24.2.11

Ο ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Κωνσταντίνος Μαλέας
.

Ο Καβάφης και η Εκκλησία
Μόνο για ένα πράγμα δεν μπορεί κάποιος να κατηγορήσει τον Καβάφη, ότι ήταν θρήσκος. Ο μεγάλος αυτός Αλεξανδρινός ποιητής δεν ανήκει στη λεγόμενη «χριστιανική λογοτεχνία» και ούτε ποτέ υπήρξε θρησκευτικός ποιητής. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν άθεος ούτε καν άθρησκος ή αγνωστικιστής, αφού ελλείπουν παντελώς σχετικές μαρτυρίες του ίδιου με ρητή άρνηση θεού ή θρησκείας.
Ωστόσο, ο Καβάφης σχετίζεται με το ιερό ακολουθώντας τον δικό του τρόπο. Μια ποιητική ιερότητα διαπνέει ικανά τμήματα του έργου του. Ο Αλεξανδρινός ήταν εκκλησιαστικός άνθρωπος με ιδιάζοντα τρόπο και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ποτέ να χαρακτηρισθεί θρησκευτικός τύπος. Σε ένα ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Στην Εκκλησία» αφήνει ο Καβάφης να διαφανεί η αίσθηση του ιερού που τον διακατέχει.
Αφετηριακά δηλώνει «Την Εκκλησίαν αγαπώ» για να δώσει διευκρινίσεις μετά. Δύο μονοπάτια ακολουθεί ο Καβάφης καθ' οδόν προς τον ποιητικό εκκλησιασμό του. Το ένα είναι αισθητηριακό και αισθησιακό: ανακαλύπτει την Εκκλησία διαμέσου των πέντε αισθήσεων. Το άλλο είναι ιστορικό και γενεαλογικό: ακολουθεί τη συλλογική εμπειρία του λαού μας.
Οι αισθήσεις του ανθρώπου είναι το πρώτο άμεσο εμπειρικό δεδομένο, που κυριολεκτικά συναρπάζεται μέσα στην Εκκλησία. Λέγοντας «συναρπαγή» και «συναρπάζομαι» εννοούμε την αρπαγή του συνόλου ανθρώπου από τις πέντε αισθήσεις του, την αιχμαλωσία όλων ανεξαιρέτως των αισθητηρίων οργάνων μας με τη διπλή σημασία της λέξης. Κυριολεκτικά ως «αρπαγή», «αιχμαλωσία», «σύλληψη», «κατοχή» (συν+αρπαγή), αλλά και μεταφορικά σαν «γοητεία» (συναρπάζομαι, συνεπαρμένος, συναρπαστικός), «γητειά», «μαγεία», «αποπλάνηση» των αισθήσεων, «σαγήνη» κ.λπ.
Ο Καβάφης είναι ρητός κάνοντας λόγο για τα «εξαπτέρυγα» της Εκκλησίας: «Τ' ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της, / τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της». Παρακάτω σημειώνει: «Με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες, / με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες, / τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες». Εντυπωσιάζεται κανείς από την λεπτομερειακή μνεία τέτοιων στοιχείων του λατρευτικού τυπικού. Μοναδική εύγλωττη ερμηνεία είναι η απήχηση που έχουν όλα αυτά στην αισθητηριακή κλίμακα του ποιητή μας. Η Εκκλησία είναι για τον Αλεξανδρινό μια πανδαισία οπτικών, ακουστικών και οσφρητικών ερεθισμάτων.
Ο άλλος παρεπόμενος δρόμος του ποιητικού εκκλησιασμού στον Καβάφη είναι η Ιστορία. Καταλήγει το ποίημά του ως εξής: «Ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας, / στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό». Εδώ φυσικά δεν πρόκειται ούτε για εθνικισμό μήτε για φυλετισμό, αφού μιλά για «βυζαντινισμό» και όχι απλά για «ελληνισμό», «ελληνοκεντρισμό» ή «ελληνικότητα».
Πρόκειται για μέγεθος πολιτιστικό. Ο καβαφικός βυζαντινισμός δεν έχει τίποτε το πολιτικό, το εθνοφυλετικό ή κάτι παρόμοιο. Δεν υπάρχει κανένας «περιούσιος λαός του Θεού» ούτε κάποια δήθεν «ανώτερη φυλή» με τάχα κοσμοσωτήρια αποστολή επί της ανθρωπότητας. Η καβαφική λέξη «φυλή» του ποιήματος παραπέμπει στο «γένος» των Ρωμιών μάλλον παρά στο «έθνος» των Ελλήνων. Η αναφορά στο «Βυζάντιο» επιτρέπει την πρόκριση του εκχριστιανισμένου Ρωμιού έναντι του εξωχριστιανικού Έλληνα.
ΜΑΡΙΟΣ ΜΠΕΓΖΟΣ
.
**********************************
.
Στην εκκλησία

Την εκκλησίαν αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της
τ' ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.

Εκεί σαν μπω, μες σ' εκκλησία των Γραικών.
με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
μες τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό -
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό -
ο νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό. .


********************************
.
(...) Η ίδια απουσία εξέγερσης επιτρέπει στον Καβάφη να κινείται άνετα στους κόλπους της ορθόδοξης κληρονομιάς του, και τον κάνει, οριστικά, χριστιανό. Είναι ένας χριστιανός όσο το δυνατόν περισσότερο απομακρυσμένος από το (ψυχικά) μαρτύρια, τις εξομολογήσεις, ή την ασκητική αυστηρότητα, αλλά χριστιανός μολαταύτα, αφού η Religio (=θρησκευτικότητα), και Mystica (=μυστηριακή), συμβαίνει να αποτελεί μέρος του χριστιανικού σύμπαντος. Ο καλός θάνατος που διαδέχεται - στο «Ιγνατίου Τάφος», στο «Μύρης», στο «Μανουήλ Κομνηνός» - μια ζωή ηδονική, είναι άλλος ένας τρόπος υποταγής στην φύση των πραγμάτων' η μοναστική αυτή απογύμνωση προεκτείνει με τον τρόπο της τα θέματα της στωικής σοφίας, ικανοποιεί κρυφά τον ανατολίτικο μηδενισμό που συχνά είναι έμφυτος στην ελληνική σκέψη, και ας φαίνεται αρχικά αντίθετή του σε όλα. Μα η Ορθόδοξη παράδοση, στον Καβάφη, παραμένει προπάντων ένα είδος συνδέσμου με το κοινωνικό και ηθικό περιβάλλον του' στην ουσία, δεν παίζει παρά δευτερεύοντα ρόλο στο έργο του.(...)
Μ. ΓΙΟΥΡΣΕΝΑΡ
.
************************************ .


Ιγνατίου τάφος

Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα
στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)
για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,
για τ' άλογα και για τ' αμάξια μου,
για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.
Άπαγε· εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος·
τα εικοσιοκτώ μου χρόνια να σβυσθούν.
Είμ' ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά
συνήλθα· αλλ' όμως κ' έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείς
μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου