Άλφρεντ Χίτσκοκ «Ξένοι σε ένα τραίνο» (Strangers on a train)
Γράφει o Χρίστος Γιωτόπουλος
ΛΟΝΔΙΝΟ, Αύγουστος 1981.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '50 ήταν δύσκολα όσο και αποφασιστικά για το πώς το αμερικάνικο κοινό, θα αντιμετώπιζε στα κατοπινά χρόνια, την ομοφυλοφιλία. Στη λογοτεχνία, συγγραφείς σαν τον Καπότε, Βιντάλ, Ουΐλλιαμς άρχιζαν να ασχολούνται μ' αυτή, με έναν ευθύ, τίμιο και προσωπικό τρόπο ο καθένας. Ωστόσο η λέξη «ομοφυλόφιλος» ήταν ακόμη ένα ταμπού στο ράδιο, την τηλεόραση ή μια ταινία, παρ' όλο που ο Κίνσεϋ με την περίφημη έκθεσή του (Sexual Behaviour in thw Human Male), ποy δημοσιεύτηκε το '48, είχε ήδη δείξει ότι το 37% των (λευκών) Αμερικάνων, ήταν εξοικειωμένο με το ομοφυλόφιλο σεξ, «σε σημείο οργασμού..» - όπως o ίδιος συνήθιζε να λέει. H δημοσίευση αυτής της Έκθεσης ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών, κι ό ίδιος αντιμετώπισε έντονη αμφισβήτηση στα νούμερα που έδωσε. Το εθνικό σύμβολο του αμερικάνου κάου μπόυ, μειδιώντος καβαλλάρη, είχε δεχθεί το πρώτο πλήγμα. Από την άλλη πλευρά ο Μακκάρθυ διώκει κομμουνιστές και ομοφυλόφιλους από το Στέιτ Ντηπάρτμεντ. Η σεξουαλική Επανάσταση που άρχισε να οιωνίζεται για τους συντηρητικούς φάρμερ της Καλιφόρνιας και τους πετρελαιάδες, βάδιζε χέρι χέρι με κείνη την πολιτική. Και ο Μακκαρθισμός, αποτέλεσε τον σκοτεινό μεσαίωνα της ιστορίας τής Αμερικής, και κατά συνέπεια όλων των χωρών που εξαρτιόντουσαν απ' αυτή, τότε όλους εκείνους που τόλμησαν είτε με την πέννα είτε με τη κάμερα, μπορούμε να τους πούμε διαφωτιστές. Την ίδια εποχή στα στούντιο του Χόλυγουντ παράγουν το όραμα της αμερικάνικης ευημερίας σε ξανθές μπούκλες, σε γόητες με λαδωμένα μαλλιά, και στο χαμόγελο της Μονρόε. Μα κάπου ανάμεσα σ' αυτά, ξεχωρίζει κανείς, τα πρώτα ραγίσματα της αμφισβήτησης. Είναι τα ραγίσματα που δημιουργούν με ένα πειραματικό νυστέρι, αυτοί που απαρτίζουν την «ιντελιτσένζια». Κάτι αρχίζει να αλλάζει. Τότε ό Χίτσκοκ δημιουργεί το «Ξένοι σ' ένα τραίνο».
Η ταινία προβλήθηκε το 1951, όταν η επικρατούσα ηθική, απαιτούσε λακωνικές όσο κι ανώδυνες απαντήσεις σε περίπλοκα ερωτήματα, κι η Αμερικάνικη κοσμοθεωρία αποτελούνταν από τον αγώνα του καλού εναντίον του κακού, του Ταρζάν εναντίον των μαύρων, της δημοκρατίας εναντίον του κομμουνισμού, της οικογένειας εναντίον της διαστροφής.
Η ταινία αρχίζει με ένα ευθύ ψωνιστήρι, μια απόπειρα αποπλάνησης και τελικά με μια αισχρή πρόταση. Δύο άντρες συναντιώνται τυχαία, στο σαλόνι ενός τραίνου. Με την πρώτη ματιά δε διαφέρουν και πολύ στην εμφάνιση.
Ο ένας φορά λουστρίνια, δίχρωμα παπούτσια, ριγωτό παντελόνι, σπορ σακκάκι' το όνομά του είναι Μπρούνο (Robert Walker). O άλλος φορά ένα συνηθισμένο σακκάκι, τριμμένο παντελόνι και παπούτσια - τυπικός μέσος Αμερικάνος' το όνομά του Γκάι (Farley Granger). Αρχίζουν να συζητούν, κι αναρρωτιόμαστε πόσο τυχαία είναι η συνάντησή τους, γιατί ο Μπρούνο φαίνεται να ξέρει πολλά για τον Γκάι. Ξέρει πως είναι επαγγελματίας τεννίστας και ότι πρόκειται να παντρευτεί την κόρη γνωστού Γερουσιαστή, αμέσως μόλις βγει το διαζύγιο από την πρώτη γυναίκα του. Ο Μπρούνο -πληθωρικός κι άνετος- επιβάλλει σύντομα την παρουσία του, στον Γκάι, που δείχνει φανερά εκνευρισμένος, από το γεγονός πως ο Μπρούνο, γνωρίζει πάρα πολλά γι' αυτόν. Ωστόσο δεν αποφασίζει να σταματήσει τη κουβέντα και να φύγει.
Ο Μπρούνο παραγγέλνει διπλά ουίσκυ και για τους δυο, και στην επόμενη σκηνή βρίσκονται στο ιδιωτικό κουπέ του Μπρούνο, που ξαναμμένος απ' τα ουίσκυ, αρχίζει εκμυστηρεύσεις στον Γκάι. Έτσι, του λέει πως είχε αποβληθεί από τρία κολλέγια για «μεθύσι και χαρτοπαιξία», μα ο τρόπος του υπαινίσσεται και μια τρίτη αιτία. Λέει επίσης στον Γκάι πως έχει τη θεωρία πως στην ζωή, όλα πρέπει κανείς να τα δοκιμάζει προτού πεθάνει.
Οι υπαινιγμοί τού Μπρούνο είναι τόσο καθαροί, που αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε για την αντίληψη του Γκάι. Τότε, τη στιγμή ακριβώς που νομίζουμε πως θα προχωρήσει στους υπαινιγμούς του, κάνει μία τελείως αντίθετη πρόταση, στον Γκάι. Του προτείνει να σκοτώσει την πρώην γυναίκα του, κι ο Γκάι για αντάλλαγμα τον πατέρα τού Μπρούνο. Ο Γκάι διατηρεί, σε όλη τη συζήτηση την αμφίβολη αθώα έκφρασή του και νοιώθοντας πως ο Μπρούνο είναι ψυχοπαθής, εγκαταλείπει το κουπέ.
Οι σχέσεις των ηρώων, είναι σχεδόν γεωμετρικές. Η ταινία είναι τόσο τέλεια ισορροπημένη, που τίποτε δεν αφήνεται στην τύχη. Και μέσα σ' αυτή την απαστράπτουσα συμμετρία, όπου το καλό και το κακό έχουν τις καθορισμένες θέσεις τους, όλα αρχίζουν να αντιστρέφονται με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό.
Ο Μπρούνο ήδη είναι αποφασισμένος να σκοτώσει την πρώην σύζυγο του Γκάι, αναγκάζοντάς τον έτσι να εκτελέσει με τη σειρά του τη διπλή συμφωνία τους. Πράγματι, ο Μπρούνο, πηγαίνει στη μικρή επαρχιακή πόλη, όπου ζει η πρώην σύζυγος του Γκάι, και τη στραγγαλίζει. Ο Γκάι μαθαίνοντας τον φόνο, δεν πηγαίνει να τα αναφέρει όλα στην αστυνομία, για δυο λόγους: γιατί είναι αυτός που έχει το ισχυρότερο κίνητρο και γιατί ο Μπρούνο κρατά ένα ενοχοποιητικό στοιχείο στα χέρια του. Είναι ο χρυσός αναπτήρας του Γκάι με τα αρχικά χαραγμένα σ' αυτόν, και που γίνεται το έμβλημα του δεσμού τους, και του πάθους του Μπρούνο γι' αυτόν.
Η μάχη μεταξύ τους αρχίζει, ώσπου στο έργο εισβάλλει με αυτοπεποίθηση η μνηστή του Γκάι, Άννα (Ruth Roman). Καi με την εισβολή της δημιουργείται ένα τρίγωνο όπου εκείνη μάχεται με τον Μπρούνο για τον όμορφο Γκάι. Για ένα διάστημα η Άννα δεν είναι σίγουρη ποιον ή τι πολεμά. Ο Γκάι τόσο αρρενωπός, τόσο ωραίος, προσπαθεί να αγνόησει τον Μπρούνο, κι όταν ακόμη τον βλέπει όπου πηγαίνει, να του γνέφει πίσω από κολώνες, στον κήπο, ή στο απέναντι πεζοδρόμιο, με αποκορύφωμα να έρχεται απρόσκλητος, στο πάρτυ που δίνει η Άννα στο σπίτι της.
Είναι σαν, το πάρτυ αυτό, να στήθηκε αποκλειστικά για να δείξει τους δύο ντυμένους όμοια, εκτός μιας λεπτομέρειας: ο Μπρούνο με άσπρο παπιγιόν κι ο Γκάι με μαύρο. Κι η Άννα έρχεται σε κλειστή αντιμετώπιση με τον εχθρό. Πιο πριν, όταν η Άννα πληροφορείται τον φόνο, η αδελφή της λέει: «Είναι υπέροχο να 'χεις έναν άντρα που σ' αγαπά τόσο, που κάνει και φόνο για σένα». Στο πάρτυ η Άννα θα διαπιστώσει την ειρωνική αλήθεια τούτης της φράσης' είναι πως ο Μπρούνο αγαπά τον Γκάι κι έκανε φόνο για χάρη του. Σ' αυτό το πάρτυ, η γνώμη μας για τον Μπρούνο θα αλλάξει, από δύο γεγονότα που θα συμβούν. Μέχρι τώρα, τον είδαμε με τα μάτια του Γκάι: τέλεια φρενοβλαβή και ίσως ξένον με κάθε γήινο.
Σε μια συζήτηση με μια μεσόκοπη νεόπλουτη κυρία, ο Μπρούνο λέει, πως όλοι μας έχουμε κάποιον που να θέλουμε να ξεφορτωθούμε έστω και με φόνο. Η κυρία σκανδαλίζεται ελαφρά. Παρασέρνοντάς την σε ένα παιχνίδι τή ζητά να φανταστεί ένα τέλειο φόνο - του συζύγου της ίσως, και να τον περιγράψει.
«-Ε!... Θα τον χτύπαγα στο κεφάλι με σφυρί... Θα τον έβαζα στο αυτοκίνητο που θα 'βρεχα με βενζίνη και θα έβαζα φωτιά...». Αφού τελειώνει χαμογελά θριαμβευτικά, γεύοντας την ίδια φονική φαντασία της. Ο Μπρούνο, αν και ο ίδιος την παρέσυρε σ' αυτό το παιχνίδι, εξάπτεται τόσο που αποπειράται να την πνίξει.
Και στην επόμενη σκηνή ο Χίτσκοκ, κλονίζει τη λεπτή ισορροπία τής συμπάθειάς μας στον Γκάι, που παίρνει τον Μπρούνο στη βιβλιοθήκη να εξηγηθούνε οριστικά. Η απάντησή του, σε ό,τι του λέει ό Γκάι, είναι:
«Μα Γκάι, μου αρέσεις και σ' αγαπώ».
Τότε ο Γκάι δίνει μια γροθιά, που κατευθύνεται στην κάμερα, σπάει τα κρύσταλλα και η οθόνη βυθίζεται για λίγο στο σκοτάδι, όπου ταυτιζόμα¬στε τόσο με τον Μπρούνο που αισθανόμαστε τη μελανιά στο πρόσωπό μας.
-Ποιος τελικά νομίζει πως είναι και μας χτυπά;
Ο ίδιος ήθελε να απαλλαγεί από την πρώην γυναίκα του. Η παλιά ευχή «ό,τι επιθυμείς» μας έρχεται στο μυαλό και ξαφνικά νοιώθουμε λιγώτερη συμπάθεια γι' αυτόν από όσο η συμβατική ηθική θα απαιτούσε. Ο Μπρούνο συμβαδίζει με τα κλισέ του '50 για την ομοφυλοφιλία. Με την υπερπροστατευτική μητέρα και τον αυταρχικό πατέρα, που τον μισεί θανάσιμα. Είναι τόσο αρρενωπός, ώστε να διαβάζει τη στήλη των σπορ (γι' αυτό άλλωστε ξέρει τόσα για τον Γκάι) τόσο τολμηρός ώστε να σκέφτεται ν' ανατινάξει τον Λευκό Οίκο, τόσο τρελλός ώστε να μπορεί να ρωτά τον δικαστή:
«-Δε σας είναι δύσκολο να φάτε το βράδυ, όταν το πρωί στείλατε κά¬ποιον στην ηλεκτρική καρέκλα;»
Η αλγεβρική κλιμάκωση, που υπάρχει στα έργα του Χίτσκοκ, σπρώχνει τους ήρωες να αντιδρούν παρά να δρουν. Ο Χίτσκοκ δίνει την κάθαρση, που το κοινό του '50 (και οι παραγωγοί τής Γουώρνερ Μπρος) ήθελε.
Η αστυνομία μη γνωρίζοντας την ύπαρξη του Μπρούνο, καταδιώκει τον Γκάι στο τόπο του εγκλήματος - τη μικρή επαρχιακή πόλη. Οι δυο τους συμπλέκονται σε μια άγρια πάλη ανάμεσα στα περιστρεφόμενα ξύλινα αλόγα ενός λούνα πάρκ. Οι αστυνομικοί σημαδεύουν τον Γκάι, αλλά αστοχούν και σκοτώνουν τον χειριστή της μηχανής που πέφτει πάνω στον μοχλό. Τα άλογα αρχίζουν να γυρίζουν δαιμονισμένα, παιδιά ουρλιάζουν, και πετιώνται νεκρά απ' τα άλογα, γυναίκες φωνάζουν βοήθεια, τα πόδια των αλόγων ανεβοκατεβαίνουν σα μπιστόνια μηχανής. Κάποιος καταφέρνει να σταματήσει τη μηχανή.
Η επόμενη σκηνή σε ένα τραίνο όπου ο Γκάι με την Άννα, αγκαλια¬σμένοι τρυφερά, κοιτάζονται στα μάτια. Μα είναι δύσκολο να μοιρα¬στούμε την ευτυχία τους, όσο κι αν το Χόλλυγουντ, νομίζει πως την αξί¬ζουν. Εμείς είμαστε ακόμα πίσω, στα σπασμένα ξύλινα άλογα, τα άψυχα κορμιά των παιδιών. Οι αστυνομικοί στη βιασύνη τους αστόχησαν και σκότωσαν έναν αθώο. Ούτε θα μάθουμε ποτέ πόσα ήταν τα νεκρά παιδιά.
Ο Χίτσκοκ μάς έδωσε ό,τι νομίζαμε πως θέλαμε. Η συνταγή των '50, το χάππυ εντ, ο θρίαμβος του καλού, ο Γκάι θα αρχίσει την πολιτική του καρριέρα (δεν μπορεί να παίζει για πάντα τέννις). Η Άννα κι ο Γκάι θριαμβευτές, μα μεις ακόμα δε μπορούμε να μοιραστούμε τον θρίαμβο τους. Εμείς κοιτάζουμε ακόμα να τραβάνε τον Μπρούνο ετοιμοθάνατο από το κατεστραμένο παιχνίδι. Τα μάτια του για τελευταία φορά, καρφώνονται στόν ουρανό « -Τι κουραστική μέρα κι αυτή!....» θα πει. Τα μάτια κλείνουν σιγανά, το κορμί χαλαρώνει στον θάνατο, η σφιγμένη παλάμη ανοίγει κι ο πολύτιμος αναπτήρας του Γκάι πέφτει στο χώμα. Λυπόμαστε που βλέπουμε τον Μπρούνο να πεθαίνει.
Χρίστος Γιωτόπουλος (περ. Οδός Πανός, τχ.3 , 10/81)
Γράφει o Χρίστος Γιωτόπουλος
ΛΟΝΔΙΝΟ, Αύγουστος 1981.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '50 ήταν δύσκολα όσο και αποφασιστικά για το πώς το αμερικάνικο κοινό, θα αντιμετώπιζε στα κατοπινά χρόνια, την ομοφυλοφιλία. Στη λογοτεχνία, συγγραφείς σαν τον Καπότε, Βιντάλ, Ουΐλλιαμς άρχιζαν να ασχολούνται μ' αυτή, με έναν ευθύ, τίμιο και προσωπικό τρόπο ο καθένας. Ωστόσο η λέξη «ομοφυλόφιλος» ήταν ακόμη ένα ταμπού στο ράδιο, την τηλεόραση ή μια ταινία, παρ' όλο που ο Κίνσεϋ με την περίφημη έκθεσή του (Sexual Behaviour in thw Human Male), ποy δημοσιεύτηκε το '48, είχε ήδη δείξει ότι το 37% των (λευκών) Αμερικάνων, ήταν εξοικειωμένο με το ομοφυλόφιλο σεξ, «σε σημείο οργασμού..» - όπως o ίδιος συνήθιζε να λέει. H δημοσίευση αυτής της Έκθεσης ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών, κι ό ίδιος αντιμετώπισε έντονη αμφισβήτηση στα νούμερα που έδωσε. Το εθνικό σύμβολο του αμερικάνου κάου μπόυ, μειδιώντος καβαλλάρη, είχε δεχθεί το πρώτο πλήγμα. Από την άλλη πλευρά ο Μακκάρθυ διώκει κομμουνιστές και ομοφυλόφιλους από το Στέιτ Ντηπάρτμεντ. Η σεξουαλική Επανάσταση που άρχισε να οιωνίζεται για τους συντηρητικούς φάρμερ της Καλιφόρνιας και τους πετρελαιάδες, βάδιζε χέρι χέρι με κείνη την πολιτική. Και ο Μακκαρθισμός, αποτέλεσε τον σκοτεινό μεσαίωνα της ιστορίας τής Αμερικής, και κατά συνέπεια όλων των χωρών που εξαρτιόντουσαν απ' αυτή, τότε όλους εκείνους που τόλμησαν είτε με την πέννα είτε με τη κάμερα, μπορούμε να τους πούμε διαφωτιστές. Την ίδια εποχή στα στούντιο του Χόλυγουντ παράγουν το όραμα της αμερικάνικης ευημερίας σε ξανθές μπούκλες, σε γόητες με λαδωμένα μαλλιά, και στο χαμόγελο της Μονρόε. Μα κάπου ανάμεσα σ' αυτά, ξεχωρίζει κανείς, τα πρώτα ραγίσματα της αμφισβήτησης. Είναι τα ραγίσματα που δημιουργούν με ένα πειραματικό νυστέρι, αυτοί που απαρτίζουν την «ιντελιτσένζια». Κάτι αρχίζει να αλλάζει. Τότε ό Χίτσκοκ δημιουργεί το «Ξένοι σ' ένα τραίνο».
Η ταινία προβλήθηκε το 1951, όταν η επικρατούσα ηθική, απαιτούσε λακωνικές όσο κι ανώδυνες απαντήσεις σε περίπλοκα ερωτήματα, κι η Αμερικάνικη κοσμοθεωρία αποτελούνταν από τον αγώνα του καλού εναντίον του κακού, του Ταρζάν εναντίον των μαύρων, της δημοκρατίας εναντίον του κομμουνισμού, της οικογένειας εναντίον της διαστροφής.
Η ταινία αρχίζει με ένα ευθύ ψωνιστήρι, μια απόπειρα αποπλάνησης και τελικά με μια αισχρή πρόταση. Δύο άντρες συναντιώνται τυχαία, στο σαλόνι ενός τραίνου. Με την πρώτη ματιά δε διαφέρουν και πολύ στην εμφάνιση.
Ο ένας φορά λουστρίνια, δίχρωμα παπούτσια, ριγωτό παντελόνι, σπορ σακκάκι' το όνομά του είναι Μπρούνο (Robert Walker). O άλλος φορά ένα συνηθισμένο σακκάκι, τριμμένο παντελόνι και παπούτσια - τυπικός μέσος Αμερικάνος' το όνομά του Γκάι (Farley Granger). Αρχίζουν να συζητούν, κι αναρρωτιόμαστε πόσο τυχαία είναι η συνάντησή τους, γιατί ο Μπρούνο φαίνεται να ξέρει πολλά για τον Γκάι. Ξέρει πως είναι επαγγελματίας τεννίστας και ότι πρόκειται να παντρευτεί την κόρη γνωστού Γερουσιαστή, αμέσως μόλις βγει το διαζύγιο από την πρώτη γυναίκα του. Ο Μπρούνο -πληθωρικός κι άνετος- επιβάλλει σύντομα την παρουσία του, στον Γκάι, που δείχνει φανερά εκνευρισμένος, από το γεγονός πως ο Μπρούνο, γνωρίζει πάρα πολλά γι' αυτόν. Ωστόσο δεν αποφασίζει να σταματήσει τη κουβέντα και να φύγει.
Ο Μπρούνο παραγγέλνει διπλά ουίσκυ και για τους δυο, και στην επόμενη σκηνή βρίσκονται στο ιδιωτικό κουπέ του Μπρούνο, που ξαναμμένος απ' τα ουίσκυ, αρχίζει εκμυστηρεύσεις στον Γκάι. Έτσι, του λέει πως είχε αποβληθεί από τρία κολλέγια για «μεθύσι και χαρτοπαιξία», μα ο τρόπος του υπαινίσσεται και μια τρίτη αιτία. Λέει επίσης στον Γκάι πως έχει τη θεωρία πως στην ζωή, όλα πρέπει κανείς να τα δοκιμάζει προτού πεθάνει.
Οι υπαινιγμοί τού Μπρούνο είναι τόσο καθαροί, που αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε για την αντίληψη του Γκάι. Τότε, τη στιγμή ακριβώς που νομίζουμε πως θα προχωρήσει στους υπαινιγμούς του, κάνει μία τελείως αντίθετη πρόταση, στον Γκάι. Του προτείνει να σκοτώσει την πρώην γυναίκα του, κι ο Γκάι για αντάλλαγμα τον πατέρα τού Μπρούνο. Ο Γκάι διατηρεί, σε όλη τη συζήτηση την αμφίβολη αθώα έκφρασή του και νοιώθοντας πως ο Μπρούνο είναι ψυχοπαθής, εγκαταλείπει το κουπέ.
Οι σχέσεις των ηρώων, είναι σχεδόν γεωμετρικές. Η ταινία είναι τόσο τέλεια ισορροπημένη, που τίποτε δεν αφήνεται στην τύχη. Και μέσα σ' αυτή την απαστράπτουσα συμμετρία, όπου το καλό και το κακό έχουν τις καθορισμένες θέσεις τους, όλα αρχίζουν να αντιστρέφονται με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό.
Ο Μπρούνο ήδη είναι αποφασισμένος να σκοτώσει την πρώην σύζυγο του Γκάι, αναγκάζοντάς τον έτσι να εκτελέσει με τη σειρά του τη διπλή συμφωνία τους. Πράγματι, ο Μπρούνο, πηγαίνει στη μικρή επαρχιακή πόλη, όπου ζει η πρώην σύζυγος του Γκάι, και τη στραγγαλίζει. Ο Γκάι μαθαίνοντας τον φόνο, δεν πηγαίνει να τα αναφέρει όλα στην αστυνομία, για δυο λόγους: γιατί είναι αυτός που έχει το ισχυρότερο κίνητρο και γιατί ο Μπρούνο κρατά ένα ενοχοποιητικό στοιχείο στα χέρια του. Είναι ο χρυσός αναπτήρας του Γκάι με τα αρχικά χαραγμένα σ' αυτόν, και που γίνεται το έμβλημα του δεσμού τους, και του πάθους του Μπρούνο γι' αυτόν.
Η μάχη μεταξύ τους αρχίζει, ώσπου στο έργο εισβάλλει με αυτοπεποίθηση η μνηστή του Γκάι, Άννα (Ruth Roman). Καi με την εισβολή της δημιουργείται ένα τρίγωνο όπου εκείνη μάχεται με τον Μπρούνο για τον όμορφο Γκάι. Για ένα διάστημα η Άννα δεν είναι σίγουρη ποιον ή τι πολεμά. Ο Γκάι τόσο αρρενωπός, τόσο ωραίος, προσπαθεί να αγνόησει τον Μπρούνο, κι όταν ακόμη τον βλέπει όπου πηγαίνει, να του γνέφει πίσω από κολώνες, στον κήπο, ή στο απέναντι πεζοδρόμιο, με αποκορύφωμα να έρχεται απρόσκλητος, στο πάρτυ που δίνει η Άννα στο σπίτι της.
Είναι σαν, το πάρτυ αυτό, να στήθηκε αποκλειστικά για να δείξει τους δύο ντυμένους όμοια, εκτός μιας λεπτομέρειας: ο Μπρούνο με άσπρο παπιγιόν κι ο Γκάι με μαύρο. Κι η Άννα έρχεται σε κλειστή αντιμετώπιση με τον εχθρό. Πιο πριν, όταν η Άννα πληροφορείται τον φόνο, η αδελφή της λέει: «Είναι υπέροχο να 'χεις έναν άντρα που σ' αγαπά τόσο, που κάνει και φόνο για σένα». Στο πάρτυ η Άννα θα διαπιστώσει την ειρωνική αλήθεια τούτης της φράσης' είναι πως ο Μπρούνο αγαπά τον Γκάι κι έκανε φόνο για χάρη του. Σ' αυτό το πάρτυ, η γνώμη μας για τον Μπρούνο θα αλλάξει, από δύο γεγονότα που θα συμβούν. Μέχρι τώρα, τον είδαμε με τα μάτια του Γκάι: τέλεια φρενοβλαβή και ίσως ξένον με κάθε γήινο.
Σε μια συζήτηση με μια μεσόκοπη νεόπλουτη κυρία, ο Μπρούνο λέει, πως όλοι μας έχουμε κάποιον που να θέλουμε να ξεφορτωθούμε έστω και με φόνο. Η κυρία σκανδαλίζεται ελαφρά. Παρασέρνοντάς την σε ένα παιχνίδι τή ζητά να φανταστεί ένα τέλειο φόνο - του συζύγου της ίσως, και να τον περιγράψει.
«-Ε!... Θα τον χτύπαγα στο κεφάλι με σφυρί... Θα τον έβαζα στο αυτοκίνητο που θα 'βρεχα με βενζίνη και θα έβαζα φωτιά...». Αφού τελειώνει χαμογελά θριαμβευτικά, γεύοντας την ίδια φονική φαντασία της. Ο Μπρούνο, αν και ο ίδιος την παρέσυρε σ' αυτό το παιχνίδι, εξάπτεται τόσο που αποπειράται να την πνίξει.
Και στην επόμενη σκηνή ο Χίτσκοκ, κλονίζει τη λεπτή ισορροπία τής συμπάθειάς μας στον Γκάι, που παίρνει τον Μπρούνο στη βιβλιοθήκη να εξηγηθούνε οριστικά. Η απάντησή του, σε ό,τι του λέει ό Γκάι, είναι:
«Μα Γκάι, μου αρέσεις και σ' αγαπώ».
Τότε ο Γκάι δίνει μια γροθιά, που κατευθύνεται στην κάμερα, σπάει τα κρύσταλλα και η οθόνη βυθίζεται για λίγο στο σκοτάδι, όπου ταυτιζόμα¬στε τόσο με τον Μπρούνο που αισθανόμαστε τη μελανιά στο πρόσωπό μας.
-Ποιος τελικά νομίζει πως είναι και μας χτυπά;
Ο ίδιος ήθελε να απαλλαγεί από την πρώην γυναίκα του. Η παλιά ευχή «ό,τι επιθυμείς» μας έρχεται στο μυαλό και ξαφνικά νοιώθουμε λιγώτερη συμπάθεια γι' αυτόν από όσο η συμβατική ηθική θα απαιτούσε. Ο Μπρούνο συμβαδίζει με τα κλισέ του '50 για την ομοφυλοφιλία. Με την υπερπροστατευτική μητέρα και τον αυταρχικό πατέρα, που τον μισεί θανάσιμα. Είναι τόσο αρρενωπός, ώστε να διαβάζει τη στήλη των σπορ (γι' αυτό άλλωστε ξέρει τόσα για τον Γκάι) τόσο τολμηρός ώστε να σκέφτεται ν' ανατινάξει τον Λευκό Οίκο, τόσο τρελλός ώστε να μπορεί να ρωτά τον δικαστή:
«-Δε σας είναι δύσκολο να φάτε το βράδυ, όταν το πρωί στείλατε κά¬ποιον στην ηλεκτρική καρέκλα;»
Η αλγεβρική κλιμάκωση, που υπάρχει στα έργα του Χίτσκοκ, σπρώχνει τους ήρωες να αντιδρούν παρά να δρουν. Ο Χίτσκοκ δίνει την κάθαρση, που το κοινό του '50 (και οι παραγωγοί τής Γουώρνερ Μπρος) ήθελε.
Η αστυνομία μη γνωρίζοντας την ύπαρξη του Μπρούνο, καταδιώκει τον Γκάι στο τόπο του εγκλήματος - τη μικρή επαρχιακή πόλη. Οι δυο τους συμπλέκονται σε μια άγρια πάλη ανάμεσα στα περιστρεφόμενα ξύλινα αλόγα ενός λούνα πάρκ. Οι αστυνομικοί σημαδεύουν τον Γκάι, αλλά αστοχούν και σκοτώνουν τον χειριστή της μηχανής που πέφτει πάνω στον μοχλό. Τα άλογα αρχίζουν να γυρίζουν δαιμονισμένα, παιδιά ουρλιάζουν, και πετιώνται νεκρά απ' τα άλογα, γυναίκες φωνάζουν βοήθεια, τα πόδια των αλόγων ανεβοκατεβαίνουν σα μπιστόνια μηχανής. Κάποιος καταφέρνει να σταματήσει τη μηχανή.
Η επόμενη σκηνή σε ένα τραίνο όπου ο Γκάι με την Άννα, αγκαλια¬σμένοι τρυφερά, κοιτάζονται στα μάτια. Μα είναι δύσκολο να μοιρα¬στούμε την ευτυχία τους, όσο κι αν το Χόλλυγουντ, νομίζει πως την αξί¬ζουν. Εμείς είμαστε ακόμα πίσω, στα σπασμένα ξύλινα άλογα, τα άψυχα κορμιά των παιδιών. Οι αστυνομικοί στη βιασύνη τους αστόχησαν και σκότωσαν έναν αθώο. Ούτε θα μάθουμε ποτέ πόσα ήταν τα νεκρά παιδιά.
Ο Χίτσκοκ μάς έδωσε ό,τι νομίζαμε πως θέλαμε. Η συνταγή των '50, το χάππυ εντ, ο θρίαμβος του καλού, ο Γκάι θα αρχίσει την πολιτική του καρριέρα (δεν μπορεί να παίζει για πάντα τέννις). Η Άννα κι ο Γκάι θριαμβευτές, μα μεις ακόμα δε μπορούμε να μοιραστούμε τον θρίαμβο τους. Εμείς κοιτάζουμε ακόμα να τραβάνε τον Μπρούνο ετοιμοθάνατο από το κατεστραμένο παιχνίδι. Τα μάτια του για τελευταία φορά, καρφώνονται στόν ουρανό « -Τι κουραστική μέρα κι αυτή!....» θα πει. Τα μάτια κλείνουν σιγανά, το κορμί χαλαρώνει στον θάνατο, η σφιγμένη παλάμη ανοίγει κι ο πολύτιμος αναπτήρας του Γκάι πέφτει στο χώμα. Λυπόμαστε που βλέπουμε τον Μπρούνο να πεθαίνει.
Χρίστος Γιωτόπουλος (περ. Οδός Πανός, τχ.3 , 10/81)
Είμαι πολύ χαρούμενος. Ήξερα, με το σχόλιό, ότι σύντομα θα το ξαναδιάβαζα αυτό το κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ.
el otro día la vi a ratos, siempre me costó ver el subtexto gay de la peli (con la facilidad que tengo...).
ΑπάντησηΔιαγραφήcon las fotografías tb lo explicas muy bien, aunque me hubiera encantado entender tu texto.
un abrazo.
Thomas,
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο κείμενο το οφείλουμε στην Κατερίνα σ-Μ, που το σκανάρισε και το έστειλε. Την ευχαριστούμε.
Senses,
Pues, el texto no es mío. Es una aproximación crítica de la película, en clave gay, publicada en una revista griega en el lejano 1981. (30 años ya, ¡por Dios!)