10.6.12

ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ ΧΧΙΙΙ (ΕΡΑΣΤΗΣ Ή ΔΥΣΕΡΩΣ)

ΧΙΙΙ. ΕΡΑΣΤΗΣ
Ένας άντρας δοσμένος στα φίλτρα του έρωτα πόθησε έναν άσπλαχνο έφηβο, στην όψη όμορφο, μα
οι τρόποι του καθόλου τέτοιοιʹ μισούσε αυτόν που τον ποθούσε καμιά δεν είχε τρυφερότητα για
αυτόν ούτε ήξερε ο Έρωτας ποιος ήτανε θεός, πόσο μεγάλα τόξα στα χέρια του κρατάει, πως
πικρά τα βέλη του μπήγει στην καρδιάʹ σε όλα του, και λόγια και κουβέντες, άκαμπτος. Ούτε καμιά
της φλόγας παρηγοριά ούτε ένα τρέμισμα στα χείλη ούτε στα μάτια λαμπερή φωτιά ούτε ρόδα στα
μάγουλα ούτε λόγος ούτε φιλί που ανακουφίζει τον έρωτα. Όπως το αγρίμι του βουνού τους
κυνηγούς λοξοκοιτάζει, έτσι [έβλεπε τον εραστή]ʹ άγρια τα χείλη του, το βλέμμα τρομερό [...]ʹ με τη
χολή το πρόσωπο του άλλαζε, το χρώμα του έχανε με το θρασύ θυμό. Αλλά και έτσι ήταν όμορφοςʹ
με την οργή του ερέθιζε μάλλον τους εραστές. Τέλος δεν άντεξε τόση τη φλόγα της Κυθέρειας,
αλλά πήγε και έκλαψε στο ανελέητο σπίτι, φίλησε το κατώφλι και τέτοια ύψωσε φωνή:
ʺΆγριο και άσπλαχνο αγόρι, θρέμμα άγριας λέαινας, πέτρινε στην καρδιά, ανάξιε του έρωτα μου,
τα δώρα τούτα τα έσχατα ήρθα να σου προσφέρω, τον βρόχο μουʹ γιατί πια, αγόρι μου, δε θέλω με
την παρουσία μου να σε θλίβω, αλλά βαδίζω το δρόμο που εσύ με καταδίκασες να πάρω, όπου ‐
λένε‐ κοινό για την αρρώστεια των ερωτευμένων είναι φάρμακο, όπου η λήθη είναι. Αλλά, ακόμα
και όλο να το πάρω μέχρι τέλους να το ρουφήξω, ούτε και έτσι θα σβήσω τον πόθο μου. Τώρα
μόλις να χαίρομαι αρχίζω στην πόρτα τη δική σου. Ξέρω το μέλλον. Και το ρόδο όμορφο και ο
χρόνος το μαραίνειʹ και τα ία όμορφα την άνοιξη και γρήγορα γερνάνεʹ [λευκό είναι το κρίνο,
μαραίνεται σαν πέσειʹ και το χιόνι λευκό και λιώνει όταν...]ʹκαι η ομορφιά όμορφη είναι η παιδική,
όμως δε ζει πολύ. Θαʹρθει ο καιρός εκείνος όταν και εσύ θα αγαπήσεις, όταν στην καρδιά ψημένος,
πικρά θα κλάψεις. Όμως εσύ, αγόρι μου, αυτό το ύστατο κάνε μου χατίριʹ όταν βγεις έξω και
κρεμασμένο στα πρόθυρα τα δικά σου δεις τον δυστυχισμένο, μη με προσπεράσεις, στάσου και
κλάψε με μια στάλα, το δάκρυ σου δίνοντας σπονδή λύσε με από το σκοινί και ντύσε με από τα
μέλη σου φορέματα και κρύψε με, για τελευταία φορά ύστατο δος μου φιλί. Αν και νεκρό, χάρισε
μου τα χείλη σου. Μη με φοβηθείςʹ να σε βλάψω δεν μπορώʹ θα απαλλαγείς με ένα φιλί. Χώμα
σκάψε για μένα, τον έρωτα μου για να θάψει, και πριν φύγεις, αυτό τρις φώναξε μουʹ ʺΑγαπημένε,
είσαι νεκρόςʹ ʺ αν θέλεις πάλι και αυτόʹ ʺΧάθηκε ο όμορφος μου σύντροφος.ʺ Γράψε και αυτή την
επιγραφή που στους τοίχους σου χαράζωʹ
ΤΟΥΤΟΝ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΚΟΤΩΣΕʹ ΟΔΟΙΠΟΡΕ, ΜΗΝ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΕΙΣ
ΣΤΑΣΟΥ ΚΑΙ ΠΕΣ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥΤΑ: ʺΑΚΑΡΔΟ ΕΙΧΕ ΣΥΝΤΡΟΦΟʺ.
Αυτά είπε και σήκωσε μια πέτρα και την έβαλε στην πόρτα από όπου κρεμάστηκε πέτρα φοβερή,
από αυτήν έδεσε λεπτό σχοινί, το βρόχο άρμοσε γύρω στο λαιμό, το στήριγμα κύλισε κάτω από το
πόδι του κρεμάστηκε νεκρός. Εκείνος άνοιξε την πόρτα είδε το νεκρό στην αυλόπορτα του τον
κρεμασμένο ‐ούτε που λύγισε η καρδιά του ούτε που έκλαψε τον καινούργιο φόνο, αλλά στο νεκρό
τα φορέματα του όλα τα μίανε τα εφηβικά και πήγαινε στα αθλήματα του γυμνασίου,
ασυγκίνητος τα αγαπημένα λουτρά ποθούσε, τέλος στο θεό έφτασε που ατίμασεʹ από το πέτρινο
πετάχτηκε κατώφλι στα νεράʹ επάνω του ρίχτηκε και το άγαλμα φόνεψε τον άθλιο έφηβοʹ το νερό
βάφτηκε κόκκινο, με του παιδιού πλημμύρισε τη φωνήʹ ʺΝα χαίρεστε, ερωτευμένοι, ο που μισούσε
φονεύτηκεʹ αγαπάτε εσείς που μισείτε, γιατί ο θεός ξέρει να κρίνει.ʺ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου