.
Τελικά ένα νέο αγόρι ίσως τηνέιτζερ που περπατούσε με μερικά άλλα αγόρια στην Market Streeet του Πάτερσον, πιο κάτω απ’ το Δημαρχείο κι απ’ τη τράπεζα και το μεγάλο κατάστημα Σουνμέικερ πριν τρία ή δύο χρόνια, όταν τριγυρνούσα στο κέντρο της πόλης, ποιος ξέρει για ποιο λόγο. Δεν είχε ούτε τη ζωώδικη λαμπρότητα του Σπανιόλου, ούτε τον πόνο και τη διανόηση των άλλων, ούτε την ηλικία τους’ ήταν μάλλον κοντός, σε πρώτη ματιά πολύ κοντός (σαν να είχε κατσιάσει από το κάπνισμα), και φορούσε πολύ κολλητά τζην’ είχε όμως ωραίο σώμα, σφιχτούς γοφούς και δυνατά και συμπαγή γεννητικά όργανα που τέντωναν τα εφαρμοστά τζην, και μπορεί να φόραγε κι ένα βρώμικο φανελάκι στο φαρδύ κοντόχοντρο στήθος του (παρόλο που δεν ήταν νάνος, απλώς ένας μικροκαμωμένος δυνατός έφηβος) – κι ένα συνηθισμένο ούτε άσχημο ούτε όμορφο πρόσωπο – κι όμως, μόλις τον πρωτοαντίκρισα περνώντας από δίπλα του, ένιωσα σχεδόν να λιποθυμώ απ’ το κύμα της βρώμικης σεξουαλικότητας, πραγματικής απλοϊκής γνώσης, αθώου αισθησιασμού’ ελευθερία του σώματος, δύναμη στο στομάχι και στους γοφούς του. Περπατούσε στο δρόμο κι εγώ τον ακολουθούσα. Με είχε μαγέψει τόσο – το σώμα μου αντιδρούσε στο δικό του σαν μαγνήτης – ένιωθα ταραχή, έλξη, ναυτία στο στομάχι απ’ τον πόθο – η αμεσότητα του κορμιού του – μιλούσε με κάτι ψιλόλιγνους ασχημάτιστους νεαρούς, κάπνιζε άνετα ένα τσιγάρο, μιλούσε περιγράφοντας μάλλον κάποια κατάκτηση, ή κομπάζοντας για τη δήθεν συμμετοχή του σε συμμορία ή κρησφύγετο. Ποτέ στη ζωή μου δεν ξανάδα κάποιον που να θέλω να ενώσω τόσο πολύ μαζί του το κορμί μου – εκτός ίσως π’ τον πρωτόγονο Σπανιόλο του Χιούστον. .
Τελικά ένα νέο αγόρι ίσως τηνέιτζερ που περπατούσε με μερικά άλλα αγόρια στην Market Streeet του Πάτερσον, πιο κάτω απ’ το Δημαρχείο κι απ’ τη τράπεζα και το μεγάλο κατάστημα Σουνμέικερ πριν τρία ή δύο χρόνια, όταν τριγυρνούσα στο κέντρο της πόλης, ποιος ξέρει για ποιο λόγο. Δεν είχε ούτε τη ζωώδικη λαμπρότητα του Σπανιόλου, ούτε τον πόνο και τη διανόηση των άλλων, ούτε την ηλικία τους’ ήταν μάλλον κοντός, σε πρώτη ματιά πολύ κοντός (σαν να είχε κατσιάσει από το κάπνισμα), και φορούσε πολύ κολλητά τζην’ είχε όμως ωραίο σώμα, σφιχτούς γοφούς και δυνατά και συμπαγή γεννητικά όργανα που τέντωναν τα εφαρμοστά τζην, και μπορεί να φόραγε κι ένα βρώμικο φανελάκι στο φαρδύ κοντόχοντρο στήθος του (παρόλο που δεν ήταν νάνος, απλώς ένας μικροκαμωμένος δυνατός έφηβος) – κι ένα συνηθισμένο ούτε άσχημο ούτε όμορφο πρόσωπο – κι όμως, μόλις τον πρωτοαντίκρισα περνώντας από δίπλα του, ένιωσα σχεδόν να λιποθυμώ απ’ το κύμα της βρώμικης σεξουαλικότητας, πραγματικής απλοϊκής γνώσης, αθώου αισθησιασμού’ ελευθερία του σώματος, δύναμη στο στομάχι και στους γοφούς του. Περπατούσε στο δρόμο κι εγώ τον ακολουθούσα. Με είχε μαγέψει τόσο – το σώμα μου αντιδρούσε στο δικό του σαν μαγνήτης – ένιωθα ταραχή, έλξη, ναυτία στο στομάχι απ’ τον πόθο – η αμεσότητα του κορμιού του – μιλούσε με κάτι ψιλόλιγνους ασχημάτιστους νεαρούς, κάπνιζε άνετα ένα τσιγάρο, μιλούσε περιγράφοντας μάλλον κάποια κατάκτηση, ή κομπάζοντας για τη δήθεν συμμετοχή του σε συμμορία ή κρησφύγετο. Ποτέ στη ζωή μου δεν ξανάδα κάποιον που να θέλω να ενώσω τόσο πολύ μαζί του το κορμί μου – εκτός ίσως π’ τον πρωτόγονο Σπανιόλο του Χιούστον. .
Άλλεν Γκίνσμπεργκ: Ημερολόγια (Εστία)
.
Πιέστε εδώ για να διαβάσετε τη συνέντευξη που έδωσε ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ στην Ι. Σασλόγλου για το περιοδικό "Πρόσωπα"(1991)
Ο δημιουργός των Μπιτ
ΑπάντησηΔιαγραφήAllen Ginsberg
ΝΤ. ΣΙΩΤΗΣ (TO BHMA 13/4/1997)
Το «Ουρλιαχτό» του το 1955, μετά από μια δημόσια απαγγελία στην αίθουσα τέχνης Six Gallery του Σαν Φρανσίσκο, ταρακούνησε όχι μόνο τα νερά της τότε ατάραχης αμερικανικής ποιητικής σκηνής αλλά και τα θεμέλια της αμερικανικής κοινωνίας γενικότερα. Ενα χρόνο αργότερα, το 1956, ο εκδότης του «Ουρλιαχτού» Λάρι Φερλινγκέτι, φλερτάροντας με τη λογοκρισία, σέρνεται στα δικαστήρια γιατί τόλμησε να εκδώσει ένα «άσεμνο» ποίημα ενώ ο εκδοτικός του οίκος City Lights γίνεται στόχος τρομοκρατικής επίθεσης της αστυνομίας της πόλης του Σαν Φρανσίσκο. Η απόφαση είναι απαλλακτική, το δικαστήριο βρίσκει αθώο τον Φερλινγκέτι και η υπόθεση της ποιητικής συλλογής του 30χρονου Αλεν Γκίνσμπεργκ γίνεται γνωστή σε ολόκληρη την Αμερική, από τον Ειρηνικό ως τον Ατλαντικό Ωκεανό και από τα Βραχώδη Ορη ως τον Κόλπο του Μεξικού.
Στην πρώτη εκείνη ανάγνωση του «Ουρλιαχτού» μεταξύ των ακροατών ήταν και οι ποιητές Φίλιπ Λαμαντία, Γκάρι Σνάιντερ, Φίλιπ Γουόλεν, Λάρι Φερλινγκέτι και Μάικλ Μακλούρ και σε εκείνη τη μισοφωτισμένη αίθουσα τέχνης άρχισε η ιστορία των Μπιτ, που φαίνεται ότι έφθασε σε ένα φυσιολογικό τέλος με τον θάνατο από καρκίνο του ήπατος του Αλεν Γκίνσμπεργκ, το περασμένο Σάββατο, στις 5 Απριλίου, στη Νέα Υόρκη. Ηταν μια ομάδα από νέους συγγραφείς και ποιητές, μεταξύ 20 και 30 χρόνων, που είχε ένα όραμα για μια Αμερική η οποία δεν θα έπρεπε να έχει ίνδαλμά της την οικονομική ευμάρεια, τον μόλις εμφανιζόμενο καταναλωτισμό και τον αστικό εφησυχασμό, αλλά ήταν ποτισμένη και από τον ιδεαλισμό της ανατρεπτικής δύναμης του στίχου. Αυτά στα μέσα της δεκαετίας του '50, στη σκοταδιστική εποχή του Μακαρθισμού επί προεδρίας Αϊκ Αϊζενχάουερ.
Τον είπαν πατριάρχη και (ανεπίσημο) εκπρόσωπο του ριζοσπαστικού λογοτεχνικού κινήματος των Μπιτ, που άνοιξε διάπλατα τις πύλες μιας ποίησης και μιας γενιάς που χάραξε ανεξίτηλα όχι μόνο την αμερικανική ποίηση αλλά και το παγκόσμιο ποιητικό στερέωμα. Ο ίδιος ήταν μια φιγούρα καλτ (a cult figure), μια αστραπή που έδινε ενέργεια στον πολιτικό ακτιβισμό και στη σεξουαλική επανάσταση, ένας διεθνής ταραξίας που έθετε υπό συνεχή κατηγορία όσους καταπατούσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη, ένας ναρκοθέτης του πλούτου, της τυποποιημένης επανάπαυσης και της καταπίεσης των μειονοτήτων, των φτωχών και των κατατρεγμένων,
Γιος μιας Ρωσίδας εμιγκρέ, της μαρξίστριας Ναόμι Λέβι, και ενός μέτριου λυρικού ποιητή, του δάσκαλου Λιούις Γκίνσμπεργκ, ο Αλεν από μικρό παιδί μαθαίνει από τον πατέρα του την τεχνική της ποίησης. Από το 1942 ως το 1948 γράφει τα πρώτα του ποιήματα, με μέτρο και ρυθμό, που θα εκδοθούν 30 χρόνια αργότερα, το 1972, υπό τον τίτλο «The Gates of Wrath». Το 1944, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, θα γνωρίσει τον Καναδό Ζαν Λουί (Τζακ) Κέρουακ και τον Ουίλιαμ Μπάροουζ, το 1946 τον Νιλ Κάσαντι, το 1951 τον Γκρέγκορι Κόρσο και το 1954 τον Πίτερ Ορλόφσκι που θα είναι ο μόνιμος (και όχι μόνο ερωτικός) σύντροφός του ως το 1989.
Ετσι δημιουργείται ο πυρήνας των Ποιητών Μπιτ, μιας λογοτεχνικής ομάδας που συνέδραμε στη διαμόρφωση του παγκόσμιου πολιτιστικού χάρτη, αν αναλογιστούμε τις επιδράσεις των Μπιτ όχι μόνο στην ποίηση και στη ροκ μουσική αλλά και στο θέατρο και στη φωτογραφία ακόμη και στην ψυχολογία: είναι γνωστές οι σχέσεις και οι δεσμοί που είχαν με τους Μπιτ ο ψυχολόγος Τίμοθι Λίρι, οι τραγουδιστές Μπομπ Ντίλαν, Τζέρι Γκαρσία, Λου Ριντ, Τζάνις Τσόπλιν, Ντέιβιντ Μπόουι και Τομ Γουέιτς, οι ρώσοι ποιητές Γεβγένι Γεφτουσένκο και Αντρέι Βοζνεζένσκι, ο ανθρωπολόγος και εθνομουσικολόγος Χάρι Σμιθ, ο φωτογράφος και κινηματογραφιστής Ρόμπερτ Φρανκ, ο ζωγράφος Γουίλεμ ντε Κούνινγκ, οι ιταλοί ζωγράφοι Σάντρο Τσία και Φρανσέσκο Κλεμέντε, ο νικαραγουανός ιερωμένος ποιητής Ερνέστο Καρντενιάλ, ο φωτογράφος Ρίτσαρντ Αβεντον και η συγγραφέας Κάθι Εϊκερ. Ολοι αυτοί εμπνεύσθηκαν και επηρεάστηκαν βαθύτατα από το κίνημα των Μπιτ και εξακολουθούν και σήμερα, ο καθείς με τον τρόπο του και με το έργο του, να διακηρύττουν τα μηνύματα της παρέας της αίθουσας τέχνης Six Gallery, μηνύματα ανοιχτότητας, υπερβατικότητας, αυθόρμητης έκφρασης και αισθημάτων που βασίζονται στις αισθήσεις και στη φαντασία.
Τον Οκτώβριο του 1979 οι Μπιτ, με τον Γκίνσμπεργκ επικεφαλής, κάνουν μια κοινή εμφάνιση στο καφέ Σαβόι Τίβολι του Σαν Φρανσίσκο. Μεταξύ των συμμετεχόντων είναι και οι πέντε του πρωταρχικού πυρήνα του 1955 (Φίλιπ Λαμαντία, Μάικλ Μακλούρ, Γκάρι Σνάιντερ, Φίλιπ Γουόλεν και Λάρι Φερλινγκέτι) και σε αυτούς τώρα έχουν προστεθεί οι Ανν Γουόλντμαν, Ιμάμου Αμίρι Μπαράκα (πρώην Λι Ρόι Τζόουνς), Μπομπ Κάουφμαν, Χάρολντ Νορς, Τζακ Χίρσμαν, Γκρέγκορι Κόρσο, Κένεθ Ροξ, Ρόμπερτ Ντάνκαν, Πίτερ Λεμπλάνκ, Χάουι Σράγκερ και οι νεότατοι Νίλι Τσερκόφσκι, Νταϊάν ντι Πρίμα, Τομ Κιούσον, Στιβ Σούτσμαν και άλλοι. Ο κύκλος των Μπιτ έχει διευρυνθεί αλλά η φωνή τους δεν είναι τόσο ισχυρή όσο ήταν τη δεκαετία του '50. Ενας από τους λόγους είναι ότι τώρα, το 1979, υπάρχει σεξουαλική απελευθέρωση, τα ναρκωτικά και η ομοφυλοφιλία δεν είναι ταμπού, ο πόλεμος του Βιετνάμ έχει λήξει και οι ίδιοι οι Μπιτ, έχοντας γίνει καθεστώς, έχουν πιο αδύναμα αντανακλαστικά σε ό,τι τόσα χρόνια τούς έβρισκε αντίθετους.
Τη δεκαετία του '60 ο Γκίνσμπεργκ θα ταξιδέψει σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, στην Ινδία, στην Κούβα και στο Μαρόκο, όπου, εκτός από την εμπειρία των ναρκωτικών και του έρωτα, θα θέσει τις αρχές των σχέσεων μεταξύ Underground και Transcendental. Ο νεαρός ποιητής ένιωθε να κινείται το ίδιο άνετα ανάμεσα στα καφέ του Σαν Φρανσίσκο και της Νέας Υόρκης και στα κοινόβια των γκουρού της Ινδίας. Υπήρξε η τέλεια γέφυρα που ένωνε την ανατροπή με τον διαλογικό υπερβατισμό.
Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του '70 ο Αλεν Γκίνσμπεργκ θα στραφεί προς τον βουδισμό και θα διδάξει την ποιητική τέχνη στο Ινστιτούτο Νουρόπα του Τρούμπα Ρίμποσε, ενός θιβετιανού γκουρού που αφιέρωσε τη ζωή του στη διάδοση της βουδιστικής θρησκείας. Οι φίλοι του Γκίνσμπεργκ είπαν τότε ότι ο λόγος που έκανε τον ποιητή να στραφεί προς το Ινστιτούτο Νουρόπα ήταν γιατί «πάντα ήθελε να γίνει δάσκαλος και ο Ρίμποσε του έδωσε αυτή την ευκαιρία». Αυτά στο Μπόλντερ του Κολοράδο, όπου ο Αλεν Γκίνσμπεργκ προσκάλεσε να διδάξουν και άλλοι ομοϊδεάτες της γενιάς του, όπως οι Ουίλιαμ Μπάροουζ, Γκάρι Σνάιντερ, Λάρι Φερλινγκέτι και άλλοι, αλλά και ο Ελληνας της Νέας Υόρκης Νίκολας Κάλας.
Ο Αλεν Γκίνσμπεργκ ξεπέρασε την εποχή του. Η ποίησή του έχει τις ρίζες της στους Γάλλους Αρθούρο Ρεμπό και Κάρολο Μποντλέρ, στον Αγγλο Ουίλιαμ Μπλέικ και στους Αμερικανούς Γουόλτ Γουίτμαν, Φρανκ Ο' Χάρα και Εζρα Πάουντ. Η ποίησή του είναι το καταστάλαγμα μιας γενιάς που είχε αποξενωθεί από τον mainstream κοινωνικό ιστό και είναι βέβαιο ότι το «Ουρλιαχτό» του θα ηχεί δυνατά ακόμη για πολλές δεκαετίες στα αφτιά όσων τολμούν να έρχονται σε ρήξη με τη συμβατικότητα και την επανάπαυση και που πιστεύουν στην ανατρεπτική δύναμη της ποίησης.