Στίχοι μιας παλιάς τεχνοτροπίας
Ι
Τ’ όνειρό μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σαν μια φλόγα, και να σβήσω.
Κι αν ακόμα ζω του κάκου και γυρνώ στη γην απάνω,
μόνον ένα πια μου μένει, να την πω και να πεθάνω…
Κι όμως ούτε αυτή τη λέξη δεν μου δόθηκεν ακόμα
να την πω – και μου παιδεύει την ψυχή μου και το στόμα.
Μήτε καν αυτή τη λέξη, την απέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος να τη μάθω, μήτε χρόνος δεν μου μένει.
Κι αφού τ’ άχαρά μου χείλη δεν την πρόφεραν ακόμα,
θα την πάρω – και σαν ξένοι, θα χαθούμε μες στο χώμα…
ΙΙ
Μόνος ήρθα κάποιο βράδι – κι ήσαν όλοι γύρω μόνοι,
κι όλοι ξένοι τραγουδάμε μες στη νύχτα που σιμώνει.
Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου!
Τη στιγμή του σταυρωμού μου και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου…
Μόνος ήρθα κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου κι όπως ήρθα, και θα φύγω.
Τ’ είναι, τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
- κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου.
Ναπολέων Λαπαθιώτης
τον τσάκισαν η μοναξιά σε μέρες κατοχής και η επίγνωση μιας άχαρης ηλικίας...
ΑπάντησηΔιαγραφήΞενικός