30.8.08

ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ; 2

Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us
Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us
Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us
Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us
Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us
Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us
Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us
Gustav Vigeland (Νορβηγία)
Φωτογραφίες: ΤΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ
.
πέος (το) [πέ-ους/-η,-ων] το ανδρικό γεννητικό όργανο: αρτηρία / νεύρο / ιστός τού ~ ΣΥΝ. ανδρικό μόριο, (!) πούτσος, (!) καυλί ,(!) ψωλή.
[ΕΤΥΜ. αρχ. < Ι. Ε. *pesos «πέος», πβ. Σανσκρ. pasas-, λατ. penis (pes-ni-s) κ.ά. (λ. –ταμπού που, παρ’ ότι αρχαιότατη, συνήθως αποφεύγεται από τους συγγραφείς) Βλ.κ. πόσθη]
.
πούτσος (ο) (! –λαϊκ. Αποφεύγεται σε τυπικές μορφές επικοινωνίας) το πέος, το ανδρικό γεννητικό όργανο ΣΥΝ. ψωλή, καυλί (ευφημ.) μαραφέτι, μαρκούτσι, πουλί, τέτοια. Επίσης πούτσα (η)
[ΕΤΥΜ. αβεβ. ετύμου, πιθ. < σλαβ. butsa «εξόγκωμα, προεξοχή» ή, κατ’ άλλη εκδοχή, < αρχ. πόσθη (βλ.λ)]
.
πουλί (το) 3. (ευφημ.) το ανδρικό γεννητικό όργανο ΣΥΝ. πέος. – (υποκ.) πουλάκι (το) (βλ.λ) (μεγεθ) πούλος (ο)
[ΕΤΥΜ.< μεσν. πουλλί(ν) < μτγν. πουλλίον, υποκ. του πούλλος < λατ. pullus «νεοσσός», που συνδ. πιθ. με αρχ. πώλος (βλ.λ)]
.
ψωλή (η) (!) το ανδρικό μόριο, το πέος ΣΥΝ. (!) πούτσα, πούτσος. – μεγεθ. ψωλάρα (η), (υποκ.) ψωλάκι (το) κ ψωλίτσα (η).
[ΕΤΥΜ. αρχ. ουσιαστικοπο. θηλ. τού επιθ. ψωλός (με καταλ. επίθεμα –λός, πβ κ. χω-λός) < θ. ψω-, ετεροιωμ. βαθμ. τού ρ. ψην «τρίβω» (βλ.λ.ψήχω)]
.
καυλί (το) {καυλ-ιού / -ιών} (!) το ανδρικό γεννητικό όργανο, κ. ειδικοτ. η βάλανος του πέους.
[ΕΤΥΜ. < αρχ. καυλίον, υποκ. του ους. καυλός (βλ.λ)]
.
μαραφέτι (το) 3. (ειδικοτ. -!) το ανδρικό γεννητικό όργανο ΣΥΝ. πράμα.
[ΕΤΥΜ. < τουρκ. marifet]
.
τσουτσούνι (το) [τσουτσουνι-ιού / ιών] (λαϊκ-οικ) 1. το ανδρικό γεννητικό όργανο, το πέος. - (υποκ.) τσουτσουνάκι (το), (μεγεθ.) τσουτσούνα κ. τσουτσουνάρα
[ΕΤΥΜ. ανσδιπλ. τ. τού τσούνι / τσουνί (βλ.λ)]
.
παπάρι (το) {παπαρ-ιού /ιών} (!) το ανδρικό γεννητικό όργανο: στα ~ μου (δεν με νοιάζει).
.
Γ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Κέντρο Λεξικολογίας)
.
σημ.: Σύμβολο (!) μπροστά από λέξη χυδαία (ταμπού)
.
Διαβάστε επίσης:

2 σχόλια:

  1. αλλιώς και
    μαλαπέρδα
    παπάρι
    παλούκι
    μπάρα
    κτλ κτλ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Your blog keeps getting better and better! Your older articles are not as good as newer ones you have a lot more creativity and originality now keep it up!

    ΑπάντησηΔιαγραφή