.
Ο ερωτισμός και η σεξουαλικότητα της γραφής
Δημήτρης Παπανικολάου (ΤΑ ΝΕΑ, 8/9/2007)
«Ένας άνθρωπος που γράφει είναι ο εντελέστερος συντηρητής του ερωτισμού του, ο ασφαλέστερος θεματοφύλαξ των παθών του». Η φράση, από μια συνέντευξη που αναδημοσιεύεται στην Εμπράγματη φαντασία, θα μπορούσε να περιγράφει απόλυτα τον Καβάφη (ο οποίος μάλιστα είχε και φάκελο κειμένων τον οποίο ονόμαζε «Πάθη»), στην περίπτωση όμως του Δημητριάδη δείχνει προς ένα χαρακτηριστικό των γραπτών του που η κριτική επιλέγει να αποσιωπά και ο ίδιος στρατηγικά αποφεύγει να συζητήσει. Ο λόγος για τον κεντρικό ρόλο που παίζει ο πόθος, συχνά ο ομοφυλόφιλος πόθος, ο ερωτισμός και η σεξουαλικότητα σε όλα σχεδόν τα κείμενά του. Η ρευστότητα της επιθυμίας, η κατάρρευση των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στα φύλα, η αποθέωση της ομορφιάς (και της δύναμης ερωτικής επιβολής) του αντρικού σώματος, και η ανάδειξη της ετεροφυλόφιλης κανονικότητας σε εικονικό και στείρο, φαύλο κύκλο, δίνουν συχνότατα το πρώτο πάτημα ώστε τα κείμενα του Δημητριάδη να αποδομήσουν τη βεβαιότητα του κόσμου όπως τον ξέρουμε. Δεν εννοώ ότι αυτή είναι μια θεματική μονομανία, υποστηρίζω όμως ότι είναι το βασικό κλειδί της ποιητικής του. Η πρόσφατη μεγάλη συζήτηση στον χώρο των Έμφυλων Σπουδών (gender studies) για την άρνηση της ετεροφυλόφιλης μελλοντικότητας (καλά στηριγμένη στο βιβλίο Νo Future του Lee Εdelman) και για την υπονομευτική δυναμική της μη ετεροκανονικής χρονικότητας (queer temporality) θα μπορούσε να προσφέρει ένα καλό αναλυτικό εργαλείο για το έργο του Δημητριάδη ως σύνολο.
«Ένας άνθρωπος που γράφει είναι ο εντελέστερος συντηρητής του ερωτισμού του, ο ασφαλέστερος θεματοφύλαξ των παθών του». Η φράση, από μια συνέντευξη που αναδημοσιεύεται στην Εμπράγματη φαντασία, θα μπορούσε να περιγράφει απόλυτα τον Καβάφη (ο οποίος μάλιστα είχε και φάκελο κειμένων τον οποίο ονόμαζε «Πάθη»), στην περίπτωση όμως του Δημητριάδη δείχνει προς ένα χαρακτηριστικό των γραπτών του που η κριτική επιλέγει να αποσιωπά και ο ίδιος στρατηγικά αποφεύγει να συζητήσει. Ο λόγος για τον κεντρικό ρόλο που παίζει ο πόθος, συχνά ο ομοφυλόφιλος πόθος, ο ερωτισμός και η σεξουαλικότητα σε όλα σχεδόν τα κείμενά του. Η ρευστότητα της επιθυμίας, η κατάρρευση των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στα φύλα, η αποθέωση της ομορφιάς (και της δύναμης ερωτικής επιβολής) του αντρικού σώματος, και η ανάδειξη της ετεροφυλόφιλης κανονικότητας σε εικονικό και στείρο, φαύλο κύκλο, δίνουν συχνότατα το πρώτο πάτημα ώστε τα κείμενα του Δημητριάδη να αποδομήσουν τη βεβαιότητα του κόσμου όπως τον ξέρουμε. Δεν εννοώ ότι αυτή είναι μια θεματική μονομανία, υποστηρίζω όμως ότι είναι το βασικό κλειδί της ποιητικής του. Η πρόσφατη μεγάλη συζήτηση στον χώρο των Έμφυλων Σπουδών (gender studies) για την άρνηση της ετεροφυλόφιλης μελλοντικότητας (καλά στηριγμένη στο βιβλίο Νo Future του Lee Εdelman) και για την υπονομευτική δυναμική της μη ετεροκανονικής χρονικότητας (queer temporality) θα μπορούσε να προσφέρει ένα καλό αναλυτικό εργαλείο για το έργο του Δημητριάδη ως σύνολο.
Τα κείμενα του Δημήτρη Δημητριάδηδημιουργούν με τον αναγνώστη μια σχέση συνενοχής
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ελληνικότητα ως νεύρωση
Γράφει ο Δημήτρης Παπανικολάου (ΤΑ ΝΕΑ, 8/9/2007)
ΑΥΤΟΣ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΠΟΥ ΔΗΛΩΝΕΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
ΟΤΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΑΙ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΧΕΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΑΚΡΙΒΩΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΠΩΣ ΑΥΤΟΤΟΠΟΘΕΤΕΙΤΑΙ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΤΗΝ
ΟΠΟΙΑ ΕΧΕΙ ΦΡΟΝΤΙΣΕΙ, ΜΕ ΤΟ ΚΑΤΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ, ΝΑ ΘΑΝΑΤΩΣΕΙ
Στη μέση της πρόσφατης, σπουδαίας, παράστασης του Πεθαίνω σαν χώρα που σκηνοθέτησε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης έβγαινε μέσα από τις ουρές των κομπάρσων και έκανε μια βόλτα στην άκρη της σκηνής, με τους ηθοποιούς γύρω του να τρέχουν να τον χαιρετήσουν. Αυτοαναφορικό τέχνασμα που ο μεν θεατής του Μαρμαρινού μπορεί να θεώρησε έως και αναμενόμενο, τον αναγνώστη όμως του Δημητριάδη τον έφερε σε μια σχετική αμηχανία. Γιατί ο συγγραφέας είναι από εκείνους που έχουν φιλοτεχνήσει με επιμονή τη δημόσια εικόνα τους ως μη εικόνα.
Για τον Δημήτρη Δημητριάδη γνωρίζουμε πολύ λιγότερα απ΄ ό,τι για όλους τους άλλους συγγραφείς της γενιάς, του εύρους του έργου και του διαμετρήματός του. Αν κάτι οι περισσότεροι ξέρουν, αυτό είναι μάλλον το ύφος του, αναγνωρίσιμο στα πειραματικά θεατρικά του ( Η ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή, Λήθη ), στα δυσπροσδιόριστα πεζά του ( Ανθρωπωδία , Η μεταφορά ), τις ποιητικές συνθέσεις ( Κατάλογοι ), στις μεταφράσεις του σύγχρονων Γάλλων συγγραφέων ή αρχαίων Ελλήνων τραγικών, ακόμα και στις σπάνιες δημόσιες παρεμβάσεις του. Είναι θα έλεγε κανείς η ακραία επιβεβαίωση του ύφους ως τελικό αποτέλεσμα της γραφής σ΄ αυτά τα κείμενα, που μας διδάσκει πώς να αγνοούμε τον συγγραφέα τους. Ερμητικά, ιδιότυπα και ιδιόκλειστα, αυτοαναφορικά και αυτολογοδοσμένα, ό,τι καταχρηστικά ονομάζουμε «δύσκολα», τα κείμενα του Δημητριάδη δημιουργούν με τον αναγνώστη μια σχέση συνενοχής, τον κάνουν να θεωρεί ότι μόνο αυτός τα διαβάζει και, το κυριότερο, μόνο αυτός τα καταλαβαίνει. Πρόκειται εντούτοις για μια αριστοκρατική αναγνωστική νιρβάνα από την οποία ήταν αρκετή να βγάλει όσους την είδαν η μαζική και πολυφωνική παράσταση του Πεθαίνω σαν χώρα. Το κείμενο, μακράν το γνωστότερο έργο του Δημητριάδη, γραμμένο το 1978 και εμπνευσμένο από την εμπειρία της επιστράτευσης του 1974, συναιρεί διάφορα επίπεδα γλώσσας και μια σειρά προφανείς και λιγότερο προφανείς λογοτεχνικές και ιστορικές παραπομπές (Θουκυδίδης, Βίβλος, Γιατρός Ινεότης του Χειμωνά, ελληνικός εμφύλιος, χούντα) καθώς αφηγείται το τέλος ενός κόσμου όπως τον ξέρουμε.
«Την χρονιά εκείνη καμιά γυναίκα δεν έπιασε παιδί». Έτσι αρχίζει η εσχατολογική περιγραφή μιας χώρας που περιμένει την ολοκληρωτική της ήττα, μια εξιστόρηση που είναι σαν να αναπτύσσει το καβαφικό «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» στα όριά του. Η γλώσσα, η λογοτεχνία, το έθνος, η πατριά, η πατρίδα, η ίδια η έννοια της κουλτούρας ως καταγραφής της συλλογικής εμπειρίας, αποσαρθρώνονται στο Πεθαίνω σαν χώρα, διαλύονται εις τα εξ ων συνετέθησαν (δηλαδή σε λέξεις κι αφηγήσεις), απορρίπτονται ως ξένα σώματα. Όλα διαλύονται καθώς «καταρρέει το νότιο μέτωπο», και «καταρρέει και το ανατολικό μέτωπο», και «πραγματοποιείται η μετάβαση από τον έναν ιστορικό κύκλο στον άλλο». Τελειώνει το κείμενο: «Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει... Μας πίνει το αίμα, μας το πίνει». Και δεν ξέρεις αν εννοεί την Ελλάδα, την κάθε χώρα, την (εθνική) ταυτότητα, ή απλώς τον Λόγο και την έκφραση- ίσως και όλα τα παραπάνω μαζί ως συγκοινωνούντα δοχεία. Στην παράσταση του Μαρμαρινού, περιστοιχισμένη από εκατοντάδες κομπάρσους- συμπολίτες μιας νέας χώρας σε αναμονή-, τις φράσεις αυτές τις διάβασε καταπληκτικά η Μπέμπα Μπλανς· ως άλλη Ευδοκία σε λογοδιάρροια, ξεκινούσε με τη σπασμένη της φωνή κι έλεγες εδώ είμαστε. Αίφνης αυτό που οι περισσότεροι έχουν συνηθίσει να εκτιμούν με όρους αποκλειστικά αισθητικούς (ως οριακό κείμενο της νεοελληνικής λογοτεχνίας), γινόταν ένα κείμενο λαϊκό, με την έννοια του έργου που ανοίγεται στη χρήση του, που προκαλεί υπερβολές και παρανοήσεις, που το υποδέχεται κανείς ως χειρονομία και το συμπληρώνει κατά βούληση. Γινόταν επίσης ένας λόγος απολύτως επίκαιρος, καίρια αντιρρητικός στην πατριδοκαπηλία, τον ρατσισμό, την αποπνικτικότητα της εθνικής ιστορίας και τον λαϊκισμό των προβολών της.
Απλά αντιτίθεμαι
Ίσως αυτή είναι η καλύτερη συγκυρία να προσεγγίσει ένα ευρύτερο κοινό το έργο του Δημητριάδη- αρχίζοντας από το πρόσφατο βιβλίο Η εμπράγματη φαντασία , πολύ φροντισμένη συλλογή κειμένων, συνεντεύξεων, άρθρων γραμμένων στη διάρκεια σχεδόν τριάντα χρόνων. Το βιβλίο αξίζει να το δει κανείς ως την αυτοπαρουσίαση ενός διανοουμένου με μια πολύ συγκεκριμένη πρόταση για τη γλώσσα και τη γραφή, τη λογοτεχνία και τη δημιουργική σκέψη γενικότερα. Εννοώ δηλαδή ότι όλα αυτά τα «γράφουμε πάντα εν όψει μιας ολοκληρωτικής καταστροφής», και «συγγραφέας είναι αυτός που καταγράφει αυτό που του υπαγορεύει η γραφή», και «ταυτίζω τη λογοτεχνία με την πολιορκία μιας Αλήθειας», και «η Τέχνη είναι το ύψιστο», με τα οποία ο Δημητριάδης χτίζει επί δεκαετίες τη συγγραφική του ιδεολογία, πρέπει κανείς να τα διαβάσει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Προϋποθέτουν το μοντέρνο ως επιβλητικό κι ενοχλητικό παρελθόν, συνδιαλέγονται και εμπεριέχουν τον Μπένγιαμιν, τον Χάιντεκερ, τον Μπλανσό, τον Μπατάιγ, τον Ντεριντά, τον Μπαρτ, τον Χειμωνά. Το ενδιαφέρον νομίζω έγκειται στο πώς όλη αυτή η γενεαλογία υιοθετείται για να στηρίξει το πολυσχιδές έργο ενός ανθρώπου που γράφει ελληνικά, παρεμβαίνει με έναν πολύ δικό του τρόπο στο ελληνικό γίγνεσθαι («Δεν συμμετέχω σε δημόσιο διάλογο. Απλά αντιτίθεμαι», τελειώνει ένα κείμενό του για τον λαϊκισμό γραμμένο το ΄90), και τελικά τοποθετείται ακριβώς στο πλαίσιο αυτού που σε πρώτη ανάγνωση δυναμιτίζει: την ελληνική λογοτεχνία και κουλτούρα. Αυτός ο συγγραφέας που δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι δεν τον ενδιαφέρει η νεοελληνική λογοτεχνία και τα ελληνικά πράγματα («σχεδόν όλη η νεοελληνική λογοτεχνία είναι περιττή, για πέταμα, ένα σκουπίδι»), έχει ενδιαφέρον ακριβώς για το πώς αντιμετωπίζει την ελληνικότητα ως νεύρωση, πώς χρησιμοποιεί παλιμψηστικά την ελληνική γλώσσα και πώς αυτοτοποθετείται εντός της χώρας την οποία έχει φροντίσει, με το καταγωγικό κείμενο όλου του έργου του, να θανατώσει.