19.10.11

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ 3


Και όταν έφθασε η ώρα της γιορτής, ο Ιππίας με τους σωματοφύλακες του κανόνιζε έξω από την πόλη, στον λεγόμενο Κεραμεικό, με ποια σειρά έπρεπε να προχωρούν τα διάφορα τμήματα της πομπής, ενώ ο Αρμόδιος με τον Αριστογείτονα, κρατώντας ήδη τα κοντά σπαθιά, προχωρούσαν να εκτελέσουν το σχέδιο. Μόλις είδαν όμως κάποιον από τους συνωμότες να συνομιλεί φιλικά με τον Ιππία (εύκολα μπορούσε οποιοσδήποτε να πλησιάσει τον Ιππία), φοβήθηκαν και φαντάστηκαν πως έχουν προδοθεί κι ότι από στιγμή σε στιγμή θα συλλαμβάνονταν. Ήθελαν λοιπόν πρώτα να εκδικηθούν, αν μπορούσαν, εκείνον που τόσο τους είχε λυπήσει και που εξαιτίας του διακινδύνευαν τα πάντα και όρμησαν, όπως ήσαν, από τις πύλες μέσα στην πόλη όπου συνάντησαν τον Ίππαρχο κοντά στο ιερό, το λεγόμενο Λεωκόρειο, και αμέσως χωρίς να σκεφθούν τίποτα έπεσαν επάνω του κι άρχισαν να τον χτυπούν με μανία, ο ένας από ερωτική ζηλοτυπία κι ο άλλος για την προσβολή που του έγινε, και τον σκοτώνουν. Ο ένας ξεφεύγει για μια στιγμή από τους σωματοφύλακες, ο Αριστογείτων, γιατί έτρεξε πολύς κόσμος, ύστερα, όταν τον έπιασαν, δεν είχε καλό τέλος' ο Αρμόδιος θανατώθηκε επιτόπου αμέσως. [VI, 53, 1-4]

Θουκυδίδη, Ιστορία (Πόλις, 9/2011)
Μετάφραση: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου