25.1.13

ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ - 2

Στη διάρκεια του 15ου αιώνα το φαινόμενο αυτό είναι εξαιρετικά συχνό και οι σχετικές μαρτυρίες είναι άφθονες. Όπως διαπιστώνεται από την έρευνα των πρακτικών του Συμβουλίου των Δέκα της Βενετίας, που αποτελούν κύρια πηγή για τη διερεύνηση του θέματος, την πλειονότητα των κατηγορουμένων την αποτελούσαν Βενετοί. Ωστόσο, αναφέρονται και πολλές περιπτώσεις ξένων και από αυτούς όχι λίγοι ήταν Έλληνες.
Ως προς την κοινωνική τους προέλευση κατονομάζονται ευγενείς, κληρικοί, δημόσιοι λειτουργοί, επαγγελματίες, χειρώνακτες, υπηρέτες και δούλοι. Ποικίλες ήταν και οι ηλικίες των κατηγορουμένων. Όσοι ασχολήθηκαν με τη μελέτη του θέματος ταυτίζοντας την πρακτική αυτή με την ερωτική επικοινωνία μεταξύ ανδρών κάνουν λόγο για ποινικοποίηση κατά κύριο λόγο της ομοφυλόφιλης μεταξύ ανδρών σχέσης. Όμως, όπως προκύπτει από τη διερεύνηση των σχετικών μαρτυριών, το πρόβλημα είναι ευρύτερο και έγκειται στην παρέκκλιση από την «κατά φύση» γενετήσια πρακτική, ανεξάρτητα αν οι ερωτικοί σύντροφοι είναι ομόφυλοι ή ετερόφυλοι. Πράγματι μαρτυρούνται και περιπτώσεις σοδομισμού γυναικών, που υπόκεινται και αυτές στις κυρώσεις του νόμου, εάν αποδεικνυόταν η ενοχή της εκούσιας συμμετοχής. Υπόλογες απέναντι στον νόμο είναι και οι πόρνες που δέχονται την «πάρα φύση» ερωτική πράξη. Αντίθετα, οι γυναίκες που απέδειξαν ότι η πράξη έγινε χωρίς τη δική τους συγκατάθεση, απαλλάσσονταν από τις συνέπειες του νόμου. Οπωσδήποτε, η μεγαλύτερη συχνότητα των ομοφυλοφιλικών περιπτώσεων που παρατηρείται είναι φαινομενική και οφείλεται στην απλή διαδικασία της αποκάλυψης ενός κοινωνικού σκανδάλου σε αντίθεση με την κάλυψη που παρείχε στην τυχόν παρέκκλιση η σχέση μεταξύ ετερόφυλων.
Οι περιπτώσεις που έχουν καταγραφεί αναφέρονται σε ποικίλες σχέσεις και ενέργειες. Έχουν καταγραφεί πράξεις μεταξύ ομοφύλων ή ετερόφυλων ενηλίκων, πράξεις μεταξύ ομοφύλων ανηλίκων, ενέργειες ενηλίκων σε βάρος ανηλίκων αγοριών ή κοριτσιών, πράξεις συμπτωματικές ή κατά συρροή, πράξεις με τη συγκατάθεση και των δύο συντρόφων αλλά επίσης και περιπτώσεις προσβολής και βίαιης επίθεσης κατά ανηλίκου, βιασμοί γυναικών, καθώς και εγκληματικές πράξεις βιασμού, συχνά απο περισσότερα άτομα, σε βάρος παιδιών, ακόμη και εγκληματικές ενέργειες λόγω αντιζηλίας.
Στις σχετικές εγγραφές στα πρακτικά του Συμβουλίου των Δέκα της Βενετίας η πράξη του σοδομισμού προσδιορίζεται με τους όρους sodomia, sodomitium ( sodomicium) ή actus subdomitii6 sodomiae) και χαρακτηρίζεται ως peccatum7, Vitium ( vicium) και αργότερα ως crimen9 αλλά και {acinus, έννοιες που συχνά συνοδεύονται απο επίθετα δηλωτικά του κοινωνικού αποτροπιασμού {abhominabiles et scelestissimi actus sodomie, abhominabile peccatum, terribile et abhominabile peccatum, abhominabile et maledictum peccatum, sceleratum peccatum, terribile Vitium, abhominabile vicium abhominandum vicium, vicium maledictum, detestandum vicium, scelleratissimum vicium, vicium nefarium, turpe vitium/vicium, turpe crimen, scelestum facinus sceleratum facinus). Ο ένοχος χαρακτηρίζεται με τον γενικό όρο sodomita subdomita) και προσδιορίζεται ως agens ή patiens κατά περίπτωση. Η εκδίκαση μιας υπόθεσης στηριζόταν στην καταγγελία του παθόντος ή τρίτων. Οι κατηγορούμενοι αναζητούνταν και συλλαμβάνονταν από τα αρμόδια όργανα ή σε περίπτωση που δεν ανευρίσκονταν καλούνταν με δημόσια αναγγελία28 να παρουσιαστούν σε τακτή προθεσμία στο Συμβούλιο των Δέκα για να απολογηθούν με ένορκη κατάθεση και εφόσον δεν παρουσιάζονταν η υπόθεση εκδικαζόταν ερήμην-τους. Όσοι παρουσιάζονταν αλλά δεν ομολογούσαν ή εάν όσα κατέθεταν δεν ανταποκρίνονταν απόλυτα στις ενδείξεις που υπήρχαν παραπέμπονταν σε τακτική ανάκριση με βασανιστήρια. Αρμόδια και υπεύθυνα όργανα για τη διεξαγωγή των ανακρίσεων ήταν αρχικά οι Offitiales ή Domini de Node, αστυνομική αρχή με σχετικά ευρεία δικαιοδοσία. 
Ωστόσο, τo έργο-τους δεν είχε την αποτελεσματικότητα που αναμενόταν. Το Συμβούλιο των Δέκα δεν δίστασε να τους κατηγορήσει για ανεπάρκεια και μεροληψία και τελικά θεωρώντας ότι ήταν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει έξαρση το φαινόμενο της σοδομίας στη Βενετία, τους απαγόρευσε (1418) την απόλυση κατηγορουμένων χωρίς την έγκριση του ίδιου του Συμβουλίου των Δέκα και στη συνέχεια προχώρησε στη συγκρότηση ειδικής ανακριτικής επιτροπής, του «Κολλεγίου για τους σοδομίτες» {Collegium sodomitarum), που αναλάμβανε να διεξαγάγει στο εξής τις σχετικές ανακρίσεις με τη συνηθισμένη μέθοδο των βασανιστηρίων ή όποιον άλλο τρόπο έκρινε αποτελεσματικό. Βέβαια, η συνήθης υπόδειξη του Συμβουλίου των Δέκα προς το «Κολλέγιο» ήταν να εξαντληθεί κάθε δυνατή περίπτωση βασανισμού, ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή απόσπαση ομολογίας. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί, ότι η δικαιοδοσία του «Κολλεγίου» περιοριζόταν μόνο σε περιπτώσεις που ο υπόδικος βρισκόταν στη Βενετία. Το Συμβούλιο των Δέκα κρίνοντας αναγκαία τη φροντίδα για την εξάλειψη του φαινομένου από τη Βενετία με ψήφισμα της 20 Φεβρουαρίου 1432 πήρε μέτρα για την καλή οργάνωση και λειτουργία του «Κολλεγίου» και αποφάσισε την εντατικοποίηση της δραστηριότητάς του. Σε όλο το διάστημα των ανακρίσεων και μέχρι τον οριστικό τερματισμό της υπόθεσης, που η εκδίκασή της μπορούσε να διαρκέσει αρκετά χρόνια, ο κατηγορούμενος παρέμενε φυλακισμένος.

Ν. Γ. Μοσχονάς: Έλεγχος και καταστολή της ερωτικής παρέκκλισης στη Βενετία του 15ου αιώνα
στο Ανοχή και καταστολή στους Μέσους Χρόνους (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2002)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου