Έρωτας στα χρόνια του Ίντερνετ
(απόσπασμα)
[...].Οι σχέσεις που κατά καιρούς διατηρούσα, αν και υποπτεύονταν τις δραστηριότητές μου, δεν έψαχναν, δε ρώταγαν, απλώς ανέχονταν. Αντίθετα, όταν εγώ μάθαινα κάποια απιστία τους, γινόμουν θηρίο ανήμερο και κήρυττα την ηθική. Μετά, τους έδιωχνα. Δεν ασπάστηκα ποτέ τη δημοκρατία που, υποτίθεται, πρέπει να διέπει έναν δεσμό. Το δικαίωμα στην απιστία το διατηρούσα και ίσχυε μόνο για μένα. Εξάλλου, απέφευγα να ερωτεύομαι. Μου αρκούσε η συνήθεια. Ήξερα από παλιότερες ιστορίες μου πως θα υπέφερα με ζήλιες και κτητικότητες. Υποδουλωμένος στο απρόσωπο σεξ λοιπόν, επέστρεφα ξεθεωμένος στην αγκαλιά του εκάστοτε μόνιμου φίλου και οι όποιες τύψεις με έκαναν τρυφερότερο απέναντί του, όσο κι αν η σκέψη μου έμενε στα σώματα που είχα εγκαταλείψει πριν λίγο.
Οι άπειρες εμπειρίες, βίαιες και γλυκές, με τον καιρό ξεχνιούνταν στα επιμέρους και συγχωνεύονταν όλες σε μια γενική αίσθηση ξεπατώματος. Δε θυμόμουν με ποιους πήγαινα και τι έκανα. Μπερδευόμουν. Μεγάλωνα κιόλας, γκριζάριζαν τα μαλλιά, βάραινα, οι αντοχές μειώνονταν. Τα βλέμματα επιθυμίας που εστιάζονταν πάνω μου, πήραν να λιγοστεύουν. Προτιμούσα όλο και μικρότερες ηλικίες. Αλλά οι άβγαλτοι πιτσιρικάδες είχαν βρει πιο σύγχρονους και βολικούς τρόπους αναζήτησης του σεξ.
Οι καιροί έφεραν το ίντερνετ και οι περιορισμένες πιάτσες της Θεσσαλονίκης τους μπάτσους και τα τσόλια. Οι επιδρομές έγιναν ασφυχτικές, επικίνδυνες. Και πριν με εγκαταλείψουν τα αντανακλαστικά μου και βρεθώ ξεφτιλισμένος σε ασφάλειες ή ξυλοδαρμένος σε νοσοκομεία, αποφάσισα να αραιώνω τις επισκέψεις στα πάρκα και να προσχωρήσω, αυτοδίδακτος, στο μπουρδέλο του διαδικτύου.
Λίγο πριν εγκαινιάσω τον μεταχειρισμένο υπολογιστή που απόκτησα, απόγευμα στο πάρκο γνώρισα έναν 20χρονο από Ξάνθη. Με ακολούθησε σπίτι φοβισμένος μην τον πάρει μάτι κάνας συμφοιτητής του. Ήταν ο πρώτος που κάθισε μπροστά στο μηχάνημα. Σπούδαζε και κάτι σχετικό. Με δέος τον έβλεπα ν’ ανοίγει “παράθυρα”, ν’ αλλάζει εικόνες η οθόνη, να πληκτρολογεί και να πέφτουν βροχή τα ονόματα και οι προτάσεις. Βυθιζόταν στον ηλεκτρονικό κόσμο και αρνιόταν να μου δείξει το παραμικρό.
Προφήτευε πως έτσι και μάθαινα, θα σπαταλούσα πολλές ώρες. Τον απέκρουα κατηγορηματικά γιατί δεν ανήκα στην εθισμένη σε κάτι τέτοια γενιά του. Τη βραδιά που ανακάλυψα τα πρώτα κονδυλώματα στο κωλαράκι του και πήρε πόδι, έκανα κουτσά στραβά τα παρθενικά μου βήματα στο “πάρκο” του chat.
Ο μικρός προέβλεψε σωστά. Για να προκύψει αποτέλεσμα από το σχετικό αλισβερίσι, ήθελε χρόνο, πολύ χρόνο. Αρχικά έπρεπε να μάθω να πληκτρολογώ με ταχύτητα, να καταλάβω πώς μετατρέπονται τα ελληνικά σε greeklish, τις ορολογίες και τις συντομογραφίες. Ξημερωνόμουνα με τα μάτια κατακόκκινα και πρησμένα. Κι ένα κεφάλι καζάνι από τις συνομιλίες, που ήταν εκνευριστικά επαναλαμβανόμενες, συνοπτικές και στερεότυπες: stats (ηλικία, ύψος, βάρος), γούστα, εμπειρίες, περιοχή, αγαπημένη στάση, αν είσαι του κυκλώματος, επάγγελμα, όνομα, βίτσια, μέγεθος. Ανταλλαγές foto, απαιτήσεις για ραντεβού πρωινιάτικα, ακυρώσεις της τελευταίας στιγμής, στησίματα, εκνευρισμός. Ανασφαλή ή ξιπασμένα παιδιά που μερικά ίσως και να μην είχαν κάνει σεξ ποτέ έως τότε, οι μόνιμοι του chat. Τα “nicks” τους συνηθισμένα ή ακατάληπτα, ανύπαρκτα ελληνικά, ανιαρές και ασαφείς κουβέντες. Ένας σημερινός Ηλίας Πετρόπουλος θα κατέγραφε λαβράκια…
Το ειδικό σημειωματάριό μου γέμιζε από νούμερα κινητών, ονόματα, ηλικίες, χαρακτηριστικά, ρόλους. Ζήτημα αν συναντιόμουν με έναν στους δέκα. Ασχημούληδες οι περισσότεροι, ατσούμπαλοι, σπυριάρηδες, υπέρβαροι, κομπλεξικοί, παρανοϊκοί, βιτσιόζοι πριν ξετσουτσουνίσουν, κάθε καρυδιάς καρύδι, που οχυρώνονταν πίσω απ’ την ανωνυμία. Βέβαιο ήταν πως όσοι παρίσταναν τους δύσκολους και ρωτούσαν άχρηστες λεπτομέρειες, είχαν πρόβλημα, σε αντίθεση μ’ εκείνους που δέχονταν χωρίς κόνξες συνάντηση. Άρχισα να νοσταλγώ τον καιρό και τους τρόπους προσέγγισης στα πάρκα. Τα καλύτερα παιδιά εξάλλου θα παραμένουν “ελευθέρας βοσκής”, συμπέραινα. Όμως δίσταζα να ξεμυτίσω από την ασφάλεια του σπιτιού κι όλο ήλπιζα σε ελκυστικότερες περιπτώσεις [...].
Γιάννης Παλαμιώτης
(απόσπασμα)
[...].Οι σχέσεις που κατά καιρούς διατηρούσα, αν και υποπτεύονταν τις δραστηριότητές μου, δεν έψαχναν, δε ρώταγαν, απλώς ανέχονταν. Αντίθετα, όταν εγώ μάθαινα κάποια απιστία τους, γινόμουν θηρίο ανήμερο και κήρυττα την ηθική. Μετά, τους έδιωχνα. Δεν ασπάστηκα ποτέ τη δημοκρατία που, υποτίθεται, πρέπει να διέπει έναν δεσμό. Το δικαίωμα στην απιστία το διατηρούσα και ίσχυε μόνο για μένα. Εξάλλου, απέφευγα να ερωτεύομαι. Μου αρκούσε η συνήθεια. Ήξερα από παλιότερες ιστορίες μου πως θα υπέφερα με ζήλιες και κτητικότητες. Υποδουλωμένος στο απρόσωπο σεξ λοιπόν, επέστρεφα ξεθεωμένος στην αγκαλιά του εκάστοτε μόνιμου φίλου και οι όποιες τύψεις με έκαναν τρυφερότερο απέναντί του, όσο κι αν η σκέψη μου έμενε στα σώματα που είχα εγκαταλείψει πριν λίγο.
Οι άπειρες εμπειρίες, βίαιες και γλυκές, με τον καιρό ξεχνιούνταν στα επιμέρους και συγχωνεύονταν όλες σε μια γενική αίσθηση ξεπατώματος. Δε θυμόμουν με ποιους πήγαινα και τι έκανα. Μπερδευόμουν. Μεγάλωνα κιόλας, γκριζάριζαν τα μαλλιά, βάραινα, οι αντοχές μειώνονταν. Τα βλέμματα επιθυμίας που εστιάζονταν πάνω μου, πήραν να λιγοστεύουν. Προτιμούσα όλο και μικρότερες ηλικίες. Αλλά οι άβγαλτοι πιτσιρικάδες είχαν βρει πιο σύγχρονους και βολικούς τρόπους αναζήτησης του σεξ.
Οι καιροί έφεραν το ίντερνετ και οι περιορισμένες πιάτσες της Θεσσαλονίκης τους μπάτσους και τα τσόλια. Οι επιδρομές έγιναν ασφυχτικές, επικίνδυνες. Και πριν με εγκαταλείψουν τα αντανακλαστικά μου και βρεθώ ξεφτιλισμένος σε ασφάλειες ή ξυλοδαρμένος σε νοσοκομεία, αποφάσισα να αραιώνω τις επισκέψεις στα πάρκα και να προσχωρήσω, αυτοδίδακτος, στο μπουρδέλο του διαδικτύου.
Λίγο πριν εγκαινιάσω τον μεταχειρισμένο υπολογιστή που απόκτησα, απόγευμα στο πάρκο γνώρισα έναν 20χρονο από Ξάνθη. Με ακολούθησε σπίτι φοβισμένος μην τον πάρει μάτι κάνας συμφοιτητής του. Ήταν ο πρώτος που κάθισε μπροστά στο μηχάνημα. Σπούδαζε και κάτι σχετικό. Με δέος τον έβλεπα ν’ ανοίγει “παράθυρα”, ν’ αλλάζει εικόνες η οθόνη, να πληκτρολογεί και να πέφτουν βροχή τα ονόματα και οι προτάσεις. Βυθιζόταν στον ηλεκτρονικό κόσμο και αρνιόταν να μου δείξει το παραμικρό.
Προφήτευε πως έτσι και μάθαινα, θα σπαταλούσα πολλές ώρες. Τον απέκρουα κατηγορηματικά γιατί δεν ανήκα στην εθισμένη σε κάτι τέτοια γενιά του. Τη βραδιά που ανακάλυψα τα πρώτα κονδυλώματα στο κωλαράκι του και πήρε πόδι, έκανα κουτσά στραβά τα παρθενικά μου βήματα στο “πάρκο” του chat.
Ο μικρός προέβλεψε σωστά. Για να προκύψει αποτέλεσμα από το σχετικό αλισβερίσι, ήθελε χρόνο, πολύ χρόνο. Αρχικά έπρεπε να μάθω να πληκτρολογώ με ταχύτητα, να καταλάβω πώς μετατρέπονται τα ελληνικά σε greeklish, τις ορολογίες και τις συντομογραφίες. Ξημερωνόμουνα με τα μάτια κατακόκκινα και πρησμένα. Κι ένα κεφάλι καζάνι από τις συνομιλίες, που ήταν εκνευριστικά επαναλαμβανόμενες, συνοπτικές και στερεότυπες: stats (ηλικία, ύψος, βάρος), γούστα, εμπειρίες, περιοχή, αγαπημένη στάση, αν είσαι του κυκλώματος, επάγγελμα, όνομα, βίτσια, μέγεθος. Ανταλλαγές foto, απαιτήσεις για ραντεβού πρωινιάτικα, ακυρώσεις της τελευταίας στιγμής, στησίματα, εκνευρισμός. Ανασφαλή ή ξιπασμένα παιδιά που μερικά ίσως και να μην είχαν κάνει σεξ ποτέ έως τότε, οι μόνιμοι του chat. Τα “nicks” τους συνηθισμένα ή ακατάληπτα, ανύπαρκτα ελληνικά, ανιαρές και ασαφείς κουβέντες. Ένας σημερινός Ηλίας Πετρόπουλος θα κατέγραφε λαβράκια…
Το ειδικό σημειωματάριό μου γέμιζε από νούμερα κινητών, ονόματα, ηλικίες, χαρακτηριστικά, ρόλους. Ζήτημα αν συναντιόμουν με έναν στους δέκα. Ασχημούληδες οι περισσότεροι, ατσούμπαλοι, σπυριάρηδες, υπέρβαροι, κομπλεξικοί, παρανοϊκοί, βιτσιόζοι πριν ξετσουτσουνίσουν, κάθε καρυδιάς καρύδι, που οχυρώνονταν πίσω απ’ την ανωνυμία. Βέβαιο ήταν πως όσοι παρίσταναν τους δύσκολους και ρωτούσαν άχρηστες λεπτομέρειες, είχαν πρόβλημα, σε αντίθεση μ’ εκείνους που δέχονταν χωρίς κόνξες συνάντηση. Άρχισα να νοσταλγώ τον καιρό και τους τρόπους προσέγγισης στα πάρκα. Τα καλύτερα παιδιά εξάλλου θα παραμένουν “ελευθέρας βοσκής”, συμπέραινα. Όμως δίσταζα να ξεμυτίσω από την ασφάλεια του σπιτιού κι όλο ήλπιζα σε ελκυστικότερες περιπτώσεις [...].
Γιάννης Παλαμιώτης
.
(Αναδημοσίευση από το περιοδικό HETERON ½, No 2)
(Αναδημοσίευση από το περιοδικό HETERON ½, No 2)
αυτό το κείμενο θα έπρεπε να το διαβάσουν όλοι οι "καμμένοι" που ξημεροβραδιάζονται στο gaydar και τα λοιπά sites.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια μια ακόμη φορά μπράβο για τα post που ανεβάζεις
Μόνο που, ας το σημειώσουμε κι αυτό, πάρκα δεν υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα και το ίντερνετ αποτελεί συχνά τη μοναδική ευκαιρία για τα "καλύτερα ή λιγότερα καλά" παιδιά που ζουν στις μικρές επαρχιακές πόλεις ή ακόμη και στα προάστεια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΆσε που και το πάρκο επέβαλε με τους δικούς του τρόπους διακρίσεις, να μην μιλήσουμε και για με τα πόσα ζευγάρια παπούτσια έλιωσαν σ' αυτό οι "καμένοι" κάπως μεγαλύτερης ηλικίας ομοφυλόφιλοι.
τι λες καλέ έρβα, παντού έχει ένα 'πάρκο'...
ΑπάντησηΔιαγραφή