6.7.15

ΙΒΥΚΟΣ - 1


Την άνοιξη οι κυδωνιές ανθίζουν,
ρουφούν το νερό των ποταμών,
εκεί στον απάτητο Νεραϊδόκηπο.
Κάτω από τα ισκιερά αμπελόφυλλα
αρχίζουν να γρομπιάζουν τα σταφύλια.
Ο Έρωτας ο δικός μου δεν κοιμάται ολοχρονίς.
Βοριάς Θρακιώτης σηκώνεται
από την Κύπριδα και αστραποβολεί
αδίστακτος, σκοτεινός λυσσομανά
και συνταράζει την καρδιά μου σύρριζα.

(μετάφραση Μ. Ζ. Κοπιδάκης)


Και να που ο Έρωτας κάτω από σκούρες
κοιτάζοντάς με βλεφαρίδες
με τα μάτια του με λιώνει
και με γητειές ποικίλες στ ατελείωτα
δίχτυα της Κύπριδος με ρίχνει.
Τον βλέπω να ρχεται και τρέμω
σαν άλογο που με βραβεία πολλά τιμήθηκε
και τώρα στα γεράματά του ζεμένο πάλι στο ζυγό
αθέλητα μπαίνει στο στίβο κοντά σε άλλα γρήγορ
άρματα ν αγωνιστεί.

(μετάφραση Ι. Δημητρίου)


Ο ΊβυκοςΊβυκος ο Ρηγίνος) ήταν αρχαίος Έλληνας λυρικός ποιητής από το Ρήγιο της Μεγάλης Ελλάδας του 6ου αιώνα π.Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου