, όμως, μεγαλύτερη έκπληξη μου δημιουργεί η απουσία της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του, με τίτλο «Ο δύσκολος θάνατος», από τα βιβλιοπωλεία. Πώς γίνεται η σπαρακτική φωνή ενός από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές να μην ακούγεται; ʼραγε αυτή η εκρηκτική και ηλεκτρισμένη ποίηση της μοναξιάς, του ανεπίδοτου έρωτα, της ματαίωσης, της άσκοπης περιπλάνησης μέσα στη σύγχρονη πόλη, αδυνατεί να βρει αποδέκτες; Δυσκολεύομαι να το πιστέψω και διατηρώ μία κάπως παιδική πίστη: αυτό που αξίζει δεν θα χαθεί…



    Και κάτι ακόμη, για αρχή: υπάρχει ένα τραγούδι του Σαββόπουλου που απευθύνεται στον παλιό του φίλο, τον Αλέξη Ασλάνογλου. Μια καταιγιστική εξομολόγηση του συνθέτη η οποία ονομάστηκε «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη». Αυτός θα μπορούσε να είναι και ο τίτλος της μοναχικής διαδρομής του ποιητή, από την αστική οικογενειακή ακμή στην κατοπινή υπερήφανη παρακμή, κι από την ερωτική θλίψη στην τελειωτική κατάθλιψη.



    Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996) ήταν γόνος αστικής οικογένειας από τη Θεσσαλονίκη, στην ιδιοκτησία της οποίας υπήρχε μια κλωστοϋφαντουργία. Ο νεαρός ποιητής απέτυχε ή απέφυγε, ωστόσο, να ενταχθεί στο αναμενόμενο μοντέλο της επαγγελματικής διαδοχής αδυνατώντας να συμφιλιωθεί με τη φύση της συγκεκριμένης εργασίας. Αναπόφευκτα, τον θάνατο του πατέρα ακολούθησε μία παρατεταμένη παρακμή. Πάντως νωρίτερα, ο ποιητής είχε εμφανιστεί στα γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία με τη μονόπρακτη ενότητα «Θάλασσα και συγχρονισμός» (1951), στην οποία διαφαίνεται μια πρώιμη και έντονη οδύνη: «Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη. Ακόμα μια / νύχτα / κάτω από τους ίδιους αστερισμούς. Περιμένουμε / χωρίς να περιμένουμε, / ελπίζουμε χωρίς να ελπίζουμε». Συνολικά, από τη δεκαετία του '50 είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί: ταξίδια, παραθερισμοί, βόλτες με τζιπ, στρατιωτική θητεία. Αλλά και λίγο αργότερα όταν λάτρεψε τη Γαλλία, όπου σε σχετικά μεγάλη ηλικία βρέθηκε για σπουδές φιλολογίας, ξοδεύοντας τα κατάλοιπα της οικογενειακής περιουσίας. Αυτή η σχεδόν μυθική εποχή για εκείνον, είχε πια παρέλθει ως μία ακόμα ανάμνηση.



    Η ασυνήθιστη οικονομική δυσχέρεια στην οποία περιέπεσε, σε συνδυασμό με την ερωτική ιδιοτυπία του σε εποχές απόλυτης κατακραυγής της ομοφυλοφιλίας, δημιούργησαν συνθήκες απροσπέλαστης απελπισίας σ' έναν άνθρωπο ιδιαίτερα ευαίσθητο κι αξιοπρεπή. Ως εκ τούτου, το θέαμα της διαπόμπευσής του από κοινωνικά αποβράσματα στο ζαχαροπλαστείο «Αχίλλειον» της Θεσσαλονίκης ή οι βρισιές που άγνωστοι έγραφαν στις σκάλες της πολυκατοικίας που διέμενε, αποτελούν εν μέρει μια εξήγηση για την πληγωμένη εσωστρέφεια και την πνιγηρή απομόνωση του ποιητή. «Μέσα σ' αυτή τη διαπάλη μεταξύ του εξωτερικού κόσμου και του εσωτερικού», εξηγεί ο ίδιος, «γεννιέται μια σύγκρουση, ένα δράμα, που εξωτερικεύεται με μια στιχουργική προσωπική, μέσα σε μια θεματολογία που υπαγορεύεται από την ίδια την ψυχοσύνθεση του ποιητή, από τον ιδιαίτερο ψυχισμό του». Η ερημία, λοιπόν, έμελλε να γίνει σταδιακά η μόνιμη συνθήκη του έργου του, η κυριαρχική παρουσία μιας μοναξιάς που αποδίδεται με πηγαίο λυρισμό: «παγώνεις με την άνοιξη, το φως της σε ταλαιπωρεί / κι η πόλη σου είναι ξένη».

    Οι επτά ποιητικές ενότητες («Αισθηματική ηλικία», «Δύσκολος θάνατος», «Ο θάνατος του Μύρωνα», «Ποιήματα για ένα καλοκαίρι», «Νοσοκομείο εκστρατείας», «Ποιήματα της τελευταίας άνοιξης» και «Αργό πετρέλαιο») οι οποίες απαρτίζουν την οριστική έκδοση 122 ποιημάτων του με τίτλο «Ο δύσκολος θάνατος», αποτελούν αποσπάσματα μιας εξομολόγησης που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε με κύριο σκηνικό τη γενέθλια πόλη˙ μόνο που ο χώρος δράσης μεταμορφωνόταν σε συναισθηματικό τοπίο, με τον ποιητή να πρωτοπορεί στην εισαγωγή μοντέρνων στοιχείων που συνυπήρχαν επιδέξια με μια μεσοπολεμική σκηνοθεσία. Στην ποίηση του Ασλάνογλου η καθημερινότητα αποτυπώνεται μέσα από χαμηλωμένα φώτα, φωνές που σβήνουν, μια ομίχλη φωτεινή, βροχή και δάκρυα, μουσική και ψιθυρίσματα αλλά και μεγάφωνα ανοιχτά, αυτοκίνητα, φώτα ηλεκτρικά, σφαιριστήρια, γήπεδα, παραθαλάσσια καφενεία, θέρετρα, παγωμένα γιαπιά, λάσπες, νεόχτιστα, θρύψαλα, χειρουργεία, λειτουργίες ερωτικές και τέφρα, ασφάλτους που πύρωσε η ημέρα και ένα επίμονο ψιχάλισμα, εργατουπόλεις και σκοτεινά τοπία, μηχανές και εργοστάσια, φώτα του γκαζιού και σκονισμένες θάλασσες, πράσινες ακρογιαλιές και ερειπωμένους σταθμούς, κτίρια γυμνά και ελπιδοφόρα σήματα, γνώριμα κλειστά τοπία και ένα ζεστό συννεφιασμένο πρωινό...



    Η διάθεση αυτής της εξομολόγησης επιτείνεται στις «Ωδές στον Πρίγκηπα» (1981), μια συλλογή με 16 ολιγόστιχα ποιήματα, όπου ο τόνος γινόταν αμεσότερος, οι ανισότητες της ζωής και ο παραλογισμός των καταστάσεων έχουν πια επιβληθεί στη συνείδηση του ποιητή που εν προκειμένω έβλεπε ότι τίποτε δεν αλλάζει. Οι σχέσεις διαλύθηκαν, η παιδικότητα χάθηκε για πάντα και ό,τι απέμεινε ήταν ένας νηφάλιος απολογισμός της απώλειας: «Σαν το μικρό παιδί που μεγαλώνει / άξαφνα. Χάνει προνόμια και σκληρά παιχνίδια. Αφήνεται / σε δισκοθήκες και σε μπαρ. Πεθαίνοντας / πάνω σε φύλλα φθινοπωρινά τρέφεται αλόγιστα / με παραισθησιογόνα».

    Ως προς τις καλλιτεχνικές καταβολές του, είναι φανερή η έντονη επίδραση του συμβολισμού αλλά και η υιοθέτηση μιας αντίληψης της ποιητικής τέχνης απόλυτα εργαστηριακής. Δεν αποτυπώνεται ένα γεγονός απευθείας, ούτε καταγράφεται η άμεση εντύπωση που του προκαλείται. Αντιθέτως, αφήνει να «κρυώσει» και να σχηματοποιηθεί σε μια στερεοποιημένη ανάμνηση. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγει τις υπέρμετρες συναισθηματικές εξάρσεις και τον εύκολο μελοδραματισμό ενώ προσεγγίζει το βίωμα μέσα από μια πιο ψύχραιμη αντιμετώπιση.

    Σαφώς οφείλει στον συμβολισμό την επιδίωξη να απορρέει η μουσική από τον στιχουργημένο λόγο, χρησιμοποιώντας κάθε δυνατότητα ηχητικών και αρμονικών συνδυασμών που έχουν οι λέξεις ως φωνές, ήχοι και τελικά ως υλικό αποτελούμενο από μελωδίες και ρυθμούς: «Θέλω να γράψω ποιήματα ηλιόλουστα / επάνω στα ακρογιάλια των χεριών σου». Παράλληλα, προσπάθησε επίμονα να αποστειρώσει τις λέξεις από το καθημερινό τους νόημα εντάσσοντάς τες σε στιχουργικές μουσικών συνδυασμών που δημιουργούν αισθητική σαγήνη: «Ερείπιο απ' τα ναρκωτικά του ήλιου έρχεσαι / ν' αποτελειώσεις την παλιά συνομιλία / να με ξεπλύνεις απ' την περασμένη άνοιξη / κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά / όσο παλιώνω». Ταυτόχρονα, αυτή η μουσική της γλώσσας αποτελεί το περιτύλιγμα μιας ποίησης σε καθαρή μορφή, μιας ποιητικής έκφρασης προς την αναζήτηση της ουσίας της με στίχους σαν κρύσταλλα πολυεδρικά: «Οι χαραμάδες στην ασήμαντη ζωή μου / είναι λυγμός καλοκαιριού στα πρόθυρα χειμώνα».

    Συνολικά, κάθε σύμβολο προϋποθέτει δύο όρους: κατ' αρχάς μια εικόνα, μια μορφή συγκεκριμένη, ένα σχήμα, κι ακόμη ένα νόημα, μια κατάσταση, ένα συναίσθημα, μια «άλλη πραγματικότητα» που κρύβεται πίσω από το σύμβολο και που υποβάλλεται μέσα από αυτό. Το σύνολο, λοιπόν, του ποιητικού έργου του καλύπτει εξ ολοκλήρου την προσωπική του περιπέτεια εστιάζοντας κατ' επανάληψη στη δική του διαφορετικότητα, στο αποκρυπτόμενο αντικείμενο του ερωτικού πάθους του. Πρόκειται για κρυπτικό λόγο, έμμεση εξομολόγηση, όπου η μνήμη λειτουργεί ως συμπυκνωτής των εσωτερικών ζυμώσεων που ξεκινάει από την ερωτική εμπειρία επιδιώκοντας να αποκρυπτογραφήσει την απουσία μιας ειλικρινούς επαφής, αλλά και να κρυσταλλώσει την πικρή αίσθηση της μοναξιάς και της στέρησης. «Η ουσία του ποιητικού μου λόγου», έλεγε σε συνέντευξή του, «προσδιορίζεται ακριβώς από την απροθυμία μιας θεματογραφικής ανάπτυξης του ποιήματος. Δηλαδή μιας ανάπτυξης αφηγηματικής, περιγραφικής. Με μια προσωπική τεχνική κατά την εκφορά του λόγου, πυκνώνω κατά τρόπο αφαιρετικό, ένα πολύ προσωπικό ψυχισμό».

    Μια τέτοια γραφή προκύπτει τόσο από την ερωτική ιδιαιτερότητά του όσο και από τη φυσική ατολμία και συστολή που τον διέκρινε, προτιμώντας το μισοσκόταδο, τη θολή ατμόσφαιρα, τους χαμηλούς τόνους, το θαμπό φως, τις λυπημένες Κυριακές, την απογευματινή ομίχλη: «Κοιτούσα τα χέρια του που έσφιγγαν ήρεμα, με κρυφή συγκατάθεση, τα δικά μου. Μες στο σακίδιο ήταν όλος / ο κόσμος του - πουλόβερ, βιβλία, γράμματα... / Επρεπε να 'ρχονταν τα πράγματα αλλιώς, μα το θελήσαμε τάχα / Αχρωμο φως, μια Κυριακή φθινοπωριάτικη, καμιά ελπίδα. / Μικρά ταξίδια στις ακτές, όλα χαλάσανε. Θεέ μου, / τόση ερημιά / Εβρεχε στην επιστροφή και ο αυτοκινητόδρομος γέμισε / φωτεινά σήματα, πικρά ολομόναχα φώτα». Ποιητής με εύθραυστο και μοναδικής λεπτότητας ψυχισμό, συλλαβίζει μέσα του καταπιεσμένες τρυφερές προθέσεις, ματαιωμένες φιλίες, ναυαγισμένες σχέσεις, ένα σύμφυρμα συγκινήσεων και καταπνιγμένων δακρύων, ενώ τον κατατρέχει αδιάλειπτα η μυθοποιημένη ομορφιά μιας εφηβείας που παρήλθε οριστικά και η συναίσθηση ενός χρόνου που καταστρέφει και δεν σέβεται τίποτα: «Μα έτσι είναι πάντα. Το πάρτι ματαιώθηκε / σαν την παρέα μας που το Σεπτέμβρη θα / διαλύσει / όπως τόσες και τόσες παρέες το καλοκαίρι. Να / έμενε τουλάχιστον κάτι».

    Με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι προσπαθεί μάταια να λησμονήσει τη μοναξιά του, παρατηρώντας μια εποχή γεμάτη θέλγητρα να απομακρύνεται και αισθάνεται ότι γύρω του ανασαίνει μια ζωή που η υπερβολική γνωριμία μαζί της του προκαλεί ασφυξία και κατάθλιψη: «Μια πολυκατοικία άδεια κι ασυνάρτητη / επιστρατεύει το λυγμό μου κάθε βράδυ». Ολα αυτά αποτελούν για εκείνον αόριστη προειδοποίηση για μελλοντικές ματαιώσεις και απογοητεύσεις, ώσπου κάποια στιγμή προσλαμβάνει το μυστικό νόημα, το ανεξήγητο που έκρυβαν όλες οι νύχτες που τον έγδαραν, όλες οι μέρες που τον έφθειραν μέχρι το τέλος: «Οσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα / στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας / με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω / στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη / για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα / μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα / μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω / ξένος και κουρελιάρης τώρα».



    Τελικά, η ποίηση του Ασλάνογλου χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακή αντινομία -συνταιριάζει στοιχεία εκ διαμέτρου αντιθετικά: τον έντονο λυρισμό με το δραματικό περιεχόμενο, τις μυστικές μουσικές σχέσεις των λέξεων με το απεγνωσμένο ξεγύμνωμα της ψυχής, τις στιχουργικές σαγηνευτικών μουσικών συνδυασμών με το τρομακτικό κενό της ερωτικής απόρριψης ή εγκατάλειψης: «Ψυχή μου τι λυπάσαι αυτόν που πέρασε / πανέμορφος χλευάζοντας τη συμπεριφορά σου / ανένδοτος στα παρακάλια των πολλών / Τι συμπονείς αυτόν που μόνο θέρισε / παίρνοντας δύναμη απ' το χαμό των άλλων / ανώνυμος μέσα στο πλήθος θα χαθεί». Από τα ποιήματά του διαχέεται μια συστάδα ετερόκλητων και συχνά αντιφατικών συναισθηματικών αποχρώσεων, η οποία δεν προκύπτει από τη θεματική αλλά από την ίδια την ποιητική του: η λυρική του υπόσταση συμπαρασύρει τον αναγνώστη σε μια διάχυτη μουσική ρευστότητα, ενώ τον «παγώνουν» οι αλγεινές εξομολογήσεις του καθώς οι λυρικές αποκρυσταλλώσεις τους κάθε άλλο παρά τις υπαινίσσονται: «Τότε τα είδα λουσμένα με άλλο φως / ματόκλαδα ανοιχτά βαλσαμωμένα / σαν τα νεκρά πουλιά, τα είδα/ μες σε γλυκό βυθό, σε αράγιστο καθρέφτη αποθεμένα / να με κοιτούν αμίλητα σα μάτια / σφαγμένου ζώου που ακόμα θυμάται. / Και κατάπια / τα θρύμματα απ' τα τζάμια κι έσφιξα / πάνω μου σύρματα γυμνά, ηλεκτροφόρα». Στην ουσία, αυτό ακριβώς το εκρηκτικό συνταίριασμα της σκορπισμένης ελπίδας με τη μουσική, του λυρικού με το δραματικό, είναι που καθιστά την ποίησή του εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και σημαντική.



    Υστερόγραφο: Δύσκολος θάνατος σημαίνει δύσκολη ζωή που καταντάει θάνατος, θάνατος σε αλλεπάλληλες δόσεις, πολλοί μικροί θάνατοι που προετοιμάζουν το οριστικό τέλος˙ όπως εκείνο που βρήκε τον ποιητή μόνο του, τον Αύγουστο του 1996 στους Αγίους Αναργύρους, σ' ένα δώμα στο οποίο κατοικούσε τα τελευταία χρόνια. Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου έφυγε όπως έζησε, μες την απομόνωση και τη μοναξιά. Τον βρήκαν νεκρό στο κρεβάτι του, σε κατάσταση αποσύνθεσης: ο θάνατός του ήταν -δίχως άλλο- υπόθεση του ενός.










    Η ποίηση δε μας αλλάζει



    Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
    το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
    η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει

    Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
    δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη

    Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
    κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη







    Νοσοκομείο εκστρατείας



    Αδειασε το στρατόπεδο η καντίνα
    και τα παλιά μου πάθη μια συνήθεια

    Σηκώνεται άνεμος, πέφτουν τα σάπια φύλλα
    μας κουβαλούν κοπαδιαστά στα χειρουργεία

    Τα σύνορα είναι κλειστά- τι περιμένω







    Ερείπιο απ' τα ναρκωτικά



    Ερείπιο απ' τα ναρκωτικά του ήλιου έρχεσαι
    ν' αποτελειώσεις την παλιά συνομιλία
    να με ξεπλύνεις απ' την περασμένη άνοιξη

    Κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά
    όσο παλιώνω







    Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο



    Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο η καρδιά μου είναι
    κόκκινο τούβλο και υλικό για οικοδομές
    σα φυσαρμόνικα μέσα στην κατεδάφιση

    Κι αν τσουρουφλίζεται στον ήλιο αυτός ο κάμπος
    θα γίνω δροσερός καρπός λουλούδι απόβραδο
    βλασταίνοντας τα παιδικά σου μάτια

    Κι αν βρέχει στο μικρό σταθμό θα σέρνω
    τη μουσική σου μέσα στα χαλάσματα
    σαν ξοδεμένο φως στο νεροχύτη







    Στην ενδοχώρα



    Οσο κι αν προχωρώ στην ενδοχώρα
    τίποτα δε μου σβήνει από τα μάτια
    τον αιώνιο χωρισμό. Μες σε βαθιές κοιλάδες, λασπωμένες
    απ' τη βροχή, έρχεται το ψιθύρισμα του ήλιου με τη θάλασσα
    παραπατώντας σ' ένα σμίξιμο σφιχτό, ιδανικό

    Πόσο γυαλίζουν μες στη στάχτη τους, έλεγε, πόσο
    βαθαίνουν την καρδιά, ακρωτηριάζοντας
    δάχτυλα και νευρώσεις, σκάβουνε
    βαθιά μέσα στη γη για ναρκοπέδια

    Μα εγώ καθώς προχώρησα στην ενδοχώρα, είδα
    στην πυρκαγιά της θύμησης τη στάχτη μες στα φώτα







    Κι αν είσαι άνθρωπος



    Κι αν είσαι άνθρωπος κι αν είσαι εργοστάσιο
    κι αν είσαι μια ξανθή μοντέρνα πόλη

    Είσαι για μένα κούραση το βράδυ
    μια μηχανή που σώπασε
    μια ετοιμόρροπη φωνή

    Είσαι η στάμνα μου για ένα καλοκαίρι







    Στ' ακρογιάλια



    Γυρνάς ξανά στα μέρη που σε άλλαξαν

    Φτωχά τα καφενεία δε σε ξεδιψούν
    τώρα που μόνος σου συναίνεσες στη συμφορά
    και η θάλασσα λαμποκοπά και τα χωριά ερήμωσαν

    Πού να τον ψάχνεις στ' ακρογιάλια ή στο βυθό
    πού να 'βρεις το ξανθό του το κουφάρι







    Το πρόσωπό σου



    Το αληθινό σου πρόσωπο, φεγγάρι που επιστρέφει
    δε θέλει πια να εξαπατά, δε βρίσκει αντιστάσεις
    μες στα γρανάζια της ζωής που ξεκολλούν και σβήνουν
    τις λάμπες, όταν μέσα μου βραδιάζει

    Το πρόσωπό σου στο κενό της νύχτας ανεβαίνει
    είναι ακατάληπτο, μαρτυρικό, καθώς πληγώνει
    είδωλο μιας απερίγραπτης στιγμής
    η φοβερή ανάμνηση που δε θα ξημερώσει

    Το πρόσωπό σου ξεσκεπάστηκε και είναι
    γυμνό σαν ανατέλλει μες στη μνήμη
    σα θάλασσα που κάποτε θα γίνει καλοκαίρι

    Το πρόσωπό σου δε θα γίνει καλοκαίρι
    μες στους ανθρώπους δε θα ξημερώσει







    Πανέμορφος



    Ψυχή μου τι λυπάσαι αυτόν που πέρασε
    πανέμορφος χλευάζοντας τη συμφορά σου
    ανένδοτος στα παρακάλια των πολλών

    Τι συμπονείς αυτόν που μόνο θέρισε
    παίρνοντας δύναμη απ' το χαμό των άλλων
    ανώνυμος μέσα στο πλήθος θα χαθεί







    Αεροδρόμιο Μίκρας



    Ομίχλη κατεβαίνει με τ' απόγευμα κι ο δρόμος
    χαρακώνει το φως κομματιαστά γυρνώντας
    μέσα στο άλλο φέγγος, σαν ξεγύμνωμα
    σ' έναν απαίσιο αδυσώπητο βιασμό

    Τότε λάμπουν για μας οι προβολείς, λάμπουν για σένα
    ανάβουνε οι δυνατοί φακοί κι όλα φωτίζουν
    το στόμα, τα μαλλιά, το νυχτωμένο σώμα˙
    έτσι φέγγει βαθιά στον ουρανό η αγάπη μας
    θρυμματισμένη μουσική στον αερολιμένα, φέγγει
    για τη στιγμή που η φλόγα εγγίζει
    γλείφοντας το δοσμένο χέρι, κι όμως τρέμει
    σαν ανοιχτή πληγή στη μουσκεμένη ώρα

    Ομίχλη κατεβαίνει με τ' απόγευμα
    μες στο μισόφωτο αλλάζουν όλα όψη, εξωραΐζονται
    και ντύνονται το άλλο φως, το πιο δικό μας







    Εκκοκκιστήρια Β'



    Προχωρούσαμε με το Δημήτρη αμίλητοι προς το μικρό
    σταθμό. Αφήναμε τη Βέροια πίσω μες στην κατά-
    χνιά και κοιτάζαμε άφωνοι τους καπνούς στο μισο-
    φώτιστο βράδυ

    Εκεί, μες στην ερημωμένη έκταση, ακούγαμε τα εκκοκκι-
    στήρια να κελαϊδούνε. Υπόκωφη στην αρχή, η βουή
    δυνάμωνε με τον καιρό, μας είχε σχεδόν παρασύρει.
    Φώτα και μηχανές μεσ' απ' τα τζαμωτά μας άφηναν
    να ιδούμε τον αποχωρισμό. Ο καθαρός καρπός γλι-
    στρούσε και σωριάζονταν δίπλα μας μέσα σ' ένα σύν-
    νεφο άσπρης σκόνης. Ακόμα θυμάμαι τα μάτια του,
    σα να είχαν δακρύσει

    Τότε κατάλαβα πως πέρασε πια η εποχή της συγκομιδής.
    Και πως ό,τι μπορούσαμε να δώσουμε το είχαμε
    σχεδόν σκορπίσει







    Αποχαιρετισμός



    Συναντηθήκαμε αργά το απόγευμα κάπου προς τον παλιό
    σταθμό. Φυσούσε από το πρωί κι η θάλασσα ήταν
    έρημη στα καφενεία και στα τραμ της αφετηρίας

    Κοιτούσα τα χέρια του που έσφιγγαν ήρεμα, με κρυφή συγ-
    κατάθεση, τα δικά μου. Μες στο σακίδιο ήταν όλος
    ο κόσμος του - πουλόβερ, βιβλία, γράμματα... Ε-
    πρεπε να 'ρχονταν τα πράγματα αλλιώς, μα το θε-
    λήσαμε τάχα

    Αχρωμο φως, μια Κυριακή φθινοπωριάτικη, καμιά ελπίδα.
    Μικρά ταξίδια στις ακτές, όλα χαλάσανε. Θεέ μου,
    τόση ερημιά

    Εβρεχε στην επιστροφή και ο αυτοκινητόδρομος γέμισε
    φωτεινά σήματα, πικρά ολομόναχα φώτα







    Ερείπια της Παλμύρας



    Οσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
    βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
    γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
    που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
    σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
    μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
    το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
    εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
    σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
    τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν

    Οσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
    στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
    με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
    στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
    για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
    μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
    μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
    ξένος και κουρελιάρης τώρα
    Μα όταν
    μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
    ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
    κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
    το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά - απόκριση
    για όσα περιμένω και δεν πήρα







    Ψυχή μου χόρεψες



    Ψυχή μου χόρεψες όλο το καλοκαίρι
    ποιος φωτεινός σηματοδότης δεν το δείχνει

    Ξεδίπλωσες το σώμα σου στο ήλιο του μεσημεριού
    κολύμπησες τα μάτια σου στα δέντρα και στον κάμπο
    κυλίστηκες στην αμμουδιά, τσαλάκωσες τον ουρανό
    χόρεψες ως το χάραμα στην ακροθαλασσιά
    μέσα στον κόσμο στα γραμμόφωνα στη θλίψη

    Ψυχή μου χόρεψες για ένα μόνο καλοκαίρι







    Το βράδυ



    Τι ήταν αυτή η ξαφνική ευτυχία

    Αναβαν φώτα στις βεράντες της ψυχής μου
    ανέμιζε στα ολάνοιχτα παράθυρα
    μ' ένα προχώρημα της άνοιξης
    δειλά μες στο αθέατο καλοκαίρι

    Τότε κατάλαβα τη νιότη μου ν' ανοίγει
    σαν τα λουλούδια και τους στίχους να καρπίζει
    κήποι και ποιήματα ποτιστικά πλημμύρα

    όχι καρδιά μου τόση ευτυχία







    Ο θάνατος του Μύρωνα



    Το ξέρω, δεν αξίζει τόση επιμονή
    μέσα στην εκμηδένιση. Και όμως, χρόνια
    μετά, ο Μύρωνας θα γίνει μουσική και φώτα
    αίμα και γέλιο ενός παιδιού, σπαρμένοι
    αγροί και θάλασσες, κι όλα τα μάτια των παιδιών
    θα τον θυμίζουν γέρνοντας σα στάχυα
    από ψιλή βροχή στα πεζοδρόμια. Εκείνος
    ανεπανάληπτη φωνή μέσα μου θα σωπαίνει
    ανάβοντας την ομορφιά στο σκοτωμένο νόημα
    που η ζωή περιέχει. Γιατί τον είδα πόσο
    καρτερικά φυτεύτηκε για πάντα ψιθυρίζοντας
    ήμουν πολύ νέος για θάνατο, θα επιστρέφω πάντα
    τα καλοκαίρια, όσο υπάρχεις, κι ύστερα
    θα σταματήσουν όλα
    Θεέ μου, ετοιμάζεις
    κόσμο απατηλό, ατρικύμιστο για το χαμό μου


    www.poema.gr/

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΝΙΚΟΣ - ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ (1931-1996). Ο Νίκος Ασλάνογλου (το ψευδώνυμο Αλέξης διάλεξε στα εφηβικά του χρόνια από τον ομώνυμο ήρωα του Ντοστογιέφσκι στο έργο του "Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Τέλειωσε το πειραματικό σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1949), όπου στη συνέχεια σπούδασε γαλλική φιλολογία. Γύρω στο 1950 (μετά το θάνατο του πατέρα του) ανέλαβε συνδιευθυντής (μαζί με το γαμπρό του Βασίλη Φράγκο) στην εριουργία Μάκερ, που χρεοκόπησε λίγο αργότερα. Στη συνέχεια έφυγε στη Γαλλία και την Αίγυπτο και συνέχισε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια Καΐρου και Αιξ - αν Προβάνς. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ως καθηγητής σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών, ως επιστημονικός συνεργάτης στην Αρχιτεκτονική Σχολή Θεσσαλονίκης και μετά το 1980, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ως επιμελητής και λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Ευσταθιάδη. Το 1951 ίδρυσε από κοινού με τον Κ.Κατσανό το περιοδικό "Σκέψη", που κυκλοφόρησε ένα μόνο τεύχος, στο οποίο ο Ασλάνογλου δημοσίευσε το πρώτο του δοκίμιο, με τίτλο Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Γιώργου Θέμελη. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με την πολυγραφημένη έκδοση του έμμετρου θεατρικού μονοπράκτου έργου Θάλασσα και συγχρονισμός, απόσπασμα του οποίου δημοσίευσε το 1953 στις σελίδες του φοιτητικού περιοδικού "Πυρσός". Στο ίδιο περιοδικό υπήρξε επίσης μέλος της συντακτικής επιτροπής (1953-1955) και δημοσίευσε οχτώ ακόμη ποιήματα. Βασικό στέλεχος του περιοδικού του Ντίνου Χριστιανόπουλου "Διαγώνιος" (1958-1962), συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά "Διάλογος", "Καινούρια Εποχή", "Ευθύνη", "Ausblicke" και τις εφημερίδες "Δράσις" και "Ναυτεμπορική". Πέθανε στην Αθήνα. Η ποίηση του Ασλάνογλου δέχτηκε επιδράσεις από τα καλλιτεχνικά ρεύματα του νεοσυμβολισμού και του υπαρξισμού, ενώ καθοριστικό ρόλο στη γραφή του έχουν η ανάμνηση εμπειριών και βιωμάτων, η θεματική της μετεμφυλιακής ελληνικής πραγματικότητας και επιρροές από την ποίηση του Σεφέρη, του Καρυωτάκη, του Άγρα. Από τη μεταφραστική λογοτεχνική του δραστηριότητα σημειώνουμε τις Εκλάμψεις του Ρεμπώ. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νίκου - Αλέξη Ασλάνογλου βλ. Ζήρας Αλεξ., "Ασλάνογλου Νίκος - Αλέξης", "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2". Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 Φαρμάκης Φραγκ., "Ασλάνογλου Νίκος - Αλέξης", "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 2". Αθήνα, Χάρη Πάτση, [1968] και χ.σ., "Σύντομη βιογραφία", Διαβάζω 367, 10/1996, σ.22. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

    ΑπάντησηΔιαγραφή