28.1.13

ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ - 5

Εξαίρεση στο σύστημα αυτό της καταστολής αποτελούσαν οι περιπτώσεις των ανηλίκων για τους οποίους το Συμβούλιο των Δέκα εξαντλούσε όλη την επιείκεια του είτε απαλλάσσοντας τους είτε επιβάλλοντας μετριότερες ποινές. Οι αθωωτικές αποφάσεις περιορίζονται στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα και δεν υπάρχει διάκριση ενεργητικού ή παθητικού. Ελαφρυντικά στοιχεία για τον ένοχο ήταν η ανωριμότητα της ηλικίας και η μη ολοκλήρωση της πράξης. Με βάση τα κριτήρια αυτά ο κρατούμενος Νικόλαος de Vani αποφυλακίστηκε το 1409, επειδή όταν είχε διαπράξει το σφάλμα ήταν ανήλικος και δεν είχε εκσπερματίσει {quia erat minoris etatis et non emisit sperma). Δέκα χρόνια αργότερα, αποφασίστηκε η απαλλαγή του περίπου δεκαπεντάχρονου Βαρθολομαίου Sponzuola, επειδή τον καιρό της διάπραξης του πταίσματος ήταν σε παιδική ηλικία ( quia ipse tempore acuse, erat in puerili etate, debeat pro dicta causa relaxari). Η τακτική αυτή βασιζόταν στην εθιμική απαλλαγή των ανηλίκων που ήταν ένοχοι για οποιοδήποτε παράπτωμα, ακόμη και αν είχαν ομολογήσει ή είχε αποδειχθεί η ενοχή τους. Σπανιότατη είναι η αθωωτική απόφαση σε μεταγενέστερα χρόνια. Μαρτυρείται η περίπτωση του ενεργητικού Αντώνιου που απαλλάχθηκε ως ανήλικος {Antonius puer, qui dicitur agens cum altero puero, tamquam puer relassetur) .
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει μία άλλη περίπτωση. Το 1465 το Συμβούλιο των Δέκα αποφάσισε να διαγράψει την υπόθεση του ανήλικου Βλάσιου qui in parte turpi tentavit et non complevit με το σκεπτικό ότι το σώμα δεν έπρεπε να δικάσει άτομο που δεν είχε ομολογήσει, ούτε είχε κληθεί σε απολογία ούτε είχε αποδειχθεί η ενοχή του αλλά υπήρχε σε βάρος του απλή κατηγορία. Διαφορετική, βέβαια, είναι η περίπτωση παιδιού που είχε βιαστεί (subdomitatusper vim) και η απαλλαγή από οποιαδήποτε ενοχή είναι κατηγορηματική.
Ωστόσο, ενωρίς παρατηρείται μια τροπή προς αυστηρότερη αντιμετώπιση και των περιπτώσεων ανηλίκων με την τιμωρία των ενόχων. Η νέα στάση της δικαιοσύνης απέναντι στο ζήτημα θεσμοθετήθηκε με σχετικό ψήφισμα του Συμβουλίου των Δέκα της 20 Σεπτεμβρίου 1424. Με την πράξη αυτή αποφασίστηκε ότι στο εξής οι ανήλικοι δεν θα απαλλάσσονταν από την τιμωρία {minores etate... non possint libere absolvi), όπως συνήθως συνέβαινε ως τότε, αλλά θα υπόκεινταν σε ποινή φυλάκισης το λιγότερο τριών μηνών και επιπρόσθετα σε σωματική ποινή 12 έως 20 μαστιγώσεων που θα έπρεπε να εκτελεστεί στην αίθουσα βασανιστηρίων {in camera tormenti). Το Συμβούλιο διατηρούσε το δικαίωμα να επαυξάνει την ποινή ανάλογα με τον τύπο και τη βαρύτητα του εγκλήματος, καθώς και την κατάσταση των προσώπων. Όπως διευκρινίζεται στο ψήφισμα, τα μέτρα αυτά αποσκοπούσαν στο να αποτρέψουν με τον φόβο της ποινής τους ανηλίκους να συναναστρέφονται «εκείνους που τέρπονται με αυτό το καταραμένο ανοσιούργημα» {...quod ipsi dubitantes de pena sibi caveant a conversa- tionibus pravorum et Worum qui delectantur in dicto maledicto scelere, ita quod non misceantur cum eis)65. Η ποινή διαφοροποιείται στα μετέπειτα χρόνια κατά περίπτωση.
Το 1433 επιβλήθηκε σε ανήλικο {minorem etatis) παθητικό ποινή 50 μαστιγώσεων, φυλάκισης δύο χρόνων και ισόβιας εξορίας. Σκληρότερη μικτή ποινή επιβλήθηκε το 1440 σε άλλον ανήλικο, που ορίστηκε να μαστιγωθεί cum scutica camere tormenti δημόσια, κατά τη διαδρομή από την Πλατεία του Αγίου Μάρκου ανάμεσα στους γνωστούς δύο στύλους μέχρι την κατοικία-του, ενώ στη συνέχεια θα φυλακιζόταν για δύο χρόνια και θα εξοριζόταν ισόβια από τη Βενετία, τη βενετική επικράτεια και τα βενετικά πλοία. Στα επόμενα χρόνια οι ποινές μετριάζονται. Όμως, το γεγονός ότι δεν γινόταν δεκτή η πρόταση να δοθεί χάρη σε ανήλικους ενόχους ή υπόπτους, είναι ενδεικτικό της αλλαγής της νοοτροπίας της πλειοψηφίας των δικαστών Στις 12 Νοεμβρίου 1444 είχε συζητηθεί στο Συμβούλιο των Δέκα η υπόθεση των δύο παιδιών που βρίσκονταν στη φυλακή ως ύποπτοι σοδομίας. Το ένα από αυτά, που το θεωρούσαν ως ενεργητικό, αρνιόταν την κατηγορία και παρά τις ανακρίσεις με όλα τα μέσα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν φόβο και τρόμο {et examinatus per omnia ilia minatoria argumenta que timorem et terrorem posse inducere) δεν βρέθηκε ένοχος- γι' αυτό τα μέλη του Κολλεγίου έκριναν ότι δεν έπρεπε να προχωρήσουν παραπέρα, αφού μάλιστα ήταν ανήλικος και με την κράτησή τους στη φυλακή και οι δύο θα γίνονταν χειρότεροι. Παρ' όλα αυτά, η πρόταση να απολυθούν τα δύο παιδιά ως ανήλικοι, όπως ήταν καθιερωμένο και αφού η αλήθεια δεν ήταν δυνατό να εξευρεθεί, απορρίφθηκε στο Συμβούλιο των Δέκα με μικρή πλειοψηφία (7 ψήφοι θετικές και 9 αρνητικές). Μικτή ποινή 25 μαστιγώσεων και δύο μηνών φυλάκισης επιβλήθηκε σε δύο άλλα παιδιά ευγενών που έπρεπε να τα παρουσιάσουν οι γονείς-τους για να υποστούν μπροστά τους την εκτέλεση της ποινής- διαφορετικά σε περίπτωση που συλλαμβάνονταν θα διπλασιαζόταν η σωματική ποινή. Ποινή 50 μαστιγώσεων επιβλήθηκε το 1453 σε ανήλικο ενεργητικό, ενώ σε άλλον η ποινή των 50 μαστιγώσεων ορίστηκε να εκτελεστεί σε δύο ισόποσες δόσεις πριν και μετά την έκτιση πρόσθετης ποινής δίμηνου εγκλεισμού in carcere inferiore.
Και ενώ το 1461 επιβλήθηκε άλλη μία φορά η απλή ποινή 25 μαστιγώσεων, οι ποινές επαυξάνονται και γίνονται πολυπλοκότερες στα χρόνια που ακολουθούν. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ανήλικου Έλληνα Θεόδωρου, που είχε συλληφθεί και καταδικαστεί ως ενεργητικός το 1462. Με ελαφρυντικό την παιδική ηλικία του ( considerata puerili etate sua) απέφυγε τη θανατική ποινή αλλά καταδικάστηκε ομόφωνα σε σωματική ποινή 25 μαστιγώσεων και ρινότμηση {amputetur sibi nasus usque ad os) που έπρεπε να εκτελεστούν δημόσια in medio duarum columnarum και επιπρόσθετα του επιβλήθηκε πενταετής περιορισμός στη Βενετία με απειλή ποινής 25 μαστιγώσεων σε περίπτωση παράβασης. Η ίδια ποινή επιβλήθηκε την ίδια μέρα και σε ένα Βενετό, επίσης ανήλικο ενεργητικό (Gasparem Calegarium). Είναι ενδεικτικό της νοοτροπίας του Συμβουλίου των Δέκα ότι και στις δύο περιπτώσεις δεν έγινε δεκτή η πρόταση επιβολής σκληρότερης ποινής, ευνουχισμού και ρινότμησης, ώστε να παραμείνει ο ένοχος στη Βενετία ως τέρας, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται (Quod castretur et amputetur sibi nasus usque ad os et stet in Venetiis pro monstro). Όμοια, δεν έγιναν δεκτές στη δεύτερη περίπτωση οι προτάσεις επιβολής των ποινών του ευνουχισμού, της δημόσιας μαστίγωσης και επιπρόσθετα σφράγισης του προσώπου και εξορίας ή αντίθετα περιορισμού στη Βενετία. Η σωματική ποινή αποφεύγεται στην περίπτωση δύο ανήλικων ευγενών (του Ιωάννη Φίλιππου de Priolis και του Ιωάννη Bassadona) που είχαν κατηγορηθεί ως ενεργητικοί αλλά δεν είχαν παρουσιαστεί για να απολογηθούν και στους δύο επιβλήθηκε η ποινή οκταετούς εξορίας και σε περίπτωση που θα συλλαμβάνονταν θα κατέβαλλαν ως πρόστιμο 200 λίρες, θα τους επιβαλλόταν ποινή φυλάκισης ενός έτους και θα επανεξορίζονταν. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρηθεί, ότι το σκεπτικό της επιεικούς καταδίκης του πρώτου στηρίζεται στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είναι παιδί «σε τρυφερή και νεαρή ηλικία» και ότι σε ανάλογες περιπτώσεις πολλές φορές το Συμβούλιο των Δέκα είχε αποφασίσει λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία των ενόχων και το ελαφρυντικό στοιχείο ότι το ατόπημα είχε διαπραχθεί μάλλον από ανωριμότητα παρά από συνήθεια (attenta tenera et iuvenili etate... et eo quod in similibus casibus multis vicibus per istud Consilium servatum est considerando etatem agentium et potius a puerilitate quam a consuetudine procedente...).
Με βάση το ίδιο κριτήριο της ηλικίας (considerata tenera etate sua) επιβλήθηκε ερήμην η ποινή της οκταετούς εξορίας στον επίσης ανήλικο Λουκά, που δεν είχε παρουσιαστεί για να απολογηθεί, αλλά σε περίπτωση που παρουσιαζόταν θα φυλακιζόταν για ένα χρόνο και στη συνέχεια θα εξοριζόταν. Με αυστηρότητα αντιμετωπίστηκε ο Λουδοβίκος de Grisinatiis που τιμωρήθηκε αναδρομικά με 50 μαστιγώσεις και εικοσαετή εξορία. Στην περίπτωση δύο άλλων εφήβων παρατηρείται διάκριση ανάμεσα στον ενεργητικό που του επιβλήθηκε σωματική ποινή 25 μαστιγώσεων {scuticatas .XXV. bonas) και διετής εξορία και στον παθητικό που του επιβλήθηκε μόνο η αντίστοιχη σωματική ποινή. Θα πρέπει να προστεθεί η περίπτωση του ανήλικου ιερωμένου Ιερώνυμου, που είχε συλληφθεί ως ενεργητικός• αυτός, considerata sua iuvenili etate, τιμωρείται με ισόβια εξορία και του παρέχεται διορία μιας ημέρας για να εγκαταλείψει τη Βενετία, ενώ σε περίπτωση που δεν έφευγε και συλλαμβανόταν θα του επιβαλλόταν φυλάκιση ενός έτους in carcere forti και θα επανεξοριζόταν.
Aπό όσα εκτέθηκαν παραπάνω, γίνεται φανερό ότι μόνο η ανωριμότητα της ηλικίας αποτελούσε ισχυρό ελαφρυντικό στοιχείο για τους ενόχους. Η διάκριση ανάμεσα σε ενεργητικούς και παθητικούς, καθώς επίσης η ιδιότητα του ευγενή ή του ιερωμένου ήταν δυνατό να επηρεάσει την απόφαση αλλά όχι να δημιουργήσει κανόνα. Άλλωστε, ακόμη και ύποπτος που δεν είχε αποδείξει την αθωότητά του, δεν είχε τη δυνατότητα να διαφύγει την τιμωρία. Σε όλο αυτό το φάσμα των ποινών κορυφαίο δείγμα σκληρής εφαρμογής του νόμου αποτελεί η περίπτωση του χρυσοχόου Ιάκωβου που ομολόγησε την ενοχή του. Μολονότι με το σκεπτικό ότι ήταν ανήλικος [attenta tenera etate sua) προτάθηκε να του επιβληθεί τριετής κάθειρξη in carcere forti και στη συνέχεια να εξοριστεί με την απειλή της θανατικής ποινής σε περίπτωση που συλλαμβανόταν ως παραβάτης, καταδικάστηκε τελικά σε θάνατο και οδηγήθηκε στο ικρίωμα.

Ν. Γ. Μοσχονάς: Έλεγχος και καταστολή της ερωτικής παρέκκλισης στη Βενετία του 15ου αιώνα
στο Ανοχή και καταστολή στους Μέσους Χρόνους (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2002)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου