Συνάντησα τον Καβάφη σε ψιλικατζίδικο!
Ο αμερικανός διανοούμενος, αρχαιοελληνιστής και πολυσυζητημένος μεταφραστής του αλεξανδρινού ποιητή Ντάνιελ Μέντελσον σε μία συζήτηση που αρχίζει από το «Brokeback Mountain» και καταλήγει στους «βαρβάρους», τους οποίους έχουμε σήμερα ανάγκη
Συνέντευξη Μικέλα Χαρτουλάρη (tanea.gr, 13/4/2012)
Οταν τον ακούς να διαβάζει σε ελληνικά χρωματισμένα από μια ελαφριά αμερικανική προφορά το καβαφικό «Απ' τες εννιά», καθηλώνεσαι. Οταν τον βλέπεις να διδάσκει, είναι σαν να παρακολουθείς θεατρική παράσταση. Κι όταν συζητάς μαζί του, το μυαλό σου κάνει γυμναστική. Διότι συγκρίνει τον Οδυσσέα με τον Αβραάμ, ο Kαβάφης τον οδηγεί στους γκέι καουμπόι του «Μπρόουκμπακ Μάουντεν», επιστρατεύει τον Αριστοτέλη για να εξετάσει την ταινία «Τροία» και τη «Μαντάμ Μποβαρί» για να σχολιάσει την επανάσταση του facebook.
Ο Ντάνιελ Μέντελσον είναι σήμερα ο πιο πολυσυζητημένος μεταφραστής του Καβάφη, ο πρώτος που μετέφρασε στα αγγλικά και τα «Ατελή» του μεγάλου Αλεξανδρινού, και έχει υιοθετήσει την καβαφική θέαση της ιστορίας. Στα 35 του δίδαξε Αρχαία Τραγωδία στο Πρίνστον και σήμερα διδάσκει στο ελιτίστικο Κολέγιο Μπαρντ ένα σεμινάριο με τίτλο «Οδύσσειες, από τον Ομηρο έως τον Τζόις». Eκεί τον πρωτοσυναντήσαμε με τον Α. Χρυσοστομίδη για ένα ντοκιμαντέρ στη σειρά «Κεραίες της εποχής μας» (ΕΤ1 παραγωγή S.M. art σκην. Γ. Κορδέλλας). Ο Μέντελσον, έχει αναδειχθεί παράλληλα, σε έναν από τους σπουδαιότερους κριτικούς της σύγχρονης κουλτούρας, υψηλής και λαϊκής, γράφοντας σε εκλεκτά περιοδικά, όπως το «New Yorker», το «New York Review of Books» κ.ά., πρωτότυπα άρθρα για βιβλία, ταινίες ή θεατρικές παραστάσεις με εργαλείο ανάλυσης την κλασική γραμματεία. «…Ακόμη κι όταν γράφετε για τον "Σπάιντερμαν";», τον ρώτησε ένας φοιτητής του. «Ιδίως όταν γράφω για τον "Σπάιντερμαν"!», του απάντησε. «Διότι ένας αρχαιοελληνιστής προσεγγίζει την κουλτούρα συνολικά. Κι εγώ που έχω διαπαιδαγωγηθεί ως οδυσσεϊκό πνεύμα, έχω μια περιέργεια που αγκαλιάζει τα πάντα».
Στην Ελλάδα ο Μέντελσον είναι γνωστός κυρίως με τη συγγραφική του ιδιότητα καθώς κυκλοφορεί ένα (μονάχα) από τα έξι βιβλία του: οι «Χαμένοι» (εκδ. Πόλις, μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου). Είναι ο καρπός της προσωπικής του οδύσσειας που τον έφερε μεταξύ 2002-2005 στην Ευρώπη για να αναζητήσει τα ίχνη των έξι («από τα έξι εκατομμύρια») μελών της οικογένειάς του που προδόθηκαν και χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα. Ενα έργο πολυεπίπεδο, αυτοβιογραφικό, με στοιχεία μυθιστορήματος, μαρτυρίας, ρεπορτάζ και ιστορίας μυστηρίου. «Πρόκειται για ένα καβαφικό βιβλίο», μου σχολίασε, «διότι όπως και πολλά ποιήματα του Καβάφη - λ.χ. ο "Οροφέρνης" ή το "31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια" - αλλά και αρκετά από τα λεγόμενα "ερωτικά" - όπως το "Μέρες του 1908" - εστιάζουν στους απλούς ανθρώπους που η Ιστορία, με κεφαλαίο γιώτα, ξεχνά…».
Πώς θα περιγράφατε τον άνθρωπο Καβάφη; Ο Φόρστερ τον παρουσίασε το 1919 ως «έλληνα κύριο που έστεκε σε ελαφρά απόκλιση προς το σύμπαν»…
- Επειτα απ' όσα έχουν γραφεί γι' αυτόν, εγώ τον βλέπω ως αστό, εκκεντρικό, ολίγον επιδεικτικά ντυμένο, με ολίγον μέικ απ, τζέντλεμαν, σοφό, ευχάριστο στην παρέα, με φωνή επιβλητική, να κάνει απίστευτα πλούσιες συζητήσεις και να μπορεί να μιλήσει για οτιδήποτε. Τη σεξουαλική του ζωή δεν τη γνωρίζουμε και είναι πολύ πιθανό να μην ήταν πια δραστήρια μετά τα 50 του (1913), όταν αρχίζει να γράφει τα πιο σημαντικά ποιήματά του. Το ενδιαφέρον του για τα νεαρά αγόρια είναι βέβαια εκεί, αλλά δεν το κάνει θέμα, μπορείς να το αποδεχτείς ή όχι. Είναι άλλωστε γνωστό ότι σε ορισμένα ακαδημαϊκά περιβάλλοντα η ομοφυλοφιλική διάσταση της ποίησής του αντιμετωπιζόταν ανέκαθεν με αμηχανία. Ομως γι' αυτό ακριβώς η περίπτωση Καβάφη μάς δείχνει τι σημαίνει σπουδαία λογοτεχνία. Σημαίνει την υπέρβαση του συγκεκριμένου. Την κατάκτηση του γενικού ενδιαφέροντος μέσα από το ειδικό. Αυτό πέτυχαν η νουβέλα της Ανι Πρου «Brokeback Mountain» και η συνακόλουθη ταινία για τους γκέι καουμπόις. Αυτό πετυχαίνουν και τα ποιήματα του Καβάφη που θέτουν οικουμενικά ζητήματα μέσα από ειδικά θέματα, όπως π.χ. η ομοφυλοφιλία…
Είστε ένας αρχαιοελληνιστής. Πώς «συναντήσατε» τον Καβάφη;
- Από τύχη! Ηταν στις αρχές του '90 και ως πτυχιούχος της Κλασικής Φιλολογίας στο Πρίνστον πήρα μια υποτροφία για το θερινό τμήμα της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα. Ολη μέρα ήμασταν μέσα σε ένα πούλμαν και πηγαίναμε από τον έναν αρχαιολογικό χώρο στον άλλον. Τότε κατάλαβα ότι δεν με ενδιέφερε καθόλου να ξυπνώ στις τέσσερις το πρωί και να σκαρφαλώνω σε ένα βουνό για να κάτσω να κοιτάζω μια τρύπα στο έδαφος. Ημουν αναμφισβήτητα άνθρωπος των γραπτών πηγών… Και είχα διαβάσει όλα τα βιβλία που είχα κουβαλήσει μαζί μου, είχα ξαναδιαβάσει πέντε φορές τα «Απομνημονεύματα του Αδριανού» της Γιουρσενάρ και δεν άντεχα άλλο. Ωσπου μια μέρα σταματάμε κάπου στην Πελοπόννησο, στην Τρίπολη νομίζω, για να πάμε στην τουαλέτα, και βλέπω ένα μαγαζάκι με φρούτα και ψιλικά, οπότε πάω να ζητήσω μήπως υπάρχει κανένα βιβλίο για να εξασκήσω τα νέα ελληνικά μου. Είχε ένα μονάχα και ήταν τα «Ποιήματα» του Καβάφη από δεύτερο χέρι, στην έκδοση του '63 από τον Σαββίδη! Αρχισα λοιπόν να αποστηθίζω ένα ποίημα την ημέρα, χωρίς καλά καλά να καταλαβαίνω τι έλεγαν, αφού δεν γνώριζα παρά τα αρχαία ελληνικά κι από τη δημοτική ό,τι είχα ακούσει από τη γιαγιά του φίλου μου, τη Mrs Angelopoulos, γειτόνισσά μας στο Λονγκ Αϊλαντ, όταν ήμουν μικρός. Δεν πείραζε όμως. Ο Καβάφης έσωσε τη ζωή μου και στη συνέχεια την κατέκτησε! Ετσι λοιπόν, επιστρέφοντας στο Πρίνστον, γράφτηκα στα μαθήματα Νέων ελληνικών.
Γιατί όμως αποφασίσατε να τον μεταφράσετε; Δεν ήταν καλές οι υπάρχουσες μεταφράσεις στα αγγλικά;
- Κάθε μετάφραση «συνεργάζεται» με προηγούμενες μεταφράσεις, αποκρίνεται στις άλλες μεταφράσεις, χωρίς να σημαίνει ότι αυτές δεν είναι καλές. Η μετάφραση του Καβάφη από τους Κήλυ και Σέραρντ λ.χ. είναι θαυμάσια: η πρώτη που συλλαμβάνει τη νεωτερικότητα του Καβάφη. Αλλά, όπως γνωρίζουμε, η κάθε μετάφραση δεν μπορεί να αποδώσει παρά ένα μόνο στοιχείο του πρωτοτύπου. Τον Κήλυ λοιπόν τον απασχολεί κυρίως ο τόνος, ενώ εμένα το μέτρο, ο ρυθμός, η στιχουργική, η ρίμα…
Ωστόσο, για την απόφασή μου πάλι έπαιξε ρόλο η τύχη. Το 1996, ένας φίλος φίλου μου, γνωστός φωτογράφος, μου ζήτησε να μεταφράσω μερικούς στίχους με αφορμή κάποιες καλλιτεχνικές φωτογραφίες που ετοίμαζε εμπνευσμένος από τον Καβάφη. Το Ιδρυμα Ωνάση μού έδωσε μια υποτροφία για να δουλέψω και κάποια στιγμή με κάλεσαν στα εγκαίνια. Ολη η ελίτ ήταν εκεί, αλλά αυτό που είδα με έκανε να ντραπώ τόσο πολύ! Ηταν σκέτη πορνογραφία! Εικόνες γυμνών νεαρών Νεοϋορκέζων, εντελώς ξένες προς το πνεύμα του Καβάφη. Μεταξύ των καλεσμένων ήταν όμως και μια επιμελήτρια των εκδόσεων Knopf, που μου πρότεινε να μεταφράσω ολόκληρο τον Καβάφη! Το έκανα, και μάλιστα πρόσθεσα σημειώσεις για τις ιστορικές αναφορές στα ποιήματά του, αφού ο Καβάφης κάνει εκλεπτυσμένα σχόλια για πρόσωπα και πράγματα, που είναι άγνωστα στο ευρύτερο αγγλοσαξονικό κοινό. Αυτή η υπόθεση μου πήρε 14 χρόνια!
Τι σας δίδαξε ο Καβάφης;
- Μετά το 2002, ενώ μετέφραζα άρχισα να γράφω και τους «Χαμένους». Και σήμερα έχω καταλάβει ότι η εξοικείωσή μου με τον Καβάφη με επηρέασε στον τρόπο με τον οποίο προσέγγισα τη σύγχρονη Ιστορία. Αφού δεν κατάφερα να καλύψω τα κενά που είχα για τον τρόπο με τον οποίο χάθηκαν οι συγγενείς μου συνειδητοποίησα ότι τα ανθρώπινα κατορθώματα δεν αποτελούν προϋπόθεση της Ιστορίας. Κι αυτό το ήξερε ο Καβάφης καλύτερα απ' όλους.
Είστε ο πρώτος που μετέφρασε τα λεγόμενα «Ατελή» ποιήματα του Καβάφη στα αγγλικά. Ποιο είναι το ενδιαφέρον τους σε σχέση με τα 154 ποιήματα του «Κανόνα»;
- Πρόκειται για ποιήματα που τα επεξεργαζόταν κατά την τελευταία δεκαετία, την πιο δημιουργική, της ζωής του. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως δεν θα έπρεπε να μεταφραστούν, όμως εγώ πιστεύω πως ήταν μια σωστή απόφαση του Μανόλη Σαββίδη ως θεματοφύλακα του Αρχείου Καβάφη. Διότι ο Καβάφης είναι ένα κεφάλαιο του πολιτισμού μας και πρέπει ολόκληρο το έργο του να είναι προσβάσιμο. Αυτά τα ποιήματα, μας δείχνουν τι τον ενδιέφερε και, γενικότερα, πώς δουλεύει το μυαλό ενός μεγάλου ποιητή.
Εσείς τι προσέχετε σε ένα έργο ως κριτικός;
- Προσυπογράφω κατ' αρχήν αυτό που είπε ο μέντοράς μου Μπομπ Γκότλιμπ όταν εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο: «Το μόνο πράγμα που είναι χειρότερο από μια βλακώδη κακή κριτική είναι μια βλακώδης καλή κριτική!». Από εκεί και πέρα, θεωρώ πως η δουλειά μου δεν είναι να ζυγίσω το επίπεδο ενός έργου αλλά να καταλάβω τι (πιστεύει πως) κάνει - είτε μου αρέσει είτε δεν μου αρέσει. Επίσης, αν αξίζει τον κόπο να το κάνει και αν τα καταφέρνει. Και επειδή έχω μάθει να λειτουργώ ως αρχαιοελληνιστής σκέφτομαι και τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε το κάθε έργο. Ετσι, όταν διάβασα τη μελέτη του καθηγητή Κέιγκαν για τον «Πελοποννησιακό Πόλεμο», πήρα υπόψη μου ότι κυκλοφόρησε μετά την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ. Και ανατρέχοντας στον Θουκυδίδη, είδα ότι ο Κέιγκαν πρόδιδε το πνεύμα του προκειμένου να δικαιώσει την απόφαση του Μπους. Επειδή υπήρξαν και άλλα τέτοια κρούσματα (λ.χ. η μελέτη του Χάνσον ή οι ταινίες «300» και «Τροία»), υποστηρίζω λοιπόν ότι γίνεται μια κατάχρηση της κλασικής αρχαιότητας προκειμένου να δικαιολογηθούν κάποιες πολιτικές. Δεν αρνούμαι φυσικά πως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην υψηλή λογοτεχνία και στα σκουπίδια. Ομως πιστεύω πως και τα σκουπίδια μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Διότι όλα έχουν κάτι να πουν για την κουλτούρα μας.
Θεωρείτε πως βρισκόμαστε σε μια στιγμή πολιτισμικής κρίσης;
- Η επανάσταση που έφερε η νέα τεχνολογία είναι η μεγαλύτερη μετά την τυπογραφία και ανοίγει ένα ζήτημα αληθινής και πλαστής πραγματικότητας. Παράλληλα διαλύονται τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, κάτι που έχει συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε ως πολίτες αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας (στο facebook λ.χ. εκθέτουμε δημόσια την ιδιωτική μας πλευρά και στην επιστήμη ή στο δικαστήριο υπερασπιζόμαστε τη δική μας αλήθεια). Οδεύουμε, με άλλα λόγια, προς μια κουλτούρα υποκριτικής (culture of performers) και αναρωτιέται κανείς αν θα απομείνει καμιά πλευρά μας που να μπορεί να βιώσει μια ιδιωτική εμπειρία, όπως είναι η ανάγνωση π.χ. της «Μαντάμ Μποβαρί». Η στιγμή λοιπόν είναι πράγματι κρίσιμη αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα, διότι καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις, να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στο σημαντικό και στο ασήμαντο, να αποκαλύψουμε τις προτεραιότητές μας. Να τη πάλι η καβαφική σύλληψη ότι χρειαζόμαστε τους βαρβάρους, ότι κάθε πολιτισμός χρειάζεται το καινούργιο!
Ο αμερικανός διανοούμενος, αρχαιοελληνιστής και πολυσυζητημένος μεταφραστής του αλεξανδρινού ποιητή Ντάνιελ Μέντελσον σε μία συζήτηση που αρχίζει από το «Brokeback Mountain» και καταλήγει στους «βαρβάρους», τους οποίους έχουμε σήμερα ανάγκη
Συνέντευξη Μικέλα Χαρτουλάρη (tanea.gr, 13/4/2012)
Οταν τον ακούς να διαβάζει σε ελληνικά χρωματισμένα από μια ελαφριά αμερικανική προφορά το καβαφικό «Απ' τες εννιά», καθηλώνεσαι. Οταν τον βλέπεις να διδάσκει, είναι σαν να παρακολουθείς θεατρική παράσταση. Κι όταν συζητάς μαζί του, το μυαλό σου κάνει γυμναστική. Διότι συγκρίνει τον Οδυσσέα με τον Αβραάμ, ο Kαβάφης τον οδηγεί στους γκέι καουμπόι του «Μπρόουκμπακ Μάουντεν», επιστρατεύει τον Αριστοτέλη για να εξετάσει την ταινία «Τροία» και τη «Μαντάμ Μποβαρί» για να σχολιάσει την επανάσταση του facebook.
Ο Ντάνιελ Μέντελσον είναι σήμερα ο πιο πολυσυζητημένος μεταφραστής του Καβάφη, ο πρώτος που μετέφρασε στα αγγλικά και τα «Ατελή» του μεγάλου Αλεξανδρινού, και έχει υιοθετήσει την καβαφική θέαση της ιστορίας. Στα 35 του δίδαξε Αρχαία Τραγωδία στο Πρίνστον και σήμερα διδάσκει στο ελιτίστικο Κολέγιο Μπαρντ ένα σεμινάριο με τίτλο «Οδύσσειες, από τον Ομηρο έως τον Τζόις». Eκεί τον πρωτοσυναντήσαμε με τον Α. Χρυσοστομίδη για ένα ντοκιμαντέρ στη σειρά «Κεραίες της εποχής μας» (ΕΤ1 παραγωγή S.M. art σκην. Γ. Κορδέλλας). Ο Μέντελσον, έχει αναδειχθεί παράλληλα, σε έναν από τους σπουδαιότερους κριτικούς της σύγχρονης κουλτούρας, υψηλής και λαϊκής, γράφοντας σε εκλεκτά περιοδικά, όπως το «New Yorker», το «New York Review of Books» κ.ά., πρωτότυπα άρθρα για βιβλία, ταινίες ή θεατρικές παραστάσεις με εργαλείο ανάλυσης την κλασική γραμματεία. «…Ακόμη κι όταν γράφετε για τον "Σπάιντερμαν";», τον ρώτησε ένας φοιτητής του. «Ιδίως όταν γράφω για τον "Σπάιντερμαν"!», του απάντησε. «Διότι ένας αρχαιοελληνιστής προσεγγίζει την κουλτούρα συνολικά. Κι εγώ που έχω διαπαιδαγωγηθεί ως οδυσσεϊκό πνεύμα, έχω μια περιέργεια που αγκαλιάζει τα πάντα».
Στην Ελλάδα ο Μέντελσον είναι γνωστός κυρίως με τη συγγραφική του ιδιότητα καθώς κυκλοφορεί ένα (μονάχα) από τα έξι βιβλία του: οι «Χαμένοι» (εκδ. Πόλις, μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου). Είναι ο καρπός της προσωπικής του οδύσσειας που τον έφερε μεταξύ 2002-2005 στην Ευρώπη για να αναζητήσει τα ίχνη των έξι («από τα έξι εκατομμύρια») μελών της οικογένειάς του που προδόθηκαν και χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα. Ενα έργο πολυεπίπεδο, αυτοβιογραφικό, με στοιχεία μυθιστορήματος, μαρτυρίας, ρεπορτάζ και ιστορίας μυστηρίου. «Πρόκειται για ένα καβαφικό βιβλίο», μου σχολίασε, «διότι όπως και πολλά ποιήματα του Καβάφη - λ.χ. ο "Οροφέρνης" ή το "31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια" - αλλά και αρκετά από τα λεγόμενα "ερωτικά" - όπως το "Μέρες του 1908" - εστιάζουν στους απλούς ανθρώπους που η Ιστορία, με κεφαλαίο γιώτα, ξεχνά…».
Πώς θα περιγράφατε τον άνθρωπο Καβάφη; Ο Φόρστερ τον παρουσίασε το 1919 ως «έλληνα κύριο που έστεκε σε ελαφρά απόκλιση προς το σύμπαν»…
- Επειτα απ' όσα έχουν γραφεί γι' αυτόν, εγώ τον βλέπω ως αστό, εκκεντρικό, ολίγον επιδεικτικά ντυμένο, με ολίγον μέικ απ, τζέντλεμαν, σοφό, ευχάριστο στην παρέα, με φωνή επιβλητική, να κάνει απίστευτα πλούσιες συζητήσεις και να μπορεί να μιλήσει για οτιδήποτε. Τη σεξουαλική του ζωή δεν τη γνωρίζουμε και είναι πολύ πιθανό να μην ήταν πια δραστήρια μετά τα 50 του (1913), όταν αρχίζει να γράφει τα πιο σημαντικά ποιήματά του. Το ενδιαφέρον του για τα νεαρά αγόρια είναι βέβαια εκεί, αλλά δεν το κάνει θέμα, μπορείς να το αποδεχτείς ή όχι. Είναι άλλωστε γνωστό ότι σε ορισμένα ακαδημαϊκά περιβάλλοντα η ομοφυλοφιλική διάσταση της ποίησής του αντιμετωπιζόταν ανέκαθεν με αμηχανία. Ομως γι' αυτό ακριβώς η περίπτωση Καβάφη μάς δείχνει τι σημαίνει σπουδαία λογοτεχνία. Σημαίνει την υπέρβαση του συγκεκριμένου. Την κατάκτηση του γενικού ενδιαφέροντος μέσα από το ειδικό. Αυτό πέτυχαν η νουβέλα της Ανι Πρου «Brokeback Mountain» και η συνακόλουθη ταινία για τους γκέι καουμπόις. Αυτό πετυχαίνουν και τα ποιήματα του Καβάφη που θέτουν οικουμενικά ζητήματα μέσα από ειδικά θέματα, όπως π.χ. η ομοφυλοφιλία…
Είστε ένας αρχαιοελληνιστής. Πώς «συναντήσατε» τον Καβάφη;
- Από τύχη! Ηταν στις αρχές του '90 και ως πτυχιούχος της Κλασικής Φιλολογίας στο Πρίνστον πήρα μια υποτροφία για το θερινό τμήμα της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα. Ολη μέρα ήμασταν μέσα σε ένα πούλμαν και πηγαίναμε από τον έναν αρχαιολογικό χώρο στον άλλον. Τότε κατάλαβα ότι δεν με ενδιέφερε καθόλου να ξυπνώ στις τέσσερις το πρωί και να σκαρφαλώνω σε ένα βουνό για να κάτσω να κοιτάζω μια τρύπα στο έδαφος. Ημουν αναμφισβήτητα άνθρωπος των γραπτών πηγών… Και είχα διαβάσει όλα τα βιβλία που είχα κουβαλήσει μαζί μου, είχα ξαναδιαβάσει πέντε φορές τα «Απομνημονεύματα του Αδριανού» της Γιουρσενάρ και δεν άντεχα άλλο. Ωσπου μια μέρα σταματάμε κάπου στην Πελοπόννησο, στην Τρίπολη νομίζω, για να πάμε στην τουαλέτα, και βλέπω ένα μαγαζάκι με φρούτα και ψιλικά, οπότε πάω να ζητήσω μήπως υπάρχει κανένα βιβλίο για να εξασκήσω τα νέα ελληνικά μου. Είχε ένα μονάχα και ήταν τα «Ποιήματα» του Καβάφη από δεύτερο χέρι, στην έκδοση του '63 από τον Σαββίδη! Αρχισα λοιπόν να αποστηθίζω ένα ποίημα την ημέρα, χωρίς καλά καλά να καταλαβαίνω τι έλεγαν, αφού δεν γνώριζα παρά τα αρχαία ελληνικά κι από τη δημοτική ό,τι είχα ακούσει από τη γιαγιά του φίλου μου, τη Mrs Angelopoulos, γειτόνισσά μας στο Λονγκ Αϊλαντ, όταν ήμουν μικρός. Δεν πείραζε όμως. Ο Καβάφης έσωσε τη ζωή μου και στη συνέχεια την κατέκτησε! Ετσι λοιπόν, επιστρέφοντας στο Πρίνστον, γράφτηκα στα μαθήματα Νέων ελληνικών.
Γιατί όμως αποφασίσατε να τον μεταφράσετε; Δεν ήταν καλές οι υπάρχουσες μεταφράσεις στα αγγλικά;
- Κάθε μετάφραση «συνεργάζεται» με προηγούμενες μεταφράσεις, αποκρίνεται στις άλλες μεταφράσεις, χωρίς να σημαίνει ότι αυτές δεν είναι καλές. Η μετάφραση του Καβάφη από τους Κήλυ και Σέραρντ λ.χ. είναι θαυμάσια: η πρώτη που συλλαμβάνει τη νεωτερικότητα του Καβάφη. Αλλά, όπως γνωρίζουμε, η κάθε μετάφραση δεν μπορεί να αποδώσει παρά ένα μόνο στοιχείο του πρωτοτύπου. Τον Κήλυ λοιπόν τον απασχολεί κυρίως ο τόνος, ενώ εμένα το μέτρο, ο ρυθμός, η στιχουργική, η ρίμα…
Ωστόσο, για την απόφασή μου πάλι έπαιξε ρόλο η τύχη. Το 1996, ένας φίλος φίλου μου, γνωστός φωτογράφος, μου ζήτησε να μεταφράσω μερικούς στίχους με αφορμή κάποιες καλλιτεχνικές φωτογραφίες που ετοίμαζε εμπνευσμένος από τον Καβάφη. Το Ιδρυμα Ωνάση μού έδωσε μια υποτροφία για να δουλέψω και κάποια στιγμή με κάλεσαν στα εγκαίνια. Ολη η ελίτ ήταν εκεί, αλλά αυτό που είδα με έκανε να ντραπώ τόσο πολύ! Ηταν σκέτη πορνογραφία! Εικόνες γυμνών νεαρών Νεοϋορκέζων, εντελώς ξένες προς το πνεύμα του Καβάφη. Μεταξύ των καλεσμένων ήταν όμως και μια επιμελήτρια των εκδόσεων Knopf, που μου πρότεινε να μεταφράσω ολόκληρο τον Καβάφη! Το έκανα, και μάλιστα πρόσθεσα σημειώσεις για τις ιστορικές αναφορές στα ποιήματά του, αφού ο Καβάφης κάνει εκλεπτυσμένα σχόλια για πρόσωπα και πράγματα, που είναι άγνωστα στο ευρύτερο αγγλοσαξονικό κοινό. Αυτή η υπόθεση μου πήρε 14 χρόνια!
Τι σας δίδαξε ο Καβάφης;
- Μετά το 2002, ενώ μετέφραζα άρχισα να γράφω και τους «Χαμένους». Και σήμερα έχω καταλάβει ότι η εξοικείωσή μου με τον Καβάφη με επηρέασε στον τρόπο με τον οποίο προσέγγισα τη σύγχρονη Ιστορία. Αφού δεν κατάφερα να καλύψω τα κενά που είχα για τον τρόπο με τον οποίο χάθηκαν οι συγγενείς μου συνειδητοποίησα ότι τα ανθρώπινα κατορθώματα δεν αποτελούν προϋπόθεση της Ιστορίας. Κι αυτό το ήξερε ο Καβάφης καλύτερα απ' όλους.
Είστε ο πρώτος που μετέφρασε τα λεγόμενα «Ατελή» ποιήματα του Καβάφη στα αγγλικά. Ποιο είναι το ενδιαφέρον τους σε σχέση με τα 154 ποιήματα του «Κανόνα»;
- Πρόκειται για ποιήματα που τα επεξεργαζόταν κατά την τελευταία δεκαετία, την πιο δημιουργική, της ζωής του. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως δεν θα έπρεπε να μεταφραστούν, όμως εγώ πιστεύω πως ήταν μια σωστή απόφαση του Μανόλη Σαββίδη ως θεματοφύλακα του Αρχείου Καβάφη. Διότι ο Καβάφης είναι ένα κεφάλαιο του πολιτισμού μας και πρέπει ολόκληρο το έργο του να είναι προσβάσιμο. Αυτά τα ποιήματα, μας δείχνουν τι τον ενδιέφερε και, γενικότερα, πώς δουλεύει το μυαλό ενός μεγάλου ποιητή.
Εσείς τι προσέχετε σε ένα έργο ως κριτικός;
- Προσυπογράφω κατ' αρχήν αυτό που είπε ο μέντοράς μου Μπομπ Γκότλιμπ όταν εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο: «Το μόνο πράγμα που είναι χειρότερο από μια βλακώδη κακή κριτική είναι μια βλακώδης καλή κριτική!». Από εκεί και πέρα, θεωρώ πως η δουλειά μου δεν είναι να ζυγίσω το επίπεδο ενός έργου αλλά να καταλάβω τι (πιστεύει πως) κάνει - είτε μου αρέσει είτε δεν μου αρέσει. Επίσης, αν αξίζει τον κόπο να το κάνει και αν τα καταφέρνει. Και επειδή έχω μάθει να λειτουργώ ως αρχαιοελληνιστής σκέφτομαι και τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε το κάθε έργο. Ετσι, όταν διάβασα τη μελέτη του καθηγητή Κέιγκαν για τον «Πελοποννησιακό Πόλεμο», πήρα υπόψη μου ότι κυκλοφόρησε μετά την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ. Και ανατρέχοντας στον Θουκυδίδη, είδα ότι ο Κέιγκαν πρόδιδε το πνεύμα του προκειμένου να δικαιώσει την απόφαση του Μπους. Επειδή υπήρξαν και άλλα τέτοια κρούσματα (λ.χ. η μελέτη του Χάνσον ή οι ταινίες «300» και «Τροία»), υποστηρίζω λοιπόν ότι γίνεται μια κατάχρηση της κλασικής αρχαιότητας προκειμένου να δικαιολογηθούν κάποιες πολιτικές. Δεν αρνούμαι φυσικά πως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην υψηλή λογοτεχνία και στα σκουπίδια. Ομως πιστεύω πως και τα σκουπίδια μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Διότι όλα έχουν κάτι να πουν για την κουλτούρα μας.
Θεωρείτε πως βρισκόμαστε σε μια στιγμή πολιτισμικής κρίσης;
- Η επανάσταση που έφερε η νέα τεχνολογία είναι η μεγαλύτερη μετά την τυπογραφία και ανοίγει ένα ζήτημα αληθινής και πλαστής πραγματικότητας. Παράλληλα διαλύονται τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, κάτι που έχει συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε ως πολίτες αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας (στο facebook λ.χ. εκθέτουμε δημόσια την ιδιωτική μας πλευρά και στην επιστήμη ή στο δικαστήριο υπερασπιζόμαστε τη δική μας αλήθεια). Οδεύουμε, με άλλα λόγια, προς μια κουλτούρα υποκριτικής (culture of performers) και αναρωτιέται κανείς αν θα απομείνει καμιά πλευρά μας που να μπορεί να βιώσει μια ιδιωτική εμπειρία, όπως είναι η ανάγνωση π.χ. της «Μαντάμ Μποβαρί». Η στιγμή λοιπόν είναι πράγματι κρίσιμη αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα, διότι καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις, να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στο σημαντικό και στο ασήμαντο, να αποκαλύψουμε τις προτεραιότητές μας. Να τη πάλι η καβαφική σύλληψη ότι χρειαζόμαστε τους βαρβάρους, ότι κάθε πολιτισμός χρειάζεται το καινούργιο!
Μυαλό σπινθηροβόλο και ευέλικτο που πατά σε γερές γνώσεις, ο Ντάνιελ Μέντελσον είναι ένας άνθρωπος του καιρού μας που σπάει τα στεγανά και δεν έχει ταμπού. Δηλωμένος ομοφυλόφιλος που έκανε οικογένεια με μια φίλη του και μεγαλώνει δυο παιδιά, εγγονός εβραίων μεταναστών από τη σημερινή Ουκρανία που δεν είναι θρησκευόμενος, έγινε ένας μαχητικός αρχαιοελληνιστής που τον κεντρίζει η νέα εποχή. «Στα εννιά μου έκανα μακέτες του Παρθενώνα με ρολά από χαρτί τουαλέτας!» λέει γελώντας (tanea.gr)
ΑπάντησηΔιαγραφή