.
Οι βρεφοδόχοι έχουν εκλείψει στην Ελλάδα, όχι όμως και η πρακτική της εγκατάλειψης βρεφών. Περισσότερα από 60 παιδιά αφήνονται κάθε χρόνο σε σκαλιά πολυκατοικιών, αυλόγυρους εκκλησιών, δημόσια μαιευτήρια. Τα περισσότερα περνούν τον πρώτο χρόνο της ζωής τους στον απρόσωπο θάλαμο κάποιου μαιευτηρίου, μέχρι να πάρουν τον δρόμο για κάποιο κέντρο παιδικής μέριμνας. Ακόμη περισσότερος χρόνος απαιτείται στη συνέχεια για την υιοθεσία τους. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις 500 υιοθεσίες που τελούνται κάθε χρόνο το 95% είναι κατόπιν συμφωνίας φυσικών και θετών γονέων.
Στο μαιευτήριο «Ελενα Βενιζέλου» εγκαταλείπονται κάθε χρόνο 7-8 βρέφη από Ελληνίδες και αλλοδαπές μητέρες (τα ποσοστά είναι 50-50). Παραδόξως, οι λόγοι δεν είναι οικονομικοί, στις περισσότερες περιπτώσεις η συνταρακτική αυτή απόφαση λαμβάνεται γιατί δεν είναι υποστηρικτικό το οικογενειακό πλαίσιο. Σήμερα, στο μαιευτήριο παραμένουν τέσσερα «τέτοια» παιδιά, με το μεγαλύτερο να είναι έξι μηνών. Οι μαίες ξεκλέβουν σε κάθε ευκαιρία λίγο χρόνο να παίξουν μαζί τους. Δεν είναι δουλειά τους. Αλλά για τους μήνες που θα παραμείνουν στο μαιευτήριο είναι «παιδιά τους». «Προσπαθούμε στο διάστημα που θα μείνουν σ' εμάς να τους κάνουμε όσο το δυνατόν λιγότερο κακό», λέει στην «Κ» η κοινωνική λειτουργός τού «Ελενα» κ. Μαριάνθη Νικολοπούλου. «Δεν είναι όμως το νοσοκομείο χώρος να μεγαλώνουν παιδιά. Το γεγονός ότι μένουν τόσο εδώ τούς κάνει πολύ κακό την ψυχοκοινωνική τους εξέλιξη». Το βασικό κώλυμα αποτελεί ο συνωστισμός στο Κέντρο Βρεφών Μητέρα και στα άλλα ιδρύματα παιδικής μέριμνας. Ο ρυθμός που αδειάζουν θέσεις δεν φτάνει για να καλυφθούν οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες.
Διόλου τυχαίο το γεγονός ότι από τις περίπου 500 υιοθεσίες που τελούνται κάθε χρόνο στη χώρα μας, το 95% είναι ιδιωτικές, προϊόν δηλαδή συμφωνίας των θετών με τους βιολογικούς γονείς. Παρά τις κατά καιρούς δεσμεύσεις για επιτάχυνση των διαδικασιών, η υιοθεσία μέσω των ιδρυμάτων αποτελεί μια χρονοβόρο, μα κυρίως ψυχοφθόρο διαδικασία που ελάχιστοι μπορούν να αντέξουν. Οι αιτήσεις που φθάνουν κάθε χρόνο στο «Μητέρα» είναι πενταπλάσιες σε αριθμό από τα παιδιά που δίνονται τελικά για υιοθεσία. Πράγματι, πέντε χρόνια είναι ο μέσος χρόνος αναμονής για ένα ζευγάρι που επιθυμεί ένα μικρό σε ηλικία, υγιές, λευκό παιδί. Ετσι, οι κοινωνικοί λειτουργοί υποχρεώνονται (;) να γίνουν πιο αυστηροί από τον νόμο: να θέτουν περισσότερους περιορισμούς, να βάζουν πιο μπροστά στη λίστα εκείνους που έχουν αρκετά χρόνια γάμου, επαρκές εισόδημα, σταθερή δουλειά, καλή υγεία. Τι κι αν η ισχύουσα νομοθεσία επιτρέπει την υιοθεσία ακόμα κι από άτομο χωρίς σύντροφο. Στην πράξη, όσοι απευθυνθούν στα αρμόδια ιδρύματα και αποτελούν «μονάδες», θα βρεθούν στον πάτο...
Τις δημόσιες υιοθεσίες συνήθως επιλέγουν ζευγάρια που δεν θέλουν να πληρώσουν για το παιδί τους ή που την αντιλαμβάνονται και ως μία παράλληλη κύηση. Διότι στα δημόσια ιδρύματα η διαδικασία επιλογής των γονέων είναι σκληρή αλλά και αναγκαία. Οι υποψήφιοι, περίπου κάθονται στο «ντιβάνι» του κοινωνικού λειτουργού. Οχι μόνο οι ίδιοι αλλά και οι συγγενείς τους και οι στενοί τους φίλοι. Εχει μεγάλη σημασία να διευκρινιστεί το περιβάλλον υποδοχής.
Επίσης, στις δημόσιες υιοθεσίες οι γονείς δεν επιλέγουν το παιδί. Αυτό συνήθως γίνεται -και ευτυχώς-από τους κοινωνικούς λειτουργούς. (Πριν από λίγα χρόνια είχε εμφανιστεί στο ΜΗΤΕΡΑ «πατέρας» ο οποίος είχε φέρει πλακέτα για να πάρει αίμα και να κάνει τεστ DNA στο «παιδί» του. Τον έδιωξαν κακήν κακώς).
Ομως στα κρατικά ιδρύματα δύσκολα επιλέγονται προς υιοθεσία τα άρρωστα παιδάκια ή όσα έχουν ιστορικό εγκατάλειψης από φυσικούς γονείς ναρκομανείς ή φορείς του AIDS. Αυτά τα παιδιά έχουν δύο επιλογές: Ή την ιδρυματοποίηση ή την αναδοχή. Δηλαδή τη φυσιολογική ζωή κοντά σε μία οικογένεια η οποία επιχορηγείται με τα ιατρικά έξοδα και βέβαια με ένα μηνιαίο επιμίσθιο το οποίο δεν αποτελεί και το ισχυρότερο κίνητρο. Χρόνια τώρα οι κοινωνικές λειτουργοί τονίζουν πως μόνο η αναδοχή μπορεί να σώσει τα πιο άτυχα από τα άτυχα παιδιά, από την ιδρυματοποίηση. Και τα ιδρύματα να μην μετατραπούν σε αποθήκες «παιδιών στα αζήτητα».
Ολα αυτά στρέφουν τα άτεκνα ζευγάρια σε άλλες λύσεις. Εάν σταθούν τυχεροί, με τη βοήθεια κάποιου γιατρού, θα εντοπίσουν μια μητέρα που βρίσκεται στη μέση μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Το εάν ο γιατρός αποτελεί γρανάζι ενός κυκλώματος παράνομων υιοθεσιών ή αγοραπωλησιών βρεφών, θα το διαπιστώσουν αργότερα. Σπάνια θα κάνουν πίσω όμως. Ακόμα κι αν τους ζητηθεί να καταβάλουν ένα υπέρογκο ποσό (η «ταρίφα» ξεπερνά τις 20.000 ευρώ). Το όνειρο είναι πολύ κοντά...
Ωστόσο, ακόμα κι αν η υιοθεσία γίνει νομότυπα (ή υπό τον μανδύα της νομιμότητας), τα βάσανα δεν τελειώνουν. Ο νόμος προϋποθέτει συνεχώς την πιστοποίηση της συγκατάθεσης από τους φυσικούς γονείς, πράγμα συχνά αδύνατον. Η κατάθεση προς ψήφιση στη Βουλή σχεδίου νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης που έλυνε πολλά από αυτά τα ζητήματα, επισπεύδοντας τις διαδικασίες (αναπλήρωνε τη συναίνεση των γονέων με απόφαση του δικαστηρίου για πολλές περιπτώσεις) μετατίθεται για τον Σεπτέμβριο.
Οι βρεφοδόχοι έχουν εκλείψει στην Ελλάδα, όχι όμως και η πρακτική της εγκατάλειψης βρεφών. Περισσότερα από 60 παιδιά αφήνονται κάθε χρόνο σε σκαλιά πολυκατοικιών, αυλόγυρους εκκλησιών, δημόσια μαιευτήρια. Τα περισσότερα περνούν τον πρώτο χρόνο της ζωής τους στον απρόσωπο θάλαμο κάποιου μαιευτηρίου, μέχρι να πάρουν τον δρόμο για κάποιο κέντρο παιδικής μέριμνας. Ακόμη περισσότερος χρόνος απαιτείται στη συνέχεια για την υιοθεσία τους. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις 500 υιοθεσίες που τελούνται κάθε χρόνο το 95% είναι κατόπιν συμφωνίας φυσικών και θετών γονέων.
Στο μαιευτήριο «Ελενα Βενιζέλου» εγκαταλείπονται κάθε χρόνο 7-8 βρέφη από Ελληνίδες και αλλοδαπές μητέρες (τα ποσοστά είναι 50-50). Παραδόξως, οι λόγοι δεν είναι οικονομικοί, στις περισσότερες περιπτώσεις η συνταρακτική αυτή απόφαση λαμβάνεται γιατί δεν είναι υποστηρικτικό το οικογενειακό πλαίσιο. Σήμερα, στο μαιευτήριο παραμένουν τέσσερα «τέτοια» παιδιά, με το μεγαλύτερο να είναι έξι μηνών. Οι μαίες ξεκλέβουν σε κάθε ευκαιρία λίγο χρόνο να παίξουν μαζί τους. Δεν είναι δουλειά τους. Αλλά για τους μήνες που θα παραμείνουν στο μαιευτήριο είναι «παιδιά τους». «Προσπαθούμε στο διάστημα που θα μείνουν σ' εμάς να τους κάνουμε όσο το δυνατόν λιγότερο κακό», λέει στην «Κ» η κοινωνική λειτουργός τού «Ελενα» κ. Μαριάνθη Νικολοπούλου. «Δεν είναι όμως το νοσοκομείο χώρος να μεγαλώνουν παιδιά. Το γεγονός ότι μένουν τόσο εδώ τούς κάνει πολύ κακό την ψυχοκοινωνική τους εξέλιξη». Το βασικό κώλυμα αποτελεί ο συνωστισμός στο Κέντρο Βρεφών Μητέρα και στα άλλα ιδρύματα παιδικής μέριμνας. Ο ρυθμός που αδειάζουν θέσεις δεν φτάνει για να καλυφθούν οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες.
Διόλου τυχαίο το γεγονός ότι από τις περίπου 500 υιοθεσίες που τελούνται κάθε χρόνο στη χώρα μας, το 95% είναι ιδιωτικές, προϊόν δηλαδή συμφωνίας των θετών με τους βιολογικούς γονείς. Παρά τις κατά καιρούς δεσμεύσεις για επιτάχυνση των διαδικασιών, η υιοθεσία μέσω των ιδρυμάτων αποτελεί μια χρονοβόρο, μα κυρίως ψυχοφθόρο διαδικασία που ελάχιστοι μπορούν να αντέξουν. Οι αιτήσεις που φθάνουν κάθε χρόνο στο «Μητέρα» είναι πενταπλάσιες σε αριθμό από τα παιδιά που δίνονται τελικά για υιοθεσία. Πράγματι, πέντε χρόνια είναι ο μέσος χρόνος αναμονής για ένα ζευγάρι που επιθυμεί ένα μικρό σε ηλικία, υγιές, λευκό παιδί. Ετσι, οι κοινωνικοί λειτουργοί υποχρεώνονται (;) να γίνουν πιο αυστηροί από τον νόμο: να θέτουν περισσότερους περιορισμούς, να βάζουν πιο μπροστά στη λίστα εκείνους που έχουν αρκετά χρόνια γάμου, επαρκές εισόδημα, σταθερή δουλειά, καλή υγεία. Τι κι αν η ισχύουσα νομοθεσία επιτρέπει την υιοθεσία ακόμα κι από άτομο χωρίς σύντροφο. Στην πράξη, όσοι απευθυνθούν στα αρμόδια ιδρύματα και αποτελούν «μονάδες», θα βρεθούν στον πάτο...
Τις δημόσιες υιοθεσίες συνήθως επιλέγουν ζευγάρια που δεν θέλουν να πληρώσουν για το παιδί τους ή που την αντιλαμβάνονται και ως μία παράλληλη κύηση. Διότι στα δημόσια ιδρύματα η διαδικασία επιλογής των γονέων είναι σκληρή αλλά και αναγκαία. Οι υποψήφιοι, περίπου κάθονται στο «ντιβάνι» του κοινωνικού λειτουργού. Οχι μόνο οι ίδιοι αλλά και οι συγγενείς τους και οι στενοί τους φίλοι. Εχει μεγάλη σημασία να διευκρινιστεί το περιβάλλον υποδοχής.
Επίσης, στις δημόσιες υιοθεσίες οι γονείς δεν επιλέγουν το παιδί. Αυτό συνήθως γίνεται -και ευτυχώς-από τους κοινωνικούς λειτουργούς. (Πριν από λίγα χρόνια είχε εμφανιστεί στο ΜΗΤΕΡΑ «πατέρας» ο οποίος είχε φέρει πλακέτα για να πάρει αίμα και να κάνει τεστ DNA στο «παιδί» του. Τον έδιωξαν κακήν κακώς).
Ομως στα κρατικά ιδρύματα δύσκολα επιλέγονται προς υιοθεσία τα άρρωστα παιδάκια ή όσα έχουν ιστορικό εγκατάλειψης από φυσικούς γονείς ναρκομανείς ή φορείς του AIDS. Αυτά τα παιδιά έχουν δύο επιλογές: Ή την ιδρυματοποίηση ή την αναδοχή. Δηλαδή τη φυσιολογική ζωή κοντά σε μία οικογένεια η οποία επιχορηγείται με τα ιατρικά έξοδα και βέβαια με ένα μηνιαίο επιμίσθιο το οποίο δεν αποτελεί και το ισχυρότερο κίνητρο. Χρόνια τώρα οι κοινωνικές λειτουργοί τονίζουν πως μόνο η αναδοχή μπορεί να σώσει τα πιο άτυχα από τα άτυχα παιδιά, από την ιδρυματοποίηση. Και τα ιδρύματα να μην μετατραπούν σε αποθήκες «παιδιών στα αζήτητα».
Ολα αυτά στρέφουν τα άτεκνα ζευγάρια σε άλλες λύσεις. Εάν σταθούν τυχεροί, με τη βοήθεια κάποιου γιατρού, θα εντοπίσουν μια μητέρα που βρίσκεται στη μέση μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Το εάν ο γιατρός αποτελεί γρανάζι ενός κυκλώματος παράνομων υιοθεσιών ή αγοραπωλησιών βρεφών, θα το διαπιστώσουν αργότερα. Σπάνια θα κάνουν πίσω όμως. Ακόμα κι αν τους ζητηθεί να καταβάλουν ένα υπέρογκο ποσό (η «ταρίφα» ξεπερνά τις 20.000 ευρώ). Το όνειρο είναι πολύ κοντά...
Ωστόσο, ακόμα κι αν η υιοθεσία γίνει νομότυπα (ή υπό τον μανδύα της νομιμότητας), τα βάσανα δεν τελειώνουν. Ο νόμος προϋποθέτει συνεχώς την πιστοποίηση της συγκατάθεσης από τους φυσικούς γονείς, πράγμα συχνά αδύνατον. Η κατάθεση προς ψήφιση στη Βουλή σχεδίου νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης που έλυνε πολλά από αυτά τα ζητήματα, επισπεύδοντας τις διαδικασίες (αναπλήρωνε τη συναίνεση των γονέων με απόφαση του δικαστηρίου για πολλές περιπτώσεις) μετατίθεται για τον Σεπτέμβριο.
.
(Σύνθεση από 3 διαφορετικά κείμενα της Καθημερινής για τις υιοθεσίες στην Ελλάδα, 27/6/2008)
(Σύνθεση από 3 διαφορετικά κείμενα της Καθημερινής για τις υιοθεσίες στην Ελλάδα, 27/6/2008)
Δηλαδή, δεν φταίνε μόνο τα ιδρύματα που είναι τόσο δύσκολες οι υιοθεσίες- είναι κι οι γονείς που θέλουνε "ένα μικρό σε ηλικία, υγειές, λευκό παιδί". Σα γατάκι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνδιαφέρον αυτό, γιατί δεν είναι από τα πρώτα πράγματα που ακούς από όσους ενδιαφέρονται να υιοθετήσουν, και διαμαρτύρονται για το σύστημα που τους δυσκολεύει.
ο μικρός αριθμός των παιδιών οφείλεται στον μεγάλο αριθμό εκτρώσεων καθώς είναι καθ' ολα νόμιμες στο 1 τρίμηνο, το ίδιο και στο 2ο με την προυποθεση ότι το έβρυο έχει κάποια ανωμαλία (αυτό "ρυθμίζεται") και στο 3ο τρίμηνο ... ας μην το συζητήσουμε....
ΑπάντησηΔιαγραφήστο κάτω κάτω κανένας δεν κατηγότησε ποτέ μία γυναίκα που επέλεξε την έκτρωση αλλά αυτή που επέλεξε να το γεννήσει και να πει μετά "δεν μπορώ να το μεγαλώσω"
15 χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν κάθε μέρα από ασιτία, και ο πληθυσμός της Γης στα τελευταία 30 χρόνια έχει διπλασιαστεί από 3,5 δις στα 7 δις!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι η διαδικασία της υιοθεσίας είναι "γολγοθάς" ...
Παρά την τεχνολογία νοητικά, πνευματικά και κοινωνικά δεν έχουμε εξελιχθεί πέρα από τον άνθρωπο των σπηλαιών ...