.
ομοφυλόφιλος, -η,-ο 1. αυτός που έχει σεξουαλική προτίμηση προς άτομα του ιδίου φύλου 2. ομοφυλόφιλος (ο) / ομοφυλόφιλη (η) άνδρας / γυναίκα που συνάπτει ερωτικές σχέσεις με άτομα του ιδίου φύλου ΣΥΝ. (για άνδρα) κίναιδος (οικ) αδελφή, συκιά, (!) πούστης, (για γυναίκα) λεσβία ΑΝΤ ετεροφυλόφιλος ΣΧΟΛΙΟ λ. φύλο
ομοφυλόφιλος, -η,-ο 1. αυτός που έχει σεξουαλική προτίμηση προς άτομα του ιδίου φύλου 2. ομοφυλόφιλος (ο) / ομοφυλόφιλη (η) άνδρας / γυναίκα που συνάπτει ερωτικές σχέσεις με άτομα του ιδίου φύλου ΣΥΝ. (για άνδρα) κίναιδος (οικ) αδελφή, συκιά, (!) πούστης, (για γυναίκα) λεσβία ΑΝΤ ετεροφυλόφιλος ΣΧΟΛΙΟ λ. φύλο
[ΕΤΥΜ. < ομο- + φύλο + φίλος, αποδ. στην ελλην. ξεν. όρου, πβ. αγγλ. Homosexual]
.
λεσβία (η) [λεσβιών] η γυναίκα που έχει ομοφυλοφιλικές σχέσεις, που έλκεται σεξουαλικά από γυναίκες.
[ΕΤΥΜ. αρχ., Λέσβος, από όπου πιστευόταν πως προέρχεται η γυναικεία ομοφυλοφιλία, καθώς και άλλες σεξουαλικές αποκλίσεις]
.
τριβάς (η) {τριβάδ-ος, -α,/-ες, -ων} (λογ) η ομοφυλόφιλη γυναίκα, η λεσβία.
[ΕΤΥΜ. < μτγν. τριβάς, -αδος < αρχ. τρίβω]
.
επίσης:
πλακομούνι (το) {πλακομουν-ιού / -ιών} (!) η σεξουαλική πράξη μεταξύ δυο γυναικών ΣΥΝ. λεσβιασμός, τριβαδισμός
.
Γ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Κέντρο Λεξικολογίας)
.
σημ.: Σύμβολο (!) μπροστά από λέξη χυδαία (ταμπού)
τριβάς;;
ΑπάντησηΔιαγραφήνα και κάτι που δεν ήξερα