7.6.12

ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ ΧΙΙΙ (ΥΛΑΣ)

Hylas mosaic. Seville, Archaeological Museum

ΧΙΙΙ. ΥΛΑΣ
Για μας μονάχα δε γέννησε τον Έρωτα ‐όπως πιστέψαμε‐, Νικία, όποιος και να τον γέννησε θεόςʹ
ούτε σε μας πρώτους το όμορφο όμορφο πως είναι φάνηκε, εμείς που θνητοί είμαστε και το αύριο
να δούμε δε μπορούμεʹ αλλά και του Αμφιτρύωνα του με τη χάλκινη καρδιά ο γιος ‐αυτός που το
λιοντάρι το ανήμερο υπέμεινε‐ αγάπησε αγόρι, τον χαριτωμένο Ύλα, που είχε τα μαλλιά σγουρά,
και όλα του τα δίδασκε, σαν πατέρας τον αγαπημένο γιο, όσα μαθαίνοντας πια σωστός και
δοξασμένος έγινεʹ μακριά του ούτε στιγμή δεν έμενε, ούτε όταν ξεκινούσε το καταμεσήμερο, ούτε
όταν η λεύκιππος Ηώς κατά τον Δία τρέχει, ούτε όταν τα πουλάκια παραπονιάρικα την κλίνη τους
κοιτάζουν, σαν η μάνα τους τις φτερούγες της σέρνει στην καπνισμένη στέγη ‐ώστε το αγόρι να
πλαστεί με τις δικές του αρχές και ... αληθινός άντρας να γίνει. Όταν λοιπόν για το χρυσό το δέρας
στη θάλασσα ξανοίχτηκε ο Αισονίδης Ιάσων, και τον ακολουθούσαν οι οι άριστοι, από τις πόλεις
όλες διαλεγμένοι, όσοι σε κάτι είχαν να ωφελήσουν, ήρθε και ο πολυβασανισμένος άντρας στην
πλούσια Ιωλκό, της Αλκμήνης ο γιος, της Μιδεάτιδος βασίλισσας, και μαζί του κατέβαινε ο Ύλας
στην Αργώ με τα ωραία καθίσματα, το πλοίο που δεν άγγιξε τις μαύρες συμπληγάδες πέτρες αλλά
τις διέσχισε και εισέβαλλε στο βαθύ Φάσι, σαν αετός, στο μέγα άνοιγμα της θάλασσας, κι από τότε
οι πέτρες έμειναν στηλωμένοι ύφαλοι. Όταν ανατέλλουν οι Πελειάδες, και οι εσχατιές της γης
βόσκουν το αρνάκι, σαν έχει πια στραφεί να φύγει η άνοιξη, τότε τη θάλασσα θυμήθηκε η θεία
φύτρα των ηρώων, και καθισμένοι στην κοίλη Αργώ στον Ελλήσποντο έφτασαν την τρίτη μέρα
που φύσαγε νοτιάς, και άραξαν στην Προποντίδα μέσα, όπου των Κιανών τα βόδια τα άροτρα
συνθλίβουν αυλάκια πλατιά ανοίγοντας. Μόλις στο ακρογιάλι βγήκανε δυό‐δυό το δείπνο
ετοιμάζαν, εσπερινοί, πολλοί όμως κοινό στρώσανε στο χώμα ένα κρεββάτι, γιατί ένα λιβάδι
κείτονταν, χρήσιμο άφθονα για τα στρωσίδια τους, από όπου οξύ βουτόμο και βαθύ έκοψαν
κύπειρο. Και πήγε ο Ύλας ο ξανθός νερό να φέρει επιδόρπιο ‐για τον Ηρακλή και τον στέρεο
Τελαμώνα, αφού οι δύο σύντροφοι πάντοτε ένα τραπέζι μοιραζόνταν,‐ κρατώντας χάλκινο δοχείο.
Γρήγορα ανακάλυψε πηγή σε τόπο χαμηλόʹ γύρω βρύα φύτρωναν πολλά, κυανόχρωμο χελιδόνιο,
χλωρός αδίαντος και θάλλοντα σέλινα και ελόβια αγριάδα. Μες στα νερά οι Νύμφες έστηναν
χορό, οι Νύμφες οι ακοίμητες, θεές φοβερές για τους αγρότες, η Ευνίκα και η Μαλίς και η με την
άνοιξη στο βλέμμα Νύχεια. Έτσι, το αγόρι στην πηγή άγγιζε την ευρύχωρη υδρία ‐βιαζόταν
βλέπεις με νερό να τη γεμίσειʹ όμως εκείνες κόλλησαν στο χέρι τουʹ γιατί ολονών ο έρωτας τάραξε
τις τρυφερές καρδιές για το Αργίτικο αγόρι. Γκρεμίστηκε στο μαύρο νερό μεμιάς, όπως όταν
πυρωμένο άστρο βουτάει στο πέλαγος, και ένας ναύτης λέει στους συντρόφους ʺΧαλαρώστε τα
άρμενα, παιδιάʹ πρίμο και ούριο είναι το αγέριʺ. Οι Νύμφες στα γόνατα τους κρατώντας το αγόρι,
στα δάκρυα καθώς πλάνταζε, με γλυκόλογα παρηγορούνʹ ο Αμφιτρυωνιάδης όμως, ανήσυχος για
το αγόρι έφυγε, στο χέρι έχοντας το τόξο το εύκαμπτο το Μαιωτικό και το ρόπαλο, που πάντα
κράταγε στο δεξί του χέρι. Τρις φώναξε τον Ύλα όσο βαθιά από το λαρύγγι του έβγαινε φωνή, τρις
το αγόρι αποκρίθηκε, μα αδύναμη έβγαινε η φωνή του από το νερό, και ενώ ήταν πολύ κοντά,
έμοιαζε μακρυσμένος. [...] Σαν όταν ελαφίνας η κραυγή επάνω στα βουνά σαρκοφάγο λιοντάρι
από τη φωλιά του ξεσηκώνει σε έτοιμο γεύμα προσκαλείʹ τέτοιος και ο Ηρακλής στα απάτητα
αγκάθια, το αγόρι του ποθώντας, τινάζονταν, δονούνταν, την περιοχή όλόγυρα γυρνούσε.
Δύστυχοι όσοι αγαπούν, τόσο που μόχθησε γυρνώντας βουνά και δρυμούς ‐του Ιάσονα όλες οι
εντολές έρχονταν δεύτερες. Του πλοίου τα πανιά, που ήταν φορτωμένο επιβάτες,τα κατέβασαν οι
ημίθεοι τα μεσάνυχτα τον Ηρακλή αναμένοντας. Κι εκείνος όπου τα πόδια τον επήγαιναν
προχωρούσε αλλοπαρμένοςʹ ʹτί ένας μέσα του θεός με μίσος του κένταγε τα σπλάχνα. Από τότε ο
Ύλας ο πανέμορφος μακάριος λογίζεταιʹ τον Ηρακλή όμως οι ήρωες περιγελούσαν ως λιποναύτη,
επειδή εγκατέλειψε την τριακοντάζυγη Αργώ, και πεζός πια στους Κόλχους και στον αφιλόξενο
έφτασε Φάσι.

John William Waterhouse: Hylas

Ο Θεόκριτος ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της Ελληνιστικής εποχής, πρωτοπόρος της βουκολικής ποίησης που άνθισε περίπου τον 3ο π.Χ αιώνα. Για τη ζωή του Θεόκριτου δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες, ενώ όσα γνωρίζουμε προέρχονται κυρίως από το ίδιο το έργο του. Πιθανότερη χρονική περίοδος γέννησής του θεωρείται το 300 π.Χ. περίπου, καθώς η ακμή του συνέπεσε με την 124η Ολυμπιάδα (284 - 280 π.Χ.). Σχετικά με τον τόπο καταγωγής του, μία ευρύτερα αποδεκτή θεώρηση είναι πως γεννήθηκε στις Συρακούσες, άποψη που φαίνεται να επιβεβαιώνεται και μέσα από το ίδιο το έργο του (Ειδύλλιο XXVIII, στ. 16-18). Θεωρείται επίσης πολύ πιθανό πως έζησε στην Κω, την Αλεξάνδρεια καθώς και στην Αίγυπτο την περίοδο του Πτολεμαίου Β'.
Ο Θεόκριτος αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικούς ποιητές του αρχαίου κόσμου. Από το σύνολο του έργου του, διασώθηκαν τριάντα ποιήματα, που αργότερα συγκεντρώθηκαν κάτω από το γενικό τίτλο Ειδύλλια.
Ειδύλλια
Αμφιβολίες έχουν διατυπωθεί και ως προς τη γνησιότητα οκτώ ειδυλλίων και συγκεκριμένα για τα υπ'αριθμόν 8, 9, 19, 20, 21, 23, 26 και 27. Ο όρος ειδύλλια χρησιμοποιήθηκε πιθανόν λόγω της μικρής έκτασης των ποιημάτων, αντίθετα με τα έπη.Επύλλια δηλ. ειδύλλια (αγλ.Idyls) μοιάζουν με το έπος, γιατί αφηγούνται περιπέτειες ηρώων, αλλά είναι πολύ πιο σύντομα και πραγματεύονται το θέμα τους με φυσικότερο τρόπο και πιο άνετη διάθεση. Κυρίως ασχολούνται με το δωρικό ήρωα Ηρακλή (Ηρακλίσκος, Ύλας) και σ΄αυτά ανήκει και το μεγαλύτερο ποίημα του Θεοκρίτου, ο Ύμνος εις Διοσκούρους.
Επιγράμματα
Στον Θεόκριτο αποδίδονται επιπλέον 16 επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, πολλά από τα οποία όμως δεν θεωρούνται γνήσια.Στη δεύτερη κατηγορία των ποιημάτων του Θεόκριτου κατατάσσονται τα επιγράμματά του με τα οποία, όπως και με εκείνα του Καλλίμαχου, το είδος αυτό έφτασε στο υψηλότερό του σημείο κατα την Αλεξανδρινή εποχή. Πολλά φαίνεται ότι γράφτηκαν για πραγματικά περιστατικά και αρκετά εκτός από την ομορφιά τους, είναι και πολύ πνευματώδη. Ξεχωρίζει μια όμαδα επιγραμμάτων που φαίνεται να γράφτηκαν για να χαραχτούν στη βάση αγαλμάτων ποιητών:Αρχίλοχου, Ανακρέοντα, Ιππώνακτα, Επίχαρμου, Πεισάνδρου από την Κάμειρα. Μερικά, τέλος φαίνονται σαν ελεγείες και αναγγέλουν την λατινική ελεγεία του Σέξτου Προπέρτιου.
Έπαινοι
Σε μια τρίτη κατηγορία μπορούν να περιληφθούν τα υπόλοιπα ποιήματα του Θεόκριτου: «έπαινοι» (π.χ. στον Ιέρων Β΄των Συρακουσών, στον Πτολεμαίο Φιλάδελφο), συνοδευτικά δώρων (Ηλακάτη) κ.α, όπως και το κομψό στιχουργικό παιχνίδι η Σύριγξ, ένας γρίφος σε στίχους που η έκτασή του ποικίλλει έτσι, ώστε το κείμενο να μοιάζει με απεικόνιση του γνωστού ποιμενικού πνευστού, της φλογέρας.
Αποτίμηση
Με το ποιητικό του έργο, ο Θεόκριτος αποτέλεσε τον ιδρυτή της αποκαλούμενης και βουκολικής ποίησης. Σε αρκετά ποιήματα των Ειδυλλίων η θεματολογία βασίζεται στον ποιμενικό βίο, ενώ τα υπόλοιπα στηρίζονται σε θέματα μυθικού ή ερωτικού περιεχομένου, χωρίς να απουσιάζουν και ύμνοι ή ποιήματα επικού χαρακτήρα. Η γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Θεόκριτος ήταν η δωρική διάλεκτος, αλλά συναντάται επίσης η ιωνική – κυρίως σε ποιήματα επικού ύφους – και η αιολική. Σχεδόν το σύνολο των Ειδυλλίων είναι γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο.
Η επίδραση της ποίησης του Θεόκριτου ήταν σημαντική και αρκετοί μεταγενέστεροι ποιητές μιμήθηκαν το ύφος του. Θεωρείται εμφανής και στην ποίηση του Βιργίλιου, ειδικότερα στο έργο του Εκλογές (ή Βουκολικά) και του Σέξτου Προπέρτιου. (el.wikipedia.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου