27.1.13

ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ - 4

  Η ανακριτική μέθοδος του βασανισμού δεν εφαρμοζόταν μόνο σε όσους είχαν κατηγορηθεί για διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ή είχαν συλληφθεί ως ύποπτοι. Με την ίδια μέθοδο ανακρίνονταν και οι μάρτυρες, ώστε να εξασφαλιστεί η αλήθεια. Χαρακτηριστικό είναι το ψήφισμα του Συμβουλίου των Δέκα της 31 Ιουλίου 1450 που όριζε ότι το Κολλέγιο είχε τη δικαιοδοσία να θέτει σε κράτηση τους μάρτυρες και να τους ανακρίνει per torturam et aliter, κατά την κρίση της πλειοψηφίας των μελών του. Στόχος ήταν να αποσπαστεί απο το στόμα των μαρτύρων η αλήθεια, ώστε «να τιμωρηθεί και να καθαρθεί αυτό το τρομερό ελάττωμα» {pro habendo ex ore testium veritatem... ut habendo illam veritatem puniatur et purgetur hoc terribile vitium).
Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος μετά τις ανακρίσεις ομολογούσε την ενοχή του, απαγγελλόταν η καταδικαστική απόφαση. Οι ποινές που επιβάλλονταν στους ενόχους ήταν ανάλογες με τον βαθμό του πταίσματος. Στον ενεργητικό, που κατά την κρατούσα αντίληψη ήταν ο κύριος υπεύθυνος του εγκλήματος, επιβαλλόταν η θανατική ποινή, που έπρεπε να εκτελεστεί την ίδια ημέρα, ή συνηθέστερα την επομένη της καταδίκης ή οπωσδήποτε σε μία από τις επόμενες μέρες που οριζόταν στην απόφαση (δεν μαρτυρούνται εκτελέσεις την Κυριακή). Σύμφωνα με ψήφισμα του Συμβουλίου των Δέκα της 23 Ιανουαρίου 1408 m.ν. (=1409), δεν ήταν δυνατό να δοθεί χάρη, απαλλαγή, αναβολή ή αναστολή της εκτέλεσης, ούτε ανάκληση της απόφασης αυτής ή των συγκεκριμένων ποινών. Στις καταδικαστικές αποφάσεις αναφέρεται επίσης η ώρα της εκτέλεσης, που ήταν γενικά νωρίς το απόγευμα. Ο συνήθης τρόπος εκτέλεσης ήταν ο θάνατος στην πυρά, πρακτική που είχε κληροδοτηθεί από παλαιότερες εποχές —όπως, άλλωστε, μαρτυρεί και η διευκρίνιση secundum usum ή iuxta solitum, που προστίθεται στη διατύπωση της καταδικαστικής απόφασης— και το σώμα έπρεπε να παραμείνει στην πυρά μέχρι την πλήρη αποτέφρωσή του. Η εκτέλεση της ποινής γινόταν πάντα δημόσια στον συνηθισμένο τόπο εκτελέσεων, στο επισημότερο σημείο της πόλης, στη μικρή πλατεία που εκτείνεται μπροστά στο Δουκικό Μέγαρο, ανάμεσα στους δύο στύλους των προστατών αγίων της Βενετίας, του αγίου Θεοδώρου και του αγίου Μάρκου.
Η θεωρητική υποστήριξη της επιλογής αυτής της μεθόδου εκτέλεσης της θανατικής ποινής βασίζεται στη βιβλική παράδοση της θεϊκής καταστροφής των Σοδόμων και στην πεποίθηση ότι η καύση του σώματος του αμαρτωλού είχε ως συνέπεια τη σωτηρία της ψυχής του. Γιατί οι ψυχές των εγκληματιών που τα σώματά τους καίγονταν στην πυρά σώζονταν από το αιώνιο πυρ της κόλασης. Κατά συνέπεια, ήταν πράξη ευσεβής η πρόνοια για τη σωτηρία των ψυχών με την καύση του αμαρτωλού σώματος και έπρεπε σ' αυτό να αποσκοπεί η επιβολή της θανατικής ποινής. Με ιδιαίτερα σαφή τρόπο διατυπώνεται η αντίληψη αυτή σε σχετική πρόταση που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο των Δέκα- pium est quod nos etiarn pro salute animarum quarum corpora comburantur provideamus cum pia et convenienti iustitia. H δικαιοσύνη έπρεπε, λοιπόν, να διαπνέεται από χριστιανικό οίκτο και να σκέφτεται τις ψυχές όσων καταδικάζονταν γνωρίζοντας ότι εάν το σώμα καεί στην πυρά, οι ψυχές των καταδικασμένων θα λυτρωθούν {si corpus igne comburitur, illorum anime saltem non damnentur). Για τους λόγους αυτούς όφειλαν και οι Βενετοί να μεθοδεύσουν τον τρόπο εκτέλεσης του καταδίκου, ώστε το σώμα να καεί με τέτοιο τρόπο που η ψυχή του εκτελεσμένου στην πυρά να μπορέσει να σωθεί {comburatur corpus iuxta solitum tali modo, quod anima combusti possit esse salva).
Λόγοι ανθρωπιστικοί οδήγησαν μετέπειτα σε τροποποίηση της εκτέλεσης. Η καινοτομία ήταν ότι ο θάνατος επερχόταν με αποκεφαλισμό και στη συνέχεια το σώμα και το κεφάλι του εκτελεσμένου προσδένονταν με αλυσίδα σε πάσσαλο πάνω σε πυρά, ώστε να αποτεφρωθούν. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλιζόταν ο παραδειγματισμός των παρισταμένων και η ικανοποίηση του κοινού αισθήματος. Σε ορισμένα από τα μέλη του Συμβουλίου των Δέκα ο τρόπος αυτός της επιβολής της θανατικής ποινής δεν φαινόταν πάντοτε αρκετός για να αποκαταστήσει την ηθική τάξη. Για παράδειγμα, το 1445, κατά την καταδίκη του Ιωάννη του Ισπανού, εκτός απο τη θανατική ποινή στην πυρά που τελικά του επιβλήθηκε, είχε προταθεί από ορισμένα μέλη του Συμβουλίου των Δέκα να περιαχθεί ο κατάδικος στην πόλη φέροντας μία πινακίδα όπου θα αναγραφόταν το πταίσμα του, ώστε να διαπομπευθεί και στη συνέχεια να οδηγηθεί στον τόπο εκτελέσεων ανάμεσα στους δύο στύλους και εκεί να διαμελιστεί στα τέσσερα {et ibi dimembretur in quatuor partes).
Απόπειρα επαναφοράς της προηγούμενης μεθόδου εκτέλεσης σημειώθηκε το 1464. Ορισμένα μέλη του Συμβουλίου των Δέκα προβάλλοντας την άποψη ότι ο Θεός βδελύσσεται το συγκεκριμένο αμάρτημα και ότι οι ίδιοι ως χριστιανοί έπρεπε να μιμηθούν τον Θεό που δεν λυπήθηκε κανένα από τους κατοίκους των Σοδόμων, υποστήριξαν με πρότασή τους ότι όσοι comiserint Vitium sodomie θα έπρεπε στο εξής να καίγονται ζωντανοί προσηλωμένοι ψηλά σ' ένα πάσσαλο {debeant comburi vivi in altum ut videantur) στον γνωστό τόπο των εκτελέσεων ανάμεσα στους δύο στύλους, ενέργεια που θα επέφερε στους Βενετούς και στο βενετικό κράτος τη χάρη και την ευλογία του ζώντος Θεού {Et adgratiam Dei vivi impetrandam, ut ipse Deus et Dominus noster Jesus Christus conservet nos et statum ac regimen nostrum amplificet ad laudem suam). Περιχαρακώνοντας την πρότασή-τους όριζαν ότι δεν θα έπρεπε να τιμωρούνται διαφορετικά οι ένοχοι {aliter non possint... sodomitepuniri ), πρότειναν την επιβολή ποινής χιλίων δουκάτων και πενταετούς αποκλεισμού από τη συμμετοχή στα βενετικά συμβούλια σε όσους θα έπρατταν αντίθετα και πρόσθεταν ότι η σχετική απόφαση δεν θα μπορούσε να ανακληθεί ή να τεθεί σε αδράνεια με ποινή χιλίων δουκάτων.
Στην ίδια συνεδρίαση προτάθηκε από άλλους σκληρότερη παραλλαγή του τρόπου εκτέλεσης που αποσκοπούσε στον παραδειγματισμό του κοινού. Οι κατάδικοι έπρεπε να κρεμαστούν από ψηλές κρεμάλες για να φαίνονται από τον κόσμο {in altis furchis et a litore cum pedibus comprimantur ut videantur a populo) και τα σώματά τους έτσι κρεμασμένα να καούν, ώστε όλοι να ιδούν πως τιμωρούνται με τέτοιο θάνατο {ut omnes videant eos tali morte puniri). Και θα πρέπει να θεωρηθεί ως πράξη φιλανθρωπίας η τελική απόφαση του Συμβουλίου να απορρίψει κατά πλειοψηφία τις προτάσεις αυτές και να εμμείνει στον συνηθισμένο τρόπο εκτέλεσης της θανατικής ποινής με αποκεφαλισμό και αποτέφρωση του νεκρού, πρακτική που θα μπορούσε να ανατραπεί μόνο με ομόφωνη απόφαση {Quod isti sodomite iudicentur et puniantur iuxta solitum cum amputatione capitis et combustione corporis nee aliter fieri possit nisi per omnes XVII istius Consilii). Η θανατική ποινή επιβαλλόταν ερήμην και στους φυγόδικους και γινόταν εκτελεστή σε περίπτωση που συλλαμβάνονταν. Παροχή χάριτος ή μετατροπή της ποινής δεν προβλεπόταν. Και πρέπει να τονιστεί ότι η ίδια ποινή επιβαλλόταν σε όλους τους ενόχους, ανεξάρτητα με την κοινωνική τους θέση. Πρέπει, βέβαια, να προστεθεί ότι συχνά προτείνονταν και εναλλακτικές ποινές που συνήθως απορρίπτονταν από την πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου. Οι ποινές αυτές, που προτείνονταν ασφαλώς με ανθρωπιστική διάθεση για να αποφευχθεί η επιβολή της έσχατης των ποινών, κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα επινοήσεων, από την απλή φυλάκιση ορισμένου χρόνου έως την ισόβια κάθειρξη, τον ατιμωτικό ακρωτηριασμό, την τύφλωση ή ακόμη και συνδυασμό περισσότερων ποινών. Αναφέρεται η περίπτωση του Λαυρέντιου από τη Φλωρεντία που θανατώθηκε στην πυρά το 1430, αφού απορρίφθηκαν οι προτάσεις νέας ανάκρισής του, τύφλωσης και αποκοπής του δεξιού χεριού, καθώς επίσης τύφλωσης και αποκοπής και των δύο χεριών. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του Έλληνα Αντώνιου που καταδικάστηκε σε θάνατο το 1450, ενώ απορρίφθηκαν οι προτάσεις ισόβιας κάθειρξης, καθώς επίσης τύφλωσης και ισόβιας κάθειρξης.


Ν. Γ. Μοσχονάς: Έλεγχος και καταστολή της ερωτικής παρέκκλισης στη Βενετία του 15ου αιώνα
στο Ανοχή και καταστολή στους Μέσους Χρόνους (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2002)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου