25.12.13

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ


Χριστόφορος Λιοντάκης: Τo μαγικό ελάχιστο
tovima.gr
1953 στο Ινι, 40 χιλιόμετρα νότια του Ηρακλείου, ανθηρό χωριό τότε. Κάλαντα δεν είπα ποτέ μου. Ντρεπόμουν. Ηθελα όμως να μας τα λένε, λαχταρούσα να χτυπήσει η πόρτα. Η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν κουραστική μέρα. Αρκετοί πήγαιναν να μαζέψουν ελιές, οι περισσότεροι έσφαζαν τους χοίρους. Με το κρέας τους ετοίμαζαν ένα σωρό λιχουδιές για τις γιορτές. Μαζί με τ' άλλα παιδιά, με περιέργεια αλλά και κάποιον φόβο, παρακολουθούσαμε από μακριά τη διαδικασία της σφαγής. Περιμέναμε ένα από τα σπάνια παιχνίδια μας, την ουροδόχο κύστη. Την καθαρίζαμε, τη φουσκώναμε και παίζαμε μ' αυτήν μπάλα.
Εκείνη τη χρονιά, πριν κοιμηθώ, πήγα στον στάβλο. Το τρίχωμα των ζώων, νοτισμένο από τη ζέστη του άχυρου και τις ανάσες τους, άχνιζε και μύριζε μόχθο και υπομονή. Χάιδεψα το πουλάρι. Ηθελα ίσως να νιώσω κάτι από το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία ξυπνούσαμε χαράματα. Δεν υπήρχαν ρεβεγιόν, στολισμένα δέντρα, αλλά ούτε και η αίσθηση στέρησής τους, αφού έτσι κι αλλιώς τα αγνοούσαμε. Αλλα πυροδοτούσαν τη φαντασία μας.
Η γιαγιά ξεκίνησε πρώτη. Ξύπνησα κι εγώ. Αρχισα να ετοιμάζομαι στο μισοσκόταδο. Το σπίτι φωτιζόταν από το λυχνάρι, το τζάκι και μια λάμπα πετρελαίου. Η μόνη πολυτέλεια, τα καινούργια ρούχα και παπούτσια. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε έντρομη η γιαγιά. Την άκουσα να λέει στον πατέρα μου: «Γιαννιό, παιδί μου, έλα να με πας στην εκκλησία. Μου χίμηξαν στον δρόμο δυο σκυλιά και δεν μπορώ να περάσω». Ο πατέρας την πήρε από το χέρι κι έφυγαν. Η μητέρα έμεινε σπίτι. Ξεκίνησα γεμάτος αγωνία να μη λερώσω τα παπούτσια στις λάσπες. Λάσπες παντού - το μαρτύριο του χειμώνα. Μπήκα στην εκκλησία. Μέθυσα από τη μυρωδιά του λιβανιού και τις ζεστές ανάσες. Η γιαγιά, στριμωγμένη σε μια γωνιά, έκανε τον σταυρό της. Ο τρόμος, διάχυτος ακόμη στο πρόσωπό της.
Η εικόνα με τα σκυλιά δεν έλεγε να με αφήσει, μια φρίκη διαπερνούσε το σώμα μου. Ψαλμωδίες, λόγια ακατάληπτα μπερδεύονταν μέσα μου με γαβγίσματα σκυλιών. Η απόλυση. Στην επιστροφή κρατούσα τη γιαγιά από το χέρι. Ο ήλιος τιτλοφορούσε τα πάντα. Οι νερόλακκοι έλαμπαν. Οι άνθρωποι, ταπεινά περιποιημένοι, επέστρεφαν στα σπίτια τους. Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ξεκινούσε νωρίς. Το μενού αποκλειστικά από χοιρινό. Η γαλοπούλα άγνωστη. Γλυκά δεν υπήρχαν. Ηταν προνόμιο της Πρωτοχρονιάς.
Υστερα, περίπατοι στους λασπωμένους δρόμους. Ζώα μηρύκαζαν στη λιακάδα. Βασιλιάς των παιχνιδιών, τα μπαλόνια. Τα λέγαμε φούσκες. Καμιά σχέση με τη σύγχρονη διακοσμητική χρήση τους. Τα φουσκώναμε, τα ξεφουσκώναμε, ερεθίζονταν τα χείλη και το στόμα μας, τα κρατούσαμε αγκαλιά. Οταν έσπαγαν, το πρόσωπό μας συννέφιαζε.
Το μαγικό ελάχιστο τέλειωνε στο ηλιοβασίλεμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου