22.1.13

ΠΑΥΛΟΣ ΜΑΤΕΣΙΣ: ΕΧΩ ΜΙΑ ΑΥΤΑΠΑΤΗ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ


Παύλος Μάτεσις: Έχω μια αυταπάτη Αναστάσεως
Μια συνέντευξη του σημαντικού συγγραφέα για τη ζωή και το έργο του
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης (athensvoice.gr, 21-1-2013)
Aπό τις συνεντεύξεις άλλες φορές φεύγεις ενθουσιασμένος και άλλες καθόλου είτε γιατί κάτι δεν πήγε καλά είτε γιατί ο συνεντευξιαζόμενος φάνηκε στα μάτια σου λιγότερος από αυτό που φανταζόσουν. Η συνάντηση με τον Παύλο Μάτεσι ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Σήμερα, που πια δεν είναι μαζί μας, η ανάμνηση της συνέντευξης φέρνει δίπλα μου έναν άνθρωπο που τον διακρίνει η χαρά της ζωής, με καυστικό χιούμορ και σαρκαστική διάθεση.

«Πάω και σινεμά δωρεάν, ας είναι καλά η ατέλεια. Άσε τα θέατρα, πέρνα μωρή κουφάλα Ραραού μου λένε όλοι τους, όλο δόξα εγώ. Ραραού, μου κάνουν οι κομπάρσοι, εσύ είσαι σαν την Ελλάδα, ποτέ δεν πεθαίνεις. Πολύ που χέστηκα εγώ αν πεθαίνει η Ελλάς, μη σώσει και πεθάνει, την είδα εγώ την Ελλάδα ποτέ μου για να νοιαστώ; Η Ελλάδα είναι σαν την Παναγιά: δεν τη βλέπει κανείς μας ποτέ. Τη βλέπουμε μόνο οι μουρλοί και οι απατεώνες. Εγώ τα’ αυγά μου στο ψυγείο μου τα βλέπω. Τη σύνταξη τη βλέπω. Είμαι επιτυχημένη εγώ…» (Από τη «Μητέρα του σκύλου»)

Τι αποκομίζει από Ελλάδα ένας αλλοδαπός αναγνώστης των βιβλίων σας;
Τουριστικά ή γεωγραφικά τίποτα. Αποκομίζει μια χώρα που δεν είναι κονσερβοποιημένη. Ότι δεν είναι μια χώρα τυποποιημένη. Αυτό μπορεί να σημαίνει καθυστέρηση, αλλά μπορεί να σημαίνει και ανεξαρτησία. Τα υλικά της είναι ευτέλεια, λεβεντιά, χάρη, έξω καρδιά, χώρα των αισθημάτων και του μιρκοσυμφέροντος, όλα μαζί. Μια χώρα χειροποίητη.
Ποια φράση χαρακτηρίζει τη σημερινή Ελλάδα;
Μετά από τόσους αιώνες βασάνων, μετα από τόσους αιώνες θριάμβων, τη νέα Ελλάδα, ανεξαρτήτως της εμφάνισης κάποιων επιτυχημένων Ελλήνων, η φράση που θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει είναι «Έχω πολύ καιρό να νικήσω».
«Κύριε Μάτεσι, όταν μου τηλεφωνήσατε, απαντώντας στο μήνυμά μου, νόμιζα ότι μου κάνατε πλάκα. Η φωνή σας ακούστηκε πολύ κεφάτη, πολύ νεανική…». «Αυτό δεν είναι κομπλιμέντο. Αυτό είναι οδική βοήθεια!» Κάπου δύο ώρες πέρασαν από τη συνάντησή μας όταν ειπώθηκαν αυτά τα λόγια. Ήταν ένα απόγευμα των πρώτων ημερών του Φεβρουαρίου στον τρίτο όροφο μια πολυκατοικίας που φλέρταρε με τον Στρέφη. Δίπλα μου, καθισμένος ο Παύλος Μάτεσις έδειχνε ακόμη ν’ απορεί για τη διάθεσή του, για την οικειότητά μας. Είχε βέβαια, μεσολαβήσει, για ένα μισάωρο, το κλείσιμο του μαγνητοφώνου για κουβέντες γύρω από τη θεατρική ζωή και όχι μόνο, που έπρεπε να χαθούν χωρίς ν’ αφήσουν πίσω τους πειστήρια.
Μαζί σας μένουν οι ήρωες των βιβλίων σας;
Οι ήρωες όλοι είναι της φαντασίας μου, εκτός από μια γυναίκα, την κυρία Κανέλω στη «Μητέρα του σκύλου». Αλλά κι εκείνη την έχω… κλωνοποιήσει. Μένουν στη φαντασία μου και το καλό είναι ότι έχουν περάσει και στη φαντασία ή, κατά ένα τρόπο, στη ζωή των αναγνωστών. Μερικές φορές υπάρχουν αναγνώστες που με αναγνωρίζουν στο δρόμο και με ρωτούν για τη συνέχεια των προσώπων. Τώρα, επειδή αυτά τα πρόσωπα τα αγαπάω, τα πέρασα ως κομπάρσους στο «Πάντα καλά».
Ποια ήταν η ανάγκη που «υποχρέωσε» την επιστροφή τους;
Δεν ήταν ακριβώς ανάγκη. Ξεκίνησε από μια κλεψιά! Είχα δει τις ταινίες του Κισλόφκι, όπου στην τελευταία ταινία της τριλογίας εμφανίζονται ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές των προηγούμενων ταινιών. Τη βρήκα πολύ ζεστή ιδέα. Πέρα απ’ αυτό, μ’ έχει σπρώξει σ’ αυτή την ενέργεια και η ανάγνωση του Φόκνερ. Σε όλα τα βιβλία του Φόκνερ παρακολουθούμε μερικά πρόσωπα να μετακινούνται με μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο…»


«Όταν ο κύριος του σπιτιού ξεκλείδωσε και άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του για να μπει και ν’ αναπαυτεί, όλοι οι δικοί του τον είδαν και τον κοίταξαν πρώτη φορά μέσα σε είκοσι χρόνια και του είπαν: Τι πάθατε! Παλιώσατε! Πάλιωσε, αποφάσισαν…» (Από την «Ύλη του δάσους»)

Τι είδους μουσική ακούνε τα βιβλία σας;
Πολύ γλυκιά ερώτηση. Δεν μπορώ να σου πω ακριβώς… Εγώ, πάντως, έχω μεγαλώσει, ανατραφεί και σπουδάσει με κλασική μουσική. Απεχθάνομαι το μπουζούκι, βγάζω φλύκταινες, κάτι παθαίνω. Θεωρώ αυτό το είδος τραγουδιού κακομοίρικο… Τέλος πάντων, πολλές μουσικές κυκλοφορούν μέσα σ’ αυτά τα βιβλία γιατί όταν γράφω, ακούω μουσική. Μερικές φορές όταν έχει αντίθετο ρυθμό από το ρυθμό των πράξεων, με εκνευρίζει , με ενοχλεί, βρίζω το δίσκο. Όπως βρίζω και διάφορα αντικείμενα.Μάλλον… δείγμα βλακείας. Λοιπόν, ακούνε κυρίως μεσαιωνικά τραγούδια απ’ όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα από την Ισπανία του 12ου αιώνα και μετά. Ορισμένες μελωδίες από τις συμφωνίες του Σούμπερτ επίσης, αλλά κυριαρχούν οι μουσικές του Μότσαρτ. Νομίζω ότι οι τελευταίες είναι οι πιο ιδανικές γιατί κρύβουν δραματικότητα. Ο Μότσαρτ έχει μια ευγένεια… γιαπωνέζικη. Ο Γιαπωνέζος λέει ότι είναι αγένεια να δείξω σ’ εσένα το ξένο το βάσανό μου. Και κάτω από την υπέροχη μουσική του Μότσαρτ υπάρχει μια δραματικότητα αβάσταχτη. Κι’ αυτό μου αρέσει.
Τόσο λαϊκοί ήρωες ν’ ακούνε τόσο «εκλεπτυσμένη» μουσική!
Ταιριάζει σ’ εμένα και δεν ξέρω αν ταιριάζει σ’ εκείνους. Εξάλλου, εγώ τους αφήνω να γράφουν και εγώ δεν είμαι τίποτα άλλο από ένα καλό μουλάρι, το οποίο ξέρει το δρόμο, γιατί συνήθως οι δρόμοι στα βιβλία είναι κακοτράχαλοι –ιδιαίτερα στον «Παλαιό των ημερών»–, ώστε ο αναβάτης να μην έχει λόγο να φοβάται.
Δημιουργείτε… Έλληνες. Τους δίνετε λόγο και σκέψη. Τους καθοδηγείτε μέχρι τέλους ή στην πορεία ανακαλύπτετε ότι έχουν πάρει το πάνω χέρι, ότι αυτοί πλέον σας καθοδηγούν;
Όχι, στην πορεία, από την αρχή. Εγώ δεν κυνηγάω υποθέσεις, δεν κυνηγάω μύθους, δεν κυνηγάω να γράψω. Με επισκέπτονται κι από εκεί και πέρα είμαι υπηρέτης τους. Έρχονται διάφορες ιδέες. Μάλλον, καλύτερα εικόνες, γιατί όταν πρόκειται για ιδέες, βγαίνει δοκίμιο. Μετά έρχονται και άλλες, όχι απαραίτητα συγγενικές με την προηγούμενη, κι εγώ τις αφήνω. Αν είναι κάτι που αξίζει να μην ξεχαστεί, δεν θα το ξεχάσω. Αυτές οι εικόνες πυκνώνουν, αποκτούν αιτία ζωής, φτιάχνουν ένα… ύφασμα στον αργαλειό. Τώρα μ’ έχει επισκεφτεί ένα μυθιστόρημα κι ένα θεατρικό έργο. Ξέρω ακριβώς τι θα κάνω. Αλλά επειδή είμαι κουρασμένος από την πολλή δουλειά, τα αφήνω για λίγο αργότερα…


«Εκείνος που γράφει τη ζωή σου, μερίμνησε και για τη δική μου. Και του σκυλιού μου. Δεν μας αφήνει να χαθούμε. Μπορεί και να ζήσουμε περισσότερο εμείς. Εκείνος σου στέλνει τον καφέ. Και αν θες να τον δεις πώς είναι, νατος, πέρα στο δρόμο περνάει βιαστικός, αυτός ο άχαρος στη δημοσιά. Πλάι του τρέχουν ένα άσπρο σκυλάκι κι ένα φωτάκι…» (Από το «Πάντα καλά»).

Οι ήρωές σας κουβαλούν κάτι από εσάς;
Ποτέ μου δεν έχω γράψει πράγματα από τη ζωή μου. Αυτά αφορούν εμένα και τους δικούς μου, τα σέβομαι και δεν θέλω να δω κανενός είδους καπήλευση. Ό,τι γράφω, βγαίνει από τη φαντασία μου. Βέβαια παρεμβαίνει και η ιστορία. Στη «Μητέρα του σκύλου» μιλάω για την Κατοχή. Αυτό είναι το πλαίσιο, η κορνίζα του πίνακα. Βεβαίως, η Ελλάδα ως «κορνίζα» είναι ταλαίπωρη και κραυγαλέα και πολλές φορές από κομπάρσα που τη βάζεις, βγαίνει και παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Το άλλο είδος, ότι πρέπει να πεθάνει το παιδί για να γράψω στίχο, δεν το γνώρισα… το θεωρώ και λίγο πρόστυχο. Νομίζω ότι υπάρχουν δύο δρόμοι γραφής. Ο ένας είναι όταν λες στον αναγνώστη «κάτσε να σου πω τον καημό μου» και ο άλλος δρόμος είναι να του πεις: «Για έλα εδώ να σου πω τον καημό σου». Εμένα με έλκει ο δεύτερος δρόμος. Υπάρχει βέβαια και ένας τρίτος δρόμος. Κάθε σπίτι έχει μια γιαγιά, ένα γηραιό κύριο που λέει ιστορίες. Πολλοί γράφουν αυτές τις ιστορίες. Αυτό όμως δεν είναι λογοτεχνία, είναι χρονικό.
Είσαστε μοναχοπαίδι; 
Όχι, είμαστε τέσσερα αδέλφια. Όλοι είναι καλά, με παιδιά, με οικογένεια, εύποροι. Εγώ θεωρούμαι, στο ουδέτερο γένος, το α-δι-κη-μέ-νο. Ούτε οικογένεια ούτε περιουσία ούτε τίποτα. Υπάρχει κι ένα πολύ ωραίο οικογενειακό αστείο: η αδελφή μου ήταν κάποτε σε μια παρέα, όπου ήταν γνωστή με το όνομα του συζύγου της. Μια φορά πως το έφερε η συζήτηση, ειπώθηκε ότι είναι η αδελφή μου και οι άλλοι θορυβήθηκαν. Τότε γύρισε η αδελφή μου για να πει: «Άντε καλέ, ο Παύλος τώρα…»
Που γεννηθήκατε;
Στο χωριό Δίβρη, ψηλά στο βουνό μεταξύ Αρκαδίας και Ηλίειας.
Τι όνειρα είχατε για το μέλλον σας;
Δεν είχα τα μέσα να σπουδάσω ούτε και το σκέφτηκα ποτέ. Ονειρευόμουν να γίνω αρχαιολόγος κι ακόμα έχω τον καημό. Πηγαίνω στους αρχαιολογικούς χώρους και διαβάζω όλα τα βιβλία των μεγάλων αρχαιολόγων, όσα έχουν να κάνουν με τις μεγάλες ανασκαφές, τη Γραμμική Β! Ακολουθώντας τις μεταθέσεις του πατέρα μου, γνώρισα σχεδόν όλη την επαρχία. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής φιλόλογος.
Θυμάστε το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;
Όχι, θυμάμαι, όμως, τον πρώτο ήχο. Θρόισμα φύλλων δάσους. Θυμάμαι όλα τα μέρη όπου έζησα μέχρι τα δεκαεννιά μου. Εκτός από ένα. Βρήκα μια φωτογραφία με τους γονείς μου και μια θεία μου σ’ ένα βουναλάκι και γύρω-γύρω είναι μωρά. Από πίσω, η φωτογραφία γράφει: Κύθηρα 1934. Ήξερα ότι ο πατέρας μου είχε πάρει μετάθεση στα Κύθηρα, αλλά δεν ήξερα ότι ήμουν κι εγώ εκεί. Δεν ξέρω και αν θέλω να πάω. Θα είναι τρομακτικό…να ξυπνήσουν ξαφνικά καινούργιες μνήμες…


«Ορέστης: Η κούνια μου… το μωρουδιακό μου καροτσάκι… Από τις δυό σας ποια είναι η Κλυταιμνήστρα;» (Από τη «Βουή»).

Εκτός από το διάβασμα με τι άλλο ασχολιόσασταν;
Επαιζα. Είχα βρει στα σκουπίδια ενός γιατρού τα νυστέρια και μ’ αυτά σκάλιζα ξύλα αλλά και ελαφρόπετρες. Θυμήθηκα, όμως, κάποιες εικόνες. Έχω εικόνα από την πρώτη θεατρική παράσταση που είδα στη ζωή μου. Πρέπει να ήμουν τριών ετών; Στα Καλάβρυτα, μας πήγανε στην πλατεία όπου θα έπαιζαν θέατρο. Στα καλά μας ντυμένοι, πήγαμε να δούμε κάποιον που είχε ανέβει στα ενωμένα τραπέζια του καφενείου κι έκανε διάφορα νούμερα. Θυμάμαι τον κόσμο να γελάει, όπως και το ψευδώνυμό του: Πατατίας. Εγώ, όμως, είχα σκάσει στο κλάμα γιατί είχε κολλήσει ρετσίνι στο πέδιλό μου και δυστυχούσα αφόρητα. Ένα χρόνο μετά, θυμάμαι, στο γυμνάσιο όπου δίδασκε ο πατέρας μου, πότε-πότε πρόβαλλαν ταινίες. Μια μέρα με παίρνει ο μεγαλύτερος αδελφός μου να δούμε μια. Δεν θυμάμαι αν ήταν Τσάρλι Τσάπλιν, έδειχνε πάντως, ένα παχνί όπου ένας άνθρωπος καθόταν και ένα άλογο του έτρωγε το καπέλο. Η αίθουσα σειόταν από τα γέλια, αλλά ήταν όλοι τους ψηλοί κι εγώ δεν έβλεπα τίποτε και πάλι έκλαιγα. Οι δύο πρώτες συναντήσεις με το θέματα ήταν πνιγμένες στο κλάμα.
Ποιες συναντήσεις θεωρείτε ότι καθόρισαν την εξέλιξή σας;
Είναι αλήθεια ότι ορισμένες συναντήσεις, ορισμένες ενθαρρύνσεις είναι μοιραίες. Εγώ άρχισα να γράφω 34 χρονών. Αλλά διάβαζα, σπούδαζα μουσική, ηθοποιός. Στα 22 μου διάβασα Ιονέσκο. Ξεράθηκα. Σκέφτηκα:«Γράφουν κι έτσι! Αυτό το υπερρεαλιστικό κλίμα γράφτηκε μέσα μου. Σ’ ένα χρόνο μέσα, διαβάζω Κάφκα, τη «Μεταμόρφωση». Στα αγγλικά αυτόν, τον Ιονέσκο τον είχα διαβάσει στα γαλλικά. Κοκάλωσα. Νομίζω αυτές οι δύο συναντήσεις ήταν καθοριστικές για μένα. Αμέσως μετά, πρωτοδιαβάζω Φόκνερ, «Η βουή και το πάθος», ένα πάρα πολύ δύσκολο βιβλίο, στα αγγλικά. Αυτή είναι η τρίτη μου συνάντηση.
Πιστεύετε πως αυτά τα βιβλία έβγαλαν κάτι από μέσα σας;
Ποτέ μου δεν κάνω μια αστυνομική διερεύνηση του εαυτού μου. Δεν κάνω κουτσομπολιό ψυχής. Υπάρχει μέσα μια χωριάτικη πονηρία που λέει «Μην τα ψάχνεις τα πράγματα, άσ’ τα να βγουν μόνα τους». Ήμουν ένα καλό, ήσυχο παιδί, έπαιζα, έκανα ζαβολιές, δεν είχα φάει ποτέ ξύλο… Μόλις έβγαλα το σχολείο, διορίστηκα αμέσως, στην τράπεζα, γεγονός πολύ μεγάλο για την εποχή, μια και δεν μπορούσα να σπουδάσω. Ήμαστε μετά τον εμφύλιο, μια οικογένεια χωρίς ιδιαίτερους πόρους, γι’ αυτό και έδωσα εξετάσεις. Με το βαθμό μπήκα στην τράπεζα. Ώσπου μια μέρα, στα 33 μου, δεν ξαναπήγα.
Πως ήταν η εποχή της τραπεζοϋπαλληλικής σας καριέρας;
Ήμουν πάρα πολύ καλός υπάλληλος. Έκανα βέβαια και διάφορες τρέλες. Ας πούμε, μια μέρα κλείδωσα το διευθυντή στην τουαλέτα, τον οποίο βγάλανε μετά από δύο-τρεις ώρες. Μια άλλη φορά είχα φτιάξει ένα μικρό βαρελότο, το άφησα έξω, το πάτησε ένας πελάτης κι έγινε της κακομοίρας. Έγιναν ανακρίσεις, εγώ ήμουν πολύ αθώος, ενώ οι συνάδελφοι με ρωτούσαν συνωμοτικά: «Παύλο;» Και μια μέρα αποφάσισα να φύγω, χωρίς να έχω εξασφαλίσει τίποτε άλλο. Είχα ανησυχίες, αλλά δεν ξέρω τι είδους…
Θυμάστε αυτή την πρώτη μέρα που δεν χρειάστηκε να πάτε στην τράπεζα;
Η Μητέρα μου ήταν μια εκπληκτική γυναίκα από κάθε άποψη. Ήταν πολύ νέα. Εκείνοι το πρωί έπρεπε να ξυπνήσω στις επτά για να είμαι στην τράπεζα στις οκτώ. Μέναμε Κολιάτσου. Είχε πάει οκτώ παρά κάτι κι εγώ δεν είχα σηκωθεί. Ήρθε η μητέρα μου, χτύπησε την πόρτα και με ρώτησε γιατί δεν σηκώθηκα. Εγώ της απάντησα: «Ξέρεις, δεν θα ξαναπάω στο γραφείο!». Και τότε αυτή γυρνώντας πίσω, για να βγει από το δωμάτιο, μου είπε κάτι εκπληκτικό: «Καιρός ήταν!». Καθοριστική κουβέντα και πράξη. Πρέπει να σας πω ότι δεν αποκαλύπταμε ο ένας στον άλλο τις σκέψεις μας, τις προσωπικές μας υποθέσεις. Υπήρχε μια σιωπηλή επαφή. Δεν θέλω , όμως, να τα γράψεις αυτά, γιατί είναι κάτι πολύ προσωπικά.
(Προσωπικό, αλλά ωραίο. Συγνώμη, κύριε Μάτεσι, αλλά δεν είδατε τη Ραραού με την Αρσενία, που με παρακάλεσαν να το γράψω. Τόσα είπαμε για τις ηρωίδες σας, χωρίς να τις ρωτήσουμε. Τους το χρωστούσα).
Ποια είναι η σχέση της ζωής με την τέχνη;
Η τέχνη κοσμεί το βίο του ανθρώπου, τον κάνει πιο ανεκτό, τον παρηγορεί. Η τέχνη έρχεται ως παρηγοριά. Παράδειγμα, η μουσική του Μπαχ δικαιώνει την ύπαρξη του ανθρώπου. Υπάρχει ένα ρητό: «Το μεγαλύτερο γεγονός στην ιστορία είναι ο θάνατος του ανθρώπου». Η ζωή είναι μια και ανεπανάληπτη κι εμάς μας κυνηγάει ο φόβος του θανάτου. Παράλληλα όμως δρούμε στη ζωή μας ως αθάνατοι. Οπότε, μπορούμε να πούμε ότι η τέχνη είναι μια αυταπάτη Αναστάσεως. Προσωπικά, εκτιμώ το έργο μου περισσότερο από όσο εκτιμώ εμένα. Ξέρω πως ό,τι γράφω, το κάνω για να καλυτερεύω τη ζωή μου. Έχω μια δικαιολογία υπάρξεως, μια αυταπάτη Αναστάσεως…


«…Γι’ αυτό ο τόπος είχε δικαίωμα σε ένα θαυματούργημα, να παρηγορηθεί. Γι’ αυτό περίμενα να τελέσει την Ανάσταση ο Ελισαίος. Για τον πεθαμένο γέρο δεν είχαν καμία έγνοια ή αγάπη, είτε εγερθεί είτε γίνει χώμα. Και ο Ελισσαίος δεν κατόρθωσε την Ανάσταση κι έτσι τον εκήρυξαν άτιμο και τον έδιωξαν απ’ το χωριό και τη γυναίκα του την έδωσαν με κλήρο σε άλλον άντρα, μάλιστα λένε η ίδια το ζ ήτησε πρώτη…» (Από τον «Παλαιό των ημερών»).

Ο θεατρικός λόγος τι σας παρέχει που δεν το έχετε με τη λογοτεχνική γραφή;
Εγώ είμαι του θεάτρου. Στη λογοτεχνία είμαι λαθρεπιβάτης.
Ποια είναι τα προσόντα της ελληνικής γλώσσας σε σχέση με τις άλλες γλώσσες που μιλάτε;
Μιλάω αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά. Κάθε γλώσσα έχει τα δικά της προσόντα και τα δικά της μειονεκτήματα. Η γαλλική, που έχει μια ευθυβολία εκπληκτική, έχει μια κομψότητα γι’ αυτό και δεν μπορεί να κατέβει σε πράγματα… μουντά. Όχι ότι δεν το έχουν πετύχει μεγάλοι συγγραφείς, όπως ο Ζενέ. Η ισπανική, από την άλλη, είναι μια αφάνταστα γοητευτική γλώσσα. Έχει μια σερνικάδα τρομακτική, μυρίζει αίμα, έχει ρυθμούς βαρβάτους. Η ελληνική γλώσσα είναι πολύμορφη. Το πέρασμα στους αιώνες την έκανε έτσι. Αρκεί να μη φοβηθείς και την κατατάξεις σε δημοτική ή καθαρεύουσα. Οι λέξεις είναι λέξεις, ο ήχος είναι ήχος. Πρέπει να ξέρεις να αξιοποιείς το ρυθμό, τον τονισμό των φράσεων, τη μεγαλοπρέπεια των λέξεων.

Ο Παύλος Μάτεσις πέθανε την Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013 σε ηλικία 80 ετών. Η κηδεία του θα γίνει την Τρίτη 22/1, 16.00, στο νεκροταφείο Παπάγου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου